Ο Γιάννης Μαυρίκος αναζητά και επισημαίνει την διαφορά του τρόπου θεώρησης των πραγμάτων και λειτουργίας της ελληνικής σκέψης και γλώσσας από την δυτική ή την ανατολική σκέψη, από τις απαρχές της έως σήμερα.
Όταν μιλάει κανένας για ελληνική σκέψη, καραδοκεί ένας κίνδυνος. Ο κίνδυνος των εθνικιστικών συνειρμών. Μια συζήτηση με εθνικιστικό περιεχόμενο ικανοποιεί αρχέγονα ένστικτα και είναι περιττή όταν υπάρχει διάθεση για κάτι πρωτότυπο. Πέρα όμως από την εθνικιστική, η ελληνική σκέψη έχει και οικουμενική διάσταση. Θέλει να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο και να είναι σημείο αναφοράς για κάθε καλλιεργημένο άνθρωπο. Να μιλήσει κανείς για την ελληνική σκέψη είναι απαιτητικό και δύσκολο αλλά είναι και μία πρόκληση. Το ένστικτό μας μας λέει ότι πρόκειται για κάτι σημαντικό, δυσκολευόμαστε όμως να πούμε πού ακριβώς έγκειται η σπουδαιότητα. Αυτό λοιπόν το πράγμα θα επιχειρήσουμε να κάνουμε εδώ μαζί σήμερα. Να δούμε αν το ένστικτό μας επαληθεύεται και αν τελικά μια τέτοια συζήτηση αξίζει τον κόπο. Πέρα από τα τετριμμένα που ακούμε συνήθως, αυτό που θα μας ικανοποιούσε θα ήταν να εντοπίσουμε μία πρωτοτυπία, κάτι που να κάνει την ελληνική σκέψη διαφορετική και μοναδική. Το ερώτημα λοιπόν που μπαίνει είναι, είναι πράγματι μοναδική;
Αν ναι, σε τι συνίσταται η πρωτοτυπία της: τι την κάνει να ξεχωρίζει από τους τρόπους με τους οποίους σκέφτονται άλλοι λαοί; Κάνοντας μία εισαγωγή θα πρέπει να ορίσουμε κάποιες συντεταγμένες. Πότε εμφανίζεται , πού εκδιπλώνεται και πως εκδηλώνεται η ελληνική σκέψη. Ας αρχίσουμε λοιπόν να σκαλίζουμε λίγο τα πράγματα.
Στον ελληνικό χώρο εμφανίζονται μεγάλοι πολιτισμοί πολύ πρώιμα. Από τους πολιτισμούς που μπορούμε να ανιχνεύσουμε αναφέρω τον Κυκλαδικό και τον Μινωικό πολιτισμό. Δύο πολιτισμοί σαφώς ελληνικοί αλλά με πολλά προελληνικά στοιχεία. Ο πρώτος όμως αμιγώς ελληνικός πολιτισμός, δημιουργημένος από ελληνικά φύλα που εισβάλλουν από βορά, είναι ο Μυκηναϊκός πολιτισμός. Ανήκει στους ανακτορικούς πολιτισμούς, ένα είδος πολιτισμών που εμφανίζεται και στην Μικρά Ασία. Χαρακτηρίζεται από την συγκέντρωση της ζωής σε όλες της τις εκφάνσεις, γύρω από ένα ισχυρό, οχυρωμένο ανάκτορο. Τέτοιο είδος ανακτορικού πολιτισμού έχουμε σε αρκετά σημεία της Ελλάδας, τη Θήβα, τον Ορχομενό, την Πύλο, την Τίρυνθα και φυσικά τις Μυκήνες. Ο πολιτισμός αυτός ακμάζει από το 1600 π.X περίπου και διαρκεί 400 χρόνια περίπου. Γύρω στο 1200 καταρρέει παντού, η αιτία της ξαφνικής και γενικευμένης κατάρρευσής του είναι άγνωστη. Από το σημείο αυτό αρχίζει μία περίοδος για την Ελλάδα, για την οποία γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα ή περίπου τίποτα. Είναι οι λεγόμενοι σκοτεινοί χρόνοι ή Γεωμετρική εποχή. Η άγνοιά μας οφείλεται κυρίως στο ότι απουσιάζει η γραφή. Θα με ρωτήσετε, στο διάστημα που προηγείται, στην μυκηναϊκή εποχή, δεν έχουμε γραφή; Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Εξηγούμαι. Όχι μόνο έχουμε γραφή, που την αποκαλούμε γραμμική Β΄ αλλά στην δεκαετία του 50 είχαμε την τύχη να την διαβάσουμε . Η γραφή αυτή στηρίζεται σε ένα αλφάβητο που καλείται συλλαβικό . και καλείται συλλαβικό γιατί κάθε σημείο του δεν αντιστοιχεί σε έναν ήχο αλλά σε μία συλλαβή. Η γραφή όμως αυτή δεν επιτελεί τις λειτουργίες που περιμένουμε από μία γραφή σήμερα. Τα κείμενα όμως που έχουμε με βάση το συλλαβικό αλφάβητο δεν θα ικανοποιούσαν έναν εραστή των κειμένων, αντίθετα θα ικανοποιούσαν έναν λογιστή ή έναν οικονομολόγο. Και αυτό γιατί τα κείμενα αυτά είναι περισσότερο κατάστιχα παρά κείμενα. Και η γραφή αυτή πάντως σβήνει μαζί με τον μυκηναϊκό κόσμο και δίνει την θέση της στο κενό. Γύρω στο 800 π.Χ όμως έχει συντελεστεί στον Ελλαδικό χώρο μία πολιτιστική επανάσταση. Έχει εισαχθεί το φοινικικό αλφάβητο, που έχει μόνο σύμφωνα. Οι Έλληνες θα προσθέσουν τα φωνήεντα και θα δημιουργήσουν το αλφάβητο όπως περίπου το γνωρίζουμε σήμερα. Αρχίζουμε συνεπώς να έχουμε γραφή. Με τα πρώτα κιόλας γραπτά ντοκουμέντα ανακαλύπτουμε μία σκέψη πρωτότυπη που δεν υπήρχε την προηγούμενη περίοδο των ανακτορικών πολιτισμών. Είναι συνεπώς ένας τρόπος σκέψης που διαμορφώθηκε μέσα στην σκοτεινή περίοδο. Η σκέψη αυτή εμφανίζεται σε έναν χώρο που ορίζεται από την νότια Ιταλία στα δυτικά μέχρι τις ακτές της Μικράς Ασίας στα ανατολικά. Πρόκειται δηλαδή για την ανατολική Μεσόγειο. Το για ποιόν λόγο έχουμε ιδιαίτερο είδος σκέψης στον χώρο αυτό, σκέψης που διαφοροποιείται από τον τρόπο που σκέφτονται οι γειτονικοί λαοί, είναι μέχρι σήμερα άγνωστο. Γνωρίζουμε όμως ότι εκεί και τότε έχουμε μία σκέψη με πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα, ιδιαιτερότητα που δεν υπάρχει πουθενά αλλού.
