Μετά την μικρασιατική εκστρατεία η ελληνική εξωτερική πολιτική οικοδομήθηκε επί ενός “αμυντικογενούς” πλαισίου, καθώς στόχευσε στην προστασία του ήδη συρρικνωμένου έθνους, το οποίο σταδιακά περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην ελληνική επικράτεια. Η Ελλάδα ορθά αποτέλεσε υπέρμαχο του εδαφικού status quo, ωστόσο η πολιτική ηγεσία προχώρησε σε μία λανθάνουσα σχετικοποίηση του ρόλου της χώρας στο διεθνές γίγνεσθαι. Αυτή η αντίληψη δημιούργησε μία συμπλεγματική οντολογία για το ειδικό της βάρος, τα μέσα που θα χρησιμοποιούσε, τις σχέσεις της με εταίρους στην ΕΕ και συμμάχους στο ΝΑΤΟ.

Επένδυσε σε ένα ιδεαλιστικής υφής στρατηγικό απόθεμα “κανονιστικής ισχύος”, το οποίο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της άρχουσας ελίτ, θα μπορούσε να της δώσει προστιθέμενη αξία σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον το οποίο ιστορικοχρονικά και γεωγραφικά λειτουργεί υπό το βάρος καινοφανών αξιολογήσεων περί “δικαίου”. Αυτό εκ των πραγμάτων παραπέμπει έμμεσα ή άμεσα στο ψυχολογικό πεδίο χάραξης εξωτερικής πολιτικής, όπως το περιέγραψε ο Robert Jervis και στη διαμόρφωση ορθών ή λανθασμένων αντιλήψεων και προσδοκιών.

Το πεδίο της διεθνούς πολιτικής δεν αποτελεί ένα στατικό περιβάλλον αλλά μία αρένα ανταγωνισμού. Ο στόχος παραγωγής επιθυμητών αποτελεσμάτων προκύπτει, inter alia, από την πραγματική και όχι αληθοφανή ισχύ, παράμετρος που προϋποθέτει ουσιαστική και όχι λανθάνουσα εξισορρόπηση ισχύος όπως την προσδιόρισε ο Hedley Bull. Είναι παράγωγο των μέσων και της αποφασιστικότητας των εμπλεκομένων, της ικανότητας της κάθε οντότητας να επιβάλλει τη θέληση της σε μία άλλη ή και της ικανότητας της να θέσει εθνικούς στόχους εντός ενός πλαισίου που να εξυπηρετεί, μεταξύ άλλων, συμφέροντα ισχυρών παικτών.

Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής η παραγωγή επιθυμητών αποτελεσμάτων αποτελεί τον πρωτογενή στόχο της διαδικασίας αξιολόγησης εναλλακτικών επιλογών. Όπως, το θέτει ο David Baldwin «η άσκηση εξωτερικής πολιτικής εξωτερικεύει μία συμπεριφορά με βάση τους στόχους που έχουν τεθεί». Η επίφαση εκλήφθηκε ως μία έκφανση της αντικειμενικής “πραγματικότητας” και οικοδομήθηκε επιχειρησιακά (άσκηση εξωτερικής πολιτικής-διπλωματίας) σε ένα νεφέλωμα ανιστόρητων προσδοκιών.

Η νοηματική οικοδόμηση ενός φαντασιακού πλέγματος αντιλήψεων προσέδωσε στη διεθνή δράση και επιλογές της χώρας ένα δονκιχωτικό στοιχείο. Μέσα από ένα πρίσμα στρεβλής αξιολόγησης των κινδύνων, ανικανότητας πρόβλεψης, υποβάθμισης των προκλήσεων, μίας παραμορφωτικής, πολυεπίπεδης διεργασίας που “εξορθολόγησε” το ρόλο της σε μία μινιμαλιστική βάση. Το γεγονός αυτό την οδήγησε σε μία φθίνουσα, πολύ-παρακμιακή πορεία, με τις επιλογές της να παραπέμπουν σε μία υποδόρια λογική παραίτησης.

