Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Ότι υπάρχει μια αξιόλογη, όπως έχουμε ξαναγράψει, δυναμική νέα γενιά ποιητών, συγγραφέων και άλλων καλλιτεχνών μέσα στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης (με αφορμή την κρίση, για την κρίση και όχι μόνο) που δημιουργεί έργα με αξιώσεις και που παρεμβαίνει δημιουργικά, μαζί με επιφανείς εκπροσώπους της προηγούμενης γενιάς, αυτό είναι πια αποδεκτό από τους περισσότερους στον χώρο. Κι αυτό είναι ένα πολύ θετικό βήμα, μια σημαντική εξέλιξη. Έχουμε την εντύπωση όμως, αν όχι τη βεβαιότητα, πως και πίσω από όλα αυτά τα ωραία και τα θετικά υπάρχει ένα είδος προώθησης ορισμένων ποιητών και συγγραφέων (πραγματικά σπουδαίων, με σημαντικές ποιητικές παρεμβάσεις) ως χαρακτηριστικών εκπροσώπων της ποίησης που γράφεται στην περίοδο της κρίσης κι ως εκείνου του αντιπροσωπευτικού δείγματος δημιουργών που επιχειρεί μια κάποια ανανέωση στη γραφή, παραβλέποντας και βάζοντας στο περιθώριο μια σειρά άλλων δημιουργών με τις ίδιες ακριβώς ή και καλύτερες δυνατότητες.
Αυτό όμως το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο στον χώρο της ποίησης και γενικότερα της τέχνης. Αντίθετα, ένα κάποιο είδος προώθησης υπήρχε και δυστυχώς και στις μέρες μας συνεχίζει να υπάρχει. Ξεκινάει με την συνειδητή υποταγή, τις περισσότερες φορές, στις αναγκαιότητα των καταχωρημένων δημοσιεύσεων από τις εφημερίδες και τις ιστοσελίδες που προβάλλουν συγκεκριμένους λογοτέχνες ορισμένων εκδοτικών οίκων οι οποίοι γίνονται γνωστοί στο αναγνωστικό κοινό και φυσικά “ευπώλητοι”. Των καταχωρημένων δημοσιεύσεων ακολουθούν βιβλιοπαρουσιάσεις, η ανάπτυξη δημόσιων σχέσεων και δεσμών (στην πραγματική ζωή και στο διαδίκτυο), φιλική αρθρογραφία που στο όνομα της πολύπαθης κριτικής αποσιωπεί τα πιθανά μειονεκτήματα ενός έργου (που πολλές φορές αναδεικνύονται σημαντικότερα για την κατανόηση του), εκδηλώσεις με την αρωγή κρατικών οργανισμών ή ιδιωτικών ιδρυμάτων που αναπαράγουν (και προάγουν) όχι μόνο την κυρίαρχη ιδεολογία της (ταξικής) καταπίεσης αλλά και μια συγκεκριμένη αντίληψη σχετικά με την λογοτεχνία. Ότι, δηλαδή, η οποιαδήποτε καλλιτεχνική έκφραση είναι εμπόρευμα, προϊόν προς προσφορά, ζήτηση, όπου η επιτυχία του θα εξασφαλιστεί από το πλασάρισμα του στην αγορά (και από τα, πιθανά, έσοδα του). 

