Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Ὁ Γιάννης ὁ φονιάς



από π. Μιλτιάδης Ζέρβας


Σὲ μιὰ ἄλλη ἐποχή, ὄχι τόσο μακρινή, τὰ πρόσωπα μιλοῦσαν μὲ φειδὼ καὶ πολὺ συχνὰ σιωποῦσαν μπροστὰ στὴν τραγικότητα τοῦ πολύπαθου βίου τῶν ἀνθρώπων. Πίστευαν οἱ παλιοὶ πὼς τὰ «πολλὰ λόγια εἶναι φτωχὰ» κι ἀνήμπορα νὰ χωρέσουν τὴν ὀδύνη, τὴ συμφορὰ καὶ τὸ κρίμα.

Δὲν κατανοοῦμε σήμερα τούτη τὴ στάση. Συχνὰ τὴν ἑρμηνεύουμε ὡς παθητικὴ καὶ συνένοχη. Κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς τελικά, δὲν διστάζουν νὰ καταγγείλουν μὲ φωνὴ σθεντόρια τὶς παλαιότερες γενιὲς ὡς ὑπαίτιες τῆς καλλιέργειας τῆς ἔμφυλης βίας, γιατὶ «ἡ σιωπὴ σημαίνει συγκάλυψη».

Κι ὅμως οἱ ἄνθρωποι κάποτε, ἀπὸ τὶς σιωπές τους φτιάχναν λόγια ἀκριβά. Λόγια ποὺ θέλαν νὰ κατανοήσουν τὴν ἀνθρώπινη φύση, λόγια ποὺ ἐπιχειροῦσαν νὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἀνθρώπινη καρδιά, λόγια ποὺ γονάτιζαν γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν ἀνθρώπινο πόνο. Λόγια ποὺ δὲν εἶχαν τὴν ἔπαρση ὅτι εἶναι ἱκανὰ νὰ ἀλλάξουν τὸν κόσμο, ὅμως καλλιεργοῦσαν τὴν ἐλπίδα πὼς μπορεῖ τοῦτος ὁ κόσμος νὰ γίνει λίγο πιὸ φωτεινός. Ἔφτιαχναν, τότε, οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς σιωπές τους στίχους καὶ ποιήματα καὶ τραγούδια.

Ἕνα τέτοιο τραγούδι ἀκούστηκε τὸ 1975 ἀπὸ τὸν Μανώλη Μητσιά. Εἶχε γράψει τοὺς στίχους ὁ Νίκος Γκάτσος καὶ τὴ μουσικὴ ὁ Μάνος Χατζιδάκις. Τὸ τραγούδι φέρει τὸν τίτλο «Ὁ Γιάννης ὁ φονιάς».

«Ὁ Γιάννης ὁ φονιάς παιδὶ μιᾶς Πατρινιᾶς καὶ ἑνὸς Μεσολογγίτη»
.

Ἔτσι ξεκινᾶ τὸ τραγούδι, μὲ τοῦτα ἀκριβῶς τὰ λόγια. Ἔχει προηγηθεῖ μιὰ μικρὴ μουσικὴ εἰσαγωγὴ, στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ὁ ἦχος τοῦ μπουζουκιοῦ. Τὸ λαϊκὸ αὐτὸ ὄργανο στὸ ρυθμὸ τοῦ χασάπικου μὲ ἔνταση ἀποκαλύπτει μυστικά, ὅλα ὅσα οἱ στίχοι δὲν ἀφηγοῦνται. Ὁ Γιάννης ἔχει σκοτώσει τὴ γυναίκα του, ἐκείνη ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο τὰ ἑπτὰ παιδιά τους, ἕξι ἀγόρια καὶ ἕνα μοναχὰ κορίτσι. Τὴν σκότωσε γιατὶ ἐκείνη τὸν ἀπάτησε μὲ τὸν καλύτερό του φίλο. Τὰ πρῶτα μουσικὰ μέτρα τοῦ τραγουδιοῦ ὑπονοοῦν τὴ βία, μιλοῦν γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἔχει συντελεστεῖ, ξεδιπλώνουν τὴν τραγωδία, ὄχι μὲ κάμερες καὶ αὐτόπτες μάρτυρες, ὄχι μὲ δημοσιογράφους καὶ εἰδήμονες, ἀλλὰ μὲ ἕναν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ ψυχὴ πληροφορεῖται γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ τὰ γεγονότα φέρουν καὶ ὄχι γιὰ τὰ ἐπιφαινόμενα. Ξέρει ὁ ποιητὴς πὼς οἱ λόγοι ἐνδέχεται νὰ προσβάλλουν τὴν ἱερότητα τοῦ δράματος, νὰ ὑποκινήσουν τὴ φτηνὴ περιέργεια, νὰ χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἄναρθες κραυγὲς χωρὶς νόημα· γι’ αὐτὸ παραχωρεῖ τὴ θέση τους στὸ μέλος.

