Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Ο Χρήστος Γιανναράς ως στοχαστής της εποχής του




του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΚΛΗΡΗ


Το ενδιαφέρον στη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά είναι η μετάβαση από τη φιλοσοφία στη θεολογία και αντιστρόφως, αλλά και στην πολιτική θεωρία, την πολιτισμική κριτική, καθώς και στη φιλοσοφική θεματοποίηση του Νέου Ελληνισμού. Θα προσπαθήσουμε να τον εξετάσουμε ως έναν στοχαστή της εποχής του με τη διπλή έννοια, δηλαδή ως καθοριζόμενο από την εποχή του, αλλά και ως αναπτύσσοντα έναν στοχασμό ιδιάζοντα για την εποχή του, σε διάλογο με άλλους σημαντικούς φιλοσόφους και στοχαστές.

Ο Χρήστος Γιανναράς ως φαινομενολογικός θεολόγος «από τα κάτω»

Ως προς τη θεολογία μια μεγάλη δυναμική στη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά έγκειται στο ότι κάνει θεολογία «από τα κάτω», αφορμώμενος από τη συγκεκριμένη εμπειρία. Βοήθησε σε αυτό η σπουδή του στη φαινομενολογική φιλοσοφική παράδοση, η οποία από τον Έντμουντ Χούσσερλ και μετά πρεσβεύει έναν τρόπο του φιλοσοφείν όπου η συνείδηση είναι «ριγμένη στα πράγματα». Είναι αξιοσημείωτο ότι η φαινομενολογία στον 19ο αιώνα ξεκίνησε από μία ανανεωμένη μελέτη του Αριστοτέλους από τον Φραντς Μπρεντάνο, η οποία οδήγησε τον Χούσσερλ στο να θέλει να υπερβεί το δίπολο ιδεαλισμού και υλισμού. Για τον λόγο αυτό η φαινομενολογική συνείδηση δεν είναι ούτε παμπεριεκτική και παντοδύναμη με κίνδυνο οντολογικής μοναξιάς, όπως στον ιδεαλισμό, ούτε προϊόν της ύλης, όπως στον υλισμό, αλλά είναι μία ρίψη μέσα στα πράγματα. Ο Γιανναράς θα πραγματοποιήσει με τη σειρά του μια συνάντηση της φαινομενολογίας με τον Αριστοτέλη, αλλά περισσότερο με τον Αριστοτέλη, όπως έχει ερμηνευθεί από τους χριστιανούς Πατέρες της Ανατολής. Η αφόρμηση της σκέψης στον Γιανναρά είναι πάντα η συγκεκριμένη εμπειρία, με ένα αριστοτελικό θάμβος να υπερκεράζει την υπαρξιστική ναυτία, ενώ η φαινομενολογική επ-οχή (δηλαδή θέση εντός παρενθέσεων κάθε πραγματολογικής πληροφορίας) τον κάνει να αναστέλλει τη γνώση εξ αποκαλύψεως που προσφέρουν τα χριστιανικά δόγματα «άχρις καιρού». Τη νιτσεϊκή έννοια της αυθυπερβάσεως τη συνέδεσε με τον έρωτα ως σχέση εκ των ένδον εκστατική, ως αγάπη μετ’ επιτάσεως ή ως «ἔφεσιν πλήρους ὀντότητος» κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, δηλαδή ως επιθυμία για εύρεση μιας πληρέστερης εκδοχής της ύπαρξής μας στο μέλλον. Ο Γιανναράς ήταν έτσι ένας πολύ ιδιαίτερος θεολόγος, καθώς δεν προσπαθούσε να επιβάλει εξαρχής τη δογματική ή τη γνώση εξ αποκαλύψεως ή ακόμη κάποιο εσχατολογικό όραμα, αλλά άρχιζε πάντα εξ αποριών. Βέβαια οι απορίες αυτές μπορεί να πληρούνταν από μια χριστιανική αριστοτελίζουσα μεταφυσική ίσως πιο γρήγορα από ό,τι θα επιθυμούσε ένας δυτικός φαινομενολόγος της εποχής μας, αλλά το γεγονός παρέμενε ότι η γραφή του με το ιδιάζον λογοτεχνικό ύφος της ξεκινούσε από συναρπαστικές θέσεις αποριών και αδιεξόδων.

