19 Ιανουαρίου 2025

Ποίηση και Πόλη: 100 χρόνια Νέα Ιωνία



*

του ΞΑΝΘΟΥ ΜΑΪΝΤΑ

Αν οι Αθηναίοι πολίτες δεν είχαν δημιουργήσει την Πόλη δεν θα είχε γραφτεί η Πολιτεία, οι Νόμοι και η Αθηναίων Πολιτεία, ή ακριβέστερα όπως το καταθέτει με τη μορφή ερωτήματος ο Κορνήλιος Καστοριάδης, “Τι θα μπορούσαν να σκεφτούν για την πολιτική ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης;”[1] Αν ο Αισχύλος δεν είχε δείξει “αλκήν ευδόκιμον” στο “Μαραθώνιον άλσος” όπου συστρατευμένος “μες στων στρατιωτών τες τάξεις τον σωρό” πολέμησε τον Δάτι και τον Αρταφέρνη, δεν θα είχε χαρίσει στην ανθρωπότητα τους Πέρσες. Και είναι σ’ αυτό το έργο που δίνεται με αξιοθαύμαστη ακρίβεια για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας το βαθύ νόημα της Δημοκρατίας: “Δεν είναι δούλοι ανθρώπου, ούτε έχουνε αφέντη” μας λέει ο μεγάλος τραγικός για τους πολίτες οπλίτες της Πολιτείας των Αθηναίων.

Αυτές οι στιγμές του στοχασμού έχουν την γνήσια προέλευσή τους στην άσκηση λογοδοσίας, τον “λόγο διδόναι” στην αγορά, και εκκινούν με το ερώτημα των πολιτών: Τι λέγεις, τι σημαίνει αυτό που λέγεις; Ποιο είναι το νόημα των όσων λέγεις; “Έτσι ορθώθηκε στην ιστορία μας η βλέψη της αλήθειας, όπως και οι βλέψεις της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Αδιαχώριστες. Είμαστε κυριευμένοι ανεπανόρθωτα απ’ αυτές, τουλάχιστον ορισμένοι από εμάς. Κι ενώ δεν μπορούμε να “θεμελιώσουμε” τις βλέψεις μας αυτές δεν απορρίπτουμε τον σκεπτικισμό, τον σαρκασμό, την χλεύη (Αριστοφάνης). Απορρίπτουμε την πολιτική ασυναρτησία, δεν απορρίπτουμε απλώς το Άουσβιτς ή το Γκούλαγκ, τα πολεμάμε. Δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από το νου – κι ας γνωρίζουμε την ανεπάρκεια και τα όριά του. Τα εξερευνούμε αυτά όντας επίσης μέσα στο νου, χωρίς όμως να μπορούμε να δώσουμε λόγο και λογαριασμό για τον ίδιο τον νου”. [2]

Κάτι εντελώς αντίστοιχο συνέβη όταν ο Θαλής ο Μιλήσιος μέτρησε το ύψος των αιγυπτιακών πυραμίδων χρησιμοποιώντας την ομοιότητα των τριγώνων. Γνωστή σήμερα από την θητεία μας στα γυμνασιακά θρανία. Όμως τότε, δηλαδή το 600 π.Χ. περίπου, η μέθοδός του σίγουρα θα υποκινούσε το εύλογο ερώτημα των πολιτών της προσωκρατικής Μιλήτου. Και αυτό στάθηκε αιτία αναζήτησης από τον σοφό μαθηματικό μιας πρότασης ή καλύτερα μιας σειράς προτάσεων που να γίνονται απόλυτα κατανοητές για την αλήθεια τους στους λάτρεις της ερώτησης που μόνο έτσι βίωναν την αγωνία για το νέο που έφερνε στην Πόλη ο Θαλής. Μέσα από αυτή την λαμπρή σχέση με την αγορά, δημιουργήθηκε το πρώτο Θεώρημα και εξ αυτού η Ευκλείδεια Γεωμετρία, το πρώτο αυστηρό μαθηματικό οικοδόμημα, αξεπέραστο μέχρι σήμερα. Η πρώτη επιστήμη ή όπως συνηθέστερα καλείται η Ελληνική Επιστήμη!