Έλλειψη οράματος

Η νέα “δέσμη ιδεών” για το διεθνή ρόλο της διαμορφώθηκε υπό το βάρος, μεταξύ πολλών άλλων, της αδυναμίας της πολιτικής ελίτ να ιεραρχήσει τις εθνικές προτεραιότητες με χωρο-χρονικά και χωροταξικά κριτήρια και της προτεραιότητας που έδωσε στη νομή της εξουσίας, στο εσωτερικό έναντι του οράματος για το μεγάλο άλμα μπροστά. Ως αποτέλεσμα, η διεθνής δράση της διαμορφώθηκε σε κενό γεωγραφικής, διεθνοπολιτικής και πραγματολογικής αντίληψης.

Η επιλογή αυτή εξωτερίκευσε μία ελλιπή γνωσιολογική προσέγγιση-αξιολόγηση στην αποτύπωση της οποίας συνεισέφερε, inter alia, η αποδοχή ενός modus operandi στα πλαίσια της λογικής της “ομαδοποιημένης σκέψης”. Η επιλογή αυτή αδρανοποίησε ή και εκφύλισε την ικανότητα της να διαπραγματεύεται και να απαιτεί από συμμάχους και εταίρους.

Η θετικιστικού χαρακτήρα “δικαιοποίηση” της προσπάθειας προάσπισης της εθνικής κυριαρχίας και του εθνικού συμφέροντος σε συνδυασμό με την ηθικο-δικαιϊκής υφής ενοχοποίηση της ισχύος και κυρίως της χρήσης στρατιωτικής ισχύος αποτελεί ιστορικό-χρονικά διεθνοπολιτική καινοτομία η οποία υπερβατικά “θετικοποιεί” και “εξορθολογίζει” Ουιλσονικές αντιλήψεις ετεροβαρούς σημασίας.

Σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον η εφαρμογή δύο μέτρων και σταθμών σε επίπεδο διεθνούς δικαίου αφορά την ad hoc επιβολή κανόνων που διέπουν τις διακρατικές σχέσεις. Οι κανόνες αυτοί λαμβάνουν τον διεθνή, “οικουμενικό” χαρακτήρα τους, όταν είναι συμβατοί με τις επιλογές ισχυρών παικτών. Αυτό επισημαίνει ο Ken Booth, όταν αναφέρεται στη διεθνή κοινότητα, την οποία θεωρεί έναν «όρο-προπαγάνδα». Εκτιμά ότι για τους ισχυρούς παίκτες ο όρος διεθνής κοινότητα «αποτελεί μία κοινοτοπία που στοχεύει να νομιμοποιήσει μία συγκεκριμένη δράση αλλά και μία βολική έκφραση, που συχνά αντιπροσωπεύει το διπλωματικό ισοδύναμο της τιμής μεταξύ κλεπτών».

Εσωτερικές αντιφάσεις

Η ελληνική εξωτερική πολιτική στη νεότερη ιστορία της χώρας αποτέλεσε μία συνειδητή απεμπόληση αυθύπαρκτου ρόλου στην προσπάθεια “εξορθολογισμού” της έλλειψης οράματος και συρρίκνωσης προσδοκιών (κάτι που καθιστά τη χώρα προβλέψιμη στους αντιπάλους και δεδομένη σε εταίρους και συμμάχους). Μία “στρατηγική παραίτησης”, απόρροια του ειδικού ιστορικού βάρους της μικρασιατικής καταστροφής, συνέπεια των εσωτερικών αντιφάσεων και ανταγωνιστικών προτάσεων για τις επιλογές της.

Μία επιλογή όχι αναδίπλωσης, αλλά υποχώρησης. Ο μινιμαλισμός της αυτοσυντήρησης και επιβίωσης με όρους “πολιτισμένης” συμπεριφοράς, μίας χώρας με περιορισμένο “γεωπολιτικό δυναμικό”. Μετά το 1923 η εθνική στρατηγική προέκυψε ως προϊόν συλλογικής αυθυποβολής, εσωτερικής ανάσχεσης της συλλογικής δυναμικής και εσωτερικών αντιφάσεων που περιόριζαν την οπτική της ελληνικής πολιτικής ελίτ για το διεθνές περιβάλλον.

