*
τοῦ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ
Σωτήρης Γουνελᾶς,Διάπλους,
Ἁρμός, 2016
[διάπλους: (ναυτικὸς ὅρος) ἡ διέλευση θαλάσσιας ἔκτασης ἢ πορθμοῦ μὲ πλωτὸ μέσο]
~.~
«Γιὰ νὰ γεννηθεῖ ἕνας στίχος, θὰ πρέπει νὰ ἔχεις δεῖ πολλὲς πολιτεῖες, πολλὰ πράγματα καὶ ἀνθρώπους, πρέπει νὰ γνωρίσεις τὰ ζῶα, νὰ νιώσεις πῶς πετοῦν τὰ πουλιά, νὰ ξέρεις τὴ χειρονομία ποὺ κάνουν τὰ μικρὰ ἄνθη ὅταν ἀνοίγουν τὸ πρωί […]. Πρέπει νὰ ἔχεις δεῖ ἀνθρώπους νὰ ξεψυχοῦν, νὰ ἔχεις ξενυχτίσει πεθαμένους σὲ κάποιο δωμάτιο μὲ ἀνοιχτὸ παράθυρο καὶ θυρύβους κατὰ διαστήματα. Ὅμως δὲν ἀρκεῖ νὰ ἔχεις ἁπλῶς ἀναμνήσεις. Πρέπει νὰ μπορεῖς νὰ τὶς ξεχάσεις ὅταν εἶναι πολλές, καὶ πρέπει νὰ περιμένεις ὑπομονετικὰ νὰ ξανάρθουν. Γιατὶ αὐτὲς δὲν εἶναι ἀκόμα οἱ πραγματικὲς ἀναμνήσεις. Μόνο ὅταν μετουσιωθοῦν μέσα μας σὲ αἷμα, βλέμματα καὶ χειρονομίες, ὅταν γίνουν ἀνώνυμες καὶ μὴ ἀναγνωρίσιμες ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, μόνο τότε μπορεῖ νὰ ἔρθει κάποια σπάνια στιγμὴ ποὺ θὰ ξεπηδήσει ἀπὸ μέσα τους ἡ πρώτη λέξη κάποιου στίχου».
Ρ. Μ. ΡΙΛΚΕ, Σημειώσεις τοῦ Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε,
Μτφρ. Ἀλ. Ἴσαρης, Κίχλη, 2018, σ. 25-26.
Ἄρχισα νὰ γράφω γιὰ τὸν ποιητὴ Σωτήρη Γουνελᾶ (1949) –θὰ ἤθελα νὰ ἀπομονώσω τὶς παράλληλες ἰδιότητες, τοῦ στοχαστῆ, τοῦ θρησκευόμενου χριστιανοῦ, τοῦ κατὰ τὸ Finis Graeciae καὶ τὸ «Χαμένο κέντρο» ἐσχατολόγου ἐπικροτητῆ τῶν Γιανναρᾶ καὶ Λορεντζάτου, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον–, ἄρχισα, λοιπόν, νὰ γράφω γιὰ τὸν ποιητή, μὲ ἕνα πασίγνωστο ἀπόσπασμα τοῦ Ρίλκε γιὰ τοὺς ὅρους τῆς ποιητικῆς λειτουργίας, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Γουνελᾶς τὸ ἔχει ἐγκολπωθεῖ καὶ παρουσιάσει («Γράμμα στὸν Κώστα Κουτσουρέλη», 13.4.2020). Δὲν εἶμαι μεθοδικὸς ἀναγνώστης του, ἰδίως τῶν θεωρητικῶν κειμένων ποὺ γενικῶς ἀποφεύγω, ἀλλὰ ἀρκεῖ ἡ καταβύθιση (μὲ τὴν ἀπαιτούμενη, ἐλπίζω, σκευή) σὲ ἕναν ποιητικό του κύκλο, λόγου χάρη τὸν Ἰωνᾶ, γιὰ νὰ συναισθανθεῖς τὴ μετουσίωση τῶν ἀναμνήσεων σὲ αἷμα, βλέμμα, χειρονομία. Καμία λέξη του δὲν ἔρχεται τυχαῖα, κανένας αὐτοσχεδιασμός, πέρα ἀπὸ τὸ ἀπρόβλεπτο τοῦ ἐργαστηρίου ὅπως τὸ ἐννόησε ὁ Ἔλιοτ: «Μέχρι νὰ ὁλοκληρώσω μιὰ πρόταση, δὲν ξέρω πῶς θὰ τὴν ὁλοκληρώσω».
Ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ ἐργαστηρίου εἶναι ὁ αὐτοματισμός, ὄχι ὡς συνειρμός, ἀλλὰ ὡς προϊὸν ἀδιόρατων, ἄπειρων διεργασιῶν ποὺ συντελοῦνται, ἄλλοτε βουβά, ἄλλοτε ἐκκωφαντικά, ὄχι στὶς ὧρες τῆς προσήλωσης σὲ ἕνα γραφεῖο, ἀλλὰ μέσα στὴν τύρβη τῆς καθημερινότητας, στὴ χλαλοὴ τῆς κίνησης σὲ μιὰ πολυάνθρωπη πόλη, στὶς ἀγχώδεις συναλλαγές, στὶς ἀγορές. Ὅπως δηλώνει ὁ ἴδιος, ἔτσι γεννήθηκε τὸ ἀκόλουθο ποίημα ἀπὸ μιὰν ἐντύπωση στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς Τράπεζας:
«Τὰ κάδρα»
(μιὰ σημείωση)
Σήκωσα τὰ μάτια μου ψηλὰ
Κι εἶδα τοὺς ἀγωνιστὲς παραταγμένους
Ἕνας ἕνας στὸ κάδρο του
Νὰ τὸν φωτίζει τὸ χρυσαφὶ τῆς κορνίζας
Νὰ τὸν φέγγει
Νὰ τὸν ἁγιάζει.
Ἔστεκαν λαμπροὶ
Ἄλλος πάνω στὸ ἄλογο
Ἄλλος μὲ γιαταγάνι
Κι ἄλλος μὲ τὸ καρυοφίλι στὸ πλάι
Κι οἱ φουστανέλες
Εἶχαν κι αὐτὲς τὸ συμβολισμό τους.
Βουνά, ραχοῦλες, οὐρανός, ξέφωτα
Κι ἕνας ἥλιος νὰ τυλίγει τὰ πρόσωπα
Καὶ νὰ φωτίζεται ἡ πλάση.
Κάτω, μέσα στὴ αἴθουσα
–Τράπεζα ἦταν–
Ὁ κόσμος ἐξακολουθοῦσε τὶς συναλλαγές του,
Ἀνυποψίαστος.
Μὲ τὴν πληροφορία: «Τὸ σημείωσα σ᾽ ἕνα φάκελο ἐπιστολῆς βγαίνοντας ἀπὸ τὴν Τράπεζα, κάπου μεταξὺ 2005 καὶ 2013!». Ἐντυπωσιάζει ὁ πλήρως ἐλεγχόμενος ρυθμός. Λέξεις ἐλάχιστες, οἱ στοιχειώδεις, ἀκριβολόγες, ποὺ πολλαπλασιάζονται στὴ φαντασία τοῦ ἀναγνώστη. Καὶ ἡ κρυμμένη διδαχή: Ποῦ πρέπει νὰ στραφοῦμε, ἂν θέλουμε νὰ προχωρήσουμε. Ἐδῶ δὲν εἶναι ὁ διδακτισμὸς τοῦ Καβάφη (ποὺ ποτὲ δὲν ἐνοχλεῖ), ἀλλὰ μᾶλλον ὁ παραινετικὸς λόγος τοῦ πνευματικοῦ.