Στα χρόνια των μεγάλων τραγικών ποιητών θα λάβει χώρα η μεγάλη σύζευξη του θεάτρου με τον πολιτικό λόγο και την καθιέρωση της Δημοκρατίας. Ο Οιδίποδας του Σοφοκλέους δίνει την απάντησή του στο τέρας – σφίγγα που πνίγει την Πόλη. Ο άνθρωπος. Προσδιορίζοντας μ’ αυτή του την φράση το ανθρωποκεντρικό πολιτικό νόημα της κοινωνίας των ελεύθερων πολιτών. Και λίγο ύστερα στο περίφημο πρώτο στάσιμο του χορού στην Αντιγόνη δίνει με δύο εξαίρετους στίχους το νόημα της Αυτονομίας:

Φθέγμα και ανεμόεν φρόνημα
και αστυνόμους οργάς εδιδάξατο.


Την γλώσσα και την γνώση, ο άνθρωπος, και το πάθος να θεσμοθετεί πόλεις πρόσφερε, δηλαδή δίδαξε, στον εαυτό του. Ας προσέξουμε την ρηματική έκφραση, δεν εδιδάχθη από άλλους εξωπολιτειακούς παράγοντες, μας λέει ο τραγικός ποιητής αλλά από τον ίδιο του τον εαυτό. Κι ενώ ο χορός που εκπροσωπεί τον λαό, ως βασικός πυρήνας του τραγικού έργου, θέτει τον προβληματισμό και το καίριο ερώτημα, τι είναι πόλη; Τι νόμοι; Ποια η σχέση με τους Θεούς μας και την Φύση; Τι είναι ύβρης και πως η ύβρης τιμωρείται; (Ο Ξέρξης αλυσόδεσε τον Ελλήσποντο. Για την ασέβεια του αυτή στην θάλασσα έπρεπε να τιμωρηθεί!). Ενώ λοιπόν ο χορός θέτει το ερώτημα, απέναντι – για τις ανάγκες του διαλόγου – στέκεται ο Αποκριτής, που λίγο αργότερα θα γίνει Υποκριτής. Ο πρωταγωνιστής Αποκριτής – Υποκριτής. Τότε το θέατρο υπαγορεύει στην αγορά των πολιτών τους τρόπους του. Η σκηνή του αρχαίου θεάτρου του Διονύσου στέλνει το μήνυμά της ακριβώς απέναντι, στο λιτό βάθρο της Πνύκας, όπου συνεκαλείτο η εκκλησία του Δήμου. Ο Αποκριτής ηθοποιός, ποιών ήθος Πόλης συνδιαλέγεται με τον πολιτικό ομιλητή. Ή μήπως αντίστροφα! Το σίγουρο είναι πως το θέατρο με την τραγωδία του αλλά και την Αριστοφανική του χλεύη γεννιέται και ανδρώνεται μαζί με την Δημοκρατία και την πολιτική σκέψη. [3]

Το εύλογο ερώτημα που τίθεται σ’ αυτό το σημείο, είναι γιατί άραγε η Ποίηση ως βιωμένος λόγος και τέχνη έχει το μεγάλο πλεονέκτημα, έναντι όλων των άλλων μορφών λόγου, να είναι αυτή που στέλνει ισχυρά μηνύματα στην πολιτική σκέψη; Δεν είναι λίγοι αυτοί που και σήμερα ισχυρίζονται ότι η Αντιγόνη αποτελεί ένα απ’ τα σημαντικότερα πολιτικά κείμενα. Δεν θα ισχυριστώ πως η απάντηση για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της ποίησης στο πολιτικώς γίγνεσθαι είναι τετριμμένη και κατά συνέπεια εύκολη. Μπορούμε όμως να εικάσουμε πως στις αδυσώπητες και αβυσσαλέες δυσκολίες, η ανθρωπότητα και στην περίπτωσή μας η ελληνική κοινωνία που διαμορφώνεται, που στενάζει και αγκομαχάει για να στηρίξει την ύπαρξή της έναντι του αφανισμού

«οφείλει να βρει την πρέπουσα αγωγή της. Για αυτό και η ποίηση, υπέρτατη έκσταση, προτείνεται ως μόνη άξια απάντηση στον ανεξήγητο κόσμο». [4]

Στη θύελλα που συνεπαίρνει την κοινωνία και επικίνδυνα την στροβιλίζει, οι Αθηναίοι πολίτες αγκαλιάζονται σφιχτά μ’ αυτό που μέσα τους υπάρχει, στήριγμα κι αποκούμπι, ελπίδα κι απάντηση. Την θεία ποιητική φλόγα, την υπεροχή της ποιητικής αρμονίας.

