Είναι προφανές, νομίζω, πως για μεγάλο διάστημα η πολιτική ατζέντα θα επικαθορίζεται από τα σχετικά με την Χρυσή Αυγή. Και ήδη έχουν αρχίσει οι επικοινωνιακές μηχανές, με πρωτεργάτες τους αείποτε εκσυγχρονιστές και τα συγκροτήματά τους, να τίθενται σε κίνηση με όλη τους την ισχύ. Του Χρήστου Λάσκου
Θα συνδράμουμε ή όχι στη σύμπηξη του «αναγκαίου όσο ποτέ» συνταγματικού τόξου; Η απάντηση είναι, προφανώς, όχι. Δεν θα συνδράμουμε στο μέτρο που δεν υπάρχει καμιά αναγκαιότητα να συμβεί κάτι τέτοιο.
Η ριζοσπαστική Αριστερά είναι απολύτως διατεθειμένη να συμβάλλει σε κάθε θεσμική παρέμβαση, έστω κι αν την πρωτοβουλία την έχουν κρατικοί φορείς, στο μέτρο που οδηγεί στην εξάρθρωση της ναζιστικής μαφίας. Ακόμη κι αν την «καρπώνεται» η κυβέρνηση, η οποία σύρθηκε μέχρις εδώ και της οποίας η παροιμιώδης αδιαφορία και ανοχή δεν είναι άμοιρη για την μη αποφυγή αρκετών δολοφονιών. Ακόμη κι αν το φιάσκο καθόλου δεν αποκλείεται, όπως φαίνεται από την εξέλιξη της κατάστασης. Ακόμη κι έτσι.
Βασικό της μέλημα δεν μπορεί παρά να είναι με κοινωνική πίεση και πολιτικές πρωτοβουλίες να ωθεί τους κρατικούς φορείς να πάνε όσο βαθύτερα γίνεται την υπόθεση.
Άλλο, όμως, αυτό κι άλλο τα «τόξα». Γιατί, όπως σωστά το έθεσε ο Αντώνης Λιάκος: «Σύμφωνα με τη θεωρία του συνταγματικού τόξου, η αριστερά οφείλει να υποστείλει την αντίθεση στο μνημόνιο και να ενταχτεί σε ένα σχήμα το οποίο καθοδηγείται από την κυβέρνηση (η πρόταση για κοινούς υποψηφίους σε ενδεχόμενες εκλογές στις κενές έδρες της ΧΑ ). Ρωτούν, μα δεν είναι μείζον κακό ο ναζισμός σε σχέση με το μνημόνιο; […] [Δ]εν μπορείς να κάνεις αντιφασισμό χωρίς την κριτική και την πολεμική στις κοινωνικές αιτίες που τον έθρεψαν. Θα ήταν καταστροφικό να αφήσεις την οργή να την μονοπωλούν οι ναζιστές και να συντάσσεσαι με όλους αυτούς που στην ψύχρα υποστήριξαν την κοινωνική καταστροφή και επιδίδονται στη μεγάλη ληστεία του δημόσιου πλούτου και των λαϊκών εισοδημάτων, παραβιάζοντας ουσιαστικά τους κανόνες της δημοκρατίας. Δεν μπορείς να απομονώσεις το φασισμό από το κοινωνικό του περιεχόμενο και να πεις ότι είναι μόνο εγκληματική οργάνωση. Είναι σαν να αφοπλίζεις και να ξεδοντιάζεις το αντιφασιστικό μέτωπο». Επομένως, η θεωρία του συνταγματικού τόξου αποσκοπεί στο να από-ριζοσπαστικοποιήσει το αντιφασιστικό μέτωπο.
Ακόμη περισσότερο, επιχειρεί να διαγράψει από το προσκήνιο με δραστικό τρόπο το γεγονός πως στην Ελλάδα πραγματοποιείται ένα πρωτοφανές ιστορικά πείραμα κοινωνικής μηχανικής και βιοπολιτικής γενετικής, η ριζοσπαστικότητα του οποίου μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αντίστοιχη του χιλιανού πειράματος, που ακολούθησε την σφαγή του Αλιέντε.
Και, από αυτήν την άποψη, η πλήρης σχεδόν κατάργηση του Συντάγματος είναι σύστοιχη με τη διακυβέρνηση από μια οικονομική ακροδεξιά, για την οποία η δημοκρατία και το κράτος δικαίου είναι κατά περίσταση –τόσο η, ενεργητική πολλές φορές, ανοχή στους ναζιστές όσο και η στάση στις Σκουριές, π.χ., είναι ενδεικτικές.