Ποια είναι αυτή η ιδιαιτερότητα; Πριν ψάξουμε για την απάντηση θα ήθελα να επισημάνω κάτι. Όταν μιλάω για σκέψη, μιλάω ταυτόχρονα και για γλώσσα. Δεν υπάρχει σκέψη χωρίς γλώσσα και γλώσσα ανεξάρτητη από σκέψη. Σκέψη και γλώσσα είναι το ίδιο πράγμα. Σήμερα εδώ όταν μιλώ για σκέψη θα καταλαβαίνετε και γλώσσα και όταν αναφέρουμε γλώσσα θα σκέφτεστε συνάμα και την σκέψη. Είναι τόσο δεμένη η γλώσσα με την σκέψη ώστε δεν μπορούμε να μιλήσουμε την γλώσσα ενός λαού αν δεν γνωρίσουμε την σκέψη του. Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να μάθουμε μια ξένη γλώσσα, πχ γαλλικά; Να πάμε να μείνουμε στην Γαλλία βέβαια. Μπορούμε να γραφτούμε στην γαλλική ακαδημία φυσικά, και να πάρουμε δύο ή τρία πτυχία. Μάθαμε γαλλικά; μάθαμε ακαδημαϊκά γαλλικά, μάθαμε τα γαλλικά που γράφονται αλλά όχι τα γαλλικά που μιλιούνται. Αν όμως εγκατασταθούμε στην Γαλλία, πολύ γρήγορα θα μιλήσουμε όπως οι Γάλλοι. Γιατί συμβαίνει αυτό; θα μου πείτε, ακούγοντας συνέχεια μία γλώσσα, στο τέλος θα την μιλήσεις και εσύ. Αυτό λέγεται γιατί δεν συσχετίζουμε την γλώσσα με την σκέψη. Στην πραγματικότητα δεν ακούμε την γλώσσα του τόπου, ακούμε την σκέψη του τόπου. Όταν μένεις σε ένα μέρος δεν υιοθετείς μόνο την γλώσσα αλλά και την σκέψη. Και εκφράζεσαι όπως σκέπτεσαι. Γι’ αυτό λέμε ότι οι μετανάστες δεύτερης ή τρίτης γενιάς, πχ για τους Έλληνες του Καναδά, για τα παιδιά της δεύτερης γενιάς λέμε; Αυτά είναι πια Καναδάκια. Δεν το λέμε επειδή μιλούν Καναδέζικα αλλά επειδή έχουν αφομοιώσει την νοοτροπία των Καναδών, σκέφτονται σαν Καναδοί και εκφράζονται σαν Καναδοί. Γιατί τα λέμε αυτά; αν υιοθετείς μια γλώσσα υιοθετείς ασυναίσθητα και την σκέψη. Μια ξαδελφούλα μου έμεινε τρία χρόνια στο Λονδίνο για σπουδές. Μετά την επιστροφή της, τρώγαμε πρωινό μια φορά και με ρώτησε: παίρνεις γάλα με τον καφέ σου; οι Έλληνες δεν λένε, παίρνεις γάλα με τον καφέ σου, λένε, βάζεις γάλα στον καφέ ή θέλεις γάλα στον καφέ; Όταν συνηθίζουμε την γλώσσα του υπολογιστή ή τα γκρίκχιλς, κάτι συνθηματικά σύμφωνα και σύμβολα,- πολλοί γονείς γελάνε που τα παιδιά τους κάνουν αυτή την δουλειά,- υιοθετούμε συνάμα και την σκέψη του υπολογιστή. Η σκέψη του υπολογιστή είναι μηχανιστική, είναι μία σκέψη που δεν έχει συν αισθήματα. Το τι θα αντιμετωπίσουν οι γονείς σε λίγα χρόνια δεν το ξέρουν και γι’ αυτό χαμογελούν. Ελληνική σκέψη λοιπόν σημαίνει και Ελληνική γλώσσα. Αυτό έχει την εξής συνέπεια. Ποιοί είναι οι φορείς της ελληνικής σκέψης; αυτοί που μιλούν την ελληνική γλώσσα. Όχι οι Έλληνες αλλά οι Ελληνόφωνοι. Και ποιοι είναι Ελληνόφωνοι την εποχή εκείνη; Όλη η Ανατολική Μεσόγειος. Ελληνική σκέψη δεν έχουν μόνο οι Έλληνες αλλά όλοι οι Ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό έχει σημασία γιατί στην Δυτική Μεσόγειο δεν μιλιέται η ελληνική αλλά μια άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, η Λατινική. Η σκέψη επομένως στη Δυτική Μεσόγειο δεν είναι Ελληνική , είναι λατινική. Μια νοητή γραμμή χωρίζει την επικράτεια της Ελληνικής σκέψης με την επικράτεια της Λατινικής. Από την λατινική σκέψη προέρχεται η σκέψη της Δυτικής Ευρώπης. Η Δυτική Ευρώπη, από την συγκρότησή της μέχρι σήμερα, δεν σκέφτεται με ελληνικό τρόπο. Τι σημαίνει δεν σκέφτεται με ελληνικό τρόπο; ποια είναι η διαφορά του τρόπου που σκέφτονται οι ελληνόφωνοι από τον τρόπο που σκέφτονται άλλοι λαοί, οι Λατίνοι ή οι Σημίτες πχ;
Η ελληνική ιδιαιτερότητα, αυτό που κάνει την ελληνική σκέψη μοναδική, συνίσταται σε μία και μόνον έννοια, δεν λέω λέξη, και η έννοια αυτή είναι ο ΛΟΓΟΣ. Η Ελληνική σκέψη, η ελληνική ιδιαιτερότητα βασίζεται στην έννοια ΛΟΓΟΣ.
Για να δούμε τώρα τι σημαίνει αυτό το πράγμα και γιατί η σκέψη με τον Λόγο είναι μία σκέψη διαφορετική. Το πρώτο πράγμα που θα ρωτήσει κανένας είναι τι θα πεί Λόγος, και η πρώτη, αυθόρμητη απάντηση που θα πάρει είναι ότι Λόγος θα πει Λογική. Η ελληνική σκέψη λοιπόν είναι ορθολογική σκέψη. Αν τα πράγματα όμως ήταν τόσο αυτονόητα δεν θα υπήρχε λόγος να είστε εδώ σήμερα. Δηλαδή, θα μου πείτε, υπάρχει περίπτωση να μην είναι έτσι; είναι λάθος να πούμε ότι Λόγος είναι η λογική; Ασφαλώς όχι, προφανώς δεν είναι λάθος. Ο Λόγος καταλήγει να ταυτίζεται με την λογική και θα δούμε γιατί συμβαίνει αυτό, η πρωταρχική σημασία του Λόγου όμως ως λογικής δεν είναι επαρκής. Αν πούμε ότι ερμηνεύουμε τον λόγο ως λογική έχουμε άτοπα. Το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, είναι το ευαγγέλιο που απευθύνεται σε Ελληνόφωνους και γι αυτό χρησιμοποιεί τον Λόγο. « Εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεό και Θεός ήν ο Λόγος.» Αν Λόγος είναι Λογική, διαβάζουμε: « Πριν από όλα τα πράγματα υπήρχε η λογική, και τον Θεό τον πλησιάζουμε με την λογική και τελικά Θεός είναι η λογική.». Αυτό όχι μόνο είναι άτοπο αλλά αν χαρακτηρίσω την λογική ως Θεό, πέφτω σε αίρεση. Αλλά δεν είναι ανάγκη να πάμε στα ευαγγέλια. Αφού Λόγος ίσον λογική και αφού η λατινική σκέψη δεν χαρακτηρίζεται από τον Λόγο, σημαίνει ότι οι Λατίνοι δεν σκέφτονταν λογικά; Αν ο Λόγος ταυτίζεται με τον ορθολογισμό, οι Γάλλοι που δεν έχουν Ελληνική σκέψη δεν είναι ορθολογιστές; Μα πιο ορθολογιστής λαός δεν υπάρχει. Είναι λοιπόν φανερό ότι η αρχική σημασία του Λόγου δεν μπορεί να ταυτίζεται με την λογική.
Αυτή η πρωταρχική σημασία της σχέσης ρητά ομολογείται από του αρχαίους Έλληνες μαθηματικούς όταν πραγματεύονται τα κλάσματα. Αν γράψω το κλάσμα ½ έχω έναν λόγο, μία σχέση. Την σχέση του 1 (μέρος) προς το 2 (σύνολο). Αν γράψω 2/4 έχω μια σχέση πάλι. Την σχέση του 2 (μέρος) προς το 4 (σύνολο). Τι μας λένε τώρα οι μαθηματικοί; Ο λόγος αυτών των δύο κλασμάτων, η σχέση τους ,είναι κοινή. Πράγματι και τα δύο σημαίνουν μισό.
Η αρχική έννοια που κρύβεται μέσα στον Λόγο, γι αυτό μιλώ για έννοιες, είναι η έννοια της Σχέσης. Γνωρίζω ότι αυτό σας ξενίζει και ότι έχετε ενστικτωδώς αντιρρήσεις αλλά ας δούμε τα πράγματα σιγά-σιγά. Ο Λόγος προέρχεται από το ρήμα Λέγω. Μέσα στο Λέγω υπάρχει η ινδοευρωπαϊκή ρίζα *leg. Στα ελληνικά αυτό προφέρεται λεχ. Η ρίζα αυτή σημαίνει «ξαπλώνω μαζί», «συνευρίσκομαι ερωτικά». Η ρίζα *leg ενέχει ερωτικό στοιχείο. Προσοχή όμως. Όχι ερωτικό με την έννοια του αισθησιασμού, αλλά με την έννοια της έντονης συναισθηματικής φόρτισης, με την έννοια της διάθεσης για ένωση, όχι κατανάγκη σεξουαλική. Διαβάζοντας την ρίζα την ερμηνεύουμε ως «με διάθεση να είμαι μαζί». Προσέξτε πως δουλεύουν οι ρίζες των λέξεων, δεν αποδίδονται με μία λέξη αλλά με μία σύνθετη έννοια. Η έννοια της *leg (λεχ) αποδίδεται ως διάθεση ένωσης με κάτι άλλο. Το ρήμα «συλλέγω» που έχει μέσα του την ρίζα λεχ ,δεν σημαίνει απλά «μαζεύω» αλλά «μαζεύω από διάφορα μέρη πράγματα για να τα αραδιάσω όλα μαζί, το ένα κοντά στο άλλο. Εξ ου και το «συν». Λέχος στα αρχαία ελληνικά σημαίνει κρεβάτι αλλά ποιό κρεβάτι; το γαμήλιο κρεβάτι, την νυφική παστάδα. Η λέξη «στέλεχος» που έχει την ρίζα λεχ, δεν σημαίνει απλά «κομμάτι» αλλά «ένα κομμάτι ομοειδές προς άλλα κομμάτια που είναι βαλμένα το ένα δίπλα στο άλλο ,ώστε να αποτελούν οργανική ενότητα (πχ το στέλεχος του τετραδίου) ή ένα κομμάτι διαφορετικό από άλλα, αλλά που συνδέεται μαζί τους λειτουργικά ώστε όλα μαζί να απαρτίζουν λειτουργική ενότητα (πχ το στέλεχος μίας μηχανής)». Η λέξη «λεχώνα» δεν σημαίνει απλά την ξαπλωμένη γυναίκα αλλά την γυναίκα που είναι ξαπλωμένη μαζί με το νεογέννητο. Μέσα στο Λόγο λοιπόν υπάρχει η σημασία της ένωσης, η έννοια της σχέσης.