Στην Νέα Ιωνία της προσφυγιάς ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Στην ευρύτερη οικογένειά του, περιγράφει σε ένα από τα πρώτα του μυθιστορήματα ο σκηνοθέτης Γιώργος Μιχαηλίδης, οι μισοί, περίπου 70 άνθρωποι, είχαν σκοτωθεί ή ήταν αγνοούμενοι. Ο ποιητής Χρίστος Ρουμελιωτάκης στο τελευταίο του δοκίμιο Χθεσινός Κόσμος Ιωνία, Η Πόλη μας [5] αγκαλιάζει τους ανθρώπους συμπολίτες του στο μεγαλοβδομαδιάτικο ξέσπασμα του πόνου τους μέσα στο ναό των Αγίων Αναργύρων:

«όταν ο Πρωτοπρεσβύτερος Παπαϊωακείμ Πεσματζόγλου, γέρων πάντοτε και λευκόθριξ, έβγαινε από την αριστερή πύλη κρατώντας στην αγκαλιά του τον Σταυρό με το Σώμα του Χριστού και έψελνε: “Σήμερον γκρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην γκρεμάσας”. Και τότε το εκκλησίασμα ξεσπούσε σ’ ένα βουβό κλάμα, που δεν ήξερες αν ήταν για τον θνήσκοντα Χριστό ή για τη χαμένη Μικρασία και τη ζωή τους».

Και συνεχίζει ο Χ. Ρουμελιωτάκης

«Έχουν περάσει τόσα χρόνια, έχω παρακολουθήσει πολλές φορές την τελετή της Αποκαθήλωσης, αλλά πουθενά και ποτέ δεν ένιωσα την ταύτιση αυτή με το εκκλησίασμα, που ταύτιζε τα πάθη του Χριστού με τα δικά του. Όπως ποτέ και με κανένα Δεσπότη, ούτε με τον ίδιο τον Πατριάρχη στο Φανάρι, δεν ένιωσα τη συγκίνηση που ένιωθα με τον Πατάρων Μελέτιο Χρηστίδη, όταν έβγαινε στην Ωραία Πύλη κρατώντας τα διπλοτρικέρια. Ψηλός, ξερακιανός, γαλανομάτης, με κιτρινισμένα από το κάπνισμα γένια, σήκωνε τα μάτια του στον ουρανό και, σαν να ήταν ακόμη αιχμάλωτος στα Αμελέ Ταμπουρού, απευθυνόταν τρεις φορές απευθείας στον Θεό: “Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε και επίσκεψε την άμπελον ταύτην, ήν εφύτευσε η Δεξιά σου”

Αν θέλετε να δείτε την τελευταία βυζαντινή μορφή της εκκλησίας, έγραφε γι’ αυτόν στην Ελευθερία ο Φώτης Κόντογλου, πηγαίνετε στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στη Νέα Ιωνία». [6]

Ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης συντάσσεται με το κόσμο της Πόλης του, και αφήνει με το βιβλίο, που προαναφέραμε, ισχυρή παρακαταθήκη μνήμης και παρηγορίας. Ο ποιητής οφείλει να μιλήσει, δηλαδή να γράψει, με τον μόνο τρόπο που διαθέτει, τον ποιητικό, σ’ όλες τις ιστορικές στιγμές, κυρίως σ’ αυτές που οι καταστροφές απειλούν την Πόλη. Και να μιλήσει άμεσα και με οξύτατη σαφήνεια. Να μιλήσει ακόμη και σε “ώτα μη ακουόντων”. Γι’ αυτό και το έργο του είναι δύσκολο. Έτσι ο Βάρδος της Μεγάλης Επανάστασης του ’21 Διονύσιος Σολωμός θα περπατήσει πάνω στην ολόμαυρη ράχη των Ψαρών, θα μας αποκαλύψει την τρομερή κόψη της Ελευθερίας αλλά και την απόφαση μέχρι θανάτου των Ελεύθερων Πολιορκημένων. 

