Της Μαριάνθης Πελιβάνη
Ο Θανάσης Παπαθανασίου είναι αν. καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας, και διευθυντής του θεολογικού περιοδικού Σύναξη. Ανήκει στη μειοψηφία εκείνη των ανθρώπων της εκκλησίας και της θεολογίας που υψώνουν τη φωνή τους και αναμετρώνται με τον εκκλησιαστικό σκοταδισμό και συντηρητισμό. «Η θεολογία, για να είναι χριστιανική, οφείλει να είναι απελευθερωτική, από τη φύση της» υποστηρίζει και δίνει τη μάχη του κόντρα στον χριστιανικό φονταμενταλισμό. Με αφορμή τις αντιδράσεις που προκάλεσε ο π. Αλέξανδρος Καριώτογλου με τα κορίτσια που ντύθηκαν «παπαδάκια», συζητάμε για το τι δεν πάει καλά στην εκκλησία…
Κύριε Παπαθανασίου ισχύει ότι ο συγκεκριμένος ιερέας, ο οποίος παρεμπιπτόντως λειτουργούσε κι εργαζόταν για την εκκλησία αμισθί, όντας συνταξιούχος εκπαιδευτικός, τέθηκε σε αργία;
Αυτό έχουμε πληροφορηθεί. Το λέω έτσι, διότι, απ’ όσο γνωρίζω, η αργία του ανακοινώθηκε προφορικά, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει η δυνατότητα να ονομαστεί αργία ή... χορήγηση άδειας! Ένα από τα ερωτηματικά εδώ είναι, ποιο είναι το κατηγορητήριο. Η πράξη άλλωστε για την οποία εξεμάνησαν αυτοί που δημιούργησαν το θέμα, είναι κάτι το οποίο γίνεται επί καιρούς πολλούς σε άπειρες Ορθόδοξες εκκλησίες: απλώς υπηρεσία κατά τη θεία Λειτουργία. Ό,τι ακριβώς τα αγόρια παπαδάκια. Ούτε καν την ανάδειξη διακονισσών. Η δική μου εκτίμηση είναι ότι υπόβαθρο όλων αυτών είναι ο βαθύς μισογυνισμός και οι θεολογικές στρεβλώσεις, με τις οποίες έχουμε πολύν δρόμο μπροστά μας. Αλλά καθαυτήν η επίδικη πράξη (αυτό δηλαδή που επισύρει έπαινο ή ποινή) αφορά απλώς την πεπατημένη για τα παπαδάκια. Το συνολικό σκηνικό είναι τέτοιο, ώστε θα μπορούσες ίσως να πιθανολογήσεις ότι κάποιοι επιθυμούν (και μεθοδεύουν;) το ξήλωμα της συγκεκριμένης κοινότητας (ή και παρόμοιων κοινοτήτων), με διάφορα πνευματικά και υλικά συμφραζόμενα. Αν μια τέτοια πιθανολόγηση είναι απλώς φαντασίωση (όπως και εύχομαι) ή έχει βάση, θα το δείξει η πορεία των πραγμάτων.
«Μυρίζει μπαρούτι ξανά για τη θέση των γυναικών στη λειτουργική ζωή της εκκλησίας», γράφετε σε ανάρτησή σας στο facebook (5-6-2023), και παράλληλα, θυμίζετε την φωτογραφία της μοναχής Μαγδαληνής Μουστάκα, την οποία ο άγιος Νεκτάριος χειροθέτησε διακόνισσα περί το 1914. Ποια είναι η εκκλησιαστική παράδοση για τις διακόνισσες; Υπάρχουν κανόνες που περιορίζουν τη συμμετοχή της γυναίκας στη λατρεία της εκκλησίας;Όταν μιλάμε για διακόνισσες (και για τον θεσμό των διακονισσών) δεν εννοούμε γυναίκες οι οποίες διακονούν με την ευρεία έννοια (δηλαδή υπηρετούν) κάποιον τομέα της εκκλησιαστικής ζωής, όπως η κατήχηση, τα φιλόπτωχα ταμεία κλπ. Εννοούμε ειδικά γυναίκες στις οποίες ανατίθενται