Ο Λόγος λοιπόν μέσα στην Ελληνική σκέψη μας λέει ότι η σκέψη αυτή πρωταρχικά έχει στην λογική της πράγματα που έχουν σχέση. Ο Λόγος κάνει την ελληνική σκέψη να προσανατολίζεται στην ένωση των πραγμάτων, στην σχέση που έχουν μεταξύ τους, και να μην τα βλέπει μεμονωμένα, κάθε ένα μόνο του. Η ελληνική σκέψη προτιμά να επικεντρώνεται στην σχέση των πραγμάτων και όχι στα πράγματα.
Ωραία όλα αυτά αλλά πού βρίσκεται ο συσχετισμός του λόγου με την λογική που τόσο περιμένουμε; Πριν φτάσουμε στην λογική, θα σταθούμε σε μία άλλη σημασία που αποδίδουμε στον Λόγο και η οποία μας είναι οικεία. Την ομιλία. Σε αυτό δεν δυσκολευόμαστε να συμφωνήσουμε. Τα λόγια προέρχονται από τον λόγο. Ποιά ομιλία όμως; Το «λέγω» δεν είναι ίδιο με το ομιλώ. Μιλάω σημαίνει βγάζω λέξεις, ήχους σχηματισμένους σε σημασίες. Αν το μωρό πει «μαμά» λέμε « Ά, μιλάει». Μιλάει αλλά δεν λέγει. Σε ένα προπονητή του Παναθηναϊκού πριν από χρόνια, Πολωνό, ονόματι Γιάτσεκ Γκμόχ, ζητήθηκε να κάνει μία δήλωση στην τηλεόραση. Ένας δημοσιογράφος ζήτησε μία δήλωση από έναν άνθρωπο που μόλις είχε έρθει στην Ελλάδα και που φυσικά δεν γνώριζε ελληνικά. Ο κακομούτσουνος πλην συμπαθέστατος πολωνός είπε περίπου τα εξής: « …εε..μπάλλα..εεε..σήμερα..εε..καλό ομάντα..εε..κάνει». Αυτό σε μετάφραση σημαίνει « η ομάδα σήμερα έπαιξε καλή μπάλλα». Η προσπάθεια του να μιλήσει ελληνικά είναι φυσικά αξιοθαύμαστη και δεν υποτιμάται. Ο άνθρωπος μίλησε. Αυτό όμως δεν είναι λόγος. Για να γίνει η ομιλία λόγος πρέπει να έχει ένα κατανοητό νόημα. Διαφορετικά είναι μια απλή παράθεση λέξεων. Για να γίνει λόγος η ομιλία πρέπει οι ήχοι, οι λέξεις να συσχετισθούν μεταξύ τους κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο ώστε να παράγουν νόημα. Το σημαντικό λοιπόν για να βρεθούμε στην επικράτεια του λόγου είναι όχι οι λέξεις αυτές καθαυτές αλλά ο συσχετισμός τους, οι κατάλληλες σχέσεις που θα υπάρξουν ανάμεσα στις λέξεις. Είτε η μία λέξη να προσδιορίζει την άλλη, είτε να εξαρτάται από την άλλη, είτε να αποτελεί συμπέρασμα της άλλης, είτε να παρατίθεται στην άλλη κτλ. Μόνο αν μιλήσω καθορίζονται σχέσεις ανάμεσα στις λέξεις μου, λέγω. Αυτή είναι η λειτουργία του Συντακτικού. Το Συντακτικό καθορίζει σχέσεις ανάμεσα στις λέξεις. Αν δεν υπάρξουν σχέσεις ανάμεσα στις λέξεις μου, δεν βρίσκομαι στην περιοχή του λόγου, βρίσκομαι στην περιοχή του ά-λογου, του παραλόγου. Παραμιλάω. Λέω πράγματα που δεν σχετίζονται μεταξύ τους, δεν έχουν καμία λογική. Αρχίζουμε λοιπόν τώρα να καταλαβαίνουμε την ταύτιση του Λόγου που έχει την σημασία της σχέσης, με την λογική, τον λογικό ειρμό. Αυτό όμως προϋποθέτει την πρωτογενή σημασία του Λόγου ως σχέσης. Στην ποίηση, ένα ανώτερο είδος λόγου, τείνουμε να βλέπουμε σχέσεις ενώ διαβάζουμε λέξεις. Στην κλασσική ποίηση οι σχέσεις είναι εξωτερικές. Η πλοκή του στίχου, η ομοιοκαταληξία, η αρμονία, όλα αυτά είναι σχέσεις. Στην μοντέρνα ποίηση δίνονται μόνον λέξεις και καλούμαστε ο καθένας από εμάς να βρούμε μόνοι μας τις σχέσεις ώστε να φτιάξουμε νοήματα. Αυτός είναι ο λόγος που καθένας από εμάς αντιλαμβάνεται διαφορετικά το ποίημα. Περιγράφει ο Ελύτης τα ελληνικά νησιά στο πέλαγος. « Ίπποι πέτρινοι, με την χαίτη ορθή, και γαλήνιοι αμφορείς και λοξές δελφινιών ράχες.» Οι λέξεις παρατίθενται παράλογα αλλά οι σχέσεις ζωγραφίζουν υπέροχα τα νησιά και μας δίνουν εκπληκτικό νόημα. Προσέξτε τώρα την σημασία αυτού που είδαμε. Οι Έλληνες την αρχαία εποχή, ακούγοντας ομιλία, παράθεση λέξεων ή ήχων, χωρίς αυτά να συσχετίζονται, λέγανε αυτό που λέμε και εμείς σήμερα. Μπλά, μπλά, μπλά, αυτός μιλάει , συνεχώς χωρίς να λέει τίποτα. ΜΙΛΑΕΙ χωρίς να ΛΕΕΙ. Ομιλία χωρίς λόγο. Μόνο που οι Έλληνες το μπλα, μπλα δεν το έλεγαν μπλα, μπλα. Μας λέει ο Αριστοφάνης πως το έλεγαν , το έλεγαν μπαρ, μπαρ. Όποιος λοιπόν μιλούσε με λέξεις ή ήχους χωρίς να δίνει σημασία ή προσοχή στις σχέσεις με τις οποίες οι λέξεις ή οι ήχοι ήσαν διαρθρωμένοι, δεν ήταν κατανοητός, έλεγε μπαρ, μπαρ, μπαρ, δηλαδή μιλούσε ακαταλαβίστικα. Από εκεί προέρχεται η λέξη μπάρμπαρος , δηλαδή βάρβαρος. Διότι οι ‘Έλληνες το Β δεν το πρόφεραν βου αλλά μπού. Τι σήμαινε αυτό; κάθε άνθρωπος που δεν ελλήνιζε, δηλαδή που δεν δούλευε, δεν σκεπτόταν και δεν εκφραζόταν με ελληνικό τρόπο σκέψης, δεν έδινε σημασία στις σχέσεις ανάμεσα στις έννοιες αλλά ανέφερε μόνο έννοιες, ξεχώριζε από την ομάδα που σκεφτόταν με τρόπο ελληνικό, ανήκε στους βαρβάρους. Αυτό μας οδηγεί να καταλάβουμε ποιους θεωρούσαν Έλληνες οι ίδιοι οι Έλληνες. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ούτε ελληνικό κράτος, ούτε σύνορα, ούτε χάρτες. Τι ένωνε σε ξεχωριστή ομάδα τους Έλληνες; Ο ιδιαίτερος τρόπος της σκέψης τους, ο κοινός τρόπος με τον οποίο έβλεπαν την ζωή, με τον οποίο εκφράζονταν. Έλληνες αισθάνονταν όσοι χρησιμοποιούσαν την ελληνική σκέψη. Ο όρος Έλληνας δηλαδή δεν ήταν όρος φυλετικός, αλλά πολιτιστικός. Για τον λόγο αυτό δεν είχε κανένα πρόβλημα και δεν ξένιζε ο Ισοκράτης όταν έλεγε « Έλληνες είναι οι της ελληνικής παιδείας μετέχοντες.» Έλληνες είναι όσοι ερμηνεύουν και βλέπουν τον κόσμο με τον ελληνικό τρόπο. Τώρα που ολοκληρώσαμε τον κύκλο αυτών των σκέψεων, μπορούμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στον ακόλουθο πίνακα:
Η Ελληνική σκέψη διέπεται από τον Λόγο.
Η ελληνική σκέψη διέπεται από σχέσεις.
– Η Ελληνική σκέψη εκφράζεται με τον Λόγο.
