Γράφει ο Pavel
Έχει περάσει ένας μήνας και η Αφροδίτη Μάνου συμφώνησε μαζί σου ότι το παρελθόν ανήκει στη θέση του, σημασία έχει το παρόν και το μέλλον. Μια από τις αγαπημένες σου στιγμές ήταν όταν άρχιζες να τραγουδάς, μερικές φορές σου έκανα παρέα και εγώ, είχες προσπαθήσει να μου δείξεις τα βήματα στο χορό, δεν τα κατάφερα όμως να μάθω.
Εκεί στα μέσα της δεκαετίας του '80, στο σπίτι βράδυ, καθισμένοι στην εξώπορτα, το φεγγάρι φώτιζε το χωριό απ' όπου έφυγες για να έρθεις, στην πόλη και στον πολιτισμό υποτίθεται.... Το ραδιόφωνο ανοικτό να μας συντροφεύει και τους δυο....Οι στίχοι από το τραγούδι «Η Νύχτα» της Αφροδίτης Μάνου... Η νύχτα ξέρει και φοβάται, μας αγαπάει, μας λυπάται…. κι αυτός που ξέρει τι συμβαίνει, ζει με τη νύχτα και σωπαίνει.
Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας μου και γράφτηκε στους συρμούς του Ηλεκτρικού την 23η Σεπτεμβρίου, λίγο πριν φτάσουμε στο Θησείο...
Τι είναι αυτό που συνδέει την Πέργαμο, την Αιτωλοακαρνανία, την Κόρινθο και τον Ταύρο όπου γεννηθήκατε ; Είναι τόποι που ακόμα και σήμερα παραμένουν βαθιά ριζωμένοι μέσα σας ;
Η Πέργαμος και η Αιτωλοακαρνανία είναι δυο λέξεις γεμάτες μυρωδιές στον κώδικα της προσωπικής μου μυθολογίας. Καρπούζι μυρίζει η Πέργαμος, φρέσκο καπνό το Περδικάκι. Ο ένας παππούς, πριν την Καταστροφή, έπαιρνε τα παιδιά του στο “τσάι” (σάι που λένε στα σταυρόλεξα, κτήμα) το καλοκαίρι, να κόψουν καρπούζια απ’ το μποστάνι. Έτρεχαν και πιτσιλιόντουσαν στα νερά του ποταμού για να δροσιστούν και γύριζαν όλοι μαζί με μια γλυκιά κούραση το βράδυ στο σπίτι. Ο άλλος παππούς, ορφάνεψε 12 χρονών και για να ζήσουν με τον μικρό του-10χρονο-αδερφό, μάζευαν καπνά απ’ τα χωράφια. Το βράδυ τύλιγαν λίγο απ’ τον καπνό που είχαν βάλει στην τσέπη τους σε μια εφημερίδα, έφτιαχναν τσιγάρο και το κάπνιζαν, μια σταλιά παιδιά. Ιστορίες των προγόνων από διηγήσεις τα κυριακάτικα πρωινά της δεκαετίας του 50 και του 60.
Ο Ταύρος όμως και η Κόρινθος, είναι κομμάτια της δικιάς μου ζωής, είναι το σκηνικό των παιδικών μου χρόνων. Αλήθειες και φαντασία μπερδεύονται στη μνήμη μου και φτιάχνουν κάτι που τοποθετείται σε χρόνο απροσδιόριστο και περιέχει εμένα και τους δικούς μου, αλλά και άλλους, πολλούς, πρόσωπα υπαρκτά ή ανύπαρκτα, κοντινά ή σε χώρες μακρινές. Και πάλι, παντού, μυρωδιές. Να μετράς τις μέρες του καλοκαιριού με το άρωμα των φρούτων. Πρώτα οι φράουλες, μετά τα κεράσια, τα βερίκοκκα, τα ροδάκινα, οι κοντούλες, το πεπόνι και το καρπούζι και τέλος το σταφύλι που σήμαινε και το τέλος των διακοπών. Δεν είναι βαθιά ριζωμένοι μέσα μου αυτοί οι τόποι. Είμαι εγώ!