καθήκοντα και αρμοδιότητες με χειροτονία, γυναίκες δηλαδή οι οποίες βρίσκονται σε κάποια βαθμίδα ιεροσύνης. Οι διακόνισσες λοιπόν έχουν πολύ μακρά ιστορία (συναντάμε διακόνισσες ήδη στην πρώτη εκκλησία και σε κείμενα της Καινής Διαθήκης), ο θεσμός τους διαμορφώθηκε μέσα στην εκκλησιαστική διαδρομή και κράτησε επί αιώνες, μέχρι την σταδιακή αποδυνάμωσή του στα τέλη, περίπου, της βυζαντινής περιόδου. Πλέον έχουμε στη διάθεσή μας πλούσιο υλικό για την υπόθεση αυτή, και στον θεολογικό χώρο το θέμα είναι ξεκάθαρο.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι το 1949 και το 1954 ο καθηγητής Ευάγγελος Θεοδώρου (ο οποίος αποβίωσε το 1918) κατέδειξε, με πρωτοποριακή έρευνα, ότι οι διακόνισσες χειροτονούνταν. Δεν χειροθετούνταν απλώς. Η χειροτονία αφορά την μυστηριακή ιεροσύνη, ενώ χειροθεσία αναθέτει άλλα διακονήματα, όπως του ψάλτη. Για να γίνει αισθητό αυτό, σημειώνω ότι οι χειροτονίες τελούνται μέσα στη θεία λειτουργία και εντός του ιερού. Οι χειροθεσίες, αντιθέτως, τελούνται πριν ή έξω από τη λειτουργία, και έξω από το ιερό. Στα τελευταία χρόνια λοιπόν έχει βαθύνει η συζήτηση και έχει δυναμώσει το αίτημα για επανενεργοποίηση του θεσμού. Ενδεικτικά και πάλι αναφέρω την πρόσφατη έκδοση του συλλογικού τόμου «Χριστιανές γυναίκες στην αγία τράπεζα: Μελέτες για την αναβίωση του θεσμού των διακονισσών» (εκδ. Αρμός 2022), καθώς και τις αποφάσεις που έχει λάβει το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας για την ανασύσταση του θεσμού, ειδικά στο πεδίο της ιεραποστολής. Εισηγήσεις για το ζήτημα, αλλά και ευρύτερα για την γυναικεία παρουσία στην Εκκλησία, δημοσιεύουμε αδιάκοπα και στο περιοδικό «Σύναξη».
Τώρα, όσον αφορά το τελευταίο ερώτημά σας, αν ευρύτερα εμποδίζεται η συμμετοχή των γυναικών στην λατρεία, η απάντησή μου είναι «ναι». Δεν εννοώ ότι εμποδίζεται η προσέλευσή τους στη θεία λειτουργία και στα μυστήρια (η προσέλευση αυτή είναι υψηλή), αλλά ότι υπάρχουν καθιερωμένες αθλιότητες, οι οποίες κολοβώνουν την γυναικεία ακεραιότητα και την πληρότητα της συμμετοχής της.
Μιλώ για αθλιότητες, διότι πρόκειται για συνήθειες και για πολιτισμικές αγκυλώσεις εντελώς αντιφατικές προς το χριστιανικό πνεύμα, οι οποίες όμως έχουν γίνει μακρόχρονο καθεστώς, βάσει μιας νοοτροπίας η οποία αναγορεύει σε αλήθεια (στην πραγματικότητα: σε είδωλο) την κρατούσα κατάσταση. Τέτοια αθλιότητα είναι η πεποίθηση ότι η γυναίκα εμποδίζεται να συμμετέχει στα μυστήρια (σύμφωνα με μερικούς, ακόμα και να ασπαστεί εικόνες!) όταν βρίσκεται σε έμμηνο ρύση! Η διαστροφή εδώ είναι ότι μια ριζική αντιστροφή των χριστιανικών κριτηρίων θεωρεί πνευματικό μολυσμό μια βιολογική λειτουργία, η οποία μόνο ως θαύμα και ως ευλογία μπορεί κανονικά να θεωρείται!