– Η Ελληνική σκέψη μιλάει για σχέσεις.μιλάει με σχέσεις.
Η Ελληνική σκέψη δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τον Λόγο.
Η Ελληνική σκέψη δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν βλέπει σχέσεις.
– Για την Ελληνική σκέψη ό,τι δεν υπόκειται στον Λόγο είναι άρρητο.
– Για την Ελληνική σκέψη ό,τι δεν υπόκειται σε σχέσεις δεν εκφράζεται , δεν υπάρχει, δεν την ενδιαφέρει.
Παρά την έκπληξή σας και την δυσκολία που έχετε να αποδεχτείτε αυτή την ιδιαιτερότητα, αν σκεφτείτε βαθειά θα δείτε ότι και εσείς , που είστε φορείς του Ελληνικού τρόπου σκέψης, με τον ίδιο τρόπο λειτουργείτε. Στην πραγματικότητα εσείς, εγώ, όλοι μας, δεν δίνουμε καταρχήν σημασία στα πράγματα, στις λέξεις, στις έννοιες αυτές καθαυτές αλλά στις σχέσεις που τα συνδέουν. Όταν ακούμε κάτι, αυτόματα το συγκρίνουμε και το συνδέουμε με κάτι άλλο. Αν πω «τιμώ το στεφάνι μου», όλοι θα καταλάβετε «σέβομαι τον γάμο μου». Από το ένα στο άλλο γίνονται αυτόματα συσχετισμοί κατάλληλοι ώστε να προκύπτει το νέο νόημα. Αν σας πω ότι το καλοκαίρι οργανώνουμε μία εκδρομή στο Παρίσι, όσοι τουλάχιστον έχετε παιδιά θα μου πείτε: « θα πάμε στην Ντίσνευλαντ». Γιατί; συνδέουμε συνειρμικά με το Παρίσι πράγματα που έχουν σχέση με το Παρίσι. Αν γνωρίζουμε την έννοια , θα κάνουμε οπωσδήποτε συγκρίσεις και συνδέσεις. Αν δεν την γνωρίζουμε, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα ούτε και την αναφέρουμε. Αν σας ρωτήσω: «σας αρέσει η όπερα», επειδή την γνωρίζετε θα μου απαντήσετε «μου αρέσει πολύ, είδαμε μια παράσταση της Κάρμεν πριν λίγες μέρες, καταπληκτική» ή «δεν μ ’αρέσει καθόλου, προτιμώ μια καλή κωμωδία». Συσχετίζετε αμέσως. Αν σας ρωτήσω όμως « Σας αρέσει το θέατρο Καμπούκι» που είναι ένα είδος γιαπωνέζικου θεάτρου, εσείς που δεν το γνωρίζετε δεν μπορείτε να μου πείτε ούτε ναι ούτε όχι, δεν μπορείτε να μου πείτε τίποτε. Θα με κοιτάξετε άναυδοι. (4 στον πίνακα). Αυτό που θα μπορούσατε μόνο να κάνετε είναι να με ρωτήσετε «με τι μοιάζει;» Με τι έχει σχέση; Με τι να το συγκρίνω για να το καταλάβω; Για να κατανοήσετε κάτι πρέπει να το συσχετίζετε. Θα μου πείτε «μα έτσι δεν κάνουν όλοι»; «υπάρχει κάποιος που δεν σκέφτεται έτσι»; Σωστή ερώτηση. Σαν φορείς της ελληνικής σκέψης σας είναι αδιανόητο ότι μπορεί κάποιος να σκεφτεί διαφορετικά. Όμως θα εκπλαγείτε αν αποταθείτε σε κάποιον που δεν είναι φορέας της ελληνικής σκέψης. Αν την πρόταση για το ταξίδι στο Παρίσι την κάνω σε έναν Γερμανό, όταν θα έρθει η συζήτηση στην Ντίσνευλαντ, θα κοιτάξει το χαρτί του και θα μου πει «δεν είναι στο πρόγραμμα».Τι σημαίνει πρόγραμμα ; Ένας κατάλογος με τα πράγματα που έχουν καθοριστεί, ώστε να βλέπουμε μόνον αυτά χωρίς να τα συσχετίζουμε με κάτι άλλο. Το πρόγραμμα που λέει Παρίσι, το έγραψε στο μυαλό του σαν Παρίσι και το σφράγισε. Δεν αποκλίνει. Για τον Γερμανό, επίσκεψη στο Παρίσι σημαίνει ότι λέει η λέξη: επίσκεψη στο Παρίσι, όχι και άλλα πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς επ’ ευκαιρία και σε σχέση με το Παρίσι.
Δεν ξέρω αν σας έπεισα, ελπίζω να έχω αρχίσει να σας προβληματίζω και για να σας πείσω ας δούμε τα πράγματα ανάποδα. Έχετε έναν φίλο, τον κύριο Παππά. Τον λέω Παππά για να το θυμάστε. Αυτός επειδή είναι πολυάσχολος και δεν προλαβαίνει ,σας παρακαλεί να του κλείσετε εσείς ξενοδοχείο στην Θεσσαλονίκη. Επικοινωνείτε με κάποιο ξενοδοχείο εκεί και ζητάτε δωμάτιο για τον κ. Παππά. Θα ακούσετε τον υπάλληλο να κάνει την κράτηση και να ψιθυρίζει Παπ-πάς. Μάλιστα, έγινε η κράτηση. Κάντε τώρα το ίδιο και σε ξενοδοχείο στο Λονδίνο. Θα σας ρωτήσει ο υπάλληλος « the name please». Θα πείτε « Παππάς». Spelling please θα σας ζητήσει ο ο υπάλληλος. Τι σημαίνει αυτό; «θα μου το πείτε γράμμα προς γράμμα». Δεν είναι που είναι δύσκολο το όνομα Παππάς. Αποκλείεται να κάνει λάθος. Και Taylor να του πείτε που είναι πιο οικείο, πάλι spelling θα σας πει. Γιατί; Επαγγελματική υποχρέωση του είναι να βεβαιωθεί ότι δεν θα κάνει λάθος όταν του δώσουν ένα όνομα. Ωραία. Υπάρχει λοιπόν συγκεκριμένη διαδικασία θεσπισμένη για τον σκοπό αυτό που την ακολουθεί τυφλά. Δεν την ακολουθεί επειδή δυσκολεύεται με το όνομα. Ακόμα και αν και εκείνον τον λένε Taylor, δεν θα αποκλίνει από την διαδικασία. Θα εφαρμόσει απαρέγκλιτα τον κανόνα, χωρίς οποιονδήποτε άλλο συσχετισμό. Εμείς βέβαια που έχουμε θεοποιήσει τις δυτικές διαδικασίες θα πούμε «μπράβο, αυτός είναι σωστός επαγγελματίας!» Στην πραγματικότητα ,ο φίλος από την Δυτική Ευρώπη, υπακούει στους κανόνες ενός άλλου τρόπου σκέψης που δεν έχει στον πυρήνα του τον Λόγο αλλά μία άλλη έννοια: τον Νόμο. Η Λατινική καθώς και η Αγγλοσαξωνική σκέψη δεν χαρακτηρίζονται από τον Λόγο αλλά από τον Νόμο. Για να δούμε τώρα τι θα πει αυτό. Ο Νόμος προέρχεται από το ρήμα « νέμω» και αυτό με την σειρά του έχει μέσα του την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *nem. Η ρίζα *nem έχει την έννοια του « μοιράζω, διανέμω». Όχι όμως απλά μοιράζω αλλά μοιράζω στον καθένα ακριβώς αυτό που του αντιστοιχεί. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο αλλά αυστηρά ότι αντιστοιχεί σε κάθε έναν. Σημασία εδώ δεν έχει το ρήμα «μοιράζω» αλλά αυτό που μοιράζω, το αντικείμενο της διανομής. Και υπάρχει εδώ μία αυστηρότητα. Πρέπει να καθορίσω απόλυτα την ποσότητα που αντιστοιχεί, να την περιορίσω, να την απομονώσω, να πω «μόνον αυτό και τίποτα άλλο». Υπάρχει δηλαδή ανάγκη συγκεκριμενοποίησης, οριοθέτησης της έννοιας από το περιβάλλον της. Πρέπει να θέσω όρια, να την απομονώσω και να επικεντρωθώ σ’αυτήν. Από εδώ προκύπτει και η έννοια του ορισμού. Ορισμός σημαίνει ότι βάζω την έννοια σε έναν κύκλο, χαράζω σύνορα γύρω της και την κάνω να μην έχει σχέση με κάτι άλλο στο περιβάλλον της. Βλέπω την έννοια ή το πράγμα αυτό καθαυτό χωρίς να ξεφεύγω από τον κύκλο. Η δουλειά αυτή είναι εξαιρετικά αυστηρή και άκαμπτη. Ότι ανήκει στην έννοια είναι μέσα στο κύκλο, ότι δεν ανήκει σ’αυτήν , μένει έξω από αυτόν. Ή