του Γεώργιου Παπασίμου –
Το τελευταίο διάστημα έχει κυριαρχήσει στον πολιτικό εσωτερικό δημόσιο διάλογο το ζήτημα του ονόματος του γειτονικού Κράτους των Σκοπίων, το οποίο έχει ταλανίσει την χώρα μας επί πολλές δεκαετίες. Παρά το γεγονός, ότι υπάρχει ισχυρή εντύπωση, ότι χρησιμοποιείται και ως επικοινωνιακή «ομπρέλα» αποπροσανατολισμού από τα βαρύτατα μνημονιακά μέτρα, που ψηφίζονται από την κυβέρνηση και οδηγούν την πλειοψηφία του Λαού στη βύθιση, το ζήτημα αυτό άπτεται ευαίσθητων ιστορικών, πολιτιστικών και, εν τέλει, εθνικών ζητημάτων.
Δυστυχώς, από την μεγάλη εθνική ήττα του 1922 έως σήμερα, όπως και στα υπόλοιπα «χαίνοντα» θέματα (Κυπριακό, Αιγαίο, Θράκη, Ελληνική μειονότητα της Αλβανίας), έτσι και σε αυτό, κάνοντας μια στοιχειώδη αναδρομή, διαπιστώνει κανείς, ότι η Ελλάδα εξέρχεται συνήθως, άλλοτε με σοβαρές υποχωρήσεις και άλλοτε με οδυνηρές ήττες.
Αυτό οφείλεται, πέραν των διεθνών συσχετισμών και των αντικειμενικών αντιξοοτήτων που υπάρχουν σε κάθε ιστορική συγκυρία, στην έλλειψη διαχρονικής στιβαρής εξωτερικής πολιτικής, που θα υπηρετεί επεξεργασμένη εθνική στρατηγική της χώρας, δράττοντας των ευκαιριών, που προκύπτουν, για λύση των θεμάτων με βάση τα αμιγώς εθνικά συμφέροντα, και όχι αυτά, που εξυπηρετούν τους επικυρίαρχους.
Το ηχηρότερο παράδειγμα αυτής της διαχρονικής τακτικής αποτελεί το ζήτημα της ονομασίας του νεότευκτου κρατιδίου των Σκοπίων. Ο αυτοπροσδιορισμός και η ονομασία σαν «Μακεδονία» συνδέεται με το τεχνητό εθνικιστικό «μόρφωμα», που δημιούργησε ο Τίτο εντός της ενιαίας πάλαι ποτέ ισχυρής Γιουγκοσλαβίας, με απώτερο στόχο την λειτουργία του ως «Δούρειου Ίππου» στην ευαίσθητη Βαλκανική. Η μεγάλη ευκαιρία για ευνοϊκή για την Ελλάδα λύση αυτού του θέματος, χάθηκε στις αρχές του ’90, όταν η Γερμανία αγωνιούσε και επιδίωκε την άμεση ευρωπαϊκή αναγνώριση ως αυτόνομων κρατών της Σλοβενίας και Κροατίας, κατά το αρχικό στάδιο της επιχειρήσεως διαλύσεως της Γιουγκοσλαβίας.
Οι ευθύνες Μητσοτάκη
Τότε η Ελλάδα θα μπορούσε να ασκήσει veto, με τον όρο να αναγνωριστεί ταυτόχρονα με αυτές το Κράτος των Σκοπίων με το όνομα «Δημοκρατία του Βαρδάρη» ή «Δημοκρατία της Παιονίας» ή «Κεντρική Βαλκανική Δημοκρατία», που θα αποτελούσε το πλέον δηλωτικό όνομα. Είναι βαρύτατες, ως προς αυτό, οι ευθύνες της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, όπως και του τότε υπουργού Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά. Αντί να λύσουν το ζήτημα αυτό άμεσα, στη ρίζα του, άφησαν να «σέρνεται» διεθνώς με το προσωρινό όνομα ΠΓΔΜ.
H απόπειρα πιέσεως της ηγεσίας αυτού του κράτους, στην συνέχεια, από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, με την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, αν και αποτελούσε μονόδρομο ορθής πολιτικής, απέτυχε. Υπονομεύτηκε τόσο από διεθνείς παράγοντες, όσο και από την επαμφοτερίζουσα στάση όλων των κυβερνήσεων, που ακολούθησαν. Αποτέλεσμα όλων αυτών των χειρισμών, είναι σήμερα το όνομα «Μακεδονία» να έχει επικρατήσει σχεδόν διεθνώς, πλην όμως, κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η νομιμοποίησή του από την Ελλάδα.
