Τρομάζει το κακόψυχο φαρμάκι, η τόση τοξικότητα, ο δηλητηριώδης κυνισμός, η «σκατοψυχιά» όπως το λέει ο λαός μας, απέναντι σε έναν πατέρα που ρισκάρει τη ζωή του για τη μνήμη του παιδιού του.
Όμως δεν είναι απλή κακία· έχει βαθύτερες ψυχολογικές ρίζες, που συνδέονται με ατομικούς και συλλογικούς μηχανισμούς άμυνας.
Όταν κάποιος βλέπει την απόλυτη αλήθεια του πόνου μπροστά του, όπως στην περίπτωση ενός απεργού πείνας, απειλείται η δική του ψευδαίσθηση «κανονικότητας». Ο πιο εύκολος τρόπος να αντέξει είναι να την ακυρώσει, να γελοιοποιήσει, να μειώσει, να επιτεθεί. Είναι ένας τρόπος να προστατευτεί από το να νιώσει ενοχή ή ευθύνη.
Η οδύνη του πατέρα λειτουργεί σαν καθρέφτης. Θυμίζει στον άλλον τη δική του ανυπαρξία, την αδυναμία να αντισταθεί, ή τα δικά του ανείπωτα κι ανεπεξέργαστα τραύματα. Για να μην έρθει σε επαφή με αυτά, τα «προβάλλει» στον πατέρα, χαρακτηρίζοντάς τον «γραφικό», «επικίνδυνο», ή «να πάει αλλού». Έτσι διώχνει το βάρος από πάνω του.
Ο πατέρας, με την απεργία πείνας, εκφράζει μια ανυπέρβλητη ηθική στάση: θυσιάζει τον εαυτό του για τα παιδιά, για τη δικαιοσύνη. Αυτό προκαλεί ζήλια και αίσθηση κατωτερότητας σε όσους δεν έχουν τη δύναμη ή το θάρρος να πράξουν κάτι αντίστοιχο. Η ζήλια συχνά εκδηλώνεται ως κακία. Όπως το έλεγε ο Α. Καμύ «μια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει, αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σ' αυτό που σε συνθλίβει»
Από την άλλη, στο συλλογικό πεδίο, σε κοινωνίες όπου το κράτος και οι ελίτ παραμένουν ατιμώρητοι, οι πολίτες μαθαίνουν να σιωπούν. Η πράξη αντίστασης φαντάζει όχι ηρωική αλλά «παράλογη». Η κοροϊδία ή η εχθρότητα εκφράζει την εσωτερικευμένη φωνή του αυταρχισμού: «Μην ταράζεις τα νερά. Μείνε στην υποταγμένη θέση σου».
Το ιστορικό τραύμα στην Ελλάδα έχει γεννήσει ένα μόνιμο υπόστρωμα ελλείματος εμπιστοσύνης, καχυποψίας και εσωτερικής διχόνοιας. Η συλλογική αδυναμία να στραφούμε ενωμένοι απέναντι στους θύτες, οδηγεί συχνά στο να επιτιθέμεθα στους δικούς μας. Είναι η παλιά τραυματική «πληγή του εμφυλίου» που ξαναγράφεται: αντί να στραφούμε στους ισχυρούς, στρεφόμαστε εναντίον του πονεμένου. Είναι το συλλογικό τραύμα που μας ωθεί ενάντια στον αδύναμο διπλανό μας.
Η πράξη του πατέρα φανερώνει την αλήθεια που ένα μέρος της κοινωνίας μας δεν αντέχει να αντικρίσει. Γι’ αυτό και κάποιοι επιλέγουν να τον χλευάσουν. Γιατί η ίδια του η ύπαρξη αποκαλύπτει τη δική τους χρόνια σιωπή και συνενοχή.
Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΕ ΜΙΑ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Σε κάθε πολιτισμό, η ζωή και ο θάνατος αποτελούσαν πάντοτε ιερά γεγονότα. Η γέννηση, η χαρά, η απώλεια, η ταφή — όλες αυτές οι στιγμές πλαισιώνονταν από τελετουργίες που έδιναν νόημα, που προστάτευαν την ψυχή από την ωμή βία της πραγματικότητας.
Στη δική μας εποχή, όμως, κάτι ράγισε. Η ζωή μοιάζει συχνά με διαρκή αγώνα επιβίωσης και ο θάνατος με ένα ψυχρό διοικητικό συμβάν: χαρτιά, διαδικασίες, απαγορεύσεις. Εκεί που άλλοτε υπήρχε μυστήριο, τώρα βασιλεύει η διαχείριση. Εκεί που υπήρχε συλλογικό βίωμα, τώρα επικρατεί μοναξιά. "Ο Έρωτας κι ο θάνατος ίδια σπαθιά βαστούνε" όπως λέει η παράδοση μας.
Το συλλογικό τραύμα —πολέμοι, δικτατορίες, φτώχεια, καταστολή— μας έμαθε να μουδιάζουμε. Για να αντέξουμε, υποβαθμίσαμε την αξία της ζωής. Για να επιβιώσουμε, εκκοσμικεύσαμε τον θάνατο. Κι έτσι μάθαμε να ζούμε χωρίς να τιμούμε το ζην, να βιώνουμε απώλειες χωρίς να ξέρουμε πώς να πενθήσουμε.
Αλλά δεν είναι μόνο οι ιστορικές πληγές που μας έφεραν εδώ· είναι και η στάση της ίδιας της εξουσίας. Οι κυβερνήσεις, οι θεσμοί, οι μηχανισμοί εξουσίας συχνά ενισχύουν —αν όχι προκαλούν— αυτή την απο-ιεροποίηση.
Μετατρέπουν τη ζωή σε αριθμούς, σε «ανθρώπινο κεφάλαιο», σε στατιστικές παραγωγικότητας. Αντίστοιχα, τον θάνατο τον υποβαθμίζουν σε γραφειοκρατική πράξη: ένα πιστοποιητικό, μια αναφορά, μια υπόθεση που πρέπει να «κλείσει».
Όταν ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως μονάδα σε πίνακα Excel, όταν η απώλεια μετριέται σε ποσοστά, όταν η ταφή ή η εκταφή ενός παιδιού γίνεται αντικείμενο νομικίστικης αντιπαράθεσης, τότε η εξουσία όχι μόνο δεν προστατεύει την ιερότητα, αλλά την διαβρώνει ενεργά.
Πρόκειται για ολοσχερή απο-ιεροποίηση, δηλαδή για την μεταμόρφωση αυτού που κάποτε βιωνόταν ως ιερό, ανεκτίμητο και άξιο σεβασμού ως αντικείμενο διαχείρισης, χρήσης ή κατανάλωσης. Πρόκειται για την απώλεια του Συμβολικού ως εργαλείο της εξουσίας που μας εκπαιδεύει να βλέπουμε τα πάντα ως λειτουργικά, αναλώσιμα.
Στην ψυχολογική και κοινωνιολογική της διάσταση, αυτή η απο-ιεροποίηση δεν είναι μόνο θρησκευτική. Αφορά την ίδια τη ζωή, όταν παύει να θεωρείται πολύτιμη και γίνεται «ανθρώπινο κεφάλαιο», «παραγωγική μονάδα», στατιστική. Αφορά στο θάνατο, όταν χάνει τον χαρακτήρα του ως τελετουργία ή μυστήριο και μετατρέπεται σε γραφειοκρατική πράξη ή δημόσιο θέαμα. Αφορά στις σχέσεις, όταν από βαθιές ανθρώπινες συνδέσεις γίνονται «δικτυώσεις» και «συναλλαγές».
