Του Χρήστου Μποκόρου
Στο πατρικό μου, χαμηλά στο επίτοιχο ντουλάπι του δωματίου με το τζάκι, δίπλα στο κουτί με τα ραφτικά, υπήρχε κι ένα άλλο γεμάτο, ξέχειλο, με ανάκατες φωτογραφίες. Ασπρόμαυρες κυρίως, παλιές οι πιο πολλές, μικρές, γυαλιστερές, γλυστρούσαν σαν νερό από πηγή η μια πάνω στην άλλη κάθε φορά που το ανοίγαμε να τις κοιτάξουμε. Οι μεγάλες και λίγες που ήταν κολλημένες σε σκούρο χαρτονένιο πλαίσιο, ξεχώριζαν, τις άλλες τις ψάχναμε όλες κάθε φορά που θέμαμε να βρούμε κάποια. Οι περισσότερες ήταν ήδη κιτρινισμένες. Εκεί μέσα μάθαινα την ιστορία της οικογένειας και του τόπου, μου δείχνανε, μου λέγανε, ρωτούσα για τους ανθρώπους, τα καμώματά τους, ανέκδοτα, γεγονότα, υπονοούμενα, χαμόγελα, τραύματα, απώλειες, χαρές, όλα τα πριν, πάνω τους τα μετρούσα.
Με χάραξαν. Μικρός θυμάμαι κόλλαγα με μια απ΄αυτές, την πιό μεγάλη, που είχε μαζεμένους τους παλιούς απ’ την οικογένεια του πατέρα μου. Μου ασκούσε μιαν ακατάβλητη έλξη, έμενα ώρα μπροστά της. Η γιαγιά Χριστίνα νέα κι αγνώριστη στην άκρη αριστερά πενθεί τη μάνα της κάτω απ΄τον διάφανο αέρα της θλίψης με τα καταγάλανα μάτια της κλειστά, δίπλα η γυναίκα του αδελφού της, η θειά Κατερίνη, κοιτάζει την πεθερά της σκεπασμένη κι αυτή στο κρέπι, πίσω της ο μπάρμπα Πάνος στραμμένος στην αγκαλιά της μάνας του και πιό ψηλά ο θείος Κώστας, ο δάσκαλος που μ’ έμαθε γράμματα, παιδί, μας κοιτάει ανεβασμένος κάπου πίσω, ύστερα ο παππούς μου ο Μήτσο-μούτος κοιτάει πάνω απ’ τη μάνα του χαμένος στο φακό -ξέφυγε ο τσέλιγκας- κρατάει μπροστά του νεαρή τη δεύτερη γυναίκα του τη γιαγιά Πιπίνα, όμορφη κάτω απ΄ το βαρύ μαύρο μαντήλι σκύβει προσηλωμένη στο πρόσωπο μπροστά της, της νεκρής, και δίπλα ο μεγάλος της ο γυιός, ήρωας σκοτωμένος, που μού ‘δωσαν τ’ όνομά του, ο Χρήστος, το βλέμμα μου καρφωμένο στο δικό του, σαν ν' αναγνώριζα σ’ αυτόν το πρόσωπό μου, πίσω του ο μπάρμπα Γιάννος με τα μάτια του θολά, άντρας της γιαγιά Χριστίνας, άρχοντας, καλοντυμένος αυτός με το καπέλλο στο χέρι και παραδίπλα ο χορός των φιλενάδων, παραστέκανε μπροστά τους οριζόντια στολισμένη στο φέρετρό της την προγιαγιά μου πεθαμένη. Φωτογραφικά απαθανατισμένη η τελευταία εν κόσμω συνεύρεση του σώματος της Ελένης, συζύγου Γεωργίου Μποκόρου, με τους οικείους της, στο Αγρίνιο, μέσα του 1920. Παρόντες μαζί της ενώπιον του θανάτου οι τότε ζωντανοί, όλοι τους πιά φευγάτοι. Λείπανε τα κορίτσια, ο πατέρας μου και τα ξαδέρφια τους, αλλά κανείς δεν θυμόταν να μου ‘πει γιατί και που ήταν.
Δεν είχα δει πολύ ζωγραφική εκεί στην επαρχία που μεγάλωνα, στο Αγρίνιο. Η μόνη πραγματική ζωγραφική που με ανάγκαζε τότε να στέκομαι σεβαστικά ήταν οι τοιχογραφίες των αρχαίων ναών και οι εικόνες που μου ‘δειχνε ο πατέρας μου γυρίζοντας στα μνημεία του τόπου, όταν μ’ έπαιρνε μαζί του. Δεν ξέρω ακόμη αν ο σεβασμός οφειλόταν στα ιστορικά εγκώμια του κυρ’ Θωμά για την μεγάλη τέχνη της ιστορίας του ανθρώπου, στην πνευματικότητα του χώρου, στην παλαιότητα της ύλης ή στην ίδια την εικόνα τους. Βλέποντας αργότερα τη μεγάλη ζωγραφική που είχα γνωρίσει μόνο από μυθικές αφηγήσεις και αναπαραγωγές σε βιβλία, εντυπωσιάστηκα κυρίως απ’ τα θρυλούμενα γι’ αυτήν και την αρτιότητα της τεχνικής, αν και παρ’ όλ’ αυτά ένιωθα κάπως ξένος. Σαν να μην με χωρούσαν ακριβώς. Έπρεπε βέβαια να τα μάθω και να τα τιμήσω σαν σπουδαία που ήτανε –τι μορφωμένος άνθρωπος θα ήμουν αλλιώς- αλλά δεν αναγνώριζα εκεί κάτι δικό μου. Αισθανόμουνα μάλιστα λίγος απέναντί τους. Αναθεμάτιζα την ελλειπή μου παιδεία, την ταπεινή μου καταγωγή, τον επαρχιωτισμό και την ημιμάθειά μου, δεν με θεωρούσα ικανόν να σχετιστώ μαζί τους πόσω μάλλον να κάνω κάτι αξιόλογο στην τέχνη.