Γι’ αυτό υπάρχουν οι πιέσεις για λύση με σύνθετη ονομασία, με εντολή των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Ο χρόνος που προηγήθηκε, δεν δικαίωσε τις ελληνικές θέσεις, αν και είναι απόλυτα ορθές και βάσιμες, όπως δέχεται η πλειοψηφία των σοβαρών ιστορικών ανά τον πλανήτη. Απλώς επιβεβαιώνουν αυτά που είχε δηλώσει και δημόσια ο πρώτος πρόεδρος του κράτους αυτού Κίρο Γκλιγκόροφ: «Εμείς δεν έχουμε καμία σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο, είμαστε Σλάβοι και εμφανιστήκαμε στην περιοχή τον 6ο αιώνα μ.Χ.».Δείτε το παρακάτω βίντεο.
Αποδομητική αντίληψη της Ιστορίας
Σήμερα, με την δυναμική επανεμφάνιση του θέματος αυτού στο προσκήνιο ως «εντολή» των ΗΠΑ, αλλά και της Γερμανίας, επιχειρείται να δρομολογηθεί η λύση του, με αποδοχή από την χώρα μας σύνθετης ονομασίας του τύπου «Νέα Μακεδονία». Αυτό προκύπτει συνδυαστικά από την προσπάθεια να εμφανισθεί με ηπιότερους τόνους η νέα κυβέρνηση των Σκοπίων υπό τον Ζάεφ και τις απανωτές δηλώσεις Ελλήνων κυβερνητικών αξιωματούχων. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι είναι ικανοποιητικό για την Ελλάδα να αναγνωριστεί από τα Σκόπια ότι δεν είναι αυτοί οι μοναδικοί κληρονόμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Πρόκειται για τον πυρήνα της λεγόμενης αποδομητικής αντίληψης της Ιστορίας, σύμφωνα με την οποία οι ιδέες περί Έθνους και Εθνότητας είναι σχετικά πρόσφατες στην ιστορική εξέλιξη και δεν τίθεται ζήτημα συνέχειάς του, ούτε βιολογικής ούτε πολιτισμικής. Η παράδοση και η συνέχεια είναι εργαλεία πολιτικής και όχι αντικειμενικές ιστορικές καταστάσεις. Έτσι, σύμφωνα με την θεωρία αυτή, οι «Μακεδόνες» της ΠΓΔΜ έχουν εξίσου δικαίωμα στην επινόηση μιας συνέχειας από την Αρχαία Μακεδονία, όπως και οι Έλληνες.
Η συγκεκριμένη σχολή σκέψης, που αντλεί ουσιαστικά τις απόψεις της από τις θεωρίες του Αυστριακού διανοούμενου Jacob Philipp Fallmerayer, δεν εξετάζει καν αν οι ισχυρισμοί περί πολιτισμικής έστω συνέχειας τεκμηριώνονται ή όχι ιστορικά. Σύμφωνα με αυτήν, Έθνη, παράδοση και συνέχεια είναι κοινωνικές κατασκευές και τίποτα περισσότερο. Είναι ο λεγόμενος «εθνομηδενισμός», που στην χώρα μας ενδυναμώθηκε από δύο φαινομενικά αντίθετες κατευθύνσεις, που έχουν, όμως, την ίδια επιρροή και συνέπεια στην κοινωνική χαλαρότητα και στην διάρρηξη των σχέσεων των πολιτών (κυρίως των νέων ανθρώπων) με την πατρίδα.
Από τη μια πλευρά, έχουμε την δεξιά εκδοχή της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού, σύμφωνα με την οποία, λόγω της παγκοσμιοποίησης και της επιβολής της ασυδοσίας, υπάρχει η ουσιαστική κατάργηση των εθνικών κρατών και η μεγέθυνση των ορίων σε μεγαλύτερες οικονομικές ενότητες. Από την άλλη πλευρά, την «αριστερή» εκδοχή του «κοσμοπολιτισμού» και της «πολυπολιτισμικότητας», με την μονομερή και δογματική πρόταξη της διαφύλαξης αορίστων και γενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η βλαβερή στάση της Ανανεωτικής Αριστεράς
Τα παραπάνω, όμως, αποτελούν τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, που, σε συνδυασμό με την μνημονιακή κηδεμονία και την βύθιση της ελληνικής κοινωνίας, οδήγησαν στην μετατροπή της χώρας μας σε χώρο, δηλαδή σε «αποικία χρέους». Έτσι φθάσαμε και στην δραματική κάμψη των αντιστασιακών αντανακλαστικών, που παραδοσιακά χαρακτήριζαν την ελληνική κοινωνία, σύμφωνα με τον μεγάλο ιστορικό Νίκο Σβορώνο, ο οποίος απέδειξε την πολιτισμική συνέχεια του ιστορικού Ελληνικού Έθνους.