Ἂν καὶ μποροῦσε ὡς ντύμα νὰ πέσει βαρὺ πάνω στὸ ποίημα, τὸ ἀλαφρώνουν οἱ λέξεις. Νά γιατί λένε ὅτι τὸ ποίημα γράφεται μὲ λέξεις καὶ ὄχι μὲ ἰδέες. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ τελευταῖο νομίζω ὅτι συχνὰ δυναστεύεται ἡ ποίηση τοῦ Γουνελᾶ.
Ἕνα παράδειγμα. Προσέχω τὴν τελευταία στροφή:
Κάτω, μέσα στὴ αἴθουσα
–Τράπεζα ἦταν–
Ὁ κόσμος ἐξακολουθοῦσε τὶς συναλλαγές του,
Ἀνυποψίαστος.
Μιλᾶ ὁ ποιητὴς-vates, ὁ ποιμάντωρ, ἀπευθυνόμενος στοὺς πολλούς, τοὺς ἀνυποψίαστους, τοὺς τυφλωμένους ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς βιοτῆς, ἀπὸ τὸ χρῆμα καὶ τὸν ὑπολογισμό. Ἀπέναντί τους ὁ Μοναδικός. Αὐτὸς γνωρίζει καὶ συναισθάνεται, ἔχει τὴν ἔγνοια τοῦ κόσμου. Εἶναι ἕνας ἄλλος Μωυσής. Δὲν κουβαλᾶ πλάκες μὲ θεϊκὲς ἐντολές. Κουβαλᾶ ἀλληγορίες, τὶς μετατρέπει σὲ στίχους καὶ ποιήματα. Τὰ συνθέτει στὴν καρδιὰ τοῦ χρηματοπιστωτικοῦ συστήματος. Σ᾽ αὐτὴ τὴ στροφὴ φανερώνεται, χωρὶς νὰ λέγεται ρητά, ἡ (ποιητικὴ) ἀποστολή. Θὰ μποροῦσε νὰ λείπει. Τὸ ποίημα τότε θὰ ἦταν ἀκόμη πιὸ λαμπρό. Χωρὶς μηνύματα καὶ ἀποδέκτες. Ἔτσι γυμνὴ ἀπὸ κατηχισμοὺς διαβάζω τὴ συλλογὴ Διάπλους ποὺ προηγήθηκε τοῦ ἀλληγορικοῦ Ἰωνᾶ.
2016: Ὁ Σωτήρης Γουνελᾶς ἔχει πίσω του τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν θεωρητικῶν κειμένων. Ἀρκοῦν οἱ τίτλοι, καὶ οἱ ὑπότιτλοι, γιὰ νὰ φανεῖ ὁ προσανατολισμὸς τῆς σκέψης του: Κρίση τοῦ πολιτισμοῦ, κρίση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπώλεια τοῦ νοήματος, Ἀντιχριστιανισμός, τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου ἢ ἡ παραμόρφωσή του, ὁ πολιτισμὸς τοῦ θανάτου. Κομβικοὶ ὅροι: χριστιανικὴ πίστη, ὑπέρβαση (τοῦ ἑαυτοῦ), μέθεξη, ὑπέρλογο ἀπέναντι στὸν οἰκονομισμό, τὸν τεχνολογισμό, τὴ δυτικογενὴ πραγματικότητα. Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ πηγαίνει πίσω στὸν Διαφωτισμό, ἀκόμη καὶ στὶς ἀξίες ποὺ γέννησαν οἱ ἀστικὲς ἐπαναστάσεις. Μεταφράζει τὸν Μπερντιάεφ, μαχητὴ- ὑποστηρικτὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ μυστικισμοῦ. Ἀνάλογη εἶναι ἡ ματιὰ στὴν τέχνη. Ὁ Ταρκόφσκι, ὁ «προφήτης τοῦ σινεμά», εἶναι ὁ νοσταλγὸς τοῦ Παραδείσου (μὲ τὸ ἀπόσταγμα: «Φρονῶ ὄχι ὅτι δὲν μπορεῖς, ὄχι νὰ καταλάβεις, ἀλλὰ οὔτε κὰν νὰ δεῖς τὶς ταινίες τοῦ Ταρκόφσκι, χωρὶς νὰ ἔχεις κάποια σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ λέμε Ὀρθόδοξη παράδοση»! – τὸ θαυμαστικὸ τῆς ἔκδηλης ἀπορίας δικό μου)∙ ὁ Σαραντάρης εἶναι ὁ φιλόσοφος τοῦ ποιητικοῦ ὁραματισμοῦ∙ ὁ Λορεντζάτος διακρίνει αὐτὸ τὸ «ἄφραστον θαῦμα» τοῦ ἄλλου κόσμου ποὺ εἶναι ἡ ποίηση∙ ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης (ἀναφέρω ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς συνοδοιπόρους στοχαστές) εἶναι ὁ φιλόσοφος τῆς ἐσωτερικῆς διάστασης, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου: Πορευόμαστε «δυτικὰ τῆς Ἐδέμ», ἐκεῖ ποὺ «οἱ δρόμοι προσβάσεως πρὸς τὴν οὐσία σταδιακὰ ἐρημώνονται, ἐκεῖ ποὺ σβήνουν τὰ μεταφυσικὰ φῶτα καὶ ἀνάβουν ἄφθονα τὰ ἄλλα, τὰ φυσικά». Ὄχι «φῶτα ὁλόφωτα», ἀλλὰ ἔρεβος μὲ φέγγος ἀπατηλό. Ἡ ἀπάτη τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ἡ ἐσχατολογικὴ ἀντίληψη τῆς ἱστορίας. Ἀξίζει ἐδῶ νὰ διαβάσουμε ἕναν σχετικὸ στοχασμὸ τοῦ ποιητῆ μὲ ἀφορμὴ τὸ χριστουγεννιάτικο φῶς:
«Ὑπάρχουν τρεῖς τουλάχιστον λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἀντικρίζεται τὸ Φῶς. Ὁ πρῶτος ἡ ὑπέρτατη φωταύγεια. Ὁ δεύτερος οἱ ἁμαρτίες-ἀστοχίες-ἄγνοιες ποὺ παρεμβάλλονται ὡς στρώματα λίπους -ἡ παχιὰ ὕλη ποὺ ἀναφέρουν οἱ Πατέρες- ποὺ ἐμποδίζουν τὴν πρόσβαση, ὅπως τὰ χοντρὰ τζάμια, καὶ ὁ τρίτος λόγος οἱ ἐνοχές μας, ποὺ μᾶς κρατοῦν δεμένους καὶ φυλακισμένους τοῦ πλατωνικοῦ Σπηλαίου, μὲ τὸν αὐχένα ἀγκυλωμένο ἀπ᾿ τὸ ἁλυσόδεμα, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ μποροῦμε νὰ δοῦμε παρὰ μονάχα σκιές. Σήμερα μάλιστα, πολλοὶ οὔτε τὶς σκιὲς δὲν μποροῦν νὰ δοῦν. Ζοῦν σὲ ἀπόλυτο σκοτάδι, σ᾿ ἕνα εἶδος μόνιμης ὕπνωσης καὶ χαύνωσης» («Χριστούγεννα», 25.12.2020).