μέσα ή έξω. Αυστηρή επιλογή. Όταν πω Παρίσι, ο Γερμανός καταλαβαίνει Παρίσι, όχι Παρίσι και άλλα πράγματα που έχουν σχέση με το Παρίσι. Για να κάνω αυτή την δουλειά χρησιμοποιώ αυστηρές διαδικασίες. Ή πρέπει να κάνω τούτο ή πρέπει να κάνω το άλλο, αλλά με απόλυτη αυστηρότητα. Εδώ πρόκειται για αυστηρή επιλογή. Ή ναι ή όχι. Τρίτη λύση αποκλείεται. Πρόκειται για την απόλυτη γλώσσα του υπολογιστή. Ναι ή όχι. Ο η 1. Οι θεσμοί, το κράτος, η διοίκηση, οι καθορισμένες διαδικασίες, ότι έχει σχέση με τήρηση κανόνων που τους τηρείς ή δεν τους τηρείς, εδώ στηρίζει την λογική του. Γι’ αυτό θα δούμε ότι όπου κυριαρχεί η λατινική σκέψη, στην δυτική Ευρώπη και την Αμερική, όλοι οι θεσμοί που απαιτούν αυστηρότητα, υπακοή και καθορισμένες διαδικασίες, διοίκηση, δήμος, οργανωμένη επιχείρηση, Πανεπιστήμια, λειτουργούν πολύ καλά και είναι αποτελεσματικοί. Επειδή, όσοι είναι φορείς της λατινικής σκέψης, αποδέχονται την λογική σύμφωνα με την οποία λειτουργούν οι θεσμοί αυτοί. Η σκέψη τους είναι συμβατή με την αυστηρότητα του νόμου. Ό Έλληνας αντίθετα, φορέας της Ελληνικής σκέψης, δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτή την λογική. Για τον φορέα της ελληνικής σκέψης δεν υπάρχει ναι ή όχι. Δεν βλέπει αποκλειστικά τα πράγματα αλλά τις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα. Και ενώ τα πράγματα περιχαρακώνονται στους ορισμούς τους και μένουν σταθερά, οι σχέσεις είναι ρευστές και μεταβάλλονται. Για τον φορέα της ελληνικής σκέψης το ναι ή όχι σημαίνει και ναι και όχι, εξαρτάται. Την ίδια στιγμή που είναι ναι, την ίδια στιγμή μπορεί να είναι και όχι, μέσα από ένα άλλο πλέγμα σχέσεων. Έτσι ο φορέας της ελληνικής σκέψης δεν αποδέχεται την λογική του άκαμπτου και απομονωμένου θεσμού που λειτουργεί ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει γύρω του. Κάθε θεσμός, για τον φορέα της ελληνικής σκέψης είναι σχετικός, η σημασία του και η αξία του εξαρτώνται , είναι προϊόν σχέσεων που άλλοτε είναι έτσι και άλλοτε είναι αλλιώς. Συμπέρασμα: ουδέποτε ο Έλληνας πρόκειται να αντικρύσει το κράτος με τον τρόπο που το βλέπει ο δυτικός. Όση προσπάθεια και να γίνει γι αυτό, θα πρόκειται για μίμηση άλλου τρόπο σκέψης και θα αποτύχει. Δεν χρειάζεται να θυμώνουμε που ο Έλληνας δεν μπορεί να γίνει Ευρωπαίος. Πρέπει απλά να καταλάβουμε τις βαθύτερες αιτίες. Προλαβαίνω αυτό που γεννιέται στο μυαλό κάποιων. Ότι με αυτή την λογική ο Ελληνικός τρόπος σκέψης μειονεκτεί απέναντι στον δυτικό τρόπο σκέψης τουλάχιστον ως προς την αποτελεσματικότητα. Νομίζω ότι είναι άτοπη η σύγκριση. Δεν υπάρχει καλύτερος και χειρότερος τρόπος σκέψης. Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι σκέψης. Και οι δύο τρόποι έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Η δυτική σκέψη, ο νόμος, δείχνει να πλεονεκτεί σε θέματα αποτελεσματικότητας. Η Ελληνική σκέψη πού πλεονεκτεί άραγε;
Ας δούμε παραστατικά τον διαχωρισμό για να εννοήσουμε εναργέστερα τις διαφορές. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε δύο ηλεκτρικώς φορτισμένα σωματίδια. Το ένα με θετικό φορτίο και το άλλο με αρνητικό. Αν αρχίσουμε να πλησιάζουμε το ένα με το άλλο, από κάποια απόσταση θα αναπτυχθούν μεταξύ τους ηλεκτρικοί σπινθήρες, μικροί κεραυνοί, θα διαχυθεί μια λάμψη στην ατμόσφαιρα ενώ θα ακούγεται θόρυβος, μικρές βροντές. Είναι το γνωστό φαινόμενο μιας εικόνας καταιγίδας σε μικρογραφία. Αν παρεμβάλλουμε τώρα ανάμεσα σε εμάς και το φαινόμενο, ένα φίλτρο που απορροφά την ακτινοβολία, σαν το καπνισμένο γυαλί με το οποίο παρατηρούμε τον ήλιο στην διάρκεια μιας έκλειψης, θα βλέπουμε μόνο τα σωματίδια χωρίς τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, ακριβώς όπως βλέπουμε τον ήλιο χωρίς την ακτινοβολία του. Την δεύτερη αυτή εικόνα, των στατικών σωματιδίων χωρίς τις αλληλεπιδράσεις, βλέπει η δυτική σκέψη. Η Ελληνική σκέψη αντίθετα βλέπει την πρώτη εικόνα, τους σπινθήρες, την λάμψη και τα μπουμπουνητά, και μέσα στον ορυμαγδό δεν δίνει σημασία στα δύο σώματα. Συγκρίνοντας τις δύο εικόνες αρχίζουμε τώρα να υποψιαζόμαστε ότι η ελληνική σκέψη μπορεί να είναι πιο ενδιαφέρουσα, να βλέπει πράγματα που η δυτική σκέψη δεν μπορεί να δει και να βρίσκεται μπροστά σε φαινόμενα που η δυτική σκέψη δεν μπορεί να ανιχνεύσει. Στο σύστημα που περιγράψαμε πριν από λίγο, η λατινική σκέψη βλέπει μόνον τα ακίνητα σωματίδια, και από αυτά ένα κάθε φορά, γιατί δεν μπορεί να κοιτάει σε δύο μέρη συγχρόνως, και τα βλέπει μεμονωμένα και στατικά. Η ελληνική σκέψη την ίδια στιγμή, βλέπει στο σύστημα μια λάμψη που αναβοσβήνει, σπινθηρισμούς που εναλλάσσονται και αλλεπαλλήλους θορύβους. Για την ελληνική σκέψη που επικεντρώνεται στις σχέσεις, τίποτα δεν είναι στατικό, βλέπει κίνηση, διότι οι ίδιες οι σχέσεις δεν είναι στατικές, είναι πάντα ρευστές. Στο παράδειγμα που σας έδωσα, η ελληνική σκέψη δεν μπορεί να πει αν η εικόνα είναι έτσι ή αλλιώς. Την ίδια στιγμή που είναι έτσι, την ίδια στιγμή είναι και αλλιώς. Δεν μπορεί να πει ναι ή όχι. Είναι και ναι και όχι. Η δυτική σκέψη είναι στατική ενώ η ελληνική σκέψη είναι κινητική. Ας το δούμε τώρα στην γλώσσα. Η λατινική γλώσσα βλέπει μεμονωμένες, σταθερές έννοιες και αυτό λέει. Βλέπω το σώμα Α και το σώμα Β. Για να μιλήσει δίνει ονόματα στα πράγματα. Γι΄αυτό οι γλωσσολόγοι λένε ότι η λατινική γλώσσα, και κατ’ επέκταση οι δυτικές γλώσσες, είναι γλώσσα ονοματική. Η ελληνική γλώσσα περιγράφει κίνηση, αστράφτει και βροντάει θα πει ο ελληνόφωνος, χρησιμοποιεί και βασίζεται στα ρήματα, γιατί η κίνηση διατυπώνεται με ρήματα. Οι γλωσσολόγοι λένε ότι η ελληνική γλώσσα είναι ρηματική. Η ιδιότητα αυτή της ελληνικής γλώσσας έχει κοστίσει πολύ σε όλους μας, αν θυμηθείτε τις δυσκολίες μας με τον απέραντο πλούτο των ρημάτων και τους τύπους τους που μας ταλάνιζαν στο σχολείο. Το χτικιό της αρχαίας ελληνικής ήταν τα ανώμαλα κυρίως ρήματα. Και αυτό διότι οι σχέσεις που περιγράφονται δεν είναι ποτέ σχεδόν ομαλές.