Μὰ ὅταν τὰ λόγια τελικὰ προβάλλουν καὶ συναντοῦν τὴ μουσική, ἡ ἔνταση τοῦ μπουζουκιοῦ ὑποχωρεῖ, ὁ ἦχος γίνεται πιὸ λυρικός. Κι ὅμως, τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἀκοῦμε μέσα σ’ αὐτὴ τὴ νέα μουσικὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἡ σκληρὴ ἀποκάλυψη πὼς ὁ Γιάννης εἶναι φονιάς. Ὁ Γκάτσος δὲν στρογγυλεύει τὰ πράγματα, δὲν κρύβεται, δὲν λέει μισόλογα: ὁ Γιάννης σκότωσε τὴ γυναίκα του καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι φονιάς. Μπορεῖ τὸ δικαστήριο νὰ τὸν ἀθώωσε, θεωρώντας πὼς ἡ δολοφονία ἔγινε «ἐν βρασμῷ ψυχῆς», μὰ τοῦτο δὲν ἀλλάζει τὰ πράγματα. Ὁ ποιητὴς δὲν καταγγέλλει τὸν Γιάννη, δὲν ἔρχεται νὰ τὸν δικάσει ἐκ νέου, ἁπλὰ περιγράφει τὴν πραγματικότητα. Μιλᾶ μονάχα γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ βλέπει. Ἡ πράξη τοῦ Γιάννη εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ἀμαυρώνουν τὴν ψυχή. Εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ σὲ ὁρίζουν, ποὺ σὲ μεταποιοῦν ἀπὸ κάτι ποὺ ἦσουν σὲ κάτι ποὺ ἔγινες. Ὁ Γιάννης, λοιπὸν, ἦταν σύζυγος καὶ ἔγινε φονιάς.

Ὁ Γκάτσος μιλᾶ γιὰ τὸν Γιάννη χωρὶς νὰ ξεχνᾶ πὼς κι ἐκεῖνος ἀνήκει στὸ ἀνθρώπινο εἶδος. Συνεχίζει νὰ τὸν λογίζει ὡς ἄνθρωπο. Ὁ Γιάννης παρὰ τὴ φρικτὴ πράξη του παραμένει παιδὶ μιᾶς γυναίκας ἀπὸ τὴν Πάτρα καὶ ἑνὸς ἄνδρα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Ἔχει μία γενεολογία κοντινὴ καὶ μία ποὺ ἐκτείνεται στὰ βάθη τῶν αἰώνων. Εἶναι ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Κάιν, τοῦ γιοῦ τῆς Εὔας καὶ τοῦ Ἀδάμ. Ἐκείνου τοῦ πρώτου φονιᾶ, ποὺ ἔχυσε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ του ἐπὶ τῆς γῆς. Εἶναι ὁ Γιάννης, τελικά, ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τῆ γενιὰ τοῦ θανάτου.

«Προχτὲς τὴν Κυριακὴ, μετὰ ἀπ’ τὴ φυλακή, ἐπέρασ’ ἀπ’ τὸ σπίτι.»

Αὐτὸς ὁ Γιάννης μιὰ Κυριακὴ ἐπέστρεψε στὸ χωριό του μετὰ ἀπὸ μιὰ σύντομη φυλάκιση, μετὰ ἀπὸ μιὰ δίκη ποὺ τὸν ἀθώωσε. Γυρίζει πίσω στὸν τόπο του, στὸ σπίτι του, στὴν οἰκογένειά του. Πολλοὶ συγχωριανοὶ εἶχαν στὸ πλευρό του σταθεῖ στὸ δικαστήριο. Ἔδωσαν μαρτυρία ὑπὲρ αὐτοῦ, γιατὶ ὁ Γιάννης ὑπερασπίστηκε τὴν τιμή του καὶ τὴν τιμή τους. Ὑποστήριξαν, δηλαδή, πὼς ὁ φόνος, τὸν ὁποῖο ὁ ἀπατημένος σύζυγος διέπραξε, ἦταν πράξη δικαιοσύνης.

