Η οντολογική ιεράρχηση μεταξύ Αλλάχ, ανθρώπου και φύσης στην κοσμολογική αντίληψη του Ισλάμ, αντιπαρατίθεται με την εξειδίκευση της θεότητας στη χριστιανική θεολογία
Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος και η πραγματοποίηση της πρώτης μουσουλμανικής προσευχής ανήμερα της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης, εγείρει βαθύτερα ερωτήματα περί του ρόλου του πολιτισμικού/θρησκευτικού στοιχείου στη διεθνή πολιτική.
Ναι μεν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διακηρύσσει ότι υλοποίησε «το μεγάλο όνειρο του ίδιου αλλά και ολόκληρου του τουρκικού λαού», ωστόσο το διακύβευμα συνίσταται στην προσδιοριστική λειτουργία του πολιτισμικού/θρησκευτικού στοιχείου, ως διυποκειμενικού παράγοντα, στη μορφή και λειτουργία τόσο του ενδοκρατικού όσο και του διακρατικού συστήματος.
Σχεδόν κάθε πτυχή των διακρατικών σχέσεων επηρεάζεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από τις κανονιστικές θρησκευτικές επιταγές. Από το ποιοι είναι οι κεντρικοί δρώντες στη διεθνή πολιτική, το πώς διαμορφώνονται τα κίνητρα και οι προθέσεις τους, το ποιες είναι οι πηγές ισχύος που χρησιμοποιούν για την κινητοποίηση των κοινωνιών τους και τη δημιουργία συμμαχιών, μέχρι και τους κανόνες της διεθνούς τάξης που οφείλουν να ακολουθήσουν.
Ειδικότερα, το θρησκευτικό/μεταφυσικό στοιχείο λειτουργεί υποστηρικτικά ή υπονομευτικά στη διαμόρφωση και διατήρηση της εκάστοτε διεθνούς τάξης με άξονα το κράτος-έθνος.
Συμβάλει στην εσωτερική και διεθνή νομιμοποίηση/απονομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας, ενώ δεν δύναται να παραβλεφθεί και ο ρόλος του, ως προς τη οριοθέτηση συνόρων, την κατανομή εδαφών και τη δημιουργία δικτύων πιστών σε διεθνές επίπεδο.
Ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας λειτουργεί συνεκτικά και ομογενοποιητικά, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η διαφορετική εξέλιξη του εσωτερικών ή διακρατικών θρησκευτικών διενέξεων.
Εν ολίγοις, λειτουργεί προσδιοριστικά στην πολιτική λειτουργία, διαμορφώνοντας τις οργανωτικές και δικτυακές δομές της και επηρεάζοντας τις αξίες και τα κίνητρά της.
Ως εκ τούτου, η απόφασης του Τούρκου προέδρου, δύναται να αντικατοπτρισθεί σε τρία διαφορετικά αλλά αλληλένδετα επίπεδα.
Στο αμιγώς ενδοκρατικό επίπεδο, συνυφαίνεται με την άσκηση της εσωτερικής κυριαρχίας, προδηλώνοντας την ελευθερία της απόφασης, της πράξης και του προσδιορισμού του εθνικού συμφέροντος. Ως προς αυτό, η αλλαγή του καθεστώτος της Αγίας Σοφίας εδράζεται στην νομιμότητα που προσδίδει το αναφαίρετο δικαίωμα της εσωτερικής κυριαρχίας, γεγονός που συνεπικουρεί και η Μόσχα δια στόματος του υφυπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι Βερσίνιν:
«Γνωρίζετε ότι το θέμα αυτό προκάλεσε δημόσια κατακραυγή στη χώρα μας και πέραναυτής. Εν γένει, θεωρούμε ότι αυτή είναι εσωτερική υπόθεση της Τουρκίας, στην οποία ούτε εμείς ούτε κάποιος άλλος πρέπει να παρέμβει, προφανώς».
Συνακόλουθα στο διακρατικό επίπεδο η εν λόγω απόφαση αναδεικνύεται σε μια πολιτική γοήτρου/κύρους της Τουρκίας για την καθολική της αναγνώριση ως περιφερειακή δύναμη, μέσω της εικόνας που μεταδίδει στους τρίτους και αναμένει να την αποδεχτούν.
Αντικειμενικός σκοπός της πολιτικής του κύρους είναι «να εντυπωσιάσει τα άλλα έθνη με την ισχύ που έχει ένα έθνος, με την ισχύ που τα άλλα κράτη πιστεύουν ή θέλει να πιστεύουν ότι έχει» (Hans Morgenthau).