Οι χιλιάδες νεκροί των Μνημονίων, οι άνθρωποι που αυτοκτονούν φωνάζοντας πόσο θέλουν να ζήσουν, δεν είναι μια λεπτομέρεια στον πίνακα ενός ενιαίου πολιτικού συστήματος, που εμφορείται, κριτικά ή όχι από τον «αστικό πολιτισμό». Η ένταση του κοινωνικού ζητήματος στη σημερινή Ελλάδα, απότοκο μιας συγκεκριμένης συνειδητής –και εγκληματικής- πολιτικής «υπέρβασης της κρίσης», είναι τόσο ακραία, που προξενεί την παγκόσμια απορία. Και όχι μόνο των αριστερών ανθρώπων.
Έτσι, λοιπόν, πλάι στην δολοφονική «εξαιρετικότητα» των ναζιστών υπάρχει μια άλλη, άγρια μνημονιακή «εξαιρετικότητα», εκβλάστημα της οποίας, άλλωστε, είναι η πρώτη. Κι έχει δίκιο ο Μπάμπης Γεωργούλας όταν σημειώνει πως «η Αριστερά οφείλει να κρατηθεί μακριά από απλουστευτικές και ιδιοτελείς αντιλήψεις περί της των πάντων ενώσεως και απόρριψης της «διχαστικής» διάκρισης μνημονιακοί/αντιμνημονιακοί. Η αντιφασιστική ενωτική δράση δεν μπορεί να έχει ως προϋπόθεση την αποδοχή των ίδιων των στόχων του κοινωνικού εκφασισμού, δηλαδή την υποταγή του λαού στη μοίρα του, τη μνημονιακή του μοίρα».
Γι’ αυτό, κιόλας, το σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί» δεν μπορεί παρά να διατηρεί διαρκώς την αρχική του σημασία. Πράγμα που σημαίνει πως η προσπάθεια νοηματικής μετατόπισης (βλ. π.χ. το Βήμα της 29ης Σεπτεμβρίου) προκειμένου να γίνει «ή εμείς ή οι ναζιστές», ξεχνάει όχι μόνο τον Φαήλο, αλλά και τον ίδιο τον Σαμαρά, διαπρύσιο ανακαταληψία των πόλεών «μας», εκκαθαριστή των νηπιαγωγείων «μας» από τα λαθραία μικρά, υμνητή της Αμυγδαλέζικης φιλοξενίας –για να μη θυμηθώ τον Λοβέρδο.
Το «ή εμείς ή αυτοί», άλλωστε, θέτει τη βασική κοινωνική διαχωριστική γραμμή, την οποία η κρίση και η καπιταλιστική διαχείρισή της έχουν κάνει πραγματική άβυσσο. Οι επείγουσες πολιτικές αποκρίσεις δεν εμποδίζονται καθόλου από αυτήν την «εμμονή».
Τσακίστε τους φασίστες, για τους δικούς σας λόγους, και δεν θα μας βρείτε, φυσικά, απέναντι. Κάθε άλλο. Θα συμβάλλουμε και στη Βουλή και σε όλους τους θεσμικούς τόπους, για να εκλείψει αυτό το όνειδος. Και, προκειμένου γι’ αυτό, δεν θα κοιτάξουμε κανένα στα δόντια –ακόμη κι αν μας κατασπαράζει τρία χρόνια τώρα.
Αυτή μας η στάση, όμως δεν προκύπτει από το γεγονός πως είμαστε κι εμείς «κομμάτι του πολιτικού συστήματος». Κι όταν είμαστε ή φαίνεται πως είμαστε, κάτι κάνουμε πολύ λάθος. Η ένταξή μας δεν συνιστά «ωμή πραγματικότητα», βάσει της οποίας θα πρέπει να πορευτούμε, αξιολογώντας τη, μάλιστα, θετικά.
Κι αυτό δεν έχει τίποτε να κάνει με την υποχρέωσή μας να υπερασπιζόμαστε τα διαφωτιστικά ιδεώδη –που δεν ξέρω γιατί θα πρέπει να καταχωρίζονται ως «αστικός πολιτισμός». Το πρόβλημα είναι πως με την εξέλιξη που παίρνουν τα πράγματα –κι όχι μόνο στην Ελλάδα- μάλλον σύντομα θα είμαστε οι μόνοι που τα υπερασπίζονται. Και δεν χαιρόμαστε καθόλου με αυτήν την διαπίστωση.