Η φιλοσοφία της ενέργειας και της δωρεάς στον Γιανναρά και τον Ζαν-Λυκ Μαριόν

O δρόμος που άνοιξε ο Χρήστος Γιανναράς με πρωτοποριακό τρόπο ήδη τη δεκαετία του 1960 για μια σύγκριση ανάμεσα αφενός στον αποφατισμό των Βυζαντινών Πατέρων με έμφαση στα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα και αφετέρου στην καταγγελία από τον Μάρτιν Χάιντεγκερ της λεγόμενης οντοθεολογίας, δηλαδή μια θεολογίας που δεν είναι αρκετά μεγαλειώδης προκειμένου να προσεγγίσει τον Θεό, καθώς τον εκδέχεται ως ένα επιμέρους ον μεταξύ πολλών, ακόμη κι αν θεωρείται ως πρώτη αιτία ή ως έσχατος σκοπός- τελικό αίτιο, ακολουθήθηκε εκ των υστέρων και από τον επιφανή Γάλλο φαινομενολόγο Ζαν-Λυκ Μαριόν. Οι ομοιότητες μεταξύ Μαριόν και Γιανναρά είναι ένα από τα στοιχεία που απασχολούν πλέον τη διεθνή βιβλιογραφία. Κυρίως η έμφαση του Μαριόν στην αντι-ειδωλολατρία, δηλαδή στο ότι χρειάζεται να διαγράφουμε κάθε νοητικό είδωλο που ως νοητικώς αυτοαναφορικό μας απομακρύνει από τον ζώντα Θεό, συνδέεται με τη θεώρηση του Γιανναρά ότι το αίτημα για θετικιστική βεβαιότητα τόσο στη νόηση όσο και στην ηθική αποτελεί μια μάταιη προσπάθεια κατοχύρωσης του εγωκεντρικού ατόμου.

Επίσης, ο τρόπος που ο Γιανναράς ερμηνεύει τη βυζαντινή νεο-αριστοτελική έννοια της ενεργείας έχει κοινά με τη φιλοσοφία της δωρεάς στον Μαριόν. Ο Γιανναράς θεωρεί τον κόσμο ως ένα ενέργημα της άκτιστης ενέργειας του Θεού, ακολουθώντας τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά Θεσσαλονίκης. Η έμφασή του είναι σε μια υπαρξιστική αντιουσιοκρατία, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει απηρτισμένη ουσία στην αφετηρία, αλλά η ουσία διαρκώς ενεργείται και πραγματώνεται δυναμικώς και μάλιστα συλλογικώς. Στον Μαριόν, ο οποίος επίσης έχει κληρονομήσει ορισμένα αιτήματα του υπαρξισμού μέσω της φαινομενολογίας, κάτι αντίστοιχο επιτελείται με τη δωρεά του Θεού, η οποία υπερκεράζει το υποκείμενο ως «κορεσμένο φαινόμενο», δηλαδή ως φαινόμενο που υπερπληρεί τον αποδέκτη του, βγάζοντάς τον έτσι από την ατομικότητά του. Έχει ενδιαφέρον η σύγκριση στη φιλοσοφική χειρονομία των δύο στοχαστών. Ο Χρήστος Γιανναράς επιχειρεί έναν διάλογο με τα αδιέξοδα και τις απορίες της Δύσης, που έχουν τεθεί κυρίως από τον Φρήντριχ Νίτσε και τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Επανερμηνεύει πρωτοτύπως την ορθόδοξη βυζαντινή παράδοση, προκειμένου να διαλεχθεί με αυτές τις απορίες, όπως είναι λ.χ. ο θάνατος ενός είδους Θεού κατά τον Νίτσε, ή η καταγγελία της νοησιαρχίας από τον Χάιντεγκερ και η αναζήτηση μιας υπαρκτικής αυθεντικότητας σε έναν μετα-ηθικό κόσμο, ακόμη και με αναδίφηση των πλέον αρχέγονων παραδόσεων.