Η ποίηση και η μουσική κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης τι πιστεύετε ότι προσέφεραν στο λαϊκό πολιτισμό της χώρας ;
Με μπερδεύετε τώρα. Δεν ξέρω τι ορίζεται σαν λαϊκός πολιτισμός και αν υπάρχει τέτοιο πράγμα πια στην Ελλάδα από τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα και μετά. Αν βέβαια θέλουμε να μιλήσουμε για δημιουργία. Άνθρωποι “του λαού” τραγουδούσαν (τραγουδούν και θα τραγουδούν) και έπαιζαν (και θα παίζουν) λαϊκά όργανα αναπαράγοντας παλαιότερα τραγούδια, αλλά με εξαίρεση τον Άκη Πάνου και τον Χρήστο Νικολόπουλο (που είναι και ο τελευταίος για να κλείσει την πόρτα), καινούργιο λαϊκό τραγούδι δεν μπορούσε και δεν μπορεί να υπάρξει στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη, άρα και στη χώρα μας, τις τελευταίες δεκαετίες. Μόνο αναπαραγωγή των παλιών. Ότι γράφτηκε-γράφτηκε. Τέρμα. Τώρα, η “άλλη” μουσική και η ποίηση που με ρωτάτε, τι να προσέφεραν άραγε. Σίγουρα έχουμε μια αξιόλογη παραγωγή τραγουδιών από πολλούς καλλιτέχνες, να γεμίσεις σελίδες βιβλίων και περιοδικών μπόλικες όπως και τους σέρβερ του Γιου Τουμπ, αλλά η δικτατορία πρώτη έκανε τεράστια ζημιά, ακολούθησαν και άλλοι παράγοντες κοινωνικοπολιτικοί και μέσα σε λίγα χρόνια σαρώθηκαν Όσκαρ και Νόμπελ, διεθνής απήχηση και υψηλοί στόχοι. Στις ψυχές των ανθρώπων όμως τι έμεινε, πώς έγραψαν στο ήθος του ακροατή; Τίποτα δεν έμεινε. Πού πήγαν όλοι εκείνοι που τραγουδούσαν τους ποιητές ακόμα και στην οικοδομή δουλεύοντας στις σκαλωσιές; Στα σκυλάδικα πολυτελείας, στις γαρδένιες και στα σπασίματα. Τίποτα δεν έμεινε.
Μια ψευδαίσθηση μόνο στις συνεντεύξεις μερικών πρώην σοβαρών που ξεσοβάρεψαν αρκούντως όταν είδαν ότι το πράμα είχε επικίνδυνα μπατάρει από τη μια μεριά κι αν δεν πήγαινες εκεί που πήγαιναν όλοι, μεροκάματο δεν έβλεπες. Απ’ τη μια η χλιδή, απ’ την άλλη η θανάσιμη μοναξιά του ονειροπόλου. Μέσος δρόμος δεν υπήρχε. Πόσο να αντέξει κανείς… Ευτυχώς για κάποιους ο πολύς κόσμος δεν ενδιαφέρεται για τέτοιες “λεπτομέρειες” και γρήγορα όποιον έδειχνε η τηλεόραση τον αποδεχόταν χωρίς να ζητάει και το …βιογραφικό του … Περασμένα, ξεχασμένα και όλοι δικοί μας είμαστε. Και οι ποιητές, στα βιβλία τους!