Ο Κωστής Παλαμάς θα γράψει για την ήττα του ’22, την σφαγή και τον ξεριζωμό και θα το κάνει για να αντέξει και να αντέξουμε το μεγάλο τραύμα. Και θα κατονομάσει με την μέγιστη ειλικρίνεια, που μόνο ο ποιητής κατέχει, τους “Λύκους” της καταστροφής.

Η Νέα Ιωνία είχε, τύχη αγαθή, άξιους ποιητές που μίλησαν κι έγραψαν για τα δεινά της Πόλης σε κάθε ιστορική περίοδο. Στα πρώτα της χρόνια ο Άγγελος Σημηριώτης εξέφρασε τους βαθύτατους πόνους και τους καημούς της προσφυγιάς. Ταυτόχρονα έγινε ο εκφραστής της τραγωδίας που οι ίδιοι προκαλέσαμε στον εαυτό μας έχοντας αφεθεί σε μια από τις χειρότερες στρατιωτικές ήττες, που συρρίκνωσαν τον Ελληνισμό στα σημερινά του γεωγραφικά σύνορα. Μα και της άθλιας στάσης των συμμάχων.

ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ

Όσο καιόνταν η Σμύρνη κι οι χριστιανοί σφαζόντανε στην προκυμαία,
οι Ευρωπαίοι απ’ τα καράβια τους καμαρώναν το θέαμα. Η πολιτική τους
είχε πετύχει. Σε κάποια μάλιστα ναυαρχίδα είχε στηθεί χορός.

Κουρσάροι απ’ την Ανατολή και βάρβαροι απ’ τη Δύση,
εσείς πελέκι και φωτιά, σεργιάνι εσείς και ψέμα,
ποιος απ’ τους δυο χειρότερος, σύρε να κάνεις κρίση,
ίδιο βογκάει επάνω τους η γη, βογκάει το αίμα.

Μα εγώ, του ελέου προσκυνητής που από τη θλίψη γέρνω,
στους π’ αδικοθανάτισαν και στους που ζουν στον πόνο,
το Μάη μαδώ κι αγιάζω τους, τα μπαλσαμά μου φέρνω,
κι από τα ρεποθέμελα μια νέα μορφιά πυργώνω.

Από τη συλλογή Επί των Ποταμών Βαβυλώνος [7]

Ο τελευταίος του στίχος, μια νέα ομορφιά πυργώνω μέσα από τα γκρεμίσματα, αξίζει περισσότερο κι από τις πιο σημαντικές πολιτικές προτάσεις αποκατάστασης.

Είναι πολλοί οι Ιωνιώτες ποιητές που θα αγωνιστούν, θα τολμήσουν και θα γράψουν για την περίοδο του 1940-1950. Περίοδος πολέμου, κατοχής και εμφυλίου. Δούκαρης, Σινόπουλος, αλλά και οι Καμπούρογλου και Σαπουντζάκης και οι αμέσως επόμενοι μεταπολεμικοί: Χ. Ρουμελιωτάκης, Β. Βογιατζόγλου, Τ. Γαλάτης, Ν. Γαζέπης. Για τον Δ. Δούκαρη, σεβάσμια οφειλή προς τον ποιητή, πάλι από το βιβλίο του Χ. Ρουμελιωτάκη [8] διαβάζουμε την απλή και ταπεινή κατάθεση του.