Ο Ζαν-Λυκ Μαριόν προσπαθεί να αποτελέσει έναν κληρονόμο της φαινομενολογικής παράδοσης, την οποία ανάγει όχι μόνο στον Έντμουντ Χούσσερλ, αλλά και στον Ρενέ Ντεκάρτ, ακόμη και στον Αυγουστίνο Ιππώνος. Ο τρόπος με τον οποίο επιτελεί τη δυτική αυτή παράδοση ο Μαριόν συνιστά μια αποδόμηση εκ των ένδον. Ξεκινά από την εμπειρία της ατομικής συνείδησης, αλλά φτάνοντας στη διάνοιξη του ατόμου σε φαινόμενα δωρεάς, που το υπερκεράζουν, καταλήγει να υπερβαίνει το άτομο όχι λόγω υπαρξιστικής αποσάρθρωσης ή μηδενιστικής αποδόμησης, αλλά λόγω συνάντησης μιας απολύτως νεωτερικής ατομικότητας με μια υπερβαίνουσα απειρία. Ο Γιανναράς από τη μεριά του αφορμάται από την εμπειρία του σύγχρονου υποκειμένου και επιχειρεί μία συνάντηση με μια εναλλακτική ελληνική μεταφυσική, η οποία είναι αντιουσιοκρατική. Και οι δύο εμβυθίζονται σε αρχέγονες παραδόσεις αντίθετες μεταξύ τους, ο Μαριόν στον Αυγουστίνο Ιππώνος, ενώ ο Γιανναράς στον Γρηγόριο Παλαμά, προκειμένου να ανιχνεύσουν ένα είδος υπερβατικότητας που θα ανταποκρινόταν σε αιτήματα του σύγχρονου υποκειμένου. Κοινές πάντως εξαρτήσεις στη σκέψη του Μαριόν και του Γιανναρά είναι τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής. Σημειωτέον ότι και η εμβληματική έκφραση του Γιανναρά «ερωτική αυθυπέρβαση» επιτελεί μια φιλοσοφική χειρονομία παρόμοια με αυτή του Μαριόν. Ενώ η «αυθυπέρβαση» στη σκέψη του Νίτσε έχει στοιχεία μιας φιλοσοφίας της δυνάμεως με πέρασμα από τον άνθρωπο στον υπεράνθρωπο, η προσθήκη του επιθέτου «ερωτική» υπονομεύει το στοιχείο της ατομικής ισχύος και την καθιστά μια ετερο-αυθυπέρβαση, όπως στον Μαριόν η ατομική συνείδηση που κορέννυται δεν είναι πλέον ατομική.