Αυτό το «ξεγύμνωμα» του ανθρώπινου βιώματος είναι ίσως η πιο βαθιά μορφή βίας: μια βία που σκοτώνει το νόημα πριν ακόμη σκοτώσει το σώμα.
Και βέβαια όλο αυτό έχει συνέπειες. Όταν δεν βλέπουμε τη ζωή ως ιερή, παύουμε να την προστατεύουμε και να τη φροντίζουμε. Όταν δεν αναγνωρίζουμε τον θάνατο ως ιερό, παύουμε να πενθούμε — και το πένθος, που είναι δρόμος θεραπείας, μετατρέπεται σε μόνιμο τραύμα. Μένουμε παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο απονεύρωσης: δεν νιώθουμε για να μην πονάμε, μα τελικά δεν ζούμε αληθινά.
Ο Jung θα έλεγε πως εδώ κυριαρχεί η Σκιά. Όταν η ιερότητα εξαφανίζεται, τη θέση της παίρνει η κυνική λειτουργικότητα: η ζωή γίνεται κατανάλωση και ο θάνατος θέαμα ή στατιστική.
Σαν κοινωνία μοιάζουμε να ξεχνάμε πως η ίδια η ύπαρξη —από τον πρώτο αναπνοή ως τον τελευταίο αποχαιρετισμό— δεν είναι απλώς ένα βιολογικό γεγονός, αλλά ένα μυστήριο που αξίζει σεβασμό.
Κι αν υπάρχει ελπίδα, αυτή βρίσκεται στην ανάκτηση της ιερότητας. Να ξαναδούμε τη ζωή ως πολύτιμη και τον θάνατο ως πέρασμα, όχι ως ντροπή ή διαδικασία. Να μάθουμε να χαιρόμαστε βαθιά, αλλά και να πενθούμε αληθινά. Να σταθούμε απέναντι στον πόνο, όχι να τον κρύβουμε.
Γιατί μια κοινωνία που δεν ξέρει να σέβεται τη ζωή και να τιμά τον θάνατο, είναι μια κοινωνία που χάνει σιγά σιγά την ψυχή της.
Κι αν κάτι πρέπει να ειπωθεί καθαρά, είναι πως η ευθύνη δεν είναι μόνο προσωπική. Είναι και βαθιά πολιτική. Γιατί κάθε φορά που η εξουσία μας στερεί τη δυνατότητα να ζήσουμε με αξιοπρέπεια ή να θάψουμε με ιερότητα τους νεκρούς μας, δεν διαπράττει απλώς αμέλεια — διαπράττει ύβρη.
Και καμία κοινωνία δεν έζησε μακροχρόνια μέσα στην ύβρη χωρίς να οδηγηθεί αργά ή γρήγορα στην έκρηξη.
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Σχηματίζεται μια ουρά
όχι από βιασύνη,
αλλά από ανάγκη.
Ένας–ένας,
φέρνουμε την ψυχή μας κοντά στη δική σου,
σαν να αφήνουμε λουλούδι
στην παλάμη σου.
Δεν έχουμε δώρα,
ούτε μεγάλες κουβέντες.
Μόνο βλέμματα,
δάκρυα που δεν βρίσκουν σπίτι,
και μια χειραψία που λέει:
«Είμαστε εδώ».
Το σώμα σου νηστεύει,
μα τρέφει εμάς.
Η απουσία γίνεται φως,
και ο πόνος σου
διδάσκει να θυμόμαστε.
Γιατί ξέρουμε πως,
όταν ένας πατέρας νηστεύει για την αλήθεια,
προσκαλεί όλο τον Λαό
να σταματήσει να τρέφεται
με ψέματα.
Είναι ένα προσκύνημα αυτό
χωρίς εικόνες,
χωρίς ναό·
μόνο μια πλατεία
κι ένας πατέρας
που έγινε μνημείο ζωντανό.
Είναι ο πατέρας το νέο Ιερό που μας ενώνει.