Έτσι κι αλλιώς, πάντως, η υπεράσπιση της δημοκρατίας και των βασικών αξιών ενός κράτους δικαίου –και όχι του κομμουνισμού- απαιτεί κίνηση στο δρόμο, έχει ως προϋπόθεση μεγάλη κοινωνική κινητοποίηση. Εδώ η ποσότητα και η ευρύτητα είναι απολύτως καθοριστικές. Για να πάψουν οι ναζιστές να αποτελούν απειλή θα πρέπει να τους στερηθεί ο χώρος. Και ο χώρος, ως υλικό έδαφος, θα τους στερηθεί αν καταληφθεί από το δημοκρατικό λαό στο δρόμο.
Όσοι υποτιμούν αυτήν τη διάσταση, θεωρώντας πως το κράτος και οι θεσμοί θα επιλύσουν το πρόβλημα, πλανώνται πλάνην οικτράν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γιάννης Βούλγαρης, ο οποίος, σχεδόν χαιρέκακα, ισχυρίζεται πως «[η] Χρυσή Αυγή επικράτησε κατά κράτος έναντι του αντίπαλου αριστερίστικου χώρου όταν συναντήθηκαν σε τοπικό επίπεδο» και βρίσκει πως «η περίπτωση του Αγίου Παντελεήμονα είναι ενδεικτική». Το αντίθετο αποδεικνύεται από τα πράγματα. Η Χρυσή Αυγή δεν τόλμησε να ξεμυτίσει πουθενά παρά μόνο, όταν αισθάνονταν την ασφάλεια των σχέσεών της με το βαθύ κράτος. Σε κανένα δρόμο δεν κέρδισε καμιά μάχη.
Πρόκειται, λοιπόν, για κεντροαριστερό μύθο, αντίστοιχο, εκείνου που αποδίδει την ενδυνάμωσή της στη νομιμοποίηση της βίας, για την οποία, βέβαια, «φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ». Διότι, ως γνωστόν, «αν δεν υπήρχε η κάτω πλατεία, δεν θα υπήρχε και η πάνω πλατεία». Μόνο που αυτά τα λένε όσοι δεν πέρασαν στιγμή από τις πλατείες, έστω ως δυσφορούντες παρατηρητές, κι έτσι δεν ξέρουν πως Χρυσή Αυγή εκεί δεν εμφανίστηκε, αλλά στις μέρες τους συνέδραμε τα ΜΑΤ στις συγκρούσεις με τους «αγανακτισμένους», όταν δεν μαχαίρωνε μετανάστες στα προάστια.
Κι όσο για τη βία, ας το ξαναπούμε για πολλοστή φορά. Υπάρχει βία και βία. Υπάρχει βία του ισχυρού και βία του αδύναμου, βία του επιτιθέμενου και βία αμυντική. Υπάρχει και δίκαιη βία. Χωρίς την οποία καμιά επανάσταση δεν θα είχε νικήσει και καμιά αστική κοινωνία δεν θα είχε εγκαθιδρυθεί. Ακριβώς, άλλωστε, γι’ αυτό υπάρχει και το άρθρο 120 του Συντάγματος, που προτρέπει κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδα σε βίαιη δράση, όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν.
Τέλος, ας σταματήσουν τώρα τα φληναφήματα περί «σοσιαλφασισμού». Ξέρουμε πολύ καλά τη διαφορά των ναζιστών από τη νεοφιλελεύθερη ακροδεξιά, που μας κυβερνά. Πόσο, μάλλον, από τον Κουβέλη –αυτόν δεν εννοούν ως σοσιαλδημοκράτη οι κρίνοντες;
Τα φληναφήματα, όμως, θα πρέπει να σταματήσουν και για έναν ακόμη λόγο, που αφορά την ιστορική αλήθεια. Οι Γερμανοί κομμουνιστές ήταν οι τελευταίοι, που είχαν ευθύνη για την επικράτηση του ναζισμού πριν από 80 χρόνια. Και γιατί τον πολέμησαν περισσότερο από τον καθένα παντού, στο δρόμο, στα εργοστάσια και στα χωριά. Και γιατί, ακόμη, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, του οποίου το 85% των μελών ήταν άνεργοι νέοι, πάντοτε από τους υπόλοιπους του τότε «συνταγματικού τόξου» αντιμετωπίστηκε πολύ περισσότερο ως εχθρός παρά ο Χίτλερ.
Χρήστος Λάσκος
Μέλος ΚΠΕ ΣΥΡΙΖΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.