Η πολιτική οντολογία της μετοχής στον Γιανναρά και τον Τζων Μίλμπανκ


Ο Χρήστος Γιανναράς, τονίζοντας εξάλλου, την κοινωνική και συλλογική δυναμική πραγμάτωση της ουσίας ακολουθεί έναν οντολογικό κοινοτισμό κατά τον οποίο η αλήθεια είναι αίτημα όλης της κοινότητας. Ως προς αυτό παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον η σύγκρισή του με τον Άγγλο στοχαστή Τζων Μίλμπανκ, η οποία επίσης απασχολεί τη διεθνή βιβλιογραφία. Αμφότεροι έχουν αντλήσει στοιχεία από την πρωτοποριακή αιχμή της μετανεωτερικότητας, ο Γιανναράς περισσότερο από τον όψιμο Βιττγκενστάιν, τον Λακάν συν τον Χάιντεγκερ και τους επιγόνους του, ενώ ο Μίλμπανκ από τον Ντερριντά και τον καθαυτό μεταμοντερνισμό, προκειμένου να ασκήσουν μια δριμεία, τολμηρή και αντιδιαισθητική κριτική στην καθαυτό δυτική νεωτερικότητα. Και οι δύο έχουν στήσει μακραίωνες και μακροσκοπικές αφηγήσεις Ιστορίας της Φιλοσοφίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ διαφέρει δραματικά το ποιοι είναι οι «αυθεντικοί» και ποιοι οι «αναυθεντικοί» σε αυτές τις αφηγήσεις της Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τα τελικά συμπεράσματα παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες. Λ.χ. για τον Μίλμπανκ η αλλοτρίωση της φιλοσοφίας αρχίζει από τον βολονταρισμό του Ντουνς Σκότους και του Γουλλιέλμου του Όκκαμ από τον οποίο αρχίζει η αυθαιρεσιοκρατία και η αυτονομημένη βουλησιαρχία της νεωτερικότητας ήδη στην καρδιά του σχολαστικού Μεσαίωνα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ετυμολογικά η modernitas προέρχεται από τη λατινική λέξη modus που σημαίνει τον νέο τρόπο (novus modus) των νομιναλιστών, δηλαδή εν προκειμένω των επιγόνων του Γουλλιέλμου του Όκκαμ, οι οποίοι τόνιζαν το μεγαλείο της θείας βουλήσεως, η οποία δεν δεσμεύεται από καμία λογική και φυσική αναγκαιότητα ή ηθική κανονικότητα, μία ιδέα η οποία εκκοσμίκευθηκε στον ηγεμόνα του απολυταρχικού κράτους της πρώιμης νεωτερικότητας που είναι υπεράνω του φυσικού δικαίου και περαιτέρω στα ηγεμονικά κυρίαρχα άτομα της νεωτερικής δημοκρατίας, που συνάπτουν κοινωνικό συμβόλαιο, ιδρύοντας έτσι μια κοινωνία που δεν έχει οργανικούς δεσμούς ιερότητας.

Ο Γιανναράς, αντιθέτως, καταφάσκει σε βουλησιαρχικά και αντινατουραλιστικά στοιχεία, τα οποία αντλεί από τον υπαρξισμό ως έσχατη απόληξη του νομιναλισμού, ενώ καταγγέλλει περισσότερο τη νοησιαρχία. Οι αναυθεντικοί στη δική του θεώρηση είναι περισσότερο ο Θωμάς Ακινάτης και ο Αυγουστίνος Ιππώνος, ως γενάρχες της δυτικής νοησιαρχίας και ατομισμού. Ο Μίλμπανκ αντιστρόφως πραγματοποιεί δυναμικές επανερμηνείες του Αυγουστίνου και του Θωμά Ακινάτη στην κατεύθυνση μιας θεολογίας της αποφατικής μετοχής. Ο Γιανναράς είναι κριτικός προς τις πλατωνικές και νεοπλατωνικές προσμείξεις στον χριστιανισμό, θεωρώντας τις ως ιδεαλιστικές και υπονομευτικές της σημασίας της σωματικότητας για τη σωτηρία. Ο Μίλμπανκ αντιθέτως θεωρεί τον χριστιανισμό ως έναν πολύ ριζοσπαστικό πλατωνισμό που ο ίδιος ο Πλάτων δεν θα είχε την τόλμη να φανταστεί.