Εύλογα ο Π. Κονδύλης επεσήμανε ότι «οι εσωτερικές αντιφάσεις επιδρούν παραλυτικά στους ανίσχυρους, ενώ αποδεσμεύουν επεκτατικές δυνάμεις σε όσους έχουν εκ των πραγμάτων ένα τέτοιο γεωπολιτικό δυναμικό, ώστε δεν τους απομένει παρά το άλμα ή η φυγή προς τα εμπρός. Με άλλα λόγια τα βαθύτερα στρώματα της ιστορικής και κοινωνικής ύπαρξης ενός συλλογικού υποκειμένου προσδιορίζουν το πώς θα λειτουργήσουν oι εσωτερικές του αντιφάσεις. Στη σημερινή Τουρκία δρουν αχαλίνωτες στοιχειακές δυνάμεις, που ωθούν τις εσωτερικές αντιφάσεις προς την επέκταση».

Η παρατήρηση και ταυτόχρονα πρόβλεψη του δεν μπορεί να αμφισβητηθεί οντολογικά. Περιγράφει μία αντίστροφη πορεία από αυτήν της Ελλάδας όπου οι εσωτερικές αντιφάσεις λειτούργησαν “αφαιρετικά”, ως μειούμενη και όχι προστιθέμενη αξία. Η πορεία της Τουρκίας είναι μία πορεία οικοδόμησης οράματος και απειλείται μόνο από τον μαξιμαλισμό. Στον αντίποδα η πορεία της Ελλάδας αποτελεί μία πορεία συλλογικής παρακμής.

Εξαρτήσεις από ξένο παράγοντα

Τις κρίσιμες δεκαετίες αναδιάταξης δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο, στη χώρα κυριάρχησαν εσωστρεφείς δυνάμεις κατακερματισμού που περιόρισαν την προοπτική της. Μετά την εθνική ήττα στη Μικρά Ασία η χώρα απώλεσε σημαντικό φορτίο στρατηγικής διορατικότητας. Αντίθετα, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου καλλιεργείτο κλίμα συναίνεσης για την εξωτερική πολιτική της χώρας. Ο μιλιταρισμός, ο ρεβιζιονισμός, η Μεγάλη Ιδέα ήταν η σκυτάλη που απλά άλλαζε χέρια. «Πρόκειται, προπάντων, για ζήτημα οπτικής» δήλωνε το 2010 ο Α. Νταβούτογλου αναφερόμενος στην οικοδόμηση επιχειρημάτων όσον αφορά τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική θεμελιώθηκε με όρους που δημιουργούσαν ένα κενό ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις υψηλές προσδοκίες. Η εξωτερική εξισορρόπηση της τουρκικής απειλής έγινε το κάρο που μπήκε μπροστά από το άλογο, δημιουργώντας σχέσεις εξάρτησης της ηγεσίας από τον εξωτερικό παράγοντα. Μέσα από μία διαδικασία φθίνουσας αξιοπιστίας οι επιλογές της άρχουσας ελίτ δεν την κατέστησαν τη χώρα ισότιμο εταίρο και σύμμαχο αλλά την έθεσαν σε μία ιστορική ταλάντωση που κινήθηκε μεταξύ έθνους περιορισμένης κυριαρχίας και “σφαίρας επιρροής”.

Το αντίτιμο αυτής της επιλογής ήταν η εσωτερική νομή της εξουσίας και η παραμονή στην εξουσία αυτού που ο Γ. Κοντογιώργης προσδιόρισε ως «εκλόγιμη μοναρχία», μία οικογενειοκρατική και κομματική νομενκλατούρα. Η χώρα παρουσίασε συμπτώματα διεθνοπολιτικού αυτισμού που εξωτερικεύτηκαν με τη μορφή ενός ιστορικο-νοηματικού συμπλεγματικού συνδρόμου εξάρτησης από εταίρους και συμμάχους. Επί δεκαετίες αποτέλεσε παίγνιο του τουρκικού ιμπεριαλισμού, ένα «φαινόμενο εκτός Ιστορίας» το οποίο χαρακτήρισε η έλλειψη στρατηγικής. Τις συνέπειες αυτών των επιλογών αντιμετωπίζουμε σήμερα…