Φεύγανε σιγά σιγά οι παλιοί, άρχισα να χάνω και δικούς μου. Όταν είδα κάποια στιγμή τα Ελληνικά ταφικά πορτραίτα της Αιγύπτου, έμεινα. Αυτά δεν ήταν ακριβώς σαν την ζωγραφική που ήξερα, με κοιτούσαν όλοι τους σαν κάτι να μου ζήταγαν, στραμμένα πάνω μου τα βλέμματά τους, καθένας μόνος του κι όλοι μαζί απέπνεαν αλόγως υπερβάλλουσα παραστατικότητα. Λόξεψε η σκέψη μου κι άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι αλλιώς την τέχνη. Την αναπαράσταση ως παράσταση της στάσης μιας άλλης υπόστασης. Απέδιδε η ζωγραφική το βλέμμα της αιωνιότητας ζωντανό στα προσωπεία του θανάτου. Και δεν ήτανε όλοι αυτοί σπουδαίοι και τρανοί, άρχοντες, βασιλιάδες, όμορφες, ήρωες και σημαίνοντες του κόσμου τούτου. Άνθρωποι αγοραίοι ήτανε, καθημερινοί, σαν τους δικούς μου. Αφέθηκα στην οικειότητα κι αναγνώριζα τιμώμενο στην τέχνη κάτι ανάλογο με τις μορφές των ανθρώπων μου, αυτές που είχα πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Κατάλαβα το νόημα του μνημείου ως ανατροπή του μνήματος. Κι ήρθαν στον νού μου πάλι οι μεγαλοπρεπείς κοιμήσεις της θεοτόκου, οι ενώπιον του θανάτου συνάξεις των αγγέλων και πάντων των αγίων, η εν δόξη παράσταση του ανθρώπου ενώπιον του ακατανόητου, η οικειότητα των οικείων, των συνειδόντων το ανοίκειο. Η χαρμολύπη των ζώντων συμπαρισταμένων, εν παραστάσει στο αναναπαράστατο, στου θανάτου το ξένον. Σκεφτόμουνα ότι τέτοιες σκηνές ανθρώπων, σαν της δικής μου οικογενειακής κοίμησης, και τις εικόνες των κοιμήσεων της Βυζαντινής του προπαρασκευής, θα ‘χε στο νού του ο Θεοτοκόπουλος πριν φτάσει ν’ απαθανατίσει δοξαστικά την ταφή του κόμητα του Οργκάθ. Η μνήμη μας ως μνημείο, του θανάτου παρόντος. Εικόνα ανάστασης, η εις Άδου κάθοδος. Άλλη αντίληψη, όχι σαν των συγκαιρινών που του κρύβονται και μασκαρεύονται ψιμύθια και φουσκώματα, χρωματιστά μαλλιά κι όλο άκαιρα χαμόγελα, εκφράσεις της μεθεπόμενης γενιάς και άνοστες in πλακίτσες πριν φτάσουν απροετοίμαστοι μπροστά του εκλιπαρώντας μια παράταση. Ανάταση όχι παράταση χρωστάμε στη ζωή μας. Ανόρθωση στο φως, εν μέσω σκότους, γιατί μόνο μεσ’ στο σκοτάδι λάμπει το φως κι ευφραίνει τις καρδιές μας.
Σε τέτοιες καταγωγικές εικόνες σκοτεινές χρωστάω το όποιο λαμπρό νόημα έχω αντιληφθεί στην τέχνη της ζωής μου. Έμπλεξα και τα λόγια απ’το τροπάριο του εσπερινού της κοίμησης όπου συνάδουν όλοι οι ήχοι των βυζαντινών να την τιμήσουν : Ἄρατε πύλας, Θεαρχίῳ νεύματι, ὑπὸ νεφῶν μεταρσίως αἰρόμενοι, ὑπερκοσμίως ὑποδέξασθε, αοράτως βοώντες, τὴν τοῦ ἀενάου φωτὸς Μητέρα, εἰς τοὺς αἰῶνας ἀγλαοφανῶς μακαρίζοντες. Ταύτης γὰρ τὸ ὑπερβάλλον, ὑπερέχει πᾶσαν ἔννοιαν". Ένα φωτεινό παραπέτασμα στο χάος είν’ η ζωγραφική. Μια οδός, ένα φωτεινό σημάδι στο σκοτάδι. Σ’ αυτό το άπιαστο φως ελπίζοντας, πορεύομαι ως εδώ κι έτσι, κάπου επ’ αγαθώ σκοντάφτοντας, έφτασα και στην αναπάντεχη "Παναγία των κεριών". Απ’ την "Καρδιότησα" του Άγγελου Κοτάντου στην "Κεριώτισσα" της εν δόξη κοίμησης του Αυγούστου.
Το ιστορικό της μετάβασης εδώ:
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.