Ὁ ποιητὴς συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα ἐπιλέγει ὡς ἡμέρα ἐπιστροφῆς τοῦ φονιᾶ στὸν τόπο του τὴν Κυριακή. Εἶναι ἡ μέρα ποὺ ὁ παπὰς τοῦ χωριοῦ διάβασε στὴν ἐκκλησιὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἴσως μάλιστα νὰ διάβασε ἐκεῖνο τὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διηγεῖται, πὼς ὅταν ὁ Ἰωσὴφ ὁ μνήστωρ ἀνακάλυψε πὼς ἡ Μαριὰμ κυοφοροῦσε ἕνα παιδί ποὺ δὲν ἦταν δικό του, ἐπειδὴ ἦταν δίκαιος, παράκουσε τὸν Νόμο τὸν Παλαιὸ καὶ δὲν θέλησε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν τιμή του, παραδίδοντας τὴν Παναγία στοὺς Ἰουδαίους γιὰ νὰ τὴν τιμωρήσουν μὲ θάνατο διὰ λιθοβολισμοῦ.

Ἢ μπορεῖ νὰ εἶχε ὁ παπὰς ἀναγνώσει ἐκείνη τὴν περικοπὴ στὴν ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἔσκυψε κάτω στὴ γῆ καὶ μὲ τὸ δάχτυλό του χάραξε λόγια (ποιοὺς στίχους ἄραγε νὰ ἔγραψε στὸ χῶμα ὁ τῶν πάντων ποιητής;) γιὰ μιὰ γυναίκα ποὺ οἱ Ἑβραῖοι συνέλαβαν ἐπ’ αὐτοφώρῳ νὰ μοιχεύει καὶ τὴν ἔστησαν στὴ μέση γιὰ νὰ τὴν λιθοβολήσουν. Κι ἐμπόδισε τὸ ἔργο τῶν γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων λέγοντάς τους: «ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ’ αὐτήν».

Εἶναι Κυριακὴ ἡ μέρα ποὺ γύρισε στὸ χωριὸ ὁ Γιάννης, θυμίζοντας σὲ ὅλους, πὼς εἶναι ἄλλη ἡ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων καὶ ἄλλη ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι τὸ αἰσθάνονται κι ὅλοι τὸ ξέρουν. Τὸ δίκιο τοῦ Θεοῦ καλεῖ τὴν καρδιὰ νὰ κινηθεῖ στὴ συγχώρεση, δὲν ὁπλίζει τὸ χέρι. Ἡ Κυριακὴ τελικά, ἐλέγχει τὰ πρόσωπα καὶ τὴν κοινότητα γιὰ τὴ σκληροκαρδία τους, φανερώνει καὶ τὴ δική τους εὐθύνη.

«Τοῦ βγάλαμε γλυκό, τοῦ βγάλαμε καὶ μέντα, μὰ γιὰ τὸ φονικὸ δὲν εἴπαμε κουβέντα».


Αὐτὰ τὰ πρόσωπα ποὺ τὸν δικαίωσαν δέχονται τὸν Γιάννη στὴ μεγάλη κάμαρα τοῦ σπιτιοῦ, στὴ σάλα. Ὁ Γκάτσος στήνει μὲ τρόπο θεατρικὸ τὴ σκηνή. Στέκεται ὁ Γιάννης ἀνάμεσα στὴν οἰκογένειά του, ἀνάμεσα στὴν κοινότητά του, ἀνάμεσα σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ὑποστήριξαν, μὰ εἶναι φανερὸ πὼς ὅλοι τὸν κρατοῦν σὲ μιὰ ἀπόσταση. Ὑποβόσκει στὴ στάση τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν κάτι ἀντιφατικό. Τὸν δέχονται, μὰ δὲν τὸν καλωσορίζουν. Τὸν τοποθετοῦν ἀνάμεσά τους, μὰ δὲν τὸν ἐνσωματώνουν. Ἐπεδίωξαν τὴν ἀθώωσή του, μὰ δὲν τὸν δικαιώνουν.