«Μυρίζει μπαρούτι…», για ποιο λόγο; Υπάρχει κάποιος θεολογικός «εμφύλιος» στους εκκλησιαστικούς κύκλους, «αόρατος» στον πολύ κόσμο;
«Μυρίζει μπαρούτι ξανά». Το θέμα είναι ανοιχτό, η συζήτηση και η αντιπαράθεση δεν έχουν σταματήσει, και κάθε τόσο κάποια αφορμή κάνει ηχηρότερες τις φωνές. Οι αντιδράσεις συχνά εκδηλώνονται με ακραία επιθετικότητα, προσωπικές επιθέσεις, ανερμάτιστη συνθηματολογία που καλεί σε σταυροφορία υπέρ της παραδεδομένης τάξης η οποία απειλείται. Παράλληλα υπάρχουν ποικίλες προσεγγίσεις, ιδίως όταν, πέρα από το απαραίτητο θεωρητικό ξεκαθάρισμα, φτάνει κανείς στο πρακτέο μέσα στη σημερινή συγκυρία. Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την νουνεχή αντιπαράθεση, δίχως άλλης λογής σκοπιμότητες, δίχως φοβίες και δίχως ναρκισσισμούς.
Η εκκλησιαστική ηγεσία, η Ιεραρχία γιατί δεν παίρνει θέση;
Και σε αυτό το ζήτημα υπάρχει και άρνηση και αντιφάσεις. Και τα δύο.
Η άρνηση αφορά την ολέθρια κατά τη γνώμη μου πεποίθηση ότι κάθε τι καθιερωμένο είναι «θεοπαράδοτο». Η πεποίθηση αυτή εμφανίζεται (και μάλιστα με θράσος) ως άκρα πιστότητα στην Εκκλησία, στην πραγματικότητα όμως την υπονομεύει, απλούστατα διότι αρνείται να υποβάλει κάθε συνήθεια στην βάσανο των κριτηρίων της χριστιανικής πίστης!
Το οδυνηρό είναι ότι αυτή η πεποίθηση άλλοτε υπάρχει πραγματικά, και άλλοτε προβάλλεται υποκριτικά και προσχηματικά, για να καλύψει κάτω από το πέπλο της τάχα παραδοσιακότητας πλήθος ενεργειών απόλυτα... υπερμοντέρνων, όπως η χρήση της θρησκευτικότητας, της προσκύνησης εικόνων, της φαντασμαγορίας κλπ για την διόγκωση των χρηματικών εισπράξεων. Στην ατμόσφαιρα αυτή λοιπόν συζητήσεις ad hoc για τα πολλά εκκρεμή εκκλησιολογικά ζητήματα αποφεύγονται στην Ιεραρχία.
Από την άλλη, οι αντιφάσεις έχουν να κάνουν με το εξής: Κάποιοι, λιγοστοί ιεράρχες αντιλαμβάνονται την κατάσταση, ενστερνίζονται τα διαυγή προτάγματα, και επιχειρούν κάποια βήματα.
Συνήθως όμως τα επιχειρούν άτυπα (πχ δίνουν στους ιερείς τους προφορικές οδηγίες πώς να χειρίζονται απαράδεκτες καθιερωμένες ευχές οι οποίες βλέπουν την γυναίκα ως ακάθαρτη και την σεξουαλικότητα ως αμαρτία) κι έτσι αυτά τα βήματα, παρόλο που είναι σημαντικά, δεν καθιερώνονται θεσμικά, ούτε αποτυπώνονται σε συζητήσεις και αποφάσεις της Συνόδου (σημειωτέον ότι υπάρχουν πλήθος ζητημάτων τα οποία, βάσει των αυθεντικών εκκλησιαστικών κριτηρίων, μπορούν να αντιμετωπιστούν σε επίπεδο μητρόπολης, χωρίς να χρειάζεται απόφαση της Συνόδου ή... οικουμενικής συνόδου, όπως φωνασκούν κάποιοι).
Στην εκκλησιαστική μας συγκυρία υπάρχει από τη μια η επισκοπική μοναρχία (μολονότι η εκκλησιολογία αξιώνει ιδιάζοντα ρόλο και για τους πρεσβύτερους και για τους λαϊκούς, από τη δική τους σκοπιά και με το δικό τους διακόνημα) και από την άλλη η πνευματική τρομοκρατία που επιχειρούν να ασκήσουν φονταμενταλιστικοί και σκοταδιστικοί κύκλοι εναντίον επισκόπων οι οποίοι τολμούν τομές. Πίσω από όλα, κοντολογίς, υπάρχει το μείζον ζήτημα, πώς δομείται η Εκκλησία, πώς λειτουργούν οι εκκλησιαστικές κοινότητες (ενορίες), αν λειτουργούν θεαματικά ή συμμετοχικά, αν συγκροτούνται με πνεύμα αφιέρωσης και ελευθερίας ή, αντίθετα, με πνεύμα στρατωνισμού γύρω από κάποιον γκουρού ή με πνεύμα φανς γύρω από έναν σταρ.
