Έχουν δικαίωμα οι κολοσσοί της τεχνολογίας να κατεβάζουν τους λογαριασμούς του Τραμπ; Εντονότερη από ποτέ η ανάγκη για επιβολή κανόνων στη «Big Tech».
Σοβαρούς προβληματισμούς (και) σχετικά με τη δύναμη που έχουν οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας/ διαδικτύου ως προς την ελευθερία λόγου και έκφρασης έχουν προκαλέσει τα πρόσφατα γεγονότα στο Καπιτώλιο στην Ουάσινγκτον- και οι παρεμβάσεις της «Big Tech» στον δημόσιο λόγο, μέσω επιλογών τους όσον αφορά στο τι ανεβαίνει στις πλατφόρμες τους: Για άλλη μια φορά οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας αποδεικνύονται ανησυχητικά ισχυρές, και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενες/ ανεπαρκείς, φέρνοντας εκ νέου στο προσκήνιο την ανάγκη για επιβολή πλαισίων κανόνων από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, έτσι ώστε να μην επαφίονται ζητήματα δημοσίου λόγου και ελευθερίας έκφρασης στη «διακριτική ευχέρεια» των μεγιστάνων της Σίλικον Βάλεϊ.
Μετά την εισβολή υποστηρικτών του απερχόμενου Αμερικανού προέδρου στο Καπιτώλιο, το Twitter και το Facebook μπλόκαραν τους λογαριασμούς του Τραμπ στις πλατφόρμες τους, υποστηρίζοντας πως οι αναρτήσεις του προκαλούν περαιτέρω βία. To YouTube κατέβασε βίντεό του όπου εμφανιζόταν να λέει στους υποστηρικτές του «πάτε σπίτια σας, σας αγαπάμε», ενώ το Twitter ανακοίνωσε ότι ανέστειλε από την Παρασκευή τη λειτουργία άνω των 70.000 λογαριασμών που ήταν αφιερωμένοι στην ανταλλαγή περιεχομένου της θεωρίας συνωμοσίας QAnon. Επίσης, σε μια άλλη σημαντική εξέλιξη στο εν λόγω «μέτωπο», η Apple, η Alphabet (Google) και η Amazon σταμάτησαν να υποστηρίζουν το κοινωνικό δίκτυο Parler, με τις δύο πρώτες να το κατεβάζουν από τα καταστήματα εφαρμογών τους και την τρίτη να σταματά την παροχή υπηρεσιών hosting μέσω του AWS (Amazon Web Hosting), στην πράξη θέτοντάς το offline. Το Parler είναι δημοφιλές μεταξύ των υποστηρικτών του Τραμπ, πολλοί εκ των οποίων έχουν μπλοκαριστεί από το Twitter- με την Parler LLC να καταφεύγει στη Δικαιοσύνη ενάντια στην Amazon τη Δευτέρα, κατηγορώντας τον κολοσσό πως προβαίνει σε μια παράνομη, με πολιτικά κίνητρα απόφαση για κλείσιμο του Parler προς όφελος του Twitter.
Το Parler κατηγορεί την Amazon για υποκρισία, καθώς, αν και υποστηρίζει πως αδυνατεί να «αστυνομεύσει» την πλατφόρμα του, με αποτέλεσμα να κυκλοφορεί πολύ υλικό που ενθαρρύνει και υποκινεί βία, δεν έχει πει τίποτα για το Twitter,όπου είχε εμφανιστεί ένα trend που ζητούσε το κρέμασμα του αντιπροέδρου Μάικ Πενς. Η Amazon λέει πως η αγωγή «δεν έχει αξία».