«Ο Δ.Δ. ήταν γνωστός τότε, περίπου στα 1955, στους λογοτεχνικούς κύκλους ποιητής. Ήταν γύρω στα 30 και είχε προλάβει να λάβει μέρος στην Αντίσταση, να θητεύσει στη Μακρόνησο, όπου είχε αποπειραθεί να κόψει τις φλέβες του, να δραπετεύσει κατά τη μεταγωγή του στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, να περάσει από το στρατοδικείο και να γλυτώσει την ποινή του θανάτου με ψήφους τρεις προς δύο, με μάρτυρα υπερασπίσεως τον Ρόδη Ρούφο και με την έμμεση παρέμβαση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Πληρώνοντας βέβαια το νενομισμένο τίμημα –“αν με διατάξει η πατρίδα”–, γεγονός για το οποίο, όπως γράφει ο φίλος του Θ.Δ. Φραγκόπουλος, “δεν θα συγχωρήσει ποτέ τον εαυτό του”».

Ο Τάκης Σινόπουλος θα βρεθεί ως έφεδρος ανθυπίατρος κατά την διάρκεια της θητείας του, σε τάγμα πεζικού στην πρώτη γραμμή των μετώπων του εμφυλίου. Στον Νεκρόδειπνο, ένα εκτεταμένο ποίημα είκοσι δύο σελίδων, γίνεται επίκληση των αφανών νεκρών. Το ποίημα ακολουθεί την ομηρική παράδοση, αποδίδοντας τιμές ταφής στον νεκρό αδικοχαμένο σύντροφο και μας οδηγεί στην εμπειρία του Ελπήνορα, μια Νέκυια εν προόδω. Ορόσημο της νεοελληνικής γραμματείας και της συλλογικής μας αυτογνωσίας.

Στο χώμα εχώνευε η φωτιά κι απ’ τα παράθυρα έμπαινε –
Πως μ’ ένα αστέρι η νύχτα γίνεται πλωτή.
Πως μες στην έρημη εκκλησιά, μ’ άνθη πολλά
στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός.

Απόσπασμα από τον Νεκρόδειπνο. [9]

Από τους ποιητές που ακολουθούν μεταπολεμικά, Βογιατζόγλου, Ρουμελιωτάκης, Γαλάτης και Γαζέπης ας μου επιτραπεί η παράθεση ενός ποιήματος του Καλογρεζιώτη Τάσου Γαλάτη.

Ο ΤΥΦΛΟΣ ΑΟΙΔΟΣ

Βαρύς από τα χρόνια
σέρνοντας το στρεβλό ραβδί του
με το παμπάλαιο ακκορντεόν στον ώμο
άξαφνα μπαίνει στο λεωφορείο
παραπατώντας ο τυφλός αοιδός.

Τον λένε Φήμιο ἢ Θύμιο·
δεν τραγουδάει τα καμώματα των Ατρειδών
τις παλληκαριές του Πάτροκλου και του Διομήδη,
ένα λησμονημένο μοιρολόι κάτι σαν αμανές
ακούγεται για το ξερίζωμα και τους καϋμούς
της προσφυγιάς.

Αγκομαχάει το σαράβαλο
στις στροφές της Καλογρέζας
βρίζει και βλαστημάει ο σωφέρ
αγαναχτούνε οι συνωστισμένοι επιβάτες
μα ένα γεροντάκι
στο τελευταίο κάθισμα κουβαριασμένο
κρατάει στο μοιρολόι το ίσο
κι είναι μες στα κατάλευκα μαλλιά
και τ’ άσπρα γένεια του
ο Πρίαμος θα ’λεγες που σιγοκλαίει
τη ρημαγμένη του τη φαμελιά.
Από τη συλλογή Τα Χαράγματα [10]


Το 1970 περίπου, και στην Ελλάδα και στην ποίηση, όπως σχεδόν παντού στον Δυτικό Κόσμο, έκανε έντονη την εμφάνισή της η ομάδα των ποιητών, που αυτοονομάστηκε “Γενιά της Αμφισβήτησης”. Ο πιο αντιπροσωπευτικός Έλληνας ποιητής της γενιάς αυτής, ο Βασίλης Στεριάδης έζησε στον Περισσό. Πολύ νωρίς, με το ξεκίνημά του δηλώνει πως αυτονομείται από τις προηγούμενες γενιές της ελληνικής ποίησης. Ο ίδιος μας λέει πως

«Ξεμπερδεύει με το μινύρισμα της απαισιοδοξίας και του μελάγχολου σεφερισμού. Η μουσική των στίχων, όποια προκύπτει, είναι ξεροί κρότοι από τις συγκρούσεις των γραμματικών μηχανισμών με τις σημασίες των λέξεων και των φράσεων». [11]