Το πρόβλημα όσων αντιδρούν στην αναβάθμιση της γυναικείας συμμετοχής είναι η ίδια η γυναίκα και η σκοταδιστική, πατριαρχική αντίληψη που έχουν γι’ αυτήν; Έχει σχέση αυτή η αντίληψη με το λόγο των Πατέρων και το χριστιανικό πνεύμα;
Η θρησκευτική καχυποψία απέναντι στη γυναίκα είναι πολύ βαθιά. Τα ριζώματά της βρίσκονται στην δαιμονοποίηση καθαυτής της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, και εκβάλλει ιδιαίτερα σε βάρος της γυναίκας. Το σκηνικό είναι εξαιρετικά θολό, διότι σε ρηματικό επίπεδο οι κορώνες υπέρ της γυναίκας είναι άφθονες πανταχόθεν. Τι έχουμε όμως στην πραγματικότητα, εκ μέρους των φονταμενταλιστών; Απόρριψη μετ’ επαίνων! Δοξολογική απόρριψη! Τονίζουν, για παράδειγμα, ότι ο Χριστός αναβάθμισε την γυναίκα (η συζήτησή του με την «αιρετική» και «ανήθικη» Σαμαρείτιδα ήταν πραγματικά ριζοσπαστική) και ότι στο πρόσωπο της Παναγίας ανυψώθηκε η γυναίκα, όμως τους διθυράμβους αυτούς τους χρησιμοποιούν όχι για να ελευθερώσουν μια όμορφη απελευθερωτική δυναμική, αλλά για το αντίθετο! Για να πουν στις γυναίκες «έχετε ήδη αναβαθμιστεί. Τι άλλο γυρεύετε; Καθίστε εκεί όπου είστε!».
Για το βαθύ κράτος της πατριαρχίας επιτρέψτε μου μια μόνο αναφορά, από τις εκατοντάδες που μπορούν να γίνουν: Στο πρόσφατο βιβλίο μου «Υποτέλεια, Ιεραποστολή και Θεολογία της Απελευθέρωσης στην Άπω Ανατολή» (εκδ. Red n’ Noir, 2023) έχω παρουσιάσει την φωτεινή και οδυνηρή περίπτωση μιας ελληνίδας η οποία χειροθετήθηκε το 1978 διακόνισσα στην ιεραποστολική Ορθόδοξη εκκλησία της Κορέας. Ο επίσκοπος που την χειροθέτησε γνώριζε ότι στην παράδοση της Εκκλησίας διακόνισσες γίνονται με χειροτονία, αλλά προφανώς δεν προχώρησε τόσο πολύ, διότι γνώριζε ότι το καρκίνωμα της αποστεωμένης παραδοσιαρχίας λυμαίνεται τον εκκλησιαστικό χώρο. Και πράγματι, τα επόμενα επτά έτη μετά την χειροθεσία το όνομα της διακόνισσας εμφανιζόταν κανονικά στην αναγραφή των στελεχών της εν λόγω εκκλησίας, στη συνέχεια όμως η ελλαδική αγκύλωση το εξαφάνισε τελεσίδικα! Άλλα 13 χρόνια η διακόνισσα παρέμεινε διακόνισσα της τοπικής εκκλησίας με θυσιαστικό και αδαμάντινο ήθος, αλλά αυτή η ιδιότυπη και τιμωρητική... damnatio memoriae την ακολούθησε ως το τέλος!
Στην μακραίωνη εκκλησιαστική γραμματεία τόσων αιώνων συναντά κανείς κάθε λογής προσεγγίσεις, από τις πιο ερωτικές μέχρι τις πιο μισογυνικές. Η ερμηνεία λοιπόν έχει καίριο ρόλο, ώστε να καταδείξει τους βασικούς άξονες της χριστιανικής οπτικής. Θα εκπλαγούμε αν δούμε το θάρρος και το ρηξικέλευθο ιδίως των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Επιπλέον, σήμερα ευτυχούμε να έχουμε πλέον σπουδαία κείμενα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Με απλά λόγια: η χριστιανική ανθρωπολογία δεν είναι συμβατή με την δυσανεξία προς τη γυναίκα. Αυτό το στοίχημα το ζήσαμε μάλιστα και πρόσφατα στο περιοδικό «Σύναξη», του οποίου το πρόσφατο τεύχος είναι αφιερωμένο σε μια θεολογική προσέγγιση της Γυναικοκτονίας (με επίγνωση της έντασης που δημιουργεί η αποδοχή του όρου).
