Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

Ένας ελέφαντας στέκεται ακίνητος


του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 154


Πέρασε ίσως απαρατήρητη, τον χειμώνα που μας πέρασε, αφού παίχτηκε μόνο σε ένα σινεμά –με ικανοποιητική ωστόσο ανταπόκριση– και επαναλήφθηκε παρ’ ελπίδα σε έναν θερινό. Η πρώτη και τελευταία ταινία του Κινέζου Μπο Χου είναι ό,τι καλύτερο στη φετινή χρονιά. Όχι μόνο γιατί καταφέρνει το ακατόρθωτο, να κρατήσει τον θεατή παρόντα –και συγκινούμενον– στα 234 λεπτά της, αλλά και γιατί εκφράζει, μέσα στο μελαγχολικό μούχρωμά της, έναν ανθρωπισμό, έναν έρωτα αν προτιμάτε, που τείνει να εξαφανιστεί στον κυνισμό των ημερών. Δεν είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε στην ώρα του με το φιλμ, χρήσιμο είναι να πούμε κατιτίς, και όπου/όποτε βρείτε την ευκαιρία –στην αίθουσα– δείτε το. Άλλωστε, στις ολοκαίνουργιες ταινίες δεν έχει τίποτε άλλο παρά ξαναζεσταμένες –χολιγουντιανές επί το πλείστον– συνταγές.

Η Κίνα –και η Ασία ευρύτερα–, σε αντίθεση με τη συνταξιοδοτούμενη Δύση, είναι η χώρα των νέων, των πολύ νέων ανθρώπων. Μαθητές ή μόλις «τελειόφοιτοι» είναι οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Μαζί με έναν συνταξιούχο, ο οποίος θα πρέπει κι αυτός ο ένας, να κάνει τόπο στους νέους. Αναγκαστικά. Μοιράζεται μέχρι τότε τις απελπισίες της νεότητας, σε έναν κόσμο που τον ζώνει το γκρίζο της ανάπτυξης. Η ευτυχία, μέσα σε αυτόν τον γερασμένο και ετοιμοθάνατο εν αμαρτίαις κόσμο, συνάπτεται με το χρήμα και το τάχα ανίκητο της δύναμης. Δίκιο είναι ό,τι μπορείς να το επιβάλεις διά της βίας. Τα όνειρα είναι για τους ηττημένους. Εδώ ο Μπο Χου στήνει στην ιστορία του μια παγίδα εξαρχής. Το ίδιο όνειρο έχουν ο επικεφαλής μιας ανελέητης σπείρας νεαρών μαφιόζων και ο μαθητής ο υπερασπιζόμενος έναν αδύναμο συμμαθητή του εναντίον τους: να δούν έναν ελέφαντα που στέκεται ακίνητος σ’ ένα τσίρκο στο Μανζούλι, πόλη των συνόρων – μεταξύ Κίνας και Ρωσίας. Παραβολή της βουδιστικής αταραξίας σε έναν κόσμο που συγκλονίζεται από καθημερινές (ανα)ταραχές; Ιδεατός τόπος ενός επέκεινα παραδείσου; Το όνειρο μιας ουτοπίας το Μαντζούλι; Πιθανόν.
Το όνειρο και για τους δύο είναι ναρκοθετημένο. Ο Γου Τσανγκ, πανίσχυρος αρχηγός σπείρας, λίγα δευτερόλεπτα αφού έχει εξομολογηθεί το κάπως αστείο όνειρό του στη φίλη του, θα δει τον καλύτερο φίλο και αντεραστή του να πηδάει στο κενό. Κι ο Γουέι Μπου, μαθητής που αποφασίζει να υπερασπιστεί τον καλύτερό του φίλο από το μπούλινγκ του αδελφού του Τσενγκ, θα γίνει χωρίς να το θέλει φονιάς. Ο Γιανγκ καταδιώκει τον Γουέι σε όλη την ταινία, εμποδίζοντάς τον να πάει εκεί που κι αυτός ονειρεύεται, στο Μανζούλι. Καταλύτες ανάμεσά τους η συμμαθήτρια του Γουέι και έρωτάς του Χουάνγκ Λινγκ, ψωνισμένη με τον μεσόκοπο παντρεμένο υποδιευθυντή του σχολείου, και ο συνταξιούχος γείτονας με σκύλο, Γουάνγκ Ζιν, που αναγκάζεται από τα παιδιά του να εγκαταλείψει το στενάχωρο διαμέρισμά τους για να πάει στο γηροκομείο, παρά τις διαμαρτυρίες της μικρής αγαπημένης του εγγονής. Ο νεαρός Γουέι θα πέσει πάνω στον γερο Γουάνγκ, που δεν συγκινείται πια από όνειρα, θα επιδιώξει να παρασύρει στο όνειρό του τη Χουάνγκ και θα βρεθεί δεμένος στο τέλος μπρος στον αδίστακτο Γου. Όλα αυτά σε μια μόλις μέρα. Τελικά ποιος θα φύγει, σαν σουρουπώσει, με το νυχτερινό δρομολόγιο για Μανζούλι;
Ο Μπο Χου, ο σκηνοθέτης, αυτοκτόνησε μετά την ολοκλήρωση της ταινίας. Ίσως κι ο ίδιος να αναζητούσε μια θέση, έστω λαθραία, σ’ αυτή τη νυχτερινή διαδρομή. Η παραβολή που έστησε πάντως, στο μοναδικό του έργο, πιάνει τόπο. Δεν πρόκειται για μελόδραμα. Με μεγάλης διάρκειας πλάνα, που μέσα τους συναιρούνται κάθε φορά πολλά από τα στοιχεία της δαιδαλώδους αφήγησης, με τα πρόσωπα των ηρώων του οριακά χωσμένα στα πλάνα, με σκηνικό μια χωρίς ταυτότητα μεγαλούπολη που μόλις χτίζεται στο πουθενά, χωρίς καμιά ανάσα, με τη φύση απούσα και τα ζώα, ένας σκύλος που εξαφανίζεται και ένας ελέφαντας που δεν εμφανίζεται, αιχμάλωτα κι αυτά της απανθρωπίας, στήνει τελικά, με την παγίδευση της ιστορίας του, όπως είπα πριν, το τραγικό δράμα ενός ανθρωπισμού που επείγει. Όχι, η ταινία του δεν είναι πεισιθάνατη. Κάθε άλλο. Το όνειρο, όσο κι αν ακούγεται αστείο, οδηγεί τους ήρωες σε μια λύτρωση. Το Μανζούλι υπάρχει κάπου έξω από τα όρια του γκρίζου της πόλης. Η ταινία ολοκληρώνεται με