Ωστόσο, παρά τις μεγάλες διαφορές έως αντιστροφές στις σαρωτικές και συναρπαστικές αφηγήσεις τους, τα αιτήματά τους είναι πολύ κοινά: Μία συλλογική πραγμάτωση της ουσίας από μία κοινωνία- κοινότητα, η οποία μετέχει στο υπερβατικό. Και οι δύο προσπαθούν να προσφέρουν διεξόδους, ώστε αυτό να μην σημαίνει άλλον έναν ολοκληρωτισμό. Ο μεν Γιανναράς μιλάει για «κριτική οντολογία» και για διαψευσιμότητα της αληθινής εμπειρίας, αντλώντας ακόμη και από τον Καντ και τον Καρλ Πόππερ, δηλαδή τη φιλελεύθερη παράδοση, την οποία ερμηνεύει ιδιοτύπως, προκειμένου να δείξει πώς μια κοινότητα θα μπορούσε να πραγματώνει συλλογικά το νόημα, χωρίς αυτό να σημαίνει καταπιεστικό δυστοπικό ολοκληρωτισμό. Ο Μίλμπανκ προσπαθεί να επικαιροποιήσει τον Πλάτωνα, τονίζοντας τα αποφατικά και μεθεκτικά στοιχεία της πολιτικής του σκέψης, όχι τα ολοκληρωτικά. Τελικά φτάνει σε μια εκδοχή της Πολιτείας, η οποία θυμίζει εντυπωσιακά το βυζαντινό επισκοπικό σύστημα, όπου οι ηγέτες είναι φιλόσοφοι που ως μοναχοί έχουν ασκηθεί πρώτα στην ακτημοσύνη (μια μορφή κοινοκτημοσύνης), στην παρθενία (αντί για την πλατωνική κοινοκτημοσύνη των οικογενειών) και την εκκοπή του ατομικού θελήματος, εξουσιάζουν δηλαδή αυτοί που έχουν αγωνιστεί στην παραίτηση από την εξουσία. Ο Μίλμπανκ έχει βεβαίως κατά νου περισσότερο δυτικά μεσαιωνικά παραδείγματα, παραμένει, όμως, το γεγονός ότι διαθέτει έναν κοινό προβληματισμό ότι ο χριστιανισμός προσέφερε αναπάντεχες ιστορικές πραγματώσεις σε αιτήματα του ελληνικού πλατωνισμού, ενώ ο Γιανναράς δείχνει το ίδιο περισσότερο για τον αριστοτελισμό. Το μεγάλο κοινό Γιανναρά και Μίλμπανκ είναι ότι και οι δύο επιζητούν έναν συνδυασμό δυναμικού πλουραλισμού στην αφετηρία των κοινωνικών διεργασιών και κοινού ορίζοντα αλήθειας, έτσι ώστε να αποφεύγονται αφενός ο ολοκληρωτισμός και αφετέρου ο προγραμματικός μη διαλογικός πλουραλισμός.

Ο Νέος Ελληνισμός ως φιλοσοφικό πρόβλημα

Ενδιαφέρον, τέλος, έχει το γεγονός ότι ο Χρήστος Γιανναράς είναι ένας από τους στοχαστές που θεματοποίησε φιλοσοφικώς τον Νέο Ελληνισμό. Έθιξε κυρίως το έθνος-κράτος ως έναν (περι-)ορισμό του Ελληνισμού ως πολιτισμικού τρόπου έτσι ώστε να οδηγηθούμε σε αναπόφευκτο εκδυτικισμό, σε αλλοτρίωση και εντέλει στο τέλος του Ελληνισμού (finis Greciae), που το νεωτερικό ελληνικό κράτος ήθελε να παλινορθώσει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να ειπωθεί ότι ο Νέος Ελληνισμός θεωρείται με μονότροπα αρνητικό τρόπο από τον Γιανναρά ως μια έκπτωση από την προηγούμενη μακραίωνα ιστορία του Ελληνισμού, η οποία είχε διασωθεί ακόμη και στις κοινότητες της Τουρκοκρατίας (ο Γιανναράς αντλεί από πληθώρα στοχαστών, εντελώς ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε, μεταξύ πολλών άλλων, τον Κωνσταντίνο Καραβίδα, τον Νικόλαο Πανταζόπουλο, τον Κώστα Βεργόπουλο, τον Νίκο Σβορώνο). Ωστόσο, το γεγονός ότι η Δύση επανασύστησε πανηγυρικά ένα ελληνικό κράτος που έφερε μια δυναμική πολιτισμική ετερότητα εντός της, ακόμη κι αν αυτή χάθηκε προϊόντος του χρόνου, δείχνει σε μια κατεύθυνση νοήματος του Νέου Ελληνισμού ως αφενός εσωτερικής αυτοκριτικής της Δύσης και αφετέρου ως μεθορίου προς την Ανατολή.