Ανακαλύψατε μέσα από τις επισκέψεις σας στο κηποθέατρο του Άλσους Παγκρατίου, τις παραστάσεις του Ελεύθερου θεάτρου; Τι ήταν αυτό που κατά τη γνώμη σας έδωσε τόσο στην Επιθεώρηση όσο και στο ίδιο το Θέατρο;
Αλληλοανακαλυφτήκαμε με τα παιδιά του Ελεύθερου, πριν ακόμα από το Άλσος. Η δικτατορία και πάλι, μάς έσπρωχνε στα ίδια στέκια, με τους ίδιους γνωστούς και τις ίδιες αναζητήσεις. Τα παιδιά έδωσαν στην Επιθεώρηση μια πιο έντονη και πιο αιχμηρή πινελιά πολιτικής σκέψης απ’ ό,τι συνηθιζόταν, με φινέτσα και λεπτή ειρωνεία, χωρίς χοντράδες και λαϊκισμούς. Κάτι σαν λαϊκό θέαμα, με κοινωνικό προβληματισμό όμως και χιούμορ “με απαιτήσεις”. Η Επιθεώρηση είναι λαϊκό θέαμα και ο λαός τότε, το κοινό δηλαδή, ήταν πιο ευαισθητοποιημένο στα πολιτικά ζητήματα και διψασμένο, έστω και για έναν υπαινιγμό. Μια νύξη λευτεριάς και δημοκρατίας. Όταν το κοινό σταμάτησε να έχει απαιτήσεις, διαλύθηκε και το Ελεύθερο Θέατρο. Έτσι είν’ η ζωή, χα-χα. Ή ελευθερία θα έχεις, ή πολιτικοκοινωνικές ευαισθησίες …
Γιατί η χώρα μας ακόμα και μετά το ναυάγιο του Σάμινα το 2000, τις πυρκαγιές της Ηλείας το 2007 και πέρυσι με το Μάτι αδυνατεί να είναι έτοιμη για την επόμενη καταστροφή ;
Γιατί αυτοί που παίρνουν τα λεφτά στα χέρια τους, αντί ν’ αγοράσουν ψωμί και κρέας να φάμε, πάνε στο περίπτερο και παίρνουν καραμέλες και σοκολάτες και τα υπόλοιπα τα ρίχνουν στον κουμπαρά τους που τον κρύβουν κάπου στην Καραϊβική. Γιατί τα έργα που γίνονται, άν και όποτε γίνουν, γίνονται με άξονα τη διαπλοκή και τις κομματικές πελατειακές σχέσεις. Γιατί ο λαός ως έχων αυθαιρετήσει και ζώντας σ’ ένα καθεστώς ημιπαρανομίας, δέχεται στωικά τον όποιο κεφαλικό φόρο του επιβάλλει ο μινώταυρος της σύγχρονης Ελλάδας, φοβούμενος ότι αν τα σκαλίσει, θα χάσει κι αυτά που έχει. Παίρνει λοιπόν το ρίσκο γι’ αυτόν και τα παιδιά του μέχρι την επόμενη θεομηνία κι ο Θεός βοηθός.
Ποια είναι εκείνα τα γεγονότα που σας σημάδεψαν τη δεκαετία του 80, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο διεθνή χώρο ;
Το ότι άρχισα να γράφω δικά μου τραγούδια. Το ότι μπήκαν στη ζωή μας το CD και το DVD. Το ότι ήρθε “ο λαός στην εξουσία” και το όνειρο άρχισε να γίνεται εφιάλτης. Η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από τη 17 Νοέμβρη. Και πάνω απ’ όλα βέβαια η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η πτώση του τείχους του Βερολίνου. (Σίγουρα ξεχνάω κι άλλα)
Η μητέρα μου συχνά λέει∙ ταξίδεψες σε όλο τον κόσμο, αλλά τον εαυτό σου δεν τον έμαθες. Ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του ανακαλύπτει πτυχές του εαυτού του ή χάνεται μέσα στην καθημερινότητα;