Ἀρχαιοελληνικὸς κόσμος καὶ πλατωνικὴ φιλοσοφία-Βυζάντιο-(ἰουδαιο-)χριστιανισμός. Σύνθεμα-ὀχύρωμα ἀπέναντι στὸν τεχνοκρατικὸ εὐδαιμονισμό, τὴ λογοκρατούμενη Εὐρώπη. Ἀλλὰ ἂς δοῦμε καὶ μιὰν ἄλλη ὄψη.
«Νύχτα καὶ καταχνιά» τιτλοφορεῖται τὸ καθηλωτικὸ ντοκυμανταὶρ τοῦ Ἀλαὶν Ρενὲ γιὰ τὸ Ἄουσβιτς (1956) μὲ ἀφηγητὴ τὸν Πάουλ Τσέλαν. Tenebrae factae sunt – Ἐγένετο νύξ. Εἰρωνικὴ ἀντιστροφὴ τοῦ Fiat lux – Γένοιτο φῶς. Νύχτωσε πράγματι πάνω ἀπὸ τὴν Εὐρώπη τοῦ Ὁλοκαυτώματος. Ἀλλὰ τὸ ἔρεβος αὐτὸ δὲν εἶναι οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις ποὺ τὸ προκάλεσαν. Ἡ χριστιανικὴ Δύση τὸ εὐλόγησε, ἡ χριστιανικὴ Ἀνατολὴ τὸ ἐπέτρεψε διὰ τῆς σιωπῆς. Σὲ μεταφυσικὸ ἐπίπεδο ἡ στάση ταιριάζει μὲ τὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ μπροστὰ στὸ Ἄουσβιτς. Τὸ ἑπόμενο ἔτος, 1957, ὁ Τσέλαν ἔγραψε τὸ ἀφόρητης ὀδύνης ποίημα «Tenebrae». Τὸ παραθέτω συμβολικά:
Κοντά σου εἴμαστε, Κύριε,
κοντά, νὰ μᾶς ἀγγίξεις.
Ἁρπαχτήκαμε κιόλας, Κύριε,
ὁ ἕνας ἀπ᾿ τὸν ἄλλο γαντζωθήκαμε, σὰν νά ᾿τανε
τὸ σῶμα καθενὸς
δικό σου σῶμα, Κύριε.
Προσευχήσου, Κύριε,
δεήσου ὑπὲρ ἡμῶν,
εἴμαστε κοντά.
Μαγκωμένοι πηγαίναμε,
πηγαίναμε ᾿κεῖ, νὰ σκύψουμε
πάνω ἀπ᾿ τὰ βαλτόνερα.
Στὴν ποτίστρα πηγαίναμε, Κύριε.
Ἦταν αἷμα, ἦταν
αὐτὸ ποὺ ἔχυσες, Κύριε.
Ἄστραφτε.
Ἔριχνε τὴν εἰκόνα σου στὰ μάτια μας, Κύριε.
Μάτια καὶ στόματα χάσκουνε, ἀδειανά, Κύριε.
Ἤπιαμε, Κύριε.
Τὸ αἷμα καὶ τὴν εἰκόνα ποὺ ἦταν μέσα στὸ αἷμα, Κύριε.
Προσευχήσου, Κύριε.
Εἴμαστε κοντά.
Ἐκτὸς τυπικοῦ χρονικοῦ πλαισίου ὁ Γουνελᾶς ἔχει συναντηθεῖ μὲ τὸν Τσέλαν στὸ Παρίσι, σὲ καφὲ τῆς ἱστορικῆς Place de la Contrescarpe. Στὸ Σημείωμά του «Ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη» γράφει: «[…] Καθόμασταν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ λιαζόμασταν. Εἴχαμε μπροστά μας μιὰ πλατεία σχετικὰ γνωστὴ σὲ ὅσους ξέρουν λόγω σπουδῶν τὸ Παρίσι: τὴν Place de la Contrescarpe» (17.1.22). Τὸ 1962 ὁ Τσέλαν ἔγραψε τὸ ποίημα «La Contrescarpe» (περιλαμβάνεται στὴ συλλογὴ Τοῦ Κανενὸς τὸ ρόδο, 1963). Ἡ σχολὴ ὅπου δίδασκε, βρίσκεται ἐκεῖ κοντά. Συχνὰ στὴν ἀλληλογραφία του ἀναφέρεται στὴν πλατεία μὲ τὰ τέσσερα ἐξαιρετικῆς ἀνθοφορίας δέντρα, τὶς παουλώνιες (ὑπαινιγμὸς στὸ μικρό του ὄνομα. Σήμερα ἔχουν μείνει οἱ δύο). Πασίγνωστο τὸ Café des Amateurs, σήμερα Café des Arts. Στὴν ὁδὸ Cardinal Lemoine ἔζησε γιὰ ἕνα διάστημα τὴ δεκαετία τοῦ ᾽20 ὁ Χέμινγουαίη. Στὸ ἴδιο κτήριο (ἀρ. 74) πέθανε τὸ 1896 ὁ Βερλαίν. Ἀκόμη ἕνας διάσημος θαμώνας, ἀνάμεσα στοὺς πολλούς, ὁ Τζὼρτζ Ὄργουελ. Ἐνδιαφέρουσες νοερὲς συναντήσεις.
Ἐπιλέγω νὰ μιλήσω, μὲ θαυμασμό, γιὰ τὸν κύκλο Διάπλους, ἐπειδή, κοντὰ στὶς ἀρετές του, εἶναι ἀπαλλαγμένος, στὴν κρίσιμη ἐπιφάνειά του, ἀπὸ ἰδεοφορίες καὶ ἀφορισμούς, σὰν αὐτοὺς ποὺ σκόπιμα καὶ ἐπιλεκτικὰ παρέθεσα ἀπὸ τὶς σκέψεις (μᾶλλον πεποιθήσεις) τοῦ Γουνελᾶ.
Τὸ βιβλίο συντίθεται ἀπὸ δύο ἑνότητες. Ἡ πρώτη, μὲ τίτλο «Σὰν ἡμερολόγιο», ἐκφράζει (λόγια τοῦ ποιητῆ) μιὰ ἐσωτερικὴ ἀλληλουχία ποιητικῆς πραγματικότητας τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπου στὴ σχέση του μὲ τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα τῆς ζωῆς. Ἡ δεύτερη, μὲ τίτλο «Συντομογραφίες», ἀποτελεῖται ἀπὸ πεζὰ κυρίως ποιήματα ποὺ εἰκονογραφοῦν τὴν περιδιάβαση στὸν σύγχρονο καὶ ξένο κόσμο. Μὲ τὴν παράκληση τοῦ ποιητῆ, οἱ στίχοι ἢ οἱ ἀράδες νὰ διαβάζονται ἕνας-ἕνας ἢ μία-μία. Ἐπειδὴ διαβάζουμε ποίηση καὶ ὄχι ἐφημερίδα.