Αν και πληθωριστικά απαισιόδοξος για τον Νέο Ελληνισμό, ιδίως στις επιφυλλίδες του, ο Χρήστος Γιανναράς συνέβαλε σε μια οξεία επανατοποθέτηση του ζητήματος του Νέου Ελληνισμού ως δυναμικής ετερότητας εντός της Δύσης. Η έμφαση σε μια κοινωνική αριστοτελική οντολογία, ότι δηλαδή η ουσία πρώτη είναι η συγκεκριμένη υπόσταση, έχει συντεθεί στον Γιανναρά με τη θεολογία και εκκλησιολογία της Ενσάρκωσης, δηλαδή ότι η καθολική ανθρωπότητα του σαρκωμένου Χριστού πραγματώνεται σε κάθε τοπική ενοριακή κοινότητα. Αυτή η σύνθεση δίνει τεράστια σημασία στην εντοπιότητα, ήτοι στην εντόπια πραγμάτωση της καθολικότητας. Δημιουργεί έτσι μια πνευματική ατμόσφαιρα ενδιαφέροντος για κάθε πτυχή ενός εντόπιου πολιτισμού. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα πνευματικό κλίμα που έχει συγγένεια με τις ανησυχίες του Κωστή Παπαγιώργη και του Χρήστου Βακαλόπουλου. Με τον Στέλιο Ράμφο υπήρξε επίσης μια κοινή θεματική αλλά με όλο και πιο αποκλίνοντα συμπεράσματα, γεγονός που δεν αναιρεί πάντως την κοινότητα των ενδιαφερόντων. Πιο πρόσφατα έχουν συναφή σημασία το εγχείρημα του Ηλία Παπαγιαννόπουλου να δει τον Νέο Ελληνισμό ως ένα εσωτερικό καθρέφτισμα και αναστοχασμό της Δύσης, με τρόπο, ώστε κάθε κρίση του Νέου Ελληνισμού να βρίσκεται σε διάλογο με τις κρίσεις της Ευρώπης. Επίσης, έχουν ενδιαφέρον οι επιτελέσεις του Αλέξανδρου Μιστριώτη, ο οποίος προσπαθεί να ανιχνεύσει τις αμφισημίες του Νέου Ελληνισμού στο τοπίο του άστεως. Διεθνώς, ο Χρήστος Γιανναράς μελετάται πλέον και ως ένας ιδιότυπος μεταποικιακός στοχαστής, σε σύγκριση με τους Χόμι Μπάμπα, Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ και Έντουαρντ Σαΐντ. Στην Ελλάδα βρίσκουμε μια παρόμοια σύγκριση στη διδακτορική διατριβή Can the Underdogs Speak? του Σωτήρη Μητραλέξη.

Η ελπίδα είναι ότι η εκδημία του μεγάλου φιλοσόφου της ενδημίας και της κοινότητας θα ξανανοίξει παρόμοια ερωτήματα για το τι θα μπορούσε να σημαίνει σήμερα ένα οντολογικό νόημα της κοινωνίας και για το αν θα μπορούσε να αποτελέσει μια γόνιμη πολιτισμική ετερότητα ο Νέος Ελληνισμός.


ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/2024/09/28/giannaras-stoxastes-tes-epoxes-tou/?fbclid=IwY2xjawFlCmpleHRuA2FlbQIxMQABHW6mjjo3QniBQ2bzMorWszOkRTDAGd0ZFuRH_O9ccHtFF6pJXp7_t2-Edg_aem_c39bjGDdSK9DuM6GXz1PzQ
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.