Κάποιοι αναζητούν τον εαυτό τους μέχρι την τελευταία τους στιγμή κι έτσι πρέπει να γίνεται. Όταν όλα γύρω μας βρίσκονται σε αέναη κίνηση κι εσύ μένεις σταθερός και αμετακίνητος γιατί τάχα ξέρεις τι θέλεις, έχεις βρει τον εαυτό σου και φοβάσαι μην τον χάσεις, η ζωή σού βάζει συνέχεια γκολ αλλά εσύ δεν έχεις πάρει καν είδηση ότι το τέρμα έχει αλλάξει. Δυστυχώς η μεγάλη πλειοψηφία θεωρεί ότι η ακινησία σημαίνει πίστη και σταθερότητα ενώ στην πραγματικότητα σημαίνει φόβο για την αλλαγή και το άγνωστο. Δεν είναι ζωή αυτό. Στείρα επανάληψη και πλήξη, είναι …
Παλιά οι οικογένειες τις Κυριακές μετά την Εκκλησία, επιστρέφανε σπίτι και γύρω από το τραπέζι ξετυλίγανε αναμνήσεις, προσωπικές ιστορίες και αναπολήσεις ξένων τόπων. Αυτή την εικόνα που μπορούμε να την συναντήσουμε σήμερα ;
Α, δεν έχω ιδέα. Δεν υπήρξα ποτέ οικογενειακός τύπος. Πάσχα και Χριστούγεννα έκανα μόνο οικογενειακώς αφότου ενηλικιώθηκα. Βοηθούσε κι η δουλειά μου και η κοπάνα γινόταν με την άδεια της … αστυνομίας. Φαντάζομαι ότι όσοι έχουν ανάγκη από το οικογενειακό περιβάλλον κατορθώνουν και το διατηρούν με κάποιο τρόπο …
Από το 1989 με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, στη χρυσή εποχή της δεκαετίας του 90 και τέλος στο σήμερα με την απαξίωσή της. Είναι μόνο οικονομικοί ή υπάρχουν και άλλοι λόγοι που έφτασε σε αυτό το σημείο ;
Πιστεύω ότι είναι η διάδοση του προσωπικού υπολογιστή που την υπερσκέλισε. Στην εποχή της εικόνας βρισκόμαστε και πάλι, απλά το μέσον διαφέρει. Η τηλεόραση έμεινε για τους πιο ηλικιωμένους σαν πιο απλή και στη χρήση και με όλο και μεγαλύτερη οθόνη για όσους έχουν προβλήματα όρασης όπως όλοι σχεδόν οι ηλικιωμένοι, ενώ οι νεώτεροι αποχαυνώνονται μπροστά σε μικρότερες οθόνες. Γιατί σίγουρα, η μεγάλη πλειοψηφία δεν μπορεί να τιθασεύσει τη γοητεία και τις -στην κυριολεξία- άπειρες δυνατότητες του μέσου και να το μετατρέψει σε εργαλείο ομορφιάς και δημιουργίας, αλλά αφήνεται παθητικά σε πληροφορίες και συμπεριφορές ισοπεδωτικές, έτσι που ο προσωπικός υπολογιστής καταντάει μια τεράστια απρόσωπη και δελεαστική μηχανή που απ’ τη μια παίρνει σώμα και μυαλό νεανικό που σπαρταράει και από την άλλη βγάζει πανομοιότυπα ανθρωπάκια, με πανομοιότυπες επιθυμίες και πανομοιότυπα γούστα.
Ποια είναι εκείνα τα ελληνικά τραγούδια που με νοσταλγία και αγάπη θα ηχογραφούσατε σε μια κασέτα δύο πλευρών και θα τη βάζατε στο μαγνητόφωνο να σας ταξιδέψει;
Τα τραγούδια αυτά που λέτε, δεν χρειάζεται να τα βάλω σε κασέτα για να τ’ ακούσω. Υπάρχουν μέσα μου γραμμένα, ανεξίτηλα, μέχρι να σβήσει και η τελευταία νότα. Μπορώ να τ’ ακούσω όποια ώρα και στιγμή θελήσω. παίζουν μέσα μου σιωπηλά σε τεράστια ένταση. Δεν τ’ ακούω πια με τ’ αυτιά μου, αλλά με το δέρμα, με την ανάσα …
Το 1989 παρέα με τη Χάρις Αλεξίου και τους Φατμέ τραγουδήσατε∙ «Η Αγάπη ίσως ξέρει». Συνεχίζουν να «κερδίζουν οι άσχετοι με κόλπα και εφέ» μετά από 30 ολόκληρα χρόνια; Ποια είναι η σημερινή ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας ;