Ὁ λόγος, ὡστόσο, εἶναι γιὰ τὸ καθημερινό, τὸ τυχαῖο, γιὰ μιὰ λεπτομέρεια ἀσήμαντη∙ μὲ ὅρους θρησκευτικῆς προσήλωσης γιὰ τὸ μυστικὸ τῶν πραγμάτων. Ζήτημα ἑστίασης, βλέμματος, στάσης ἀσκητικῆς. Ὁ παρατηρητής, ὁ μάρτυρας, σιωπᾶ. Ὅρος γιὰ νὰ γίνεις ποιητής, πέρα ἀπὸ τὸ πρῶτο σκαλὶ τοῦ Καβάφη καὶ τὶς δέκα προϋποθέσεις ποὺ ἔθεσε ὁ Ρίλκε. Στὴν οὐσία μία: Νὰ μὴν εἶσαι στραμμένος ἔξω στοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι οἱ πολλὲς κινήσεις καὶ ὁμιλίες τοῦ Καβάφη. Ποιός εἶπε «Ἂς κάνουμε ἐπιτέλους τόπο στὴ σιωπή»;
Σιωπὴ εἶναι ἡ ἔνδοθεν γραφή, ἡ διήθηση στὸ γυμνασμένο πνεῦμα. Παρατηρῶ τὸν στίχο τοῦ Γουνελᾶ. Λιτός, κάποτε ραδινός, ἀφήνει χῶρο στὴ λευκὴ σελίδα καὶ στὴ σκέψη, τὴν ἐπί-σκεψη. Γραφὴ καταλογάδην, ἀνάμεσα στὸ πεζὸ καὶ τὸ ποίημα, ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ κείμενο μοιράζεται σὲ στίχους. Ἡ γενικὴ ἐντύπωση, ἀφοῦ περιδιαβάσεις κάμποσες σελίδες, εἶναι αὐτὴ τῆς λόγιας γραφῆς μὲ τὴν ἀβίαστη ἁπλότητα ποὺ ἔχουν οἱ ποιητὲς περασμένης γενιᾶς. Πέρασε ἀπὸ πάνω τους ὁ ὁδοστρωτήρας τῆς Γενιᾶς τοῦ ᾽30 καὶ αὐτοὶ δὲν ταράχτηκαν. Τὸ ἴδιο συνέβη μὲ τοὺς πρώτους μεταπολεμικοὺς τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης. Ἐκεῖ ποὺ παίχτηκε ὁ ἐπίλογος τῆς τραγωδίας. Κάποιους τοὺς βρῆκε κρυμμένους στὰ δάση∙ ἄλλους σὲ κρυσφύγετα καὶ ἄλλους, μεγαλύτερους, στὰ ὅπλα. Νὰ μὴν ξέρουν ποιός εἶναι ὁ ἐχθρός. Γιὰ πολλοὺς τὸ στερνὸ καταφύγιο ἦταν ἡ ποίηση. Χωρὶς πολλὰ-πολλὰ γράμματα ἔπιασαν μολύβι καὶ χαρτί. Ἡ Κίρς, ὁ Κοῦνερτ, ὁ Σκάτσελ, ὁ Μπίρμαν, ὁ Κοῦντσε. Ὁ Γουνελᾶς ἦρθε δέκα, δεκαπέντε χρόνια ἀργότερα. Ἀνήκει σὲ ἄλλη γενιά, ἀλλὰ ἔχει τὰ δικά τους γνωρίσματα. Εἶναι ἀνεπιτήδευτος. Γράφει σχεδὸν μονολογώντας, ἐξομολογητικά. Κάποτε καὶ σὰν σὲ κρυφὸ ἡμερολόγιο ποὺ δὲν θὰ διαβάσει ἄλλος («Σὰν ἡμερολόγιο», ὁ ἕνας ὑπότιτλος). Ὁ Σεφέρης ἔγραφε γιὰ νὰ διαβαστεῖ. Παίδευε τὴ λέξη καὶ τὸν στίχο μέχρι τὸ παλίμψηστο. Ὑποθέτω ὅτι ὁ Ρίλκε, μιᾶς καὶ τὸν ἀνέφερα, εἶναι μονίμως στὴ σκέψη του. Εἶναι κι αὐτὸς ἕνας θρησκευόμενος ποιητής, ἀφοσιωμένος στὴν ἀδιαίρετη πίστη του. Θυμᾶται τὴν παραίνεσή του:
«Μακριὰ ἀπ᾽ τὰ μεγάλα γενικὰ θέματα, σκύψετε σ᾽ ἐκεῖνα ποὺ σᾶς προσφέρει ἡ καθημερινότητα. Ἱστορῆστε τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πονους σας, τοὺς φευγαλέους στοχασμούς σας, τὴν πίστη σας σὲ κάποιαν ὀμορφιά – ἱστορῆστε τα ὅλα τοῦτα μὲ βαθιά, γαλήνια, ταπεινὴ εἰλικρίνεια, καὶ μεταχειριστεῖτε, γιὰ νὰ ἐκφραστεῖτε, τὰ πράματα ποὺ σᾶς περιτριγυρίζουν, τὶς εἰκόνες τῶν ὀνείρων σας καὶ τὶς πηγὲς τῶν ἀναμνήσεών σας».
Τὸ βιβλίο συντίθεται ἀπὸ δύο ἑνότητες. Ἡ πρώτη, μὲ τίτλο «Σὰν ἡμερολόγιο», ἐκφράζει (λόγια τοῦ ποιητῆ) μιὰ ἐσωτερικὴ ἀλληλουχία ποιητικῆς πραγματικότητας τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπου στὴ σχέση του μὲ τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα τῆς ζωῆς. Ἡ δεύτερη, μὲ τίτλο «Συντομογραφίες», ἀποτελεῖται ἀπὸ πεζὰ κυρίως ποιήματα ποὺ εἰκονογραφοῦν τὴν περιδιάβαση στὸν σύγχρονο καὶ ξένο κόσμο. Μὲ τὴν παράκληση τοῦ ποιητῆ, οἱ στίχοι ἢ οἱ ἀράδες νὰ διαβάζονται ἕνας-ἕνας ἢ μία-μία. Ἐπειδὴ διαβάζουμε ποίηση καὶ ὄχι ἐφημερίδα.