Θα μου πείτε, καλά, όλες οι γλώσσες δεν έχουν ρήματα; Ασφαλώς έχουν, διαφορετικά ο κόσμος θα ήταν παγωμένος, καταδικασμένος σε ακινησία. Σημασία δεν έχει αν οι γλώσσες έχουν ρήματα αλλά ποιά λειτουργία επιτελούν τα ρήματα. Σκεφτείτε τα αγγλικά που λίγο-πολύ όλοι γνωρίζετε. Οι Άγγλοι, για να εκφράσουν την κίνηση, αναγκάζονται να υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό προθέσεις. Και από τα πιο δύσκολα πράγματα στην εκμάθηση της αγγλικής είναι η χρήση των προθέσεων, ακριβώς γιατί η κίνηση που ζωντανεύει την γλώσσα, εδώ δεν αποδίδεται με ρήματα.
Την διαφορετική σημασία που έχουν τα ρήματα ανάμεσα στην ελληνική και σε μια δυτική γλώσσα μπορούμε να την δούμε αν σκεφτούμε την λειτουργία των βασικών ρημάτων «είμαι» και «έχω». Στην αγγλική πχ γλώσσα τα ρήματα « to be» και «to have», εντάσσονται στην κατηγορία των βοηθητικών ρημάτων όπως και τα ρήματα may, can, must, will, shall, do κλπ. Ένα σωρό ρήματα που η λειτουργία τους συνίσταται στον σχηματισμό τύπων των λοιπών ρημάτων, μία λειτουργία καθαρά φορμαλιστική, ξένη προς κάθε βαθύτερη σημασία. Τα ρήματα αυτά δεν είναι παρά εργαλεία. Στην ελληνική γλώσσα όμως τα ρήματα «είναι» και «έχειν» έχουν μια διαφορετική λειτουργία που δεν είναι καθόλου φορμαλιστική. Το «είναι» δηλώνει την ύπαρξη ενώ το «έχειν» δηλώνει την σχέση. Τα βασικά ρήματα της ελληνικής είναι μόνον δύο γιατί δεν χρειάζονται άλλα για να περιγράψουν την ουσία της ζωής. Η ύπαρξη παίρνει νόημα μόνο με την σχέση και η σχέση προϋποθέτει την ύπαρξη. Η σύζευξη ύπαρξης και σχέσης ολοκληρώνουν την ζωή.
Είδαμε ότι όταν η λατινική σκέψη αναφέρεται στις έννοιες, τις συγκεκριμενοποιεί, διαφορετικά δεν τις προσεγγίζει, η ελληνική σκέψη όμως κάνει το αντίθετο. Καταρχήν οι αναφορές της γίνονται στις έννοιες και το περιβάλλον τους ταυτόχρονα καθώς και στις σχέσεις που αυτές έχουν με τον περίγυρο. Η θεώρηση της ελληνικής σκέψης δηλαδή δεν συνίσταται σε έννοιες συγκεκριμενοποιημένες. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι και η ελληνική σκέψη δεν έχει ανάγκη από την συγκεκριμενοποίηση των εννοιών. Για να αναφερθούμε όμως σε μία συγκεκριμενοποιημένη έννοια, όσοι μετέχουμε της ελληνικής σκέψης, πρέπει πρώτα να κάνουμε ακριβώς αυτό: να την συγκεκριμενοποιήσουμε, να καθορίσουμε ότι μιλάμε για την συγκεκριμένη έννοια πχ για έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Αυτό στην λατινική σκέψη γίνεται αυτόματα αν τον ονομάσουμε, στην ελληνική όμως όπως θα δούμε αυτό δεν συμβαίνει. Ας παρουσιάσουμε κάποιον , τον Γιάννη πχ αγγλικά: « I am John.» Ή Γαλλικά : « je suis Jean» Ή Ιταλικά: « Io sonno Giovanni». Ας κάνουμε τώρα το ίδιο ελληνικά : « Είμαι Γιάννης». Σε οποιαδήποτε δυτική γλώσσα η παρουσίαση είναι σαφής. Πρόκειται για τον συγκεκριμένο Γιάννη. Στα ελληνικά όμως αυτό δεν συμβαίνει. Είμαι Γιάννης σημαίνει ότι είμαι και εγώ Γιάννης, είμαι ένας από τους Γιάννηδες, έχω τα χαρακτηριστικά Γιάννη, έχω σχέση με τους Γιάννηδες. Δεν καταλαβαίνει όμως κανένας, ποιος ακριβώς από τους Γιάννηδες είμαι. Για να γίνω συγκεκριμένος Γιάννης πρέπει να χρησιμοποιήσω ένα εργαλείο που λέγεται άρθρο. Είμαι ο Γιάννης. Μόνον τώρα γνωρίζει κάποιος ότι απέναντί του έχει έναν συγκεκριμένο Γιάννη. Έννοιες που στην λατινική σκέψη παρουσιάζονται αυτόματα εξειδικευμένες, στην ελληνική σκέψη χρειάζεται να εξειδικευτούν και αυτήν ακριβώς την λειτουργία στην ελληνική κάνουν τα άρθρα. Στην λατινική δεν χρειάζονται άρθρα, επειδή δεν χρειάζεται και εξειδίκευση των εννοιών. Στις δυτικές γλώσσες τα άρθρα που υπάρχουν, όταν υπάρχουν, έχουν φορμαλιστική, ρεγαλειολογική καθαρά χρήση, όπως ακριβώς και τα βοηθητικά ρήματα. Για τον λόγο αυτό ούτε ποικιλία έχουν ούτε γένη, αριθμούς και πτώσεις ούτε και κλίνονται. Η μόνη τους χρησιμότητα είναι να χρησιμοποιούνται για τις ήδη εξειδικευμένες έννοιες, όταν αυτές χρειάζεται να διαχωριστούν από τις αόριστες. Έτσι το άρθρο της αγγλικής Τhe το χρησιμοποιούμε για να το αντιπαραθέσουμε με το αόριστο άρθρο a ( the dog- a dog). Δεν έχει καμία άλλη λειτουργική χρησιμότητα όπως και το γαλλικό la, το οποίο είναι και αυτό άκλιτο. Η γενική de la δεν είναι κλίση του άρθρου αλλά χρήση της πρόθεσης de ακριβώς επειδή το άρθρο δεν κλίνεται. Η μόνη δυτική γλώσσα που μορφολογικά και μόνον χρησιμοποιεί τα άρθρα όπως η ελληνική είναι τα γερμανικά. Αυτό όμως συμβαίνει μόνο μορφολογικά και όχι λειτουργικά .και οφείλεται στο ότι η γερμανική γραμματική ακολουθεί κατά πόδας την αρχαία ελληνική παρά το ότι οι λειτουργικές της ανάγκες δεν το επιβάλλουν. Αν τα άρθρα die, der, das είχαν την χρήση που έχουν και τα ελληνικά άρθρα, θα συνιστούσαν, όπως και τα ελληνικά, καταρχήν αντωνυμίες. Γιατί τα ελληνικά άρθρα ήσαν πρώτα αντωνυμίες και μάλιστα δεικτικές. Η διαφορά ανάμεσα στο «άνθρωπος» και στο «ο άνθρωπος» συνίσταται ακριβώς στην αντωνυμική χρήση του άρθρου «ο». Ο δεύτερος όρος σημαίνει «αυτός εδώ ακριβώς ο συγκεκριμένος άνθρωπος». Φαίνεται καθαρά αυτό στην αρχαία γλώσσα. Την φράση «Ό δ’είπεν» οι αρχαίοι χρησιμοποιούν για να πουν «αυτός δε ο συγκεκριμένος είπεν». Η ποικιλία των γενών , των αριθμών , των πτώσεων , του τόσου πλούτου στα ελληνικά άρθρα, δικαιολογείται από την ανάγκη συγκεκριμενοποίησης του πλούτου των εννοιών.
