Δ.Γ. Μαγριπλῆς
Σοῦ στέλνω γράμμα νὰ ξέρεις τὴν τύχη μου
ΑΘΟΜΑΙ ΔΙΠΛΑ στὴν τρύπα στὸν τοῖχο καὶ κοιτάζω τὸ δρόμο. Δὲν ὑπάρχει κανείς. Ἔφυγαν ὅλοι. Ἄλλος γιὰ τὰ ξένα, ἄλλος γιὰ πάντα, οἱ περισσότεροι ἁπλὰ μέχρι νὰ ἡσυχάσει ἡ κατάσταση. Ἐγὼ τὸ ἀρνήθηκα. Ἀκόμη καὶ ὅταν ἦρθαν νὰ μοῦ ποῦν γιὰ ἐκκένωση.
Ἐδῶ θὰ μείνω, ἀπάντησα καὶ ζήτησα σφαῖρες. Ἄφησαν μπόλικες.
Θὰ σοῦ χρειαστοῦν, εἶπαν καὶ ἀνέβηκαν στὴν καρότσα τοῦ ἀγροτικοῦ.
Τοὺς εἶδα ποὺ ἔστριβαν τὴν γωνία. Ἀπὸ τότε ἔχω νὰ μιλήσω σὲ φίλο. Ἀκούω φωνὲς μὰ δὲν ξεχωρίζω τί λένε. Νομίζω μὲ ἀποκαλοῦν τρομοκράτη. Δὲν εἶμαι σίγουρος, μὰ τὸ ὕφος τοῦ λόγου τους δείχνει πὼς στὰ χέρια τους θὰ καταλήξω ἀκέφαλο σῶμα. Δὲν τὸ ρισκάρω νὰ ἀποκριθῶ. Τοὺς στέλνω κάποτε κανένα βόλι. Ἔτσι γιὰ νὰ ἀναγνωρίσω τὴν θέση τους. Εἶναι παντοῦ. Τὶς προάλλες ἕνα μαῦρο ἁμάξι πέρασε μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι. Ὅπλισα μὰ δὲν πρόλαβα νὰ ρίξω. Εἶδα μόνο σκόνη καὶ ριπὲς στὸν ἀέρα. Μετὰ τὴν γωνία κάποιοι ἀλάλαζαν στὸ ρυθμὸ τοῦ θανάτου. Πάγωσα. Λὲς νὰ ἔμεινα μόνος στὴν κόλαση;
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ σὲ σκέφτηκα. Νὰ εἶσαι καλά; Σᾶς δῶσαν τροφὴ καὶ νερό; Πῶς σᾶς φέρθηκαν; Ὅπως καὶ νὰ ἔχει, φύγατε. Ὁ ἥλιος ἐκεῖ συνεχίζει νὰ βγαίνει μὲ δύναμη καὶ τὸ φεγγάρι στρώνει στὴν θάλασσα δρόμους. Καΐκια μὲ ἀνοιγμένα πανιὰ ταξιδεύουν στὸ πέλαγο. Παιδιὰ χτίζουνε κάστρα στὴν ἄμμο. Ἐσὺ μὲ τὸ γαλάζιο σου φόρεμα νὰ περπατᾶς σὰν δορκάδα καὶ πίσω σου τρία κουτσούβελα νὰ φωνάζουν: «μαμά».