Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 157
Μια απίθανη ιστορία, που όμως έχει συμβεί, όπως όλες οι απίθανες ιστορίες στον κόσμο αυτό. Αλλά τι είναι αληθινό και τι δεν είναι; Ο Ντάνιελ είναι κρατούμενος σε σωφρονιστικό κατάστημα ανηλίκων. Εργάζεται στο ξυλουργείο και βοηθά τον π. Τομάς, παπά της φυλακής ανηλίκων, στις λειτουργίες. Δεν μοιάζει του Άλεξ, από το Κουρδιστό πορτοκάλι (1971), που ονειρεύεται ότι μαστιγώνει τον Χριστό, θέλει κι αυτός να γίνει παπάς. Κανένα όμως ιερατικό σεμινάριο δεν θα τον δεχόταν με τέτοιο ποινικό μητρώο. Μια μέρα φτάνει στις φυλακές ένας κρατούμενος που έχει αιματηρή βεντέτα με τον Ντάνιελ. Ο π. Τομάς τον βοηθάει τότε να πάρει προσωρινή άδεια και να δουλέψει σε κάποιο εργοστάσιο ξυλείας, στην άλλη άκρη της χώρας.
Έτσι βρίσκεται για λίγο έξω από τη φυλακή, στον δρόμο προς ένα απομονωμένο χωριό, που ζει από το διπλανό εργοστάσιο ξυλείας. Η όψη του όμως μοιάζει με παιδί του αναμορφωτηρίου: «Τα αποβράσματα τα καταλαβαίνω αμέσως», του λέει ένας αστυνομικός, που τον πιάνει να καπνίζει μέσα στο πούλμαν. «Είσαι από το εργοστάσιο», του λέει η συνομήλική του Ελίζα, που τον βρίσκει μέσα στην εκκλησία. «Όχι, είμαι παπάς», της απαντά και της δείχνει το πετραχήλι που κουβαλά στην τσάντα του.
Απ’ εκείνη τη στιγμή ο Ντάνιελ γίνεται ο παπα-Τομάς. Οι εξελίξεις τον ξεπερνούν. Ο γέρος εφημέριος είναι άρρωστος και βρίσκει στον νεαρό π. Τομάς έναν προσωρινό αντικαταστάτη. Αλλά και το χωριό είναι άρρωστο. Ένα τραγικό δυστύχημα έχει κοστίσει τη ζωή σε επτά συνομίληκους του Ντάνιελ. Ο θεωρούμενος υπαίτιος δεν έχει κηδευτεί, με απόφαση του γέρου ιερέα. Μια πληγή οργής, μίσους και θεοδικίας βασανίζει τους λίγους κατοίκους του χωριού. Τι θα γίνει, αν ο Ντάνιελ-π. Τομάς καταφέρει να τους συμφιλιώσει με ό,τι έγινε και να κηδεύσει τον υποτιθέμενο, κατά λάθος, φονιά, που άλλωστε κατά λάθος φονιάς είναι και ο ίδιος; Μια μικρή συνειδησιακή επανάσταση συντελείται στον λίγο καιρό που ο Ντάνιελ κάνει αυτό που πάντα ήθελε: τον παπά.
Το πολωνικό σινεμά δεν χρειάζεται συστάσεις. Όχι μόνο η παλιά πολωνέζικη σχολή (Βάιντα, Κισλόφσκι, Πολάνσκι κ.ά.), αλλά και τα σύγχρονα βλαστάρια της, όπως ο Πάβελ Παβλικόφσκι της ´Ιντα (2013) και του Ψυχρού πολέμου (2018), αλλά και ο πολύ νεώτερός του Γιαν Κομασά, σκηνοθέτης αυτής της ταινίας, αντλούν από τον ποιητικό ρεαλισμό –που κάποτε γίνεται ωμός– της πολωνέζικης παράδοσης.
Ο Κομασά πιάνει ένα –μάλλον περισσότερα– δύσκολο θέμα, που εύκολα θα ξέπεφτε σε γραφικότητες, όπως είναι η παρεκκλίνουσα και έκνομη συμπεριφορά ενός ανηλίκου. Φτιάχνει έναν αληθινό χαρακτήρα, βασιζόμενος, όπως λένε οι τίτλοι της ταινίας, σε αληθινό συμβάν, και κινεί γύρω του ολόκληρον αστερισμό άλλων χαρακτήρων, όπως εκείνον της Λυδίας, της εκκλησάρισσας, ή της κόρης της Ελίζας, που έχουν χάσει γιο και αδελφό στο δυστύχημα.