Όχι μόνο συνεχίζουν, αλλά και θα συνεχίσουν να … συνεχίζουν. Τα πρότυπα και τα υποδείγματα της ελληνικής κοινωνίας είναι πολύ κάτω του μετρίου πια. Εγώ λέω ότι οι άνθρωποι που μ’ ενδιαφέρει η γνώμη τους για το άτομό μου έχουν πια πεθάνει σχεδόν όλοι. Άντε να υπάρχουν 3-4 εξαιρέσεις. Ένα σωματείο μετριότητας καθορίζει το παιχνίδι, που με επιμέλεια προσπαθεί να μην αναδειχθεί κανείς που να ξεπερνάει τη μετριότητα αυτή. Γι’ αυτό όσοι λιγάκι ξεχωρίζουν και είναι νέοι και μπορούν, παίρνουν τα μπογαλάκια τους κι όπου φύγει-φύγει. Όσο για την ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας … Η ελληνική κοινωνία απορρίπτει την ταυτότητά της. Δεν την εκτιμά, δεν την θέλει. Την αποδέχεται μόνο στα γήπεδα και στο στίβο. Σ’ ό,τι αφορά το πνεύμα αφήνεται να απορροφηθεί από την απροσδιόριστη και ακαλλιέργητη γραφειοκρατική μάζα των Βρυξελλών. Δε λέω πως ήμασταν ποτέ πολύ καλύτερα, είχαμε όμως τη γλώσσα μας, την περηφάνεια μας και την ελπίδα. Μεγάλο πράγμα η γλώσσα και η ελπίδα!
Στην κινηματογραφική ταινία «Παρίσι, Τέξας» του Βιμ Βέντερς, οι ήρωες, ένας άντρας και μια γυναίκα ήταν τόσο ερωτευμένοι, ώστε έκαναν ακόμη και το παραμικρό να μοιάζει με την μεγαλύτερη περιπέτεια στον κόσμο. Τα νέα παιδιά μπορούν να ζήσουν κάτι αντίστοιχο; εάν όχι μπορεί να το φανταστούν;
Είμαι σίγουρη ότι μπορούν. Παρότι η εποχή αυτή μοιάζει απολύτως αντιερωτική και ένας άμυαλος ερωτευμένος που τα παίζει όλα μια ζαριά για τον έρωτά του δεν έχει καμιά γοητεία για την πλειονότητα των νεαρών και είναι ένας loser που δεν έχει μέλλον, σίγουρα κάποιοι (οι πιο ευαίσθητοι να πω, ή οι πιο γενναίοι;) αφήνονται και πίνουν τη ζωή και τη χαίρονται μέχρι την τελευταία γουλιά. Λίγοι, όπως πάντα-ίσως λιγώτεροι από άλλοτε, αλλά εκλεκτοί και σίγουρα-μακροπρόθεσμα-κερδισμένοι …
Κλείνοντας τη συνάντηση μας, τον Αύγουστο στην Αθήνα νοσταλγείτε το Λουκιανό Κηλαηδόνη & το πάρτυ στη Βουλιαγμένη; Πως έχει αποτυπωθεί μέσα σας η συγκεκριμένη βραδιά;
Τίποτα δεν νοσταλγώ κύριε Γεωργόπουλε. Είμαι άνθρωπος του μέλλοντος και ό,τι πέρασε, παύει πολύ σύντομα να με απασχολεί. Κάθε πράγμα στην ώρα του και το πάρτυ στη Βουλιαγμένη μια μαγική βραδιά που δυστυχώς δεν έγινε καμιά όμοιά της, τόσα χρόνια μετά. Μόνο πολύ κατώτερες συναυλίες, τεχνικά ίσως άψογες, σίγουρα εντυπωσιακές, αλλά καμιά, μα καμιά έτσι, σχεδόν μεταφυσικά, απογειωτική. Να πούμε ότι ήταν το δικό μας, μικρό Γούντστοκ; Και γιατί να μην το πούμε; Σίγουρα, όπως το Γούντστοκ ήταν και η Βουλιαγμένη ένας επίλογος και όχι μια αρχή … Και τους ανθρώπους που έχασα, όχι δεν τους νοσταλγώ. Η απουσία τους με πονάει πότε πιο λίγο, πότε πιο πολύ και σίγουρα όταν αλλάζει ο καιρός, σαν παλιό τραύμα … Κατά βάθος τους ζηλεύω και λίγο. Λίγο, όμως …
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.