ΣΗΜΕΡΑ ΕΓΩ, ΑΥΡΙΟ ΕΣΥ.
Ώσπου ο θυμός έπαψε να 'ναι πια μοναχικός,
κι ακούμπησε ευλαβικά στου Άλλου την οδύνη,
κι' εκεί γεννήθηκε γεφύρι αμοιβαία τοξωτό,
«ο πόνος σου είναι τώρα ο δικός μου», είπε.
Μέσα σ' αυτή τη σύναξη την ιερή,
η αδικία δεν βαραίνει μόνο έναν πια·
γεννάει αίτημα κοινό, δεσμό ακατάλυτο που σμίγει,
κι' ενώνει τα κομμάτια τα σπασμένα μας
σε σώμα ομοούσιο, αδιαίρετο, συλλογικό.
Μέσα στο μοίρασμα της μνήμης,
η αδικία γίνεται κοινός καημός,
κύκλιος χορός ελληνικός
που αγκαλιάζει απ' τη Γαύδο ως το όρος της Κερκίνης.
Σήμερα εγώ, αύριο εσύ —
όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, καθώς το λένε,
έπαψε ο θυμός να είναι μια σκιά του καθενός·
έγινε ποταμός που δεν χωράει άλλο στο φράγμα.
Είν' ο Λαός χαράκτης της Δικαιοσύνης στην αρχαία πλάκα,
σαν των απόντων τα ονόματα,
που γράφουν κάθε νύχτα τα παιδιά στο Σύνταγμα.
Όχι με ψίθυρο βουβό,
μα με κραυγή δακρύων που δεν σβήνει,
έτσι που γράφει την Αγάπη τώρα
ως συνώνυμη λέξη της Δικαιοσύνης.
Μόνο όταν ο θυμός συλλογικοποιείται μέσα από αφηγήσεις που ενώνουν, μπορεί να μετατραπεί σε κοινωνικό κίνημα.
Μόνο όταν «ο πόνος σου είναι και δικός μου», το κοινό βίωμα αδικίας λειτουργεί σαν συνεκτικός δεσμός που ενώνει ετερογενείς ομάδες γύρω από την απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη.
Γι' αυτό το "Κίνημα των Τεμπών" είναι απειλητικό για το Σύστημα.
Γι' αυτό και κάνουν ότι μπορούν για να διασπάσουν την ενιαία αφήγηση, γι' αυτό ζητούν ο πόνος να είναι ατομική υπόθεση και ο θυμός να στρέφεται στον διπλανό μας.
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΠΟΥ ΣΠΑΕΙ
Η απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι —ως πράξη ακραίας σωματικής μαρτυρίας— λειτουργεί και σαν καθρέφτης που σπάει ψευδαισθήσεις οι οποίες διατηρούνταν για να κρατούν «ήσυχη» την κοινωνία.
Με όρους ιστορικού τραύματος, μια τέτοια πράξη δεν είναι μόνο προσωπική αντίσταση, αλλά και συλλογική αποκάλυψη, γιατί μπορεί να μας απελευθερώσει από ψευδαισθήσεις όπως:
Η ψευδαίσθηση του Κράτους Δικαίου
– Ότι στην Ελλάδα οι θεσμοί λειτουργούν αμερόληπτα.
– Ότι η Δικαιοσύνη θα κινηθεί με διαφάνεια και ακεραιότητα, ανεξάρτητα από πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα.
Η απεργία δείχνει πως οι θεσμοί επιλέγουν τη σιωπή, την αναβολή και την αδιαφάνεια, αποδεικνύοντας ότι το κράτος δικαίου υπάρχει περισσότερο σαν ρητορικό σχήμα παρά ως βίωμα.
Η ψευδαίσθηση της «ανθρώπινης» κοινοβουλευτικής Αριστεράς
– Ότι τα κόμματα που επικαλούνται την κοινωνική δικαιοσύνη και τον άνθρωπο θα σταθούν έμπρακτα δίπλα σε έναν γονιό που θυσιάζει το σώμα του για τη μνήμη των παιδιών.