Εμπορευματοποίηση

Ακόμα και οι εκδοτικοί οίκοι, τα βιβλιοπωλεία ή τα έντυπα που επιχειρούν, με αληθινή θετική διάθεση, σύγκρουση με αυτό το φαινόμενο καταλήγουν στο τέλος, αρκετές φορές, να συνδιαλέγονται κάτω από τους ίδιους όρους, με το αναγνωστικό κοινό και τους δημιουργούς. Η σχέση που διέπει αυτή την επαφή δεν είναι άλλη από αυτή που έχει ο έμπορος ή ο διαφημιστής με τον καταναλωτή, με τον υποψήφιο πελάτη. Σε καμία περίπτωση όμως  δεν θα πούμε πως πίσω από αυτή τη λογική υποκρύπτεται δόλος ή ότι αυτά τα – πολύ χρήσιμα, απαραίτητα κι αναγκαία – εγχειρήματα αναπαράγουν έτσι άκριτα την κυρίαρχη ιδεολογία• είναι αντίθετα το σύστημα της καλλιτεχνικής εμπορευματοποίησης που επιβάλλει αυτή την συμπεριφορά. Βέβαια όλα τα παραπάνω δεν είναι απλά ζήτημα του κατά πόσο η αγορά κι ο καπιταλισμός επηρεάζουν την καλλιτεχνική έκφραση, η οποία δεν είναι κάτι το απόμακρο ή το ιδιαίτερο που δεν επηρεάζεται από την διαλεκτική της καθημερινότητας, αλλά εξαρτάται και από τις αποφάσεις που θα πάρει ένας καλλιτέχνης, από τη στάση που θα κρατήσει απέναντι σε αυτά τα ζητήματα.
afisaΣε αυτό το σημείο αναδεικνύεται ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα όλων όσων περιγράψαμε παραπάνω, πολύ πρόχειρα και πολύ περιληπτικά είναι η αλήθεια, κι έχει να κάνει αφενός με τον ρόλο του ποιητή (ή του καλλιτέχνη, αν θέλετε) σήμερα κι αφετέρου με το αν ο ποιητής πρέπει να κερδίζει χρήματα για να μπορεί να γράφει ή να ζει και να γράφει για να κερδίζει χρήματα (επίσης, κι επειδή πολλοί δεν πληρώνουν πια, για να κερδίσει μια κάποια αναγνώριση ή κοινωνική – πλαστή οπωσδήποτε – θέση). Παράλληλα αναδεικνύεται κι ένα άλλο πρόβλημα που έχει να κάνει με την ποίηση, αυτή που ελέγχει η αγορά κι αυτή που εκφράζοντας την αντίθεσή της στην εμπορευματοποίηση αναγκάζεται (ως ένα βαθμό) να ακολουθήσει τους νόμους της αγοράς, και κατά πόσο μπορεί να απελευθερωθεί από τα πλαίσια που άλλοι (το κράτος και οι ιδιώτες) της ορίζουν. Αυτά τα όρια όμως είναι ιδιαίτερα ασφυκτικά και είναι φορές που πρέπει να τα αποδεχτεί ο νέος ποιητής, χωρίς αυτό να σημαίνει πως προδίδει τις ιδέες ή τις αξίες του, εάν θέλει να διατηρήσει μια, οπωσδήποτε απατηλή και κίβδηλη, παρουσία στα λογοτεχνικά πράγματα: πρώτα από όλα θα πρέπει να πληρώσει για να εκδώσει την ποιητική του προσπάθεια, να αναπτύξει επαφή με την Αθήνα που αποτελεί το υδροκεφαλικό πολιτικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο του τόπου, να ανταγωνιστεί τους συναδέλφους του. Αλλά τότε καταλήγει να εξελιχθεί σε έναν μάνατζερ Ποίησης και μάλιστα με αμφιλεγόμενη επιτυχία.

