“Όσο δεν κατείχα τίποτα περισσότερο από το ράντζο μου και τα βιβλία μου, ήμουν ευτυχισμένος.
Τώρα κατέχω εννέα κότες και έναν κόκκορα και η ψυχή μου είναι αναστατωμένη. Η ιδιοκτησία με έχει κάνει άσπλαχνο.
Κάθε φορά που αγόραζα μια κότα, την έδενα για δυο μέρες σε ένα δέντρο, για να της επιβάλω τον τόπο κατοικίας μου, καταστρέφοντας στην εύθραυστη μνήμη της την αγάπη για την παλιά της κατοικία. Επιδιόρθωσα την περίφραξη της αυλής μου, με σκοπό να αποτρέψω τη φυγή των πουλερικών μου και την εισβολή τετράποδων και δίποδων αλεπούδων.
Απομονώθηκα, οχύρωσα τα σύνορα, χάραξα μια διαβολική γραμμή ανάμεσα στον πλησίον μου και σε μένα. Χώρισα την ανθρωπότητα σε δύο κατηγορίες: εμένα, που κατείχα τις κότες μου και τους υπόλοιπους, που δυνητικά θα μου τις έκλεβαν. Όρισα το έγκλημα. Ο κόσμος γέμισε για μένα υποψήφιους κλέφτες και για πρώτη φορά έριξα μια εχθρική ματιά στην άλλη πλευρά του φράχτη.
Ο κόκοράς μου ήταν πολύ νέος. Ο κόκορας του γείτονα πήδηξε τον φράχτη και άρχισε να φλερτάρει τις κότες μου και να κάνει τη ζωή του κόκορά μου δύσκολη. Έδιωξα με πέτρες τον εισβολέα, αλλά οι κότες πηδούσαν τον φράχτη και γεννούσαν τα αυγά τους στο σπίτι του γείτονα.
Διεκδίκησα τα αυγά και ο γείτονας με καταράστηκε.
Από τότε, έβλεπα το πρόσωπό του πάνω από τον φράχτη, την εξεταστική και εχθρική ματιά του, που ήταν ίδια με τη δική μου.
Τα κοτόπουλά του περνούσαν τον φράχτη και έτρωγαν το καλαμπόκι που φύλαγα για τα δικά μου. Τα ξένα κοτόπουλα μου φαίνονταν εγκληματίες. Τα κυνήγησα και τυφλωμένος από την οργή, σκότωσα ένα. Ο γείτονας απέδωσε τεράστια σημασία στο γεγονός. Δεν θέλησε να δεχτεί ούτε μια χρηματική αποζημίωση. Απέσυρε εντονότατα προσβεβλημένος το πτώμα του κοτόπουλου του και, αντί να το φάει, το έδειξε στους φίλους του και με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε να κυκλοφορεί στο χωριό το αφήγημα περί της ιμπεριαλιστικής μου βαρβαρότητας.
Έπρεπε να ενισχύσω τον φράχτη, να αυξήσω την επιτήρηση, να αναβαθμίσω, με λίγα λόγια, τον πολεμικό μου προϋπολογισμό. Ο γείτονας διέθετε έναν σκύλο έτοιμο για όλα. Εγώ σκέφτομαι να αποκτήσω ένα περίστροφο.
Πού πήγε η παλιά μου ηρεμία; Με έχει δηλητηριάσει η καχυποψία και το μίσος. Το πνεύμα του κακού με έχει καταλάβει.
Πριν ήμουν ένας άνθρωπος.
Τώρα είμαι ένας ιδιοκτήτης”.
…………..
Από το βιβλίο “Κότες” (Παραγουάη 1910), του αναρχικού συγγραφέα Ραφαέλ Μπαρέτ.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.