Τα αποφασιστικά μέσα για την υλοποίησή της, είναι η επίδειξη στρατιωτικής ισχύος και η διπλωματική εθιμοτυπία. Από το 1974 και εντεύθεν, μετά την εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου, η Τουρκία προβαίνει σε διαρκείς και συντεταγμένες στρατιωτικές ενέργειες, απόρροια της εφαρμογής μιας στρατηγικής εξαναγκαστικής διπλωματίας, με αντικειμενικό πολιτικό στόχο τη διαμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων από την Θράκη μέχρι την Κύπρο.
Τοιουτοτρόπως η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσουλμανικό τέμενος, αγνοώντας του κανόνες της διπλωματικής εθιμοτυπίας και το γενικότερο διεθνές ηθικοδικαιακό σύστημα, ως μνημείο πολιτισμικής κληρονομιάς, αναγάγει σε τελικό στόχο την φήμη για ισχύ, οδηγώντας «στην άσκηση της πολιτικής του κύρους» για το ίδιο το κύρος, «αγνοώντας τόσο τα εθνικά συμφέροντα που διακυβεύονται όσο και την ισχύ που απαιτείται για να τα στηρίξει».
Η εξέλιξη αυτή απολήγει στο τρίτο και καταληκτικό επίπεδο που είναι το οικουμενικό.
Υπό την έννοια ότι αποκρυσταλλώνεται ως πράξη διαμφισβήτησης της ελληνικότητας και του γενικότερου τρόπου της κοινωνικοπολιτικής της οργάνωσης, που ήδη κατά την πρώτη περίοδο του Βυζαντίου (324-610), ο χριστιανισμός εδραιώνεται εντός της κοινωνίας-κοσμοπολιτείας και οικοδομείται «η δογματική και φιλοσοφική του υπόσταση με όχημα τον ελληνικό ανθρωποκεντρισμό και το φιλοσοφικό του υπόβαθρο, μέσα όμως από τη διαλεκτική του αντίθεση με την Ολύμπια θρησκεία, τον ελευθεριάζοντα ηθικό και συμβολικό του βίο, και τις αιρέσεις» (Γιώργος Κοντογεώργης).
Κοντολογίς, αναδεικνύεται η ουσιώδης διαφορά φύσεως μεταξύ Ισλάμ, Δύσης και Ελληνισμού, ως προς την έννοια της πρόσληψης του μεταφυσικού για τη νομιμοποίηση του πολιτικού.
Ο Αλλάχ
Η οντολογική ιεράρχηση μεταξύ Αλλάχ, ανθρώπου και φύσης στην κοσμολογική αντίληψη του Ισλάμ, αντιπαρατίθεται με την εξειδίκευση της θεότητας στη χριστιανική θεολογία, οδηγώντας στην ταύτιση των οντολογικών επιπέδων Θεού-ανθρώπου-φύσης και σε έναν διαφορετικό τρόπο κοινωνικοπολιτικής νομιμοποίησης. Στο ολιστικό, κανονιστικό πλαίσιο του Ισλάμ είναι η πεποίθηση στην «υπερβατική ενότητα του Αλλάχ» που συνωθεί στην πίστη της «ενότητας της ανθρώπινης ευθύνης και στην ενότητα της ζωής» (Αχμέτ Νταβούτογλου).
Σε αντιδιαστολή με την οντολογική ανατίμηση της φύσης κατά του νεότερους χρόνους, όπου η καθολική κυριαρχία της ανθρώπινης λογικής, απομονώνοντας το θρησκευτικό στοιχείο εντός της εκκλησίας και «αποκόπτοντας τους δεσμούς μεταξύ οντολογικής υπερβατικότητας και κοινωνικοπολιτικής ζωής», καταλήγει σε μια σειρά αξιολογικών βάσεων κοινωνικοπολιτικής νομιμοποίησης –όπως είναι ο πραγματισμός, ο ορθολογισμός, ο ωφελιμισμός, η αυτοσυντήρηση, τα φυσικά δικαιώματα του ατόμου και η ορθολογική ηθική.
Τουναντίον η «συνάντηση του ελληνισμού με το χριστιανισμό» θα γίνει «στο έδαφος του ελληνικού κοσμοσυστήματος» με γνώμονα το γνωσιολογικό-ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο του ελληνισμού, για να προσαρμοσθεί «στις γηγενείς κοινωνικές συνθήκες» και να «προσομοιάσει στις ιουδαϊκές πηγές του».
Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι επίκουρος Καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Πηγή: https://www.in.gr/2020/07/26/politics/diplomatia/analysi-thriskeia-sti-diethni-politiki-islam-kai-elliniki-oikoumeni/?fbclid=IwAR3izr6Bu6Ggpb0illxfc5oW9bMN7uPFBfz8_jidtBN06pQsg1oD1MXkPS0
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.