Ὁ λόγος, ὡστόσο, εἶναι γιὰ τὸ καθημερινό, τὸ τυχαῖο, γιὰ μιὰ λεπτομέρεια ἀσήμαντη∙ μὲ ὅρους θρησκευτικῆς προσήλωσης γιὰ τὸ μυστικὸ τῶν πραγμάτων. Ζήτημα ἑστίασης, βλέμματος, στάσης ἀσκητικῆς. Ὁ παρατηρητής, ὁ μάρτυρας, σιωπᾶ. Ὅρος γιὰ νὰ γίνεις ποιητής, πέρα ἀπὸ τὸ πρῶτο σκαλὶ τοῦ Καβάφη καὶ τὶς δέκα προϋποθέσεις ποὺ ἔθεσε ὁ Ρίλκε. Στὴν οὐσία μία: Νὰ μὴν εἶσαι στραμμένος ἔξω στοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι οἱ πολλὲς κινήσεις καὶ ὁμιλίες τοῦ Καβάφη. Ποιός εἶπε «Ἂς κάνουμε ἐπιτέλους τόπο στὴ σιωπή»;
Σιωπὴ εἶναι ἡ ἔνδοθεν γραφή, ἡ διήθηση στὸ γυμνασμένο πνεῦμα. Παρατηρῶ τὸν στίχο τοῦ Γουνελᾶ. Λιτός, κάποτε ραδινός, ἀφήνει χῶρο στὴ λευκὴ σελίδα καὶ στὴ σκέψη, τὴν ἐπί-σκεψη. Γραφὴ καταλογάδην, ἀνάμεσα στὸ πεζὸ καὶ τὸ ποίημα, ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ κείμενο μοιράζεται σὲ στίχους. Ἡ γενικὴ ἐντύπωση, ἀφοῦ περιδιαβάσεις κάμποσες σελίδες, εἶναι αὐτὴ τῆς λόγιας γραφῆς μὲ τὴν ἀβίαστη ἁπλότητα ποὺ ἔχουν οἱ ποιητὲς περασμένης γενιᾶς. Πέρασε ἀπὸ πάνω τους ὁ ὁδοστρωτήρας τῆς Γενιᾶς τοῦ ᾽30 καὶ αὐτοὶ δὲν ταράχτηκαν. Τὸ ἴδιο συνέβη μὲ τοὺς πρώτους μεταπολεμικοὺς τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης. Ἐκεῖ ποὺ παίχτηκε ὁ ἐπίλογος τῆς τραγωδίας. Κάποιους τοὺς βρῆκε κρυμμένους στὰ δάση∙ ἄλλους σὲ κρυσφύγετα καὶ ἄλλους, μεγαλύτερους, στὰ ὅπλα. Νὰ μὴν ξέρουν ποιός εἶναι ὁ ἐχθρός. Γιὰ πολλοὺς τὸ στερνὸ καταφύγιο ἦταν ἡ ποίηση. Χωρὶς πολλὰ-πολλὰ γράμματα ἔπιασαν μολύβι καὶ χαρτί. Ἡ Κίρς, ὁ Κοῦνερτ, ὁ Σκάτσελ, ὁ Μπίρμαν, ὁ Κοῦντσε. Ὁ Γουνελᾶς ἦρθε δέκα, δεκαπέντε χρόνια ἀργότερα. Ἀνήκει σὲ ἄλλη γενιά, ἀλλὰ ἔχει τὰ δικά τους γνωρίσματα. Εἶναι ἀνεπιτήδευτος. Γράφει σχεδὸν μονολογώντας, ἐξομολογητικά. Κάποτε καὶ σὰν σὲ κρυφὸ ἡμερολόγιο ποὺ δὲν θὰ διαβάσει ἄλλος («Σὰν ἡμερολόγιο», ὁ ἕνας ὑπότιτλος). Ὁ Σεφέρης ἔγραφε γιὰ νὰ διαβαστεῖ. Παίδευε τὴ λέξη καὶ τὸν στίχο μέχρι τὸ παλίμψηστο. Ὑποθέτω ὅτι ὁ Ρίλκε, μιᾶς καὶ τὸν ἀνέφερα, εἶναι μονίμως στὴ σκέψη του. Εἶναι κι αὐτὸς ἕνας θρησκευόμενος ποιητής, ἀφοσιωμένος στὴν ἀδιαίρετη πίστη του. Θυμᾶται τὴν παραίνεσή του:
«Μακριὰ ἀπ᾽ τὰ μεγάλα γενικὰ θέματα, σκύψετε σ᾽ ἐκεῖνα ποὺ σᾶς προσφέρει ἡ καθημερινότητα. Ἱστορῆστε τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πονους σας, τοὺς φευγαλέους στοχασμούς σας, τὴν πίστη σας σὲ κάποιαν ὀμορφιά – ἱστορῆστε τα ὅλα τοῦτα μὲ βαθιά, γαλήνια, ταπεινὴ εἰλικρίνεια, καὶ μεταχειριστεῖτε, γιὰ νὰ ἐκφραστεῖτε, τὰ πράματα ποὺ σᾶς περιτριγυρίζουν, τὶς εἰκόνες τῶν ὀνείρων σας καὶ τὶς πηγὲς τῶν ἀναμνήσεών σας».
Ρ. Μ. Ρίλκε, Γράμματα σ᾽ ἕνα νέο ποιητή, 1903-1908.
Ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὸν Δίαυλο:
Ἀκούμπησα στὸ μαρμάρινο τραπεζάκι
καὶ μονομιᾶς βρέθηκα πίσω χρόνους εἴκοσι
σὲ μία κάμαρη στὸ Marais
ἦταν κι ἐκεῖ μαρμάρινο ὀβὰλ
καὶ γυμναζόμουνα στὴν στερεότητα
γεμίζοντας λευκὲς κόλλες πλάι στὸ κηροπήγιο
μισόφωτο νυχτερινό.
Τώρα κοιτῶ τὴν κούπα τοῦ καφὲ
ὁλόλευκη
λευκὸ τὸ σκάλισμα στὸ πιάτο
χορταστικὸ στολίδι
σκόρπιες κουβέντες στὸν ἀέρα παίζουν, πετοῦν
καὶ οἱ νεαροὶ ποὺ τὶς ἐκφέρουν
ντυμένοι αὐτὸ τὸ μπλὲ τῶν καμαρότων
κουρεμένοι, πίνουν φραπὲ μὲ καλαμάκι
καὶ μοῦ θυμίζουν τὴ μικρή μου κόρη.
(σ. 12)
Ἀπὸ τὴν πρώτη ἑνότητα, ὅπου ὁρισμένα ποιήματα εἰκονίζονται μὲ ἀραιωμένα στοιχεῖα, ὅπως καὶ στὴ δεύτερη. Ὑποθέτω ὅτι ἐκεῖ τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο ἀφήνει τὴν παρατήρηση, τοὺς καλπασμοὺς τῆς μνήμης, καὶ στοχάζεται, περνᾶ ἀπὸ τὴ μνήμη στὴν ἀνάμνηση, τὸν ἀναστοχασμό. Εἰκόνα μιᾶς μεταφυσικῆς τῆς ποίησης πέραν τοῦ ἡμερολογίου. Ἡ ματιὰ στὸ ταπεινὸ ἐσωτερικεύεται. Ὁ παρελθοντικὸς χρόνος (ἀκούμπησα, βρέθηκα, γυμναζόμουν) γίνεται περισσότερο παροντικός: «Σὰν ἀπὸ νεῦμα εὐλογίας κλείνομαι στὸ τα- / μιεῖον μου. Παρατηρῶ χαμένες μέρες νὰ / ἵπτανται σὰν ξερὰ φύλλα, μετράω ἄγρυπνος / νύχτες, μοιρασμένες ἀνάμεσα στὸ ξαστέρω- / μα καὶ στὸ βύθος […]». (σ. 16)
Ἡ ποίηση πάθηση δερματική. Ὁ Χαίλντερλιν εἶχε εὐχηθεῖ νὰ γίνει ὁ ἴδιος ποίημα. Ἡ ποίησή του νὰ γραφτεῖ ἀνεξίτηλα ἐπάνω στὸ δέρμα του. «Πάρε αυτὸ τὸ ποίημα, μοῦ καίει τὰ δάχτυλα», εἶπε κάποτε ὁ Καβάφης. Ὁ Γουνελᾶς δὲν πασχίζει νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴν ποιητικὴ λειτουργία, ἐπειδὴ ὁ διὰ βίου διάλογός του μὲ τοὺς μυστικοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ προβληματισμὸς γιὰ τὰ ἐπίχειρα τῆς λογοκρατίας, τὴ θεοποίηση τῆς ὕλης καὶ τὴν ἐργαλειοποίηση τῆς γλώσσας ἔχουν μεταστοιχειωθεῖ σὲ στολὴ τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ σώματος. Περπατᾶ, μιλᾶ, στέκεται, χειρονομεῖ (ἀνεπαισθήτως) μὲ τρόπο ποιητικό. Ἡ γραφή του εἶναι ἀπόρροια τῆς φυσικῆς, εὐλαβικῆς στάσης του ἀπέναντι στὰ ἀνθρώπινα, στὴ μοίρα τοῦ θανάτου, στὸν Λόγο.