Εδώ χρειάζεται όμως και βάθεμα του προβληματισμού. Το γυναικείο ζήτημα δεν αφορά την απόδοση κάποιων δικαιωμάτων με έναν αυτόνομο τρόπο. Το θέμα δηλαδή δεν είναι μόνο του και αυτόνομο, το αν θα ξαναϋπάρξουν διακόνισσες στις ενορίες. Το βασικό θέμα (σε συνάρτηση με το οποίο υπάρχει και το γυναικείο) είναι μην έχουμε αναπαραγωγή εξουσιαστικών πυραμιδωτών δομών, με ελίτ και περιθώριο.
Ο τρόπος δηλαδή συγκρότησης και λειτουργίας της Εκκλησίας, σχέσης λαϊκών και κληρικών, σχέσεις των βαθμών ιεροσύνης μεταξύ τους, και θεολογίας ανοιχτής στους ορίζοντες που έχει ανοίξει αυτός τον οποίον οι Χριστιανοί αναγνωρίζουν ως Κύριό τους. Επιμένω σε αυτό, διότι μια σύγχρονη και εκσυγχρονιστική λογική (π.χ. μια λογική νεοφιλελεύθερου στυλ) δεν έχει καμιά δυσκολία να πλειοδοτήσει υπέρ του δικαιωματισμού και κατά της πατριαρχίας. Όμως στην πραγματικότητα, στην ουσιαστική εσωτερική λογική της, δεν είναι κοινωνικά απελευθερωτική. Αποστασιοποιείται, για παράδειγμα, από την αγροτικού τύπου παρελθούσα θρησκευτικότητα, αλλά συνθέτει νέες μορφές εξουσιαστικότητας, νέες υποτέλειες, ακόμη και νέες εθελοδουλείες.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια «έξαρση» φονταμενταλιστών, παραθρησκευτικών οργανώσεων, μια έντονη ανάμιξη μοναστηριών του Αγίου Όρους στα πολιτικά πράγματα, μέχρι και «ιερές μπίζνες»… Από τους παπάδες στις διαδηλώσεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών έως την καθοδήγηση από Μοναχούς του Αγίου Όρους των ψηφοφόρων προς εθνικιστικά και ακροδεξιά κόμματα. Μήπως κάτι δεν πάει καλά στην Εκκλησία; Ποια είναι τελικά η θέση της θεολογίας;
Το κρίσιμο σημείο είναι να κοπιάσει κανείς για να ξεκαθαρίσει ποια κριτήρια και ποιες προτεραιότητες γεννά το ευαγγέλιο. Όχι δηλαδή να κινηθεί, μέσα σε ένα κλίμα επιφανειακών εντυπώσεων, προς θέσεις που εργαλειοποιούν την πίστη κολακεύοντας είτε ένα συντηρητικό ακροατήριο είτε προοδευτικούς συνομιλητές. Η αναμέτρηση με τις αξιώσεις την ίδιας της χριστιανικής ταυτότητας είναι απείρως ουσιαστικότερη, σημαντικότερη και τελικά δυσκολότερη δουλειά από την όποια κολακεία.
Έχουμε να κάνουμε λοιπόν όχι απλώς με διαφορά κάποιων απόψεων που συμμερίζονται όμως κάποια κοινά βασικά κριτήρια, αλλά έχουμε να κάνουμε με βάναυσα αναποδογυρίσματα της πίστης, με βάναυσες στρεβλώσεις της. Η παραχώρηση προτεραιότητας στην αυτοχθονία, η δίψα για θεοκρατία (πράγματα που μοιάζουν παλαιικά), η δίψα για οικονομικές συναλλαγές με τον πιο προχωρημένο τρόπο (πράγμα που μοιάζει εκσυγχρονιστικό), η χειραγώγηση συνειδήσεων, η συστηματική παραγωγή μαγικής νοοτροπίας (η οποία αποτελεί τον απόλυτο αντίποδα της χριστιανικής οπτικής), η καθυπόταξη της οικουμενικότητας στον εθνικισμό, η συμφεροντολογική προσχώρηση σε γεωπολιτικά παιχνίδια, όλα είναι αναίρεση της εκκλησιαστικής ουσίας.