Η ελληνική σκέψη λοιπόν βλέπει πάντα κίνηση. Η κίνηση γίνεται μέσα στον χώρο. Τα πράγματα σχετίζονται με ότι βρίσκεται πάνω ή κάτω, μέσα ή έξω, δεξιά ή αριστερά, μακριά ή κοντά τους. Οι σχέσεις εμφανίζονται μέσα στον χώρο. Και η θεωρία που ασχολείται με τον χώρο είναι η γεωμετρία. Γι’ αυτό και η πρώτη επιστήμη που αναπτύσσεται στην Ελλάδα είναι η γεωμετρία. Οι έλληνες μαθηματικοί είναι γεωμέτρες. Η ελληνική σκέψη προϋποθέτει τον χώρο και σκέφτεται με όρους του χώρου, με διαστάσεις. Στην είσοδο της Πλατωνικής Ακαδημίας υπήρχε η προμετωπίδα « Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω». Τι σήμαινε αγεωμέτρητος; Αγεωμέτρητος ήταν αυτός που δεν σκεφτόταν με έννοιες του χώρου. Δηλαδή με σχέσεις. Και γιατί το ζητούσε αυτό ο Πλάτων; Ήθελε να αποκλείσει όσους δεν σκέφτονταν. Διότι για την ελληνική σκέψη δεν υπάρχει άλλος τρόπος σκέψης.. Ή σκέφτεσαι με σχέσεις ή δεν σκέφτεσαι καθόλου. Ήθελε λοιπόν να προφυλάξει το κύρος της σχολής του από ανθρώπους που δεν χρησιμοποιούσαν τον εγκέφαλό τους..Υπήρχαν τέτοιοι; Αρκετοί, όπως ακριβώς και σήμερα. Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα δεν σκέφτονται και κυρίως δεν σκέφτονται με σχέσεις ή μάλλον σκέφτονται με σχέσεις αλλά δεν το καταλαβαίνουν Το ότι η ελληνική σκέψη είναι προσανατολισμένη στις σχέσεις δεν σημαίνει ότι οι καθημερινοί άνθρωποι το κάνουν αυτό ενσυνείδητα. Και εμείς το κάνουμε αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Μόνον τα λαμπρά μυαλά, οι άνθρωποι που βασανίζουν την σκέψη τους, που προβληματίζονται, αποκτούν συνείδηση για τον τρόπο που δουλεύει το μυαλό τους. Τέτοια λαμπρά μυαλά εμφανίστηκαν στον ελληνικό χώρο πολύ πρώιμα. Αποκαλούνται με ένα γενικό επίθετο ως προσωκρατικοί φιλόσοφοι, τότε τους λέγανε φυσιολόγους. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι φυσιολόγοι εμφανίζονται στις παρυφές του ελληνικού κόσμου, είτε στα Ιωνικά παράλια είτε στην Νότιο Ιταλία. Αντίθετα δεν εμφανίζονται στον Ελλαδικό κορμό. Η πιο πρόσφορη εξήγηση για αυτό είναι το ότι στις παρυφές της ελληνικής σκέψης, οξυδερκείς άνθρωποι έρχονται σε επαφή με άλλα είδη σκέψης, διαφορετικά από το δικό τους, και επειδή η σκέψη τους οδηγεί αυτόματα σε συγκρίσεις, ως ελληνική σκέψη, προβληματίζονται . Ενώ στην κυρίως Ελλάδα, μη υπάρχοντος άλλου είδους σκέψης, δεν γίνονται συγκρίσεις διότι δεν υπάρχει κάτι για να συγκρίνουν. Κάθε σχετικός προβληματισμός παρέλκει. Πάντως το θέμα είναι ότι όσοι προβληματίζονται, προβληματίζονται μόνο με τον τρόπο που γνωρίζουν, έτσι ο προβληματισμός αφορά πάντα σε σχέσεις. Ας δούμε αυτό τον ενδεικτικό πίνακα:
Ας πάμε πρώτα στα μικρασιατικά παράλια.
Ο Θαλής από την Μίλητο: το βασικό στοιχείο από το οποίο αποτελείται ο κόσμος είναι το νερό, που με τις ποιοτικές ή ποσοτικές σχέσεις του δημιουργεί όλα τα πράγματα. Ο Θαλής χρησιμοποιεί γεωμετρικές σχέσεις για να μετρήσει το ύψος των πυραμίδων, καθώς και τις σχέσεις των πλανητών για να προβλέψει τις ηλιακές εκλείψεις.
Ο Αναξιμένης από την Μίλητο θεωρεί πρωταρχικό στοιχείο τον αέρα, που με τις πυκνώσεις και τις αραιώσεις του σε συγκεκριμένες αναλογίες δημιουργεί τον κόσμο.
Ο Αναξίμανδρος από τη ν Μίλητο θεωρεί πρωταρχικό στοιχείο το άπειρο το οποίο λέει ότι είναι υπόστρωμα αντιτιθέμενων σχέσεων.
Ο Ηράκλειτος από της Έφεσο λέει ότι όλα οφείλονται στην ενότητα των αντιθέτων. Τα πάντα ρει, όλα είναι μεταβολή, δεν υπάρχουν σταθερές έννοιες και ουσίες. Όλα είναι αντιτιθέμενες σχέσεις, πόλεμος πάντων πατήρ, δηλαδή η σύγκρουση αντιθέτων σχέσεων δημιουργεί τα πάντα
Ας πάμε τώρα στην αντίθετη πλευρά.
Ο Ξενοφάνης από τη Ελέα λέει ότι ο ήλιος δημιουργείται από τις σχέσεις με τις οποίες συμπλέκονται τα διάπυρα σύννεφα, ενώ τα πράγματα που γεννιούνται και αναπτύσσονται αποτελούνται από σχέσεις ανάμεσα σε γη και νερό.
.
Ο Πυθαγόρας θεωρεί σαν πρωταρχικό στοιχείο τον αριθμό, δηλαδή τις αναλογικές σχέσεις. Κλειδί του κόσμου είναι η αρμονία που είναι αποτέλεσμα σχέσεων πλεγμένων κατ’ ιδανική αναλογία. Τέλος
Ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα λέει ότι τα πάντα συντίθενται από 4 στοιχεία: φωτιά, αέρας , νερό και γη. Δύο δυνάμεις κυριαρχούν στις σχέσεις, η φιλότης (αγάπη) που κάνει τις σχέσεις να πλησιάζουν και το νείκος (μίσος) που κάνει τις σχέσεις να απομακρύνονται.
Δεν χρειάζεται να πούμε και άλλα. Είναι φανερό ότι όλοι δουλεύουν μόνο με σχέσεις. Όχι μόνο στην φιλοσοφία αλλά και στην καθημερινότητα.
Ο Ερατοσθένης χρησιμοποιώντας σχέσεις και αναλογίες μετρά με ακρίβεια το μήκος του μεσημβρινού της γης.
Ο Αρίσταρχος από την Σάμο βασισμένος στις σχέσεις ανάμεσα στις σκιές των πλανητών λέει ότι η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο και όχι ο ήλιος γύρω από την γη.
Ο Ιππόδαμος από την Μίλητο χρησιμοποιεί συμμετρικές σχέσεις για να εισηγηθεί την έννοια της ρυμοτομίας στις πόλεις.
Ο Ίππαρχος από την Ρόδο, μελετώντας τις σχέσεις ανάμεσα στις ημέρες και την διάρκειά τους υπολογίζει την διάρκεια του τροπικού έτους σε 365 ημέρες, συν ¼ της ημέρας πλην το 1/300 της ημέρας. Ο υπολογισμός με τον υπολογιστή δίνει 365 ημέρες συν ¼ ημέρας πλην 1/144 ημέρας.
Για να μην αναφερθούμε στον Παρθενώνα που οφείλει την ομορφιά του στις αναλογίες και τις σχέσεις των δομικών στοιχείων, καθώς και στην Δημοκρατία ως πολίτευμα που συνίσταται στις ισότιμες δηλ. ίδιες σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες.
Βλέπετε ότι η Ελληνική σκέψη θεμελιώνεται εξολοκλήρου πάνω στις σχέσεις των πραγμάτων και όχι πάνω στα πράγματα και τις έννοιες. Και επειδή συμβαίνει αυτό, οι όροι που αποδίδουν καλύτερα και εναργέστερα τις επιστημονικές έννοιες είναι ελληνικοί. Γι’ αυτό όλες οι επιστήμες χρησιμοποιούν ελληνικούς όρους. Η ελληνική σκέψη είναι η καταλληλότερη να συλλάβει και να διαπλάσσει επιστημονικούς όρους διότι σκέφτεται με δυναμικό και πρόσφορο τρόπο. Όχι όμως όλες οι επιστήμες. Εξαιρούνται οι επιστήμες που αναζητούν ονόματα, βοτανική, ζωολογία, φυτολογία κλπ. Επειδή ακριβώς στηρίζονται στα ονόματα, παίρνουν τους όρους τους από τις ονοματικές γλώσσες. Το ίδιο και η επιστήμη που απαιτεί ακριβολογία και ορισμούς. Η νομική επιστήμη σχηματίζει τους όρους της από την λατινική γλώσσα.
Ολοκληρώνοντας αυτές τις σκέψεις θα κάνω μια σύντομη αναφορά σε ένα θέμα γνωστό καταρχήν, ασαφές και συγκεχυμένο αν το δούμε βαθύτερα. Μιλώ για τον Ελληνοχριστιανισμό. Αυτός είναι μια θεωρία βγαλμένη από την ανάγκη να υιοθετηθεί ο Χριστιανισμός μη μπορώντας όμως να αφήσει πίσω του τις συγκλονιστικές αξίες του Ελληνισμού. Είτε για λόγους ενοχής είτε γιατί οι ελληνικές αξίες συνεχίζουν να εμπνέουν τους χριστιανούς διανοητές ακόμη και αν αυτοί αισθάνονται άβολα.
Επιχειρήθηκε λοιπόν μια μείξη ιδεών, αξίες χριστιανικές και αξίες ελληνικές .Τον δρόμο έδειξε πρώτος ο Μέγας Βασίλειος. Το αμάλγαμα που δημιουργήθηκε, σημαντικό οπωσδήποτε, πάσχει όμως κάπου. Θέλει να αγνοεί ότι πολλές ελληνικές αξίες δεν συνάδουν ή είναι αντίθετες με την χριστιανική θεωρία. Προσπαθώντας να αποφύγουμε αυτό τον σκόπελο, καταλήγουμε να κάνουμε μια αυθαίρετη επιλογή ελληνικών αξιών. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ελληνοχριστιανική θεωρία δεν πείθει, δεν εμπνέει, δεν αισθάνεται σίγουρη και στο τέλος έχει γίνει ξύλινος λόγος. Σήμερα για τους περισσότερους Ελληνοχριστιανισμός σημαίνει λίγες αξίες χριστιανικές και λίγες αξίες ελληνικές, για να είμαστε εντάξει και με τους δύο κόσμους που κουβαλάμε μέσα μας.