Η καταδίκη αυτού που εξελήφθη ως επιδοκιμασία/ υποκίνηση από πλευράς του Τραμπ στους υποστηρικτές του που προέβησαν στην εισβολή στο Καπιτώλιο, οι εικόνες της οποίας έκαναν τον γύρο του κόσμου, ήταν μαζική, με τον απερχόμενο πρόεδρο να δέχεται «πυρά» από παντού. Ωστόσο, στο πλαίσιο της λειτουργίας των social media, τίθεται για άλλη μια φορά το θέμα του περιεχομένου που κυκλοφορεί στις πλατφόρμες τους- και το ότι ιδιωτικές εταιρείες της Σίλικον Βάλεϊ και οι μη εκλεγμένοι, δισεκατομμυριούχοι επικεφαλής τους ανάγονται σε «ρυθμιστές»/ διαιτητές του δημοσίου λόγου, στην πράξη επιλέγοντας ποιος θα έχει «βήμα» στα δίκτυά τους για να εκφέρει λόγο και ποιος όχι. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό, ουδείς μπορεί να παραβλέψει πως, στην «άλλη πλευρά», τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δέχονταν εδώ και καιρό έντονες κριτικές καθώς η απουσία κάποιου είδους moderation/ ελέγχου είχε ως αποτέλεσμα να «οργιάσουν» τα fake news, οι θεωρίες συνωμοσίας και η μισαλλόδοξη ρητορική κάθε είδους. Σε αυτό το πλαίσιο, μεγάλες είναι οι πιέσεις στις ΗΠΑ και πολλές χώρες του υπόλοιπου κόσμου για επιβολή πλαισίων κανονισμών λειτουργίας: Χαρακτηριστικό είναι το ζήτημα που έχει προκύψει στις ΗΠΑ σχετικά με την ανάκληση ή τροποποίηση του αποκαλούμενου «Section 230», που απαλλάσσει τις πλατφόρμες/ υπηρεσίες αυτές από νομική ευθύνη ως προς το τι ανεβάζουν οι χρήστες. Ενδιαφέρον είναι το ότι τα «πυρά» αυτά προέρχονται τόσο από την πλευρά των Δημοκρατικών, που κατηγορούν τις εταιρείες πως επιτρέπουν την εξάπλωση ψευδών ειδήσεων, όσο και των Ρεπουμπλικανών, που τις κατηγορούν πωςμεροληπτούν σε βάρος των συντηρητικών απόψεων, καταπνίγοντάς τες.
Η επιλογή του Twitter να μπλοκάρει μόνιμα τον λογαριασμό του Τραμπ, με τα 88 εκατ. followers – η πρώτη φορά που κάνει κάτι τέτοιο σε επικεφαλής κυβέρνησης- είχε ως αποτέλεσμα πτώση της μετοχής του 6% τη Δευτέρα. Ρεπουμπλικανοί στις ΗΠΑ αποδοκίμασαν την κίνηση αυτή, υποστηρίζοντας πως αφαιρεί από τον πρόεδρο του δικαίωμα στην ελευθερία λόγου. Πτώση 4% σημείωσε το Facebook (αξίζει να σημειωθεί πως η Σέριλ Σάντμπεργκ, chief operating officer του Facebook, είπε πως δεν σχεδιάζεται άρση του μπλοκαρίσματος των λογαριασμών του Τραμπ) και 2% η Alphabet.
Δυσαρέσκεια στην Ευρώπη
Έξω από τις ΗΠΑ, οι εξελίξεις αυτές έχουν προκαλέσει έντονο προβληματισμό στην Ευρώπη, και πολύ χαρακτηριστική αυτού είναι η δήλωση του Στέφεν Σάιμπερτ, εκπροσώπου της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, η οποία, ως γνωστόν, δεν έχει τις καλύτερες των σχέσεων με τον απερχόμενο Αμερικανό πρόεδρο: Ο Σάιμπερτ είπε πως η καγκελάριος ανησυχεί για τον τρόπο που μπλοκαρίστηκε ο λογαριασμός του Ντόναλντ Τραμπ στο Twitter, προσθέτοντας ότι αυτός που πρέπει να αποφασίζει εάν πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης είναι η (εκλεγμένη) νομοθετική εξουσία και όχι ιδιωτικές εταιρείες. «Το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης είναι θεμελιώδους σημασίας» είπε ο Σάιμπερτ τη Δευτέρα, προσθέτοντας πως, «δεδομένου αυτού, η καγκελάριος θεωρεί προβληματικό το ότι οι λογαριασμοί του προέδρου μπλοκαρίστηκαν μόνιμα». Παράλληλα, υπογράμμισε πως η επιλογή του Twitter στο παρελθόν να επισυνάπτει υποδείξεις στα ανακριβή tweet του Τραμπ ήταν κατάλληλη και χαρακτηριζόταν από αναλογικότητα, καθώς η πλατφόρμα έχει ευθύνη να διασφαλίζει ότι ο δημόσιος διάλογος δεν «δηλητηριάζεται» από ρητορική μίσους, ψεύδη ή υποκίνηση. Αξίζει να σημειωθεί πως το θέμα της ελευθερίας έκφρασης και των περιορισμών σε αυτήν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο για τους Γερμανούς, δεδομένου του ναζιστικού (Γ′ Ράιχ) και του κομμουνιστικού (Ανατολική Γερμανία) παρελθόντος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η νέα ανελευθερία
Ο Ευρωπαίος επίτροπος Τιερί Μπρετόν, σε άρθρο άποψής του στο Politico χαρακτήρισε τα γεγονότα στο Καπιτώλιο ως «η 9/11 των μέσων κοινωνικής δικτύωσης», γράφοντας πως «εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης μπλόκαραν τους λογαριασμούς του προέδρου Τραμπ υποστηρίζοντας πως τα μηνύματά του απειλούν τη δημοκρατία και απειλούν μίσος και βία. Κάνοντάς το αυτό, αναγνώρισαν την ευθύνη τους, το καθήκον τους και τα μέσα αποτροπής της εξάπλωσης παράνομου viral περιεχομένου. Δεν μπορούν να κρύβουν άλλο τις ευθύνες τους προς την κοινωνία υποστηρίζοντας πως απλά παρέχουν υπηρεσίες hosting. Το δόγμα που στηρίζεται στο Section 230...έχει καταρρεύσει».
Ο Μπρετόν συνεχίζει χαρακτηρίζοντας τις online πλατφόρμες «συστημικούς δρώντες» στις κοινωνίες και τις δημοκρατίες και εκφράζει προβληματισμούς: «Γιατί απέτυχαν να εμποδίσουν τα fake news και τη ρητορική μίσους που οδήγησαν στην επίθεση της Τετάρτης; Ανεξαρτήτως του αν το να κάνεις να σιωπήσει ένας εν ενεργεία πρόεδρος ήταν το σωστό, θα έπρεπε αυτή η απόφαση να είναι στα χέρια μας εταιρείας χωρίς δημοκρατική νομιμότητα ή επίβλεψη; Μπορούν αυτές οι πλατφόρμες να υποστηρίζουν ακόμα πως δεν έχουν λόγο σε αυτά που αναρτούν οι χρήστες τους;».
Ο επίτροπος κάνει λόγο για έναν «ισχυρό μα άνευ κανονισμών» ψηφιακό χώρο, που θυμίζει «Άγρια Δύση» και τονίζει πως «δεν μπορούμε να μένουμε άπραγοι και να βασιζόμαστε στην καλή θέληση αυτών των πλατφορμών ή την τεχνηέντως ερμηνεία του νόμου. Πρέπει να θέσουμε τους κανόνες του παιχνδιού και να οργανώσουμε τον ψηφιακό χώρο με ξεκάθαρα δικαιώματα, υποχρεώσεις και δικλείδες ασφαλείας...είναι θέμα επιβίωσης των δημοκρατιών μας στον 21ο αιώνα». Στη συνέχεια υπογραμμίζει πως η Ευρώπη έχει δραστηριοποιηθεί προς αυτή την κατεύθυνση μέσω νομοθετικών πρωτοβουλιών (Digital Services Act, Digital Markets Act), με βάση πως «ό,τι είναι παράνομο offline πρέπει να είναι παράνομο και online» και καλεί τις ΗΠΑ να συνεργαστούν σε αυτό τον τομέα. «Το γεγονός πως ένας διευθύνων σύμβουλος μπορεί να “βγάλει την πρίζα” από το μεγάφωνο του προέδρου των ΗΠΑ χωρίς ελέγχους προκαλεί σύγχυση. Δεν είναι μόνο απόδειξη της ισχύος αυτών των πλατφορμών, μα επίσης υποδεικνύει βαθιές αδυναμίες στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία μας είναι οργανωμένη στον ψηφιακό χώρο».
Σε παρόμοιο πνεύμα κινήθηκαν και δηλώσεις του Γάλλου υπουργού Οικονομικών, Μπρούνο Λε Μερ, ο οποίος σχολίασε πως υπεύθυνη για τους κανονισμούς θα έπρεπε να είναι η πολιτεία και όχι η «ψηφιακή ολιγαρχία», χαρακτηρίζοντας τη «Big Tech» ως μια από τις απειλές προς τη δημοκρατία. «Η επιβολή κανονισμών στους ψηφιακούς κολοσσούς δεν μπορεί να γίνει από την ίδια την ψηφιακή ολιγαρχία» είπε χαρακτηριστικά. Σχόλιο για το θέμα έκανε και ο Βρετανός υπουργός Υγείας, Ματ Χάνκοκ, λέγοντας πως τα μπλοκαρίσματα στους λογαριασμούς του Τραμπ θέτουν ένα «πολύ μεγάλο ερώτημα» σχετικά με το πώς ρυθμίζονται τα social media.
Γενικότερα μιλώντας, καθοριστικής σημασίας ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα θεωρείται πως θα είναι η πορεία που θα ακολουθήσει εν τέλει ο νέος Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος ορκίζεται στις 20 Ιανουαρίου- και στο παρελθόν είχε ταχθεί υπέρ της ανάκλησης του Section 230, κάτι που υποδεικνύει ότι στον τομέα αυτό- και δεδομένης της κατάστασης που έχει προκύψει ειδικότερα- μπορούν να αναμένονται εξελίξεις από πλευράς της νέας αμερικανικής κυβέρνησης.
(με πληροφορίες από Reuters, BBC, France24, Bloomberg, Politico, TechCrunch)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.