Δὲν μπορῶ παρὰ νὰ φέρω πάλι στὸ νοῦ μου ἕναν Τσέχο ποιητή, γεννημένον τὸ 1922 σὲ χωριὸ τῆς Μοραβίας. Στὸ ἔργο του συνομιλεῖ μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης, μὲ τὰ ζῶα, τὰ μικρὰ πλάσματα. Μὲ τὴν ἴδια λεπτότητα παρατηρεῖ τὸ ταπεινὸ καὶ τὸ ἀσήμαντο τῆς καθημερινῆς ζωῆς καὶ μὲ σπάνια σὲ νηφαλιότητα γλώσσα δίνει τὶς ἀνάκουστες συγχορδίες τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Κυνηγήθηκε διὰ βίου ἀπὸ τὸ ἀπολυταρχικὸ καθεστὼς τῆς χώρας του (πέθανε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1989, ὅταν ἐρχόταν ἐπιτέλους, εἴκοσι χρόνια καθυστερημένη, ἡ Ἄνοιξη): Γιὰν Σκάτσελ, ὁ σημαντικότερος, κρίνουν ὅσοι γνωρίζουν καλὰ τὰ πράγματα, μεταπολεμικὸς Εὐρωπαῖος ποιητής. Γιὰ νὰ ἐπιβιώσει, ἄσκησε ὅλα τὰ χειρωνακτικὰ ἐπαγγέλματα. Ἂν καὶ τοῦ εἶχε ἀπαγορευτεῖ νὰ δημοσιεύει, παρέμεινε πάνω ἀπ᾽ ὅλα ποιητής. Ἐξέδωσε, στὰ μεσοδιαστήματα τῶν πολιτικῶν παραχωρήσεων, πέντε ποιητικὲς συλλογές. Ἀναφέρω ἕναν τίτλο: Τί ἀπέμεινε ἀπ᾽ τὸν ἄγγελο (1960).[1] Στὴ χώρα μας μᾶς τὸν σύστησε ὁ συμπατριώτης του Κάρολος Τσίζεκ (ἀπὸ τὴν Διαγώνιο τοῦ Χριστιανόπουλου): ἕνα βιβλιαράκι τοῦ Μπιλιέτου, Τὸ σφάλμα τῶν ροδακίνων (2003), καὶ λίγα (ἀλλὰ τί μέγας πλοῦτος αὐτὰ τὰ λίγα!) ποιήματα στὸ περιοδικό (τχ. 14, 1976).[2] Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπιλέγω δύο, ὡς νοερὸ διάλογο μὲ τὸν Γουνελᾶ, γιὰ τὸ αἰσθαντικὸ κλῖμα καὶ τὸ σπανίζον στὶς μέρες μας ἦθος. Τὸ πρῶτο:
«Ὁ ἄνεμος ποὺ ὀνομάζεται Γιάρομιρ»
Κάποια μέρα
θὰ πᾶμε ἀντάμα, καθὼς τὸ εἴχαμε ὑποσχεθεῖ
μπροστὰ στὴν πικραλίδα, στὰ κίτρινα μάτια τοῦ κότσυφα.
Θ᾽ ἀφήσουμε στὸ σπίτι τὶς καλές μας γυναῖκες
καὶ θὰ πᾶμε νὰ ψαρέψουμε τὸ στίχο
ποὺ μ᾽ αὐτὸν βλαστημάει τὸ ποτάμι
ὅταν σκοντάφτει μὲς στὴ μαύρη νύχτα
πάνω στὶς πέτρες.
Κι ἴσως νὰ μὴν πιάσουμε τίποτα ὁλάκαιρη τὴ νύχτα.
Μόνο σταλαγματιὲς νεροῦ θὰ πέσουνε στὴ χλόη
σὰ δάκρυα ἀπὸ βασιλοποῦλες
ποὺ βγήκανε ξυπόλυτες ἀπὸ τὸ δάσος.
Κι ἴσως κάποιος στὴ δημοσιὰ θὰ σὲ ρωτήσει,
μάστορα, πότε θὰ γράψεις ἕνα ὁλότελα καινούριο βιβλίο;
Κι ἐσὺ θὰ τοὺς πεῖς πὼς ὅταν βρέξει,
ὅταν θά ᾽χουμε ὡραία λάσπη.
Κι ἴσως μὲ μιᾶς θὰ λυπηθοῦν οἱ οὐρανοὶ
καὶ θὰ βρέξει μὲς στὸ ποίημα καὶ θὰ γεμίσουν νερὸ τὰ παπούτσια μας
σύννεφα παγερὰ σὰν πέστροφες πιτσιλωτὲς
θὰ πετάξουνε πάνω ἀπ᾽ τὰ κεφάλια μας.
Καὶ θὰ ὀνομάσουμε αὐτὸν τὸν ἄνεμο Γιάρομιρ
καὶ θὰ γυρίσουμε ἀκολουθώντας τὸ ρέμα τοῦ ποταμοῦ. [3]
Ὁ Σκάτσελ εἶναι ὁ συνεκτικὸς ἱστὸς στὸ μυθιστόρημα τοῦ Κούντερα Ἡ ἄγνοια (2000 – κυκλοφόρησε στὰ ἑλληνικὰ τὸν ἑπόμενο χρόνο). Τὸ ὄνομά του, ἡ θλίψη καὶ ἡ ἀπόγνωσή του ἐπανέρχονται κάθε τόσο στὴν πορεία τοῦ μυθιστορήματος ὡς ἀπόγνωση τῶν Τσέχων ἐμπρὸς στὴν ἀκατάλυτη, ὅπως δείχνει, ἐξουσία τῶν σταλινικῶν. Ἀντιγράφω: «[…] ὁ ποιητὴς μιλάει γιὰ τὴν θλίψη ποὺ τὸν περιβάλλει∙ θά ᾽θελε νὰ τὴ σηκώσει στὰ χέρια του τὴ θλίψη αὐτή, νὰ τὴν πάρει μακριὰ καὶ νὰ φτιάξει μ᾽ αὐτὴν ἕνα σπίτι, θά ᾽θελε νὰ κλειστεῖ ἐκεῖ μέσα τριακόσια χρόνια, καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ τριακόσια χρόνια νὰ μὴν ἀνοίξει τὴν πόρτα, νὰ μὴν ἀνοίξει τὴν πόρτα σὲ κανέναν!» (2001, 16, 41). Φιλοξενεῖ διάσπαρτους μέσα στὸ ἔργο στίχους του ἀπὸ τὰ Ἅπαντα τοῦ Σκάτσελ, ποὺ κυκλοφόρησαν μετὰ τὸ 1989:
Τὸ μεσημέρι βλέπεις κάποτε νὰ φεύγει ἡ νύχτα κατὰ τὸν ποταμό…
Κάποια βράδια εἶναι τόσο γλυκὸς καὶ εὔθραυστος ὁ ἀέρας, ποὺ μπορεῖς νὰ βαδίσεις ξυπόλυτος σὲ σπασμενα γυαλιά…
… καβάλα στ᾽ ἄλογο ὁ θάνατος κι ἕνα παγόνι…
Στὴ δεύτερη ἑνότητα τοῦ Διάπλου («Συντομογραφίες», 2007-2015) ἕνας κόσμος ἀλλόκοτος ξεχύνεται στοὺς δρόμους. Ὁ Ἀφηγητής, σὰν τὸ ἄλλο ἀφηγητὴ τοῦ Ἔλιοτ, προσπαθεῖ «νὰ βάλει τὸν κόσμο του σὲ τάξη». Τὸν ἐκθέτει σὲ εἰκόνες ποὺ ἁπλώνονται ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ στίχου. Φευγαλέα βήματα, ὑπόκωφοι θόρυβοι, μασκοφορεμένοι (ἐντύπωση «τρελῆς Ἀποκριᾶς»), χειρονομίες καὶ σειρῆνες τῆς πρόκλησης, κοπέλες νεαρὲς ξενυχτισμένες, «πιασμένες στὸ δίχτυ γιὰ τὸ ὁποῖο ἔγραψε ὁ Νίκος Γκάτσος». Κρατοῦν καὶ σείουνε μαντήλια πέρα-δῶθε, νυχτώνει. Μιὰ θλίψη τὸ φεγγάρι ὁλοστρόγγυλη κοιτάζει μὲ μισόκλειστα μάτια. «Πέρα –πολὺ μακριά– ὑμνωδεῖ τὴ Νύχτα ὁ Νοβάλις» (σ. 41-42). Πολύχρωμοι κυματισμοὶ καὶ ψυχὲς παραδομένες στὴ λήθη (ἀπόηχος Λορέντζου Μαβίλη)∙ νέοι καὶ γέροι ἀσκεπεῖς, ἀπροκάλυπτοι, ἐνῶ ἡ φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ καὶ ἂς πεθαίνει ὁ σπόρος μὲς στὴ γῆ καὶ ἂς καρπίζει στὴ σιωπή. Τροχοφόρα, συνάνθρωποι, πολτὸς καὶ τῆς ψυχῆς ἡ μοναξιά.