Ο Ελληνοχριστιανισμός όμως είναι πιο σημαντικός από αυτό το πράγμα. Είμαστε κοντά στα πράγματα αν σαν Ελληνοχριστιανισμό ορίσουμε το κοίταγμα του Χριστιανισμού μέσα από την Ελληνική σκέψη. Η Ελληνική σκέψη προτείνει στον Χριστιανισμό να δει τον Θεό με τον δικό της τρόπο. Να τον δει με σχέσεις. Με τον λόγο. Το κατά Ιωάννη ευαγγέλιο που απευθύνεται σε ελληνόφωνους εβραίους αρχίζει ακριβώς έτσι. Προτείνει την συσχέτιση Θεού και λόγου. Αν όπου λόγος δω σχέσεις, μεταφράζω σε ελεύθερη μετάφραση: «Η αρχή όλων των πραγμάτων, ο βασικός τρόπος να βλέπω τα πράγματα είναι οι σχέσεις τους. Και τον Θεό έτσι τον προσεγγίζω, πρώτα πρώτα μέσα από σχέσεις. Διότι και ο Θεός ο ίδιος, πριν και πάνω από όλα είναι σχέσεις.» Προτείνει λοιπόν η ελληνική σκέψη να δούμε τον Θεό όπως δεν τον βλέπει καμία άλλη σκέψη. Να δούμε την θεία οντότητα να σχετίζεται, να ανοίγει διαύλους ζεστασιάς, επαφής, ανταλλαγής συναισθημάτων, αντί να κάνουμε μία απλή αναφορά του θείου. Έτσι ο Θεός σταματά να είναι απόμακρος, ξένος, απρόσωπος και συνεπώς πηγή φόβου , και γίνεται Θεός κοντινός, στοργικός, ζεστός και φιλικός, συνεπώς πηγή αγάπης. Ο Θεός δεν κοιτάει πια τον κόσμο από μακριά και δεν τον διοικεί ψυχρά , επιδιώκει να τον πλησιάσει και να κάνει σχέσεις μαζί του. Ο Θεός των εντολών και της τιμωρίας γίνεται Θεός συναισθηματικός και φίλος.
Μόνο τα πρόσωπα σχετίζονται. Ο άνθρωπος από την στιγμή που θα γεννηθεί και αρχίζει να αποκτά σχέσεις με τον γύρω χώρο του, λέγεται φυσικό πρόσωπο. Μία νομική κατασκευή, όταν αρχίζει να έχει έννομες σχέσεις με την κοινωνία, λέγεται νομικό πρόσωπο. Ο θεός λοιπόν για να σχετισθεί γίνεται και αυτός πρόσωπο. Ανάλογα με τον τρόπο που σχετίζεται αποκτά πολλά πρόσωπα. Όταν από απόμακρος δημιουργός γίνεται στοργικός δημιουργός, θεωρείται πατέρας. Ο πατέρας είναι ένας δημιουργός.. Αλλά είναι ένας δημιουργός που έχει με τα παιδιά του σχέσεις στοργής και φροντίδας. Το πρώτο πρόσωπο που παίρνει λοιπόν είναι αυτό του Πατρός Επιπλέον επιχειρεί να σχετισθεί με τους ανθρώπους ως ίσος προς ίσον. Οι άνθρωποι όταν έχουν ισότιμες σχέσεις ανοίγονται και δίνονται ευκολότερα. Γίνεται λοιπόν και ο ίδιος δημιούργημα. Γίνεται γιός. Και αυτό είναι το δεύτερο πρόσωπο που παίρνει. Τέλος ο θεός σχετίζεται με τον κόσμο, γεμίζοντας τα πάντα με την ενέργειά του. Και επειδή δεν είναι υλικός, η παρουσία του είναι πνευματική, γίνεται πνεύμα. Να λοιπόν που η ελληνική σκέψη, η θέαση των πραγμάτων μέσα από σχέσεις, μας εισάγει στην φιλοσοφία της τριάδας. Έτσι μόνο όσοι σκέφτονται με σχέσεις μπορούν να νοιώσουν την τριάδα. Γι’ αυτό θα δείτε ότι οι πληθυσμοί που δεν σκέφτονται με σχέσεις, που δεν χρησιμοποιούν ελληνική σκέψη, αδυνατούν να συλλάβουν το νόημα της τριάδας, την ερμηνεύουν ο καθένας με τον δικό του τρόπο και δημιουργούνται οι αιρέσεις. Η ελληνική σκέψη λοιπόν μας λέει ότι ο αιρετικός άνθρωπος δεν είναι κακόπιστος, είναι κάποιος που δεν μπορεί να αντιληφθεί τις έννοιες όπως τις αντιλαμβάνεται η ανατολική ορθοδοξία, που είναι ποτισμένη με ελληνική σκέψη, και αναγκάζεται να βλέπει και να ερμηνεύει τα πράγματα διαφορετικά.
Για να κατανοήσουμε πόσο δυναμική είναι η σκέψη που την απασχολούν οι σχέσεις και όχι τα πράγματα, θα σας αναφέρω το εξής: Τον 19ο αιώνα ανακαλύφθηκε αντίγραφο ενός έργου του Ίππαρχου με το εξής περιεχόμενο: όλη η γη (εννοεί την ξηρά) εκτείνεται από τις Ηράκλειες στήλες (Γιβραλτάρ) έως την Ινδική (την Ινδία). Αφού η γη είναι σφαιρική, το υπόλοιπο μέρος δεν μπορεί να είναι παρά ωκεανός. Οι παλίρροιες όμως δυτικά των στηλών ,λέει ο Ίππαρχος, δεν έχουν τον αυτόν λόγον (σχέση) με τις παλίρροιες της θάλασσας της Ινδικής. Άρα ο ωκεανός δεν μπορεί να εκτείνεται γύρω από την γη χωρίς να διακόπτεται. . Και αυτό σημαίνει ότι πιθανόν ένα κομμάτι γης παρεμβάλλεται μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού ωκεανού. Βλέπουμε λοιπόν αυτό που η ελληνική σκέψη υποψιάζεται δουλεύοντας με τις σχέσεις, η δυτική που μεταχειρίζεται το πείραμα, άρα απαιτεί απτά πράγματα, ανακαλύπτει το 1492. Είναι ενδεικτικό του πόσο πρόσφορη και δυναμική είναι η σκέψη που βασίζεται σε σχέσεις , για να ερμηνεύει τα φαινόμενα. Κάτι που η δυτική σκέψη χρειάζεται περαιτέρω διαδικασίες για να το κάνει.
Η ελληνική σκέψη προσπαθεί να ερμηνεύσει και να εμπνεύσει τον κόσμο. Δεν είναι η μόνη που το κάνει αυτό και είναι σφάλμα να λέμε ότι είναι η καλύτερη. Η ελληνική σκέψη είναι μόνον μια εκδοχή του ανθρώπινου σκέπτεσθαι Κάθε είδος ανθρώπινης σκέψης συμβάλλει στην ανάπτυξη του παγκόσμιου πολιτισμού. Η ανατολική σκέψη συμβάλλει με τον μυστικισμό και την πίστη γιατί ο κόσμος είναι μαγικός. Η δυτική σκέψη συμβάλλει με την αποτελεσματικότητα και την μέθοδο γιατί ο κόσμος δεν είναι μόνο μαγικός αλλά και πραγματικός. Η ελληνική σκέψη που βλέπει κυρίως σχέσεις, εκφράζει το πάθος, επειδή ο κόσμος είναι μαγικός και πραγματικός αλλά είναι και συναρπαστικός. Για τον λόγο αυτό ίσως είναι και πιο πρόσφορη για την ερμηνεία της περιπέτειας της ζωής. Γιατί η ζωή είναι λιγότερο μυστικισμός και ακόμη λιγότερο αποτελεσματικότητα. Η ζωή πριν από όλα είναι πάθος. Αν θέλουμε να είμαστε υπερήφανοι για κάτι δεν έχουμε ανάγκη από μακρινούς προγόνους ή άλλα δεκανίκια. Είμαστε οι μοναδικοί φορείς του Ελληνικού τρόπου σκέψης. Είμαστε οι μόνοι που έχουμε την δυνατότητα να βλέπουμε τον κόσμο με τον πιο ενδιαφέροντα τρόπο.
Ας σκεφτούμε λοιπόν ελληνικά. Όχι για να στηρίζουμε την ελληνική οικονομία, όπως θα το πρότειναν όσοι οδηγούνται από εθνικιστικούς συνειρμούς, αλλά για κάτι σπουδαιότερο. Για να ζούμε τη ζωή με τρόπο βαθύ, έντονο και συναρπαστικό.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.