Οἱ γυναῖκες τοῦ προσφέρουν τὰ τυπικὰ κεράσματα. Δέχεται ὁ Γιάννης τὸ γλυκό, βρέχει τὰ χείλη του μὲ τὸ λικὲρ τῆς μέντας, ὅπως ἐπιτάσσει ἡ παράδοση κατὰ τὴν ὑποδοχὴ ἑνὸς ἐπισκέπτη. Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ σπίτι του! Ἐκεῖ βρίσκονται τὰ παιδιά του, τὸ βιός του, ὅ,τι ἔχει καὶ δὲν ἔχει! Κι ὅμως ὁ Γιάννης εἶναι πλέον ξένος μέσα στὸ ἴδιο του τὸ σπίτι. Φέρει τὸ στίγμα τοῦ Κάιν. Λέει ἡ Γραφὴ πὼς ὁ Θεὸς στιγμάτισε αὐτὸν τὸν πρῶτο φονιὰ τῆς ἱστορίας τῶν ἀνθρώπων στὸ πρόσωπο, ὥστε νὰ ἀναγνωρίζεται ὡς καταραμένος ἀπ’ ὅλους. Ἔτσι κι ὁ Γιάννης φέρει μυστικὰ τὸ σημεῖο τοῦ φονιᾶ, τὸ σημάδι ποὺ τρομάζει. Γι’ αὐτὸ ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν στήριξαν φοβοῦνται κι εἶναι προσεκτικοὶ στοὺς λόγους τους. Δὲν ἐπιθυμοῦν μπλεξίματα, δὲν θέλουν νὰ διεγείρουν τὸν θυμὸ τοῦ Γιάννη, ποὺ σκότωσε τὴ γυναῖκα π’ ἀγαποῦσε. Γι’ αὐτὸ δὲν ἔχουν καμία κουβέντα νὰ μοιραστοῦν μαζί του, καμία συζήτηση νὰ ἀνοίξουν γιὰ τὸν «δίκαιο» τοῦτο φόνο.

«Μονάχα τὸ Φροσί, μὲ δάκρυ θαλασσί, στὰ μάτια τὰ μεγάλα

τοῦ φίλησε βουβὰ τὰ χέρια τ’ ἀκριβά, καὶ βγῆκε ἀπ’ τὴ σάλα.

Δὲν μπόρεσε κανεὶς τὸν πόνο της ν’ ἀντέξει

κι οὐτ’ ἕνας συγγενὴς νὰ πεῖ δὲν βρῆκε λέξη»
.

Τὴν ὥρα αὐτὴ τῆς ἀμηχανίας ὁ Γκάτσος ἐμφανίζει τὴν Εὐφροσύνη, τὴν μοναχοκόρη τοῦ Γιάννη. Τὴν διακρίνει κανεὶς ἀπὸ τὰ μεγάλα της μάτια. Ἴσως τὰ μάτια τῆς μητέρας της. Τὰ πονεμένα μάτια αὐτὰ ποὺ γέμισαν μὲ τὶς εἰκόνες τῆς φρίκης, ἐκεῖνα ποὺ γέμισαν μὲ τὸ θαλασσὶ δάκρυ τῆς ἀπελπισίας. Μονάχα αὐτὸ τὸ κορίτσι, τὸ Φροσί, τοποθετεῖται ἔναντι τοῦ ἄδικου, ἀψηφᾶ τὸν φόβο τῶν πολλῶν, τολμᾶ νὰ σπάσει βουβὰ τὴ σιωπή. Βηματίζει πρὸς τὸν πατέρα, πιάνει τὰ χέρια τοῦ φονιᾶ καὶ τὰ φιλᾶ. Εἶναι τὰ χέρια τοῦ δικοῦ της πατέρα, ποὺ τόσες φορὲς τῆς χάιδεψαν τὸ πρόσωπο τρυφερά. Εἶναι τὰ χέρια ποὺ φέρουν ἀκόμα τὸ αἶμα τῆς μητέρας της, γιατὶ τὸ αἶμα ποτὲ δὲν σβήνει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ φονιᾶ. Εἶναι τὰ χέρια τοῦτα τὰ ἀκριβὰ ποὺ ἀσπάζεται γιὰ τελευταία φορά. Τὸ Φροσί δὲν ἔχει μάνα πλέον, μὰ οὔτε πατέρα. Δὲν ἔχει οἰκογένεια. Δὲν ἔχει χωριό. Δὲν ἔχει ἀσφάλεια. Δὲν ἔχει τιμή. Δὲν ἔχει ἑαυτό. Γι’ αὐτὸ φεύγει ἀπὸ τὴ σάλα τῆς θλιβερῆς αὐτῆς σύναξης. Φεύγει ἀπὸ τὸ χωριό της. Φεύγει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Φεύγει ἑκούσια ἀπὸ τὴ ζωή. Τὸ Φροσὶ λίγο καιρὸ μετὰ θὰ χαθεῖ στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου κάπου στὴν Ἀθήνα. Ἡ μορφὴ αὐτοῦ τοῦ κοριτσιοῦ ἔρχεται ἀπὸ πολὺ μακριά, ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων. Δὲν εἶναι μιὰ ἀκτιβίστρια τῶν γυναικείων δικαιωμάτων ποὺ καταγγέλλει καὶ ἀπαιτεῖ τὴ δικαίωση τῆς μάνας της. Δὲν εἶναι ἕνα ἀκόμα θύμα ποὺ ὑποτάσσεται στὴ μαύρη του μοίρα. Εἶναι μιὰ ἡρωίδα κάποιας ἀρχαίας τραγωδίας ποὺ ἑκούσια κατέρχεται στὸν Ἅδη ὡς θυσία γιὰ νὰ παύσει ἡ ὕβρις τοῦ πατέρα καὶ τῆς κοινότητας.