Αλλοτρίωση και απελευθέρωση

Αλλά και μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορεί ο ποιητής να ξεχωρίσει, να δώσει το δημιουργικό στίγμα του, να αναδείξει την ανθρώπινη, αισθητική, υπαρξιακή, ερωτική ή πολιτική δυνατότητα του έργου του – ακόμα και μέσα στην άκρατη εμπορευματοποίηση που επικρατεί. Δεν πρέπει να είμαστε αρνητικοί απέναντι σε αυτό αλλά πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο ότι μια τέτοια διαδικασία δεν είναι η ενδεδειγμένη, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να εκφυλιστεί και να φτάσουμε στα φαινόμενα που περιγράψαμε ήδη από την αρχή της παρέμβασης μας. Και υπάρχει αυτός ο κίνδυνος γιατί στην πλειοψηφία των κριτικών, εντύπων κι αρκετών ποιητών και φυσικά των εκδοτών η αξία της ποίησης είναι χρηματική. Μία ποιητική συλλογή, δηλαδή, γίνεται τόσο πιο σημαντική, όσο περισσότερο ανεβαίνει η εκτίμηση του ποιητή σε συγκεκριμένους κύκλους ή όταν παραχωρεί την διάθεση του προς εξυπηρέτηση πολλών ζητημάτων αλλά όχι της ποίησης. Με λίγα λόγια, η καλλιτεχνική και η εμπορική αξία ταυτίζονται. Και είναι που σε αυτό το σημείο θα πρέπει να θυμηθούμε τον μαρξιστή ιστορικό τέχνη και ποιητή Τζον Μπέργκερ όπου για αυτόν η αξία της τέχνης είναι πολύ διαφορετική και με βάση αυτή την θέση να προχωρήσουμε σε μια διαφορετική θέαση και μελέτη της ποίησης: “Η τέχνη, σχολιάζει, όταν λειτουργεί έτσι [όταν δίνει νόημα σε ό,τι οι φρικαλεότητες της ζωής δεν μπορούν να δώσουν] γίνεται τόπος συνάντησης του αθέατου, του αδιάβλητου, του αναλλοίωτου, του θάρρους και της τιμιότητας”.
 
Επίσης, καλό είναι να θυμόμαστε πως η ποίηση είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, γι’ αυτό όπως και στο σύνολο της κουλτούρας, η γλώσσα, σαν το όργανο επικοινωνίας της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι το πιο σημαντικό της όργανο. Το σημαντικότερο στοιχείο για την ανάπτυξη της ποίησης, καθώς της επιστήμης και της πολιτιστικής κουλτούρας στο σύνολο τους. Γι’ αυτό και η εμπορική τους αξιοποίηση άρα και η ιδεολογική τους κηδεμονία κρίνεται απαραίτητη τόσο για την εμβάθυνση της αλλοτρίωσης μέσα στο κοινωνικό σώμα, όσο και για την διατήρηση ενός προϊόντος που για τις ανάγκες της αγοράς πρέπει να είναι μακράς διάρκειας και χωρίς ημερομηνία λήξης. Αυτό ακριβώς είναι πίσω από την προώθηση κάποιων ποιητών ως εκπροσώπων μιας συγκεκριμένης τάσης έναντι κάποιων άλλων: αλλοτρίωση. 
Θα πρέπει να απελευθερωθούμε από αυτές τις αντιλήψεις αλλά η όποια απελευθέρωση δεν μπορεί να γίνει στα κλειστά, και πιθανώς απομονωμένα, εργαστήρια μιας κάποιας, κατά φαντασία, ποιητικής πρωτοπορίας (που δεν υπάρχει αυτή την περίοδο) ή μέσα από την, φιλότιμη έστω, δράση κάποιων ατόμων και ομάδων (που κι αυτές υπάρχει ο κίνδυνος να αναπαράγουν μια θέση ελιτίστικη που απλώς θα αντικαθιστά την προηγούμενη ηγεμονία του χώρου) αλλά μέσα από μια βαθύτερη, κοινωνική διεργασία που θα αμφισβητήσει την χρήση της ποίησης ως εμπορεύματος και που θα την αφήσει ελεύθερη να αναπτύξει τις πραγματικές της δυνατότητες. Όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή (που δεν είναι και μακριά) χρειάζεται όσο μπορούμε και αντέχουμε, σίγουρα ατομικά κι οπωσδήποτε συλλογικά, με τις δράσεις και τις αποφάσεις μας να ξεκαθαρίζουμε το τοπίο και να κάνουμε βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Απαραίτητη συνθήκη και σε αυτή τη διαμάχη όμως είναι η σύνδεση των ποιητών, γενικότερα των καλλιτεχνών, με τα πολιτικά κινήματα που δίνουν μάχες ενάντια στο σύστημα της καταπίεσης και της αλλοτρίωσης.