Αν εγκύψει κανείς στην εμπειρία της Εκκλησίας, θα δει συχνά ποιμένες να τάσσονται στο πλευρό του ποιμνίου τους που κακουχείται (όπως στο Κιλελέρ ή στην εθνική αντίσταση), και μαζί θα δει και κάτι πολύτιμο: Με πόσον βασανισμό γινόταν αυτό, ώστε η εκκλησιαστική ταυτότητα να μην γίνει υποπροϊόν εθνικό, κρατικό ή ιδεολογικό. Όποτε λείπει αυτός ο βασανισμός και εξατμίζεται η προτεραιότητα του ευαγγελίου, τότε ο Χριστός θα υποκαθίσταται από ιερά είδωλα – εν μέσω βέβαια στεντόριων ομολογιών πίστης και λυσσαλέας προσπάθειας άσκησης μπούλινγκ σε όσους δεν ανέχονται (χρησιμοποιώ φράση του αγίου Νεκταρίου κατά των φανατικών) να φορούν τις αλυσίδες τους.
Πως εξηγείτε αυτόν τον ακραίο συντηρητισμό μεγάλου μέρους των ανθρώπων της εκκλησίας, ενώ την ίδια ώρα είναι λίγοι και αθόρυβοι όσοι τολμούν να θίξουν την κοινωνική δυστυχία που παράγει το σύστημα; Γιατί η Εκκλησία έχει λόγο για τη Μακεδονία και όχι για τους πρόσφυγες που πνίγονται στο Αιγαίο;
Ξέρετε, αυτή η εικόνα χρειάζεται ακριβέστερη εξέταση. Διάφορα θεσμικά κέντρα και πολλοί θρησκευόμενοι όντως έχουν την στάση που λέτε. Όμως το όλο σκηνικό είναι πραγματικά σύνθετο. Είναι πολλοί οι πιστοί, λαϊκοί και ιερείς οι οποίοι βρίσκονται σε διαφωνία, ακόμα και ρήξη, με τη στάση αυτή. Ειδικά στον θεολογικό χώρο υπάρχει, εδώ και δεκαετίες, απίστευτα σημαντική παραγωγή πάνω σε όλες τις πληγές που προανέφερα.
Με ερευνητικό κόπο, με τόλμη, με παρρησία. Αυτό πρέπει να το δει και η κοινωνία. Χαρακτηριστικό του αποπροσανατολισμού που υπάρχει είναι (ανάμεσα σε άλλα) ότι στην προεκλογική περίοδο των εκλογών της 21ης Μαΐου ανέκυψε αίφνης το ζήτημα των σχολικών εγχειριδίων του μαθήματος των Θρησκευτικών. Θλίψη προκαλεί το γεγονός ότι δημοσιογράφοι που αναφέρθηκαν τότε στο ζήτημα αυτό, φανέρωσαν απλώς την αβυσσαλέα ασχετοσύνη τους.
Το θρησκευτικό φαινόμενο είναι παρόν στη δημόσια σφαίρα, και δρα καταλυτικά, είτε αρνητικά είτε θετικά, πάντως καταλυτικά. Θα μπορούσε να το πάρει κανείς είδηση αν παρακολουθούσε τρέχουσες διεθνείς συζητήσεις, κι ας μην διάβαζε ποτέ του τη Σχολή της Φρανκφούρτης για το θέμα! Πόσο μάλλον αν καταλάβαινε ότι αυτό που έχει συμβεί στα Θρησκευτικά από το 2000 μέχρι σήμερα, είναι μια τρομακτική σύγκρουση που αφορά καθαυτή την φύση της παιδείας και την φυσιογνωμία των μαθημάτων που οφείλονται να διδάσκονται. Αυτή τη στιγμή οι σκοταδιστικοί θρησκευτικοί χώροι έχουν πετύχει την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία και ορίζει το μάθημα των Θρησκευτικών ουσιαστικά ως κατηχητικό – άρα ως επιλεγόμενο. Μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει σε διάφορα επί μέρους ζητήματα. Αλλά πότε θα δούμε το μείζον, τι λογής παιδεία θέλουμε;
Όσο για την αποσιώπηση της κριτικής προς το συστημικό κακό και την παραγωγή κοινωνικής αδικίας, τι να πω; Βάναυση αποσιώπηση της ριζοσπαστικότητας του Ευαγγελίου και των Πατέρων. Η διαστροφή εδώ βρίσκεται σε χίλια δυο κόλπα μεταφυσικής νομιμοποίησης του Μαμωνά (παρόλο που η αντίθεση του Χριστού προς αυτόν υπήρξε απερίφραστη) και δαιμονιώδους αντιδιαστολής του «πνευματικού» από το «κοινωνικό». Το «κοινωνικό» είναι «πνευματικό»! Όχι απλώς δεν είναι απεμπόληση της πίστης, αλλά, εντελώς αντίθετα, είναι βίωση και επαλήθευσή της.