«Κι ὁ Γιάννης ὁ φονιὰς στὴν ἄκρη τῆς γωνιᾶς

μὲ τοῦ καημοῦ τ’ ἀγκάθι

θυμήθηκε ξανὰ φεγγάρια μακρινὰ

καὶ τ’ ὄνειρο ποὺ ἐχάθη».


Ὁ Γιάννης εἶχε ἀγαπήσει τὴ γυναίκα του. Κλέφτηκαν στὰ μικρά τους χρόνια. Παντρεύτηκαν κι ἔκαναν παιδιά. Κι ἦταν μουσικὸς ὁ Γιάννης μὲ εὐαισθησία καὶ λεπτότητα. Ἔπαιζε λαοῦτο μὲ ψυχή, ὅπως ἔλεγαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν εἶχαν ἀκούσει. Στὶς χαρὲς τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἐκεῖ. Στὰ σπίτια τῶν φίλων καὶ στὸν καφενὲ τοῦ χωριοῦ, τραγουδοῦσε τὰ βράδια τὰ πάθια καὶ τοὺς καημοῦς τῶν ἄλλων. Πολλὰ φεγγάρια θὰ μποροῦσαν νὰ δώσουν μαρτυρία γι’ αὐτό.

Τώρα ὅμως ἡ ζωή του εἶναι ἀσέληνος. Τώρα δὲν ἔχει φωνὴ νὰ τραγουδήσει τὸ δικό του καημό, ἐκεῖνον ποὺ σὰν ἀγκάθι πληγώνει τὴν ψυχή του. Τώρα ὁ Γιάννης πλέον βρίσκεται στὴν ἄκρη, ἀδύναμος, τραγικός, κενός. Βρίσκεται στὴ γωνία τῆς κάμαρας ἐγκλωβισμένος, καταδικασμένος, καταραμένος. Σκότωσε τὴ γυναίκα του. Ὁδήγησε στὸ σκοτάδι τὴν κόρη του. Ὅ,τι θηλυκὸ εἶχε τὸ σπίτι του χάθηκε ὀριστικὰ ἀπ’ τὸ δικό του χέρι. Θανάτωσε τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ φῶς τῆς ζωῆς του. Τώρα τὸ ὄνειρο ἐχάθη. Τώρα, τὸ ξέρει κι ἴδιος, εἶναι ὁ Γιάννης ὁ φονιάς.

Δημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος (αρ. 370, Ιούλιος-Αύγουστος 2024) του περιοδικού "Πειραϊκή Εκκλησία", μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Η γυναίκα».

Η ζωγραφική παράσταση που συμπληρώνει τη σελίδα αποτελεί ιχνογράφημα θεατρικού σκηνικού, φιλοτεχνημένου από τον Γιάννη Τσαρούχη.

ΠΗΓΗ:https://antifono.gr/giannis-o-fonias/?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTEAAR2xR_r8QYb0qojMKqW37HCOWmiKlg61wHeAU3Ipb47fu74eptjeWBq19NY_aem_0vzMu8-NiZs5A38ujIVb_Q
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.