– Η σιωπή ή η αποσπασματική συμπαράσταση αποκαλύπτει το χάσμα ανάμεσα στο λόγο και στην πράξη.
Η ψευδαίσθηση της κοινωνικής ασφάλειας
– Ότι οι πολίτες μπορούν να εμπιστευτούν το κράτος να προστατεύει τη ζωή τους.
– Το έγκλημα των Τεμπών και η απεργία πείνας αποδεικνύουν το αντίθετο: η κοινωνία μένει εκτεθειμένη, και η ευθύνη μεταφέρεται στους ίδιους τους πολίτες να φωνάξουν και να αγωνιστούν.
Η ψευδαίσθηση της αδιαφορίας των πολλών
– Η ουρά ανθρώπων που περιμένει στο Σύνταγμα να σφίξει το χέρι του Ρούτσι δείχνει ότι η κοινωνία δεν είναι τόσο αδρανής όσο πιστεύουν (και διαδίδουν) οι ελίτ.
– Το τραύμα βρίσκει διέξοδο σε μορφές συλλογικής συμπαράστασης, ακόμη κι αν (ή ιδιαίτερα εκεί όπου) τα κόμματα ή οι θεσμοί αποτυγχάνουν.
Με άλλα λόγια, η απεργία πείνας σπάει το προσωπείο: δείχνει πως το κράτος δεν είναι ουδέτερο, τα κόμματα δεν είναι ανιδιοτελή, η δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή. Αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει ότι κάτω από τις στάχτες υπάρχει ένα κοινό βίωμα οδύνης και αλληλεγγύης που μπορεί να γίνει ο σπόρος μιας άλλης πολιτικής.
ΚΙ ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
Αν πεθάνει ο πατέρας, μπορούν να κλείσουν όλη αυτή τη χώρα.
Να τη μεταφέρουν αλλού, να ξεβιδώσουν την Ακρόπολη,
να τυλίξουν τον γαλανό ουρανό της Αττικής και να τον φορτώσουν σε ένα φορτηγό.
Να σβήσουν το φως του ήλιου που τόσο αγαπάμε.
Μπορούν να πάρουν τα πάντα:
το πλακόστρωτο του Πικιώνη,
να αποσυνδέσουν τα Προπύλαια από τον Φιλοπάππου,
να κλέψουν τις καρυάτιδες που απόμειναν,
τα σπίτια, την άμμο, τον άνεμο,
την πλατεία στο Μοναστηράκι και την Παλιά Αγορά,
τα ώριμα καρπούζια, το χαλάζι,
τις επτά το βράδυ, τον Μάιο, τον Ιούνιο, τον Ιούλιο,
τον βασιλικό, τις μέλισσες, τη θάλασσα,
τα κολοκυθάκια και τα γεμιστά της μάνας μου.
Αν πεθάνει ο πατέρας, μπορούν να πάρουν κι άλλα:
τις αυλές, τις καρέκλες που έστηνε για να ξαποστάσει,
τις μυρωδιές του νυχτολούλουδου,
τις κουβέντες στο τραπέζι,
τα απογεύματα της Κυριακής,
τον επιτάφιο της Μ. Παρασκευής.
Μπορούν να μαζέψουν ακόμη και τα μικρά, τα ασήμαντα:
τις σιωπές, το χτύπημα του κουταλιού στο ποτήρι,
το γέλιο των παιδιών.
Αν πεθάνει ο πατέρας, μπορούν να τα πάρουν όλα,
να τα φορτώσουν και να τα πάνε μακριά.
Γιατί τότε ο κόσμος, όπως τον ξέραμε,
θα ’χει ήδη τελειώσει.
(βασισμένο στον μονόλογο του Roberto Benigni, στην ταινία The Tiger and the Snow)
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.