Καλειδοσκοπικὴ ματιὰ στὴν ταλανισμένη ἀπὸ ἑτερόκλιτες ὁμάδες καὶ πρόσωπα πόλη. Συντομογραφίες ἑνὸς κόσμου ξέχειλου πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς γραφῆς. Ὁ δοκιμασμένος λόγος τοῦ Γουνελᾶ ἐπιχειρεῖ νὰ τὸν τιθασεύσει περνώντας ἀπὸ τὴ γενικὴ ἐπόπτευση στὶς πληγές, τὴν ἀνομία, τὴν ἔκλυση. Προτείνω νὰ διαβάσουμε τὸ σύντομο Σημείωμα γιὰ τοὺς «Μετανάστες»:
Τὸ σβουράκι τῆς οἰκοδομῆς ἀπέναντι κι οἱ χτίστες κρεμασμένοι στὶς σκαλωσιὲς ἰσορροποῦν, τὸ σῶμα τους ἀνεμίζει ἢ ἡ ψυχή τους; Μετέωροι συνεχίζουν τὸ τραγούδι τους, ἡ νοσταλγία φερμένη ἀπὸ τὶς ἐσχατιὲς τῆς γῆς, λαθρεπιβάτες σὲ σαπιοκάραβα χτίζουνε σπίτια ἑλληνικά, δουλεύουν στὸν ὑπόγειο, μεροδούλι στὰ κτήματα καὶ στὰ σπαρτά, μιᾶς χώρας παρατημένης νὰ ξεραίνεται ἀπότιστη, φρύγανα ποὺ ἁρπάζουν ἀπὸ μόνα τους, καίγονται ἐκτάσεις ἀπέραντες, δάση, ἐλιές, ἀμπέλια παρανάλωμα, οἱ πολίτες ἀγάλματα στὸν καναπέ, βλέπουν τὴν εἰκόνα στὴν ὀθόνη, ἀνήμποροι ἢ ἀναίσθητοι οἱ ἰθύνοντες συνιστοῦν ψυχραιμία, κανένας δὲν ἀντιδρᾶ θὰ τοὺς ἀποζημιώσει τὸ κράτος.
Ποιό κράτος καὶ ποιά αποζημίωση; (σ. 46)
Σὲ λίγες ἀράδες ὅλο τὸ δρᾶμα τῶν Ἑλλήνων: δραστῶν, θεατῶν, ὑποκριτῶν, σκηνοθετῶν, ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων. Μοντέρνο δρᾶμα σὲ σύγχρονο ἀμφιθέατρο/ἀρένα. Μοντέρνα σκηνικά, σβησμένα κι ἀδειανά, ἀνάπλαση τοῦ ἔξω κόσμου. Μοντέρνα μουσική, καπνοί, ἐφὲ καὶ σκέρτσα καλλιτεχνικά, ρεκλάμες ἀνεμόεσσες, ποτά. Ἀνάποδα ὁ χρόνος σημαδεύει τὸν καιρό.
Μεγάλο μερτικὸ σ᾽ αὐτὴ τὴν παθογένεια ἔχει ἡ τηλεόραση. Ποιός δὲν τὴν ἔχει καταγγείλει. Κοινὸς πλέον τόπος νὰ τὴν καταγγέλλουν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ «λειτουργοί» της. Εἶναι ἡ συνεκδοχὴ τῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτισμικῆς παθογένειας. Ἕλκος καὶ ὄνειδος τοῦ νεωτερικοῦ (μετανεωτερικοῦ) κόσμου. Ἀλλὰ γιατί ἀποροῦμε; Ἂν δὲν σᾶς δώσαμε καλύτερα ἔργα, ἔλεγε ὁ Τερζάκης στὰ χρόνια τοῦ Μεσοπολέμου, εἶναι ἐπειδὴ δὲν μᾶς τὸ ζητήσατε. Ἀδύναμο τὸ ἄλλοθι. Οἱ εὐθύνες ἔχουν ρίζες ἁπλωμένες παντοῦ, καὶ πολὺ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια. Ἐκεῖ χτυπᾶ ἡ καρδιὰ τῆς παιδείας (καὶ στὸ ἀειθαλὲς περίπτερο μὲ τὰ χύδην μανταλωμένα περιμετρικῶς λογῆς ἔντυπα). Ἡ διαφορὰ μὲ τὸν Γουνελᾶ εἶναι ὅτι δὲν καταγγέλλει, ἀλλὰ γράφει ποίηση. Τὸ πρῶτο καὶ τὸ τελευταῖο. Καθένας μετὰ διαβάζει αὐτὸ ποὺ μπορεῖ, καὶ θέλει. Ἀρκεῖ τὸ πάτημα ἑνὸς κουμπιοῦ καὶ στροβιλίζεται τὸ σύμπαν. Κούφιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν τοὺς φαντάστηκε οὔτε ὁ Ἔλιοτ. «Σφεντονιστὲς λέξεων, ὀρθολογιστὲς τῆς δημοσιογραφίας […] μαθαίνουν τὴν προπαίδεια στοὺς θεατές». Ἔτσι ἀρχίζει τὸ «σόου», τὸ τραγουδιστικό, ἤγουν «τῆς ψυχῆς στριγγλιές» (σ. 50).
Ποιός κακὸς δαίμονας μᾶς ἔριξε τόσο χαμηλά; Τὰ ἔχουμε πεῖ. Ὁ οἰκονομισμός, ἡ δαιμόνια μηχανὴ καὶ ὧν οὐκ ἔστι τέλος. Ἀλλὰ ἡ ἀναγωγὴ αὐτή, ἀπαράλλακτη χρόνια τώρα, κουράζει πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὸ κατ᾽ ἐπίφαση θέαμα. Ἐδῶ ὅμως, στὴν περιοχὴ τῆς ποίησης, τὸ κακόγουστο ἱλαρώνεται. Καὶ μὲ φτηνὰ ὑλικά, τὰ πρόστυχα τοῦ Καβάφη, ἂν εἶναι ἱκανὸς ὁ μάστορας, γίνεται ἔργο θαυμαστό, τελεσφορεῖται ὁ διάπλους.