Αριστερά και θρησκευτική Πίστη… είναι δύο έννοιες…;
Η χριστιανική συνείδηση έχει παραμέτρους αριστερές, υπό την έννοια ότι προτάγματά της είναι η έμπρακτη αγάπη που οδηγεί σε εξισωτισμό, η άρνηση ιερότητας της ιδιοκτησίας, το αγκάλιασμα του ξένου, η έμφαση στο κοινό και η αρνητικότητα προς τον εγωισμό, ο οποίος θεωρείται από πολλούς σήμερα ατμομηχανή της επιτυχίας και της ανάπτυξης. Και άλλα πολλά... Ταυτόχρονα ωστόσο υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στο πώς οι πολιτικοί χώροι της Αριστεράς νοούν την θρησκευτική πίστη. Δεν εννοώ αν πιστεύουν ή όχι. Εννοώ ότι κατά πλειονότητα κυριαρχούνται από ένα παλαιοημερολογήτικο πνεύμα, το οποίο δεν παίρνει καν χαμπάρι την κοινωνική δυναμική της πίστης (την επισήμανση, ας πούμε, του Ερνστ Μπλοχ ότι η πίστη δηλώνει πως «κάτι λείπει», πως ετούτος εδώ ο κόσμος κι ετούτη εδώ η κοινωνία δεν μπορεί να είναι το τέρμα της ιστορίας).
Η θεολογία γενικά, και θεολογικά κινήματα ειδικότερα, όπως η Θεολογία της Απελευθέρωσης, παράγουν συγκλονιστικές θέσεις, και είναι τουλάχιστον κρίμα και ανευθυνότητα να μένουν οι αριστεροί άνθρωποι σε έναν θρησκευτικό νηπιασμό και σε μια γκροτέσκα αγραμματοσύνη. Ο θρησκευτικού τύπου και μικρόνοιας φονταμενταλισμός είναι (όσο κι αν ακούγεται ίσως παράδοξο) διαδεδομένο διαβρωτικό φαινόμενο και σε ένθεους και άθεους.
Έχετε γράψει για τη Θεολογία της Απελευθέρωσης… Πείτε μας περιεκτικά όσο μπορείτε λίγα λόγια για το κίνημα αυτό…
Γεννημένο στη δεκαετία του 1970 από Λατινοαμερικάνους Καθολικούς, το κίνημα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης όρισε ως βασική αποστολή της Εκκλησίας την πάλη κατά της κοινωνικής αδικίας σε κάθε της μορφή. Το κίνημα αυτό έχει προσφέρει πολλά, κι έχει γνωρίσει τάσεις και διαφοροποιήσεις. Βασική θέση του είναι η σύγκρουση με το συστημικό κακό, και βασική διαφοροποίηση η αποδοχή ή όχι της επαναστατικής βίας. Για ένα χριστιανικό κίνημα, η έγνοια για ολίσθηση στον ολοκληρωτισμό και σε καθεστωτική νοοτροπία (σε μια ενδοϊστορική εσχατολογία) οφείλει να είναι ανύστακτη.
Στο διάβα του χρόνου, όπως και άλλες ριζοσπαστικές κινήσεις, έτσι και η Θεολογία της Απελευθέρωσης δέχτηκε φοβερές επιθέσεις από εκκλησιαστικά και πολιτικά κέντρα, και ανέδειξε και μάρτυρες. Αυτό που θέλω να επισημάνω οπωσδήποτε, είναι το εξής: Η θεολογία, για να είναι χριστιανική, οφείλει να είναι απελευθερωτική – από τη φύση της. Δεν είναι δηλαδή υπόθεση απλώς ενός από τα πολλά θεολογικά ρεύματα, αλλά υπόθεση της χριστιανικής ταυτότητας καθαυτήν, της ίδιας της χριστιανικής διδασκαλίας στο σύνολό της, με όλο της το μεταφυσικό φορτίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.