Οι παραπάνω απόψεις περί αποδομητικής αντίληψης της Ιστορίας καλλιεργήθηκαν με ιδιαίτερη θέρμη και από την λεγόμενη διανόηση της «Ανανεωτικής Αριστεράς», πολλά στελέχη της οποίας βρίσκονται σήμερα στην εξουσία. Έτσι, καλύτερη συγκυρία για τον διεθνή παράγοντα και ειδικότερα για τις ΗΠΑ δεν υπάρχει. Δεδομένου, μάλιστα, ότι οι τελευταίες επιθυμούν σφόδρα να εντάξουν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ, με δραματική υποχώρηση της ελληνικής πλευράς σε δύο ζωτικής σημασίας σημεία.
Πρώτον, γύρω από το όνομα της γειτονικής χώρας, αλλά και των συνεχόντων με αυτό κρίσιμων ζητημάτων, που αφορούν τις αλυτρωτικές επιδιώξεις των Σκοπιανών σαν δήθεν Μακεδόνων και σαν δήθεν απογόνων και κληρονόμων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Και αυτό, γιατί μεγάλο μέρος των στελεχών της σημερινής κυβέρνησης εμφορείται από τέτοιες αντιλήψεις. Κάποιοι, μάλιστα, εξ αυτών είχαν πρωτοστατήσει στο παρελθόν, καταδικάζοντας την πολιτική Ανδρέα Παπανδρέου. Είχαν διατυπώσει απόψεις του τύπου ότι η άσκηση πίεσης στο κράτος των Σκοπίων να αλλάξει την συνταγματική ονομασία του, αποτελούσε έκφανση ενός δήθεν επικινδύνου ελληνικού εθνικισμού.
Θεατρινισμοί της ελληνικής πολιτικής
Ο «Μακεδονισμός» προωθείται επιθετικά από το κατεστημένο των Σκοπίων με την υποβοήθηση διαφόρων ξένων κέντρων, παρά το πρόδηλο του πλαστού αυτού ιστορικού και πολιτιστικού αφηγήματος. Η σύζευξή του με τις εθνομηδενιστικές αντιλήψεις στην Ελλάδα, όπου εύκολα παραχωρούνται οι κραταιές ιστορικές και πολιτισμικές κατακτήσεις και παραδόσεις του Ελληνικού Έθνους στο διάβα της Ιστορίας, συνιστά σοβαρό κίνδυνο για τα συμφέροντα της Χώρας.
Οι θεατρικές διαφοροποιήσεις Καμμένου, σε συνδυασμό με την στάση της αντιπολίτευσης στη Βουλή, απλώς μεγεθύνουν το θλιβερό «θέατρο του παραλόγου» στην ελληνική πολιτική ζωή. Επιβεβαιώνεται το «ελλείπον βάρος» του σημερινού πολιτικού προσωπικού της βυθιζόμενης χώρας μας. Και αυτό, γιατί είναι περισσότερο από βέβαιο, ότι το όνομα χρησιμοποιείται στο παρόν και θα χρησιμοποιηθεί και στο μέλλον για την υποστήριξη του «πλαστού» και «κλεμμένου αφηγήματος» ότι οι Σκοπιανοί είναι το «Μακεδονικό Έθνος».
Ως εκ τούτου, οι διαφανείσες, μέχρι τώρα, προθέσεις της κυβέρνησης να συμφωνήσει στο όνομα «Νέα Μακεδονία», συνιστούν «εθνικό αυτοχειριασμό». Βρίσκονται στον αντίποδα της διατυπωθείσας ορθής εθνικής θέσης στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών στη δεκαετία του ’90, περί μη αποδοχής ονόματος που θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία». Όταν, μάλιστα, δεν προηγείται η ριζική και δημόσια εξάλειψη των αλυτρωτικών στόχων και επιδιώξεων της γειτονικής χώρας (Σύνταγμα, βιβλία, που ομιλούν για «Μακεδονικό Έθνος» και «μακεδονική γλώσσα»).
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, παραχωρώντας η Ελλάδα το όνομα της «Μακεδονίας» στο γειτονικό κράτος, θα απολέσει κάθε δυνατότητα αντίδρασης σε μια μελλοντική αμφισβήτηση κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Ναι μεν δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αμφισβήτηση από το μέγεθος του κράτους αυτού, πλην όμως, δίνεται η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ως δούρειος ίππος από διάφορους παράγοντες που καραδοκούν.
ΠΗΓΗ: https://slpress.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.