Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Κι όταν ακόμα θα πιστεύεις πως για πάντα έχω χαθεί, θ’ ανατέλλω…

Φωτογραφία του Αλέκος Μιχαηλίδης.

Αλέκος Μιχαηλίδης


«Όχι άλλα δάκρυα 
κλείσαν οι τάφοι,
λευτεριάς λίπασμα 
οι πρώτοι νεκροί»


Παραδεχθήκαμε μια ήττα που μας δίδαξαν. Μοιράστηκαν οι αντιδράσεις μας σε μακροχρόνιους αγώνες, εκσυγχρονισμούς, καθάρσεις και «καθάρσεις», οδυνηρούς συμβιβασμούς, μπουλούκια χουλιγκάνων και ελίτ λιποτακτών. Μαράθηκαν τα λούλουδα στο δάκρυ που έμεινε δάκρυ και εξαντλήθηκε η ανυπακοή μας σε βραχύπνοα λογύδρια περί ιστορίας. Για κάθε ημερομηνία δημιούργησαν μια ήττα, ένα «ήμαρτον». Και εκτονώθηκε η εξέγερση στο εγώ της επόμενης μέρας, στο θανατηφόρο υψηλό βιοτικό επίπεδο το οποίο δολοφόνησε εν ψυχρώ αρχές και οι αξίες που κουβαλούσαν οι παππούδες μας απ’ το ’31, το ’40, το ’50, το ’55. Αφομοιωθήκαμε στον ασθενή ατομικισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας και χωνέψαμε την απώλεια, τη συλλογική θλίψη και τη μισή μνήμη που επιτρέπεται. Ασθενήσαμε πριν εκραγεί η πάλη και σουλουπώσαμε την ιστορική συνέχεια για να βολέψει τους ισχυρούς και να ψηφίζουμε ανενόχλητοι. Συμφιλιωθήκαμε με το έγκλημα και μαραζώνουμε ες αεί. «Φταίνε τα τραγούδια του, φταίει κι ο λυράρης, μα φταίει κι ο ίδιος του ο λαός γιατί είναι μαραζιάρης». Χορτάσαμε αντίσταση και κουβαλούμε μαράζια αιώνων σε πλατείες και οδοφράγματα. 20 Ιούλη. Εξαντλήσαμε τις φωνές μας σε μακρύπνοα αφηγήματα και σε μαυροφορεμένα μπουλούκια ένθεν και ένθεν. Και ηττηθήκαμε. Αν όχι τότε, σήμερα. Σαν ληστές σε γκιλοτίνα αποδεχθήκαμε τον αποκεφαλισμό. Και θάψαμε, όχι το «δεν ξεχνώ» μα το «αντιστέκομαι» σε βάρβαρα πηγαδάκια αναθεώρησης. Κουκουλώσαμε την τραγωδία και αφουγκραστήκαμε μονάχα το δράμα της. «Κανένα πλάσμα του Θεού δεν ζει σε τέτοιο βάθος». Μαυροφορέσαμε την ολόφωτη Κερύνεια και την κηδέψαμε. Βάλαμε μαντήλι στα μαλλιά της πεντάμορφης Αμμοχώστου και την κλάψαμε χίλιες φορές. Κουβαλούμε έναν νόστο για τη Μόρφου, σαν μετανάστες και όχι πρόσφυγες και βάφουμε την Καρπασία γκρίζα για να δικαιολογείται ο οδυρμός μας. Πλαισιώσαμε σαν αναλφάβητοι τα κόνφλικτ ρεσολούσιον και τρέξαμε στα κατεχόμενα να βρούμε τους εαυτούς μας. Δεν σηκώσαμε τη γροθιά μας. Δεν άνοιξε ρουθούνι. Εκτονώθηκαν οι αντιστάσεις σε έδρανα και μικροεπεισόδια. «Στα μάγια και στα όνειρα, καμπάνα και καντήλα, Πόλη, Βάρνα, Οδησσός, Κωστάντζα και Μπραΐλα. Και σε χρόνο μυστικό σαν ηφαίστειο του Αίμου, λεγεώνες του πολέμου». Πέσαμε. Ήμαρτον. Κάθε 20 Ιούλη: Αν όχι τώρα πότε; Αν όχι εμείς ποιοι;

«Ακόμα κι όταν θα νομίζεις
πως μου πήρες την ψυχή,
θα σε καίω.
Κι όταν ακόμα θα πιστεύεις
πως για πάντα έχω χαθεί,
θ’ ανατέλλω…»




Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.