Τα αισθητικά μέσα που χρησιμοποιεί και τα οποία στηρίζουν το έργο του είναι η καταστροφή γραμματικών και συντακτικών τύπων, η παραμόρφωση των στερεότυπων εκφράσεων, η ειρωνεία και μέσω αυτής η αντιπαράθεση με την προγενέστερη ποίηση. Κυρίως όμως το παιγνιώδες παράλογο. Οι άξονες αυτοί στηρίζουν και καλλιεργούν μια ιδιαίτερη ποιητική γραφή, και είναι αυτή η ιδιαιτερότητα που παράγει την ποιητική απόλαυση. [12]

Από τους νεότερους ποιητές ας μου επιτραπεί να αναφέρω τον Γιάννη Πλαχούρη, τον Πάνο Κυπαρίσση, τον Στέφανο Ψαραδάκο καθώς και τους ποιητές του κύκλου του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος.

Σήμερα στην Πόλη μας η ποιητική πορεία συνεχίζεται. Σε ένα κόσμο που χάνει την στοιχειώδη ενότητα του, χάνει αξίες στήριξης και δεν έχει άλλες να αντιπροτείνει, σε ένα κόσμο θρυμματισμένο, ο ποιητής έχει πολλά να πει, και να αντιταχθεί και αυτό είναι η ποιητική οφειλή και η βαθύτατη επιθυμία του.
Νέα Ιωνία, Δεκέμβριος 2024

~.~
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Κ. Καστοριάδης, Τα σταυροδρόμια του Λαβύρινθου, ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1991, σ. 21.
[2] Στο ίδιο, σ. 27
[3] Συμεών Σταμπουλού, Ο Ποιητής και ο Τύραννος. Η αναμέτρηση του Φρήντριχ Χαίλντερλιν με τον Σοφοκλή, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Αθήνα 2023.
[4] Κωστής Παπαγιώργης, Περί μέθης, Καστανιώτης, Αθήνα, 13η έκδοση, σ. 81.
[5] Χρίστος Ρουμελιωτάκης, Χθεσινός Κόσμος Ιωνία, Η Πόλη μας, Δοκίμιο Αυτογνωσίας, Gutenberg, Αθήνα 2017.
[6] Στο ίδιο, σ. 23, 24.
[7] Άγγελου Σημηριώτη, Τα Ποιήματα, Τόμος Α΄, Εισαγωγή, Φιλολογική και Τυπογραφική Επιμέλεια Έλσα Λιαροπούλου και Γιάννης Πατίλης. Πνευματικό Κέντρο Δήμου Νέας Ιωνίας Αττικής, Νέα Ιωνία 1995, σ. 331.
[8] Χθεσινός Κόσμος Ιωνία, Η Πόλη μας, σ. 36-37.
[9] Ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος, Εισαγωγή – Ανθολόγηση Ξάνθος Μαϊντάς, Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, 2η έκδοση, σ. 122.
[10] Τάσος Γαλάτης, Τα χαράγματα, Πλέθρον, Ελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα 1986, σ. 44, 45.
[11] Μ. Σουλιώτης, “Για την ποιητική τέχνη του Βασίλη Στεριάδη”, Εντευκτήριο 48 (1999), και Ο ποιητής Βασίλης Στεριάδης, Εισαγωγή-Ανθολόγηση Ξάνθος Μαϊντάς, Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, Νέα Ιωνία 2023, σ. 20, 21.
[12] Ο ποιητής Βασίλης Στεριάδης, Εισαγωγή – Ανθολόγηση Ξάνθος Μαϊντάς, Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, Νέα Ιωνία 2023, σ. 21.

Πηγή:https://neoplanodion.gr/2025/01/17/poiese-kai-pole/?fbclid=IwY2xjawH4D1RleHRuA2FlbQIxMQABHd6ULJ5gMIlZTgC3tpSk7Rbj33hIS71e7ylOwUo1qU0i-VMKLudLKMebpg_aem_ZGIN2__A5a0btAJxtv-n-w

Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.