Τί ἀκριβῶς δηλώνει ὁ τίτλος; Ὰν τὸν συνδέσω μὲ τὸν κοντινὸ Ἰωνᾶ (2021), δηλώνεται ἕνα πέρασμα βιβλικό. Ὁ χωρισμὸς τῶν ὑδάτων ἀπὸ τὸν Μωυσῆ στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα γιὰ τὴ διαφυγὴ τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Νὰ εἶναι τώρα ὁ Διάπλους ἐπίκληση γιὰ τὴ διαφυγὴ ἀπὸ τοὺς κακοὺς δαίμονες τῆς ἐποχῆς, ὅπως παριστάνονται ἕνας-ἕνας μὲ γλώσσα ἀκονισμένη; Ὁ Σκάτσελ, τὴ δεκαετία τοῦ ᾽70 καὶ τοῦ ᾽80, δὲν ἀντιμετώπιζε αὐτὰ τὰ προβλήματα, ἀλλὰ ἕναν ἀνάλογο κοινωνικὸ ἀποκλεισμό. Ἡ δική του διαφυγὴ ἦταν ἡ ἐπιστροφὴ στὰ παιδικὰ βιώματα, τὶς συνομιλίες μὲ τὰ πουλιὰ καὶ τὰ ἐλάφια, τοὺς ἀνθρώπους τῆς ὑπαίθρου, στὰ γεννητούρια τῶν ζώων καὶ τῆς φύσης, ὅπως φυσικὰ ἔρχονταν καὶ οἱ θάνατοι τῶν πλασμάτων. Ἀπὸ κοντὰ οἱ λαϊκὲς ἀφηγήσεις, τὰ παραμύθια, οἱ βασιλοποῦλες καὶ τὰ μεστά, καθάρια λόγια στὸν ἀέρα. Ὁ Σκάτσελ μετέφερε ἐκεῖ τὴν Πράγα ποὺ ὀνειρευόταν καὶ τὴν ἀνέμειξε μὲ τὸ παρελθόν του στὴν Μοραβία σὲ μία διαχρονία ποιητική. Τὸ δεύτερο ποίημα:
«Νανούρισμα»
Στὸ τέλος ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἀγάπες,
ἀπ᾽ τῆς μανούλας τὴν κηδεία,
καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ φέρει
τοῦ δικοῦ του θανάτου τὸ προζύμι.
Ἔπειτα στὸ σπίτι
θὰ ψήνουνε τὸ ψωμί.
Πολλὰ ὡραῖα πράγματα
θὰ λείπουν.
Φουρναρόφτιαρο σὰν κουπί
σκάφη μεγάλη σὰν καράβι,
δίπλα στοὺς ἄφτιαχτους τοὺς δρόμους
μιὰ πέτρα. Μὴν τὴ ρίξεις.
Πίσω ἀπ᾽ τὰ πράσινα κριθάρια
θὰ δεῖς λύκους νὰ οὐρλιάζουν στὸ σκοτάδι.
Μεῖνε κοντά μας, Κύριε,
γιατὶ θὰ γίνει βράδυ.
Σὲ ἀνάλογο κλῖμα καὶ ὕφος γράφει ποίηση ὁ Γουνελᾶς. Ἡ δική του Μοραβία εἶναι οἱ θαλεροὶ πατερικοὶ λόγοι, ἡ μεταφυσικὴ τάξη ἀντιζύγι στὴν παντοειδὴ πενία τῶν καιρῶν (die dürftige Zeit, τοῦ Χαίλντερλιν) καὶ τὸ συμπίλημά τους, ἡ γλώσσα, δουλεμένη μὲ μόχθο καὶ ἀγάπη. Ποίηση, αὐτὴ τουλάχιστον ποὺ ἔχω μπροστά μου, ἀψεγάδιαστη, μὲ ὡραιότητα συγκινητική. Ὅ,τι αἰσθάνομαι κάθε φορὰ ποὺ ἐπισκέπτομαι τὸν Γιὰν Σκάτσελ. Καὶ κάτι περισσότερο ἐκεῖ. Ὁ δυστυχὴς αὐτὸς ἄγγελος ἔζησε τὴ διαρκὴ καταδίωξη, ἀλλὰ καὶ τὴ ζεστασιὰ στὴν ἄπεφθη καλοσύνη τῶν στίχων του.
Ἐρεσός, 1-4 Νοεμβρ. 2024
~.~
[1] Μὲ τὸ μοτίβο τοῦ «ἄγγελου» ὁ Σκάτσελ διαλέγεται πιθανῶς μὲ τὸν Χάινερ Μύλλερ στὸ Βερολῖνο, ὁ ὁποῖος τὸ 1958 δημοσίευσε τὸ ποίημα «Ὁ δυστυχὴς ἄγγελος» ποὺ εἶναι πετρωμένος καὶ περιμένει τὴν ἄνθηση τῆς πέτρας, δηλαδὴ τοῦ σοσιαλιστικοῦ ὀνείρου. Τὸ 1960 τοῦ ἀπαντᾶ ἀπὸ τὴν Πράγα ὁ Σκάτσελ ποὺ δὲν προσδοκᾶ καμία Ἄνοιξη. Λίγο μετὰ τὴν πτώση τοῦ Τείχους (1989) καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του ὁ Μύλλερ ἀναγνώρισε τὴν αὐταπάτη του μὲ τὸ ποίημα «Ὁ δυστυχὴς ἄγγελος ΙΙ»: «Ἀνάμεσα σὲ πόλη καὶ πόλη / Μετὰ τὸ Τεῖχος ἡ ἄβυσσος / Ἄνεμος στοὺς ὤμους τὸ ξένο / Χέρι στὴ μοναχικὴ σάρκα / Ὁ ἄγγελος τὸν ἀκούω ἀκόμη / Ἀλλὰ δὲν ἔχει πλέον ἄλλο πρόσωπο / Ἀπὸ τὸ δικό σου ποὺ δὲν γνωρίζω» (1991).
Εἶναι τὸ τέλος κάθε ἱστορικῆς αὐταπάτης, ὅπως τὴν προφήτεψε ὁ Μπένγιαμιν ἑρμηνεύοντας τὸν γνωστὸ πίνακα τοῦ Πάουλ Κλέε (1920) μὲ τὸν ἔντρομο ἄγγελο ποὺ ἔχει τὰ νῶτα στραμμένα στὸ μέλλον.
[2] Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, τὸν ἔχει πρωτοπαρουσιάσει ὁ Γιάννης Ρίτσος μὲ μεταφράσεις ποιημάτων στὸ βιβλίο του Ἀνθολογία Τσέχων καὶ Σλοβάκων ποιητῶν (Θεμέλιο 1966).
[3] Τὸ «Γιάρομιρ» τοῦ τίτλου εἶναι ὄνομα σύνθετο, ἀπὸ τὶς λέξεις γιάρο (=Ἄνοιξη) καὶ μίρ (=εἰρήνη).
~.~
ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/2025/01/07/gounelas-diaplous/?fbclid=IwY2xjawHqI6RleHRuA2FlbQIxMQABHYh6nOcNOAFvCqRaCkXduRD-FCHvLWiScvG4oBDXxA47rkUtAmg9dPFYAw_aem_GhFNDaHzF2o6hkj6lsuT3w
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.