Περισσότερο αφηγηματικός ο Κομασά, ίσως κάποτε συμβατικός, χωρίς αυτό να έχει σημασία, με βοηθό τον ακόμα νεώτερό του σεναριογράφο Ματέους Πάσεβιτζ, πάει κατευθείαν στην ουσία του έργου, που είναι η συγχώρεση και ο πόνος του χαμού, μαζί και των ματαιωμένων νεανικών ονείρων.
Ο εικοσιοκτάχρονος Μπαρτόζ Μπιελένια καταφέρνει να σηκώσει το έργο και να του δώσει μια διάσταση οικουμενική. Ο νεαρός παπάς δίνει μια όψη στον τρόπο που καταλαβαίνουν την πίστη οι νέοι άνθρωποι: με στιγμές που θυμίζουν ιστορίες αρχέγονες (π.χ. από το «Γεροντικό») μαζί με μια ιδιαίτερη μοναχική αντισυμβατικότητα, που λίγο μόνο έχει να κάνει με αυτή από τις παλιότερες επαναστατημένες γενιές. Μπορεί το τέλος, εμένα τουλάχιστον μου φάνηκε, να πέφτει κάπως παράταιρο, αλλά η ταινία αξίζει πολλά για τη γενναιότητά της. Η Ελίζα Ρίσεμπελ παίζει τη νεαρή Ελίζα, η Αλεξάντρα Κονιέζνα τη μητέρα της Λυδία και ο Λούκας Σιμλάτ τον π. Τομάς, όλοι τους συνηχούν με τον Μπιελένια.
Μια σημείωση για την υποδοχή του έργου που αξίζει τον κόπο: Η πρεμιέρα του Corpus Christi (Σώμα Χριστού) έγινε στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας «Γεώργιος Ζουγανέλης» –στο όνομα του θεολόγου, πρόωρα χαμένου δασκάλου των φυλακών – στις Φυλακές Κορυδαλλού, με θεατές εκατό περίπου κρατούμενους. Στα 110 λεπτά της ταινίας δεν ακούστηκε κιχ. Το προγραμματισμένο διάλειμμα δεν έγινε, κανένας δεν έφυγε, και στο τέλος πολλοί ήταν που ήθελαν να μιλήσουν. Όταν ένα έργο είναι αληθινό, δεν χρειάζεται κανενός είδους διαμεσολάβηση. Οι νέοι κρατούμενοι, μπήκαν στον ρόλο του Ντάνιελ: «Συγχωρώ δεν σημαίνει ξεχνώ. Σημαίνει αγαπώ. Αγαπώ κάποιον παρά την ενοχή του. Όποια κι αν είναι αυτή η ενοχή».
Κάποτε, σ’ ένα στέκι της Αλεξάνδρειας, ένας φίλος του λέει στον Καβάφη πως είναι ανυπόφορο, που άμα είσαι χριστιανός, μπορείς να μετανοείς για ό,τι κι αν έχεις κάνει και να παίρνεις άφεση. Και ο ποιητής, που σαν όλους τους ποιητές, ένιωθε βαθιά τι θα πει ανθρώπινο πάθος, του απάντησε: «Μα αυτό είναι ό,τι πιο ωραίο στη θρησκεία μας». Ο Κομασά τον έπιασε επίσης καλά τον μίτο του πάθους. Μόνο που η συγχώρεση αλλάζει κιόλας τον άνθρωπο. Για πάντα. Στ’ αλήθεια. Εκεί κάπου, στο τέλος, λιγάκι τα χαλάει. Η ενοχή-ενοχή, σου λέει. Κι ο εγκληματίας άγιος δεν γίνεται. Έλα μου όμως που γίνεται, όπως η ίδια η ταινία, στα εκατό προηγούμενα λεπτά της, δείχνει;
Η Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ
Ένας ακόμα Κλιντ Ίστγουντ; Γιατί όχι; Ο γέρος μαθαίνει κι αυτός σιγά-σιγά: ακόμα και οι αμερικανικές αρχές κάνουν λάθη. Μόλις προχθές (23/01), δημοσιεύθηκε στον αμερικανικό Τύπο, ότι, με βάση μια πολύχρονη έρευνα κάποιων πεισματάρηδων πρακτόρων, στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου μοιάζει να εμπλέκεται η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας (Ουπς!) και όχι το άτυχο Αφγανιστάν… Έτσι και ο ήρωας της καινούργιας ταινίας του «βρώμικου Χάρι», που ο ίδιος, όπως οι ήρωές του, είναι βαμμένοι δεξιοί πατριώτες, εντός ή εκτός εισαγωγικών, κατηγορείται αρχικά, σαν άλλο δύστυχο Αφγανιστάν, για μια τρομοκρατική πράξη που δεν έκανε.
Ο Ρίτσαρντ Τζούελ –πολύτιμος λίθος θα πει το όνομά του– είναι ένας ατυχήσας επίδοξος αστυνομικός, που ξεπέφτει σε σεκιουριτά στους Ολυμπιακούς της Ατλάντας, το 1996. Ο ζήλος του είναι σε κάθε περίπτωση υπερβάλλων, και κινεί τις υποψίες ότι εκείνος έβαλε τη βόμβα που ο ίδιος ανακάλυψε, στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις, και στοίχισε τη ζωή σε δύο, τραυματίζοντας άλλους πολλούς, αλλ’ όχι –για κακή του τύχη– αυτόν.
Ο Ίστγουντ στέκεται από τη μεριά του Τζούελ, που χοντρός, αγαθός και λιγάκι βραδύνους ως είναι, δεν θα μπορούσε να είναι σε καμία περίπτωση ο «αμέρικαν χίροου», το ίνδαλμα του πιστολέρο, που ο ίδιος ο Κλιντ δόξασε.
Μπερδεμένα πράγματα; Όχι. Η ταινία ξετυλίγει την ιστορία του Ρίτσαρτν Τζούελ και μαζί το αντιηρωϊκό πορτραίτο του. Η Αμερική χρειάζεται, μαζί με τους παλικαράδες, και μια κάποια καλοσύνη. Ο Τζούελ είναι ευαίσθητος, μαμάκιας, θύμα μπούλινγκ, μοναχικός, όπως άλλωστε όλοι λίγο πολύ εκεί στην Αμερική. Το όνειρό του είναι να γίνει αστυνομικός. Και όπως πάει το πράγμα, θα γινόταν ένας υποχόνδριος αστυνομικός, που αλίμονο αν έπεφτες στα χέρια του. Όταν όμως το FBI τον ξεσκονίζει σαν ύποπτο και από ήρωας, σε λίγες ώρες, γίνεται δράκος, πολλά στερεότυπα σπάνε. Οι καλοί γίνονται αίφνης κακοί. Κι αυτός θα πρέπει να αποδείξει πως είναι πάντα με τους καλούς.
Δεν είναι από τις μεγάλες στιγμές του Ίστγουντ, αλλά είναι ίσως ένα καλό μάθημα. Ο Τζούελ θα γίνει μεν ένας καλός αστυνόμος γραφείου στο τέλος, και η αλήθεια θα λάμψει για τον ήρωα, όπως σε κάθε καλή αμερικανική ταινία, αλλά η ταινία δεν παύει να είναι μια μελαγχολική μπαλάντα για ένα αμερικανικό όνειρο, που από καιρό έχει καταλήξει σε παρ’ ολίγον εφιάλτη. Η εσωστρέφεια είναι μάλλον η νέα αμερικανική αρετή. Ο Πολ Γουόλτερ Χάουζερ υποδύεται φιλότιμα τον Τζούελ, όπως και ο Σαμ Ρόκγουελ –που παίζει και στο Τζότζο, που επίσης προβάλλεται αυτές τις μέρες– στον ρόλο του δικηγόρου Γουώτσον. Ιδιαίτερη πινελιά στην ταινία η Κάθι Μπέιτς, που παίζει την μαμά του Τζιούελ.
Με συναισθηματικές φορτίσεις και ξεσπάσματα των ηρώων του, ο Ίστγουντ κάνει τη δουλειά του. Διηγείται και πάλι μια πραγματική ιστορία, κλείνοντας το μάτι ως συνεπής συντηρητικός: η Αμερική χρειάζεται την παράδοση των καλών της ανθρώπων. Μπορεί να λατρεύει τα όπλα, αλλά είναι πάντα –αυτή, η των καλών ανθρώπων Αμερική– νόμιμη. Είπαμε. Δεν είναι ο καλύτερος Ίστγουντ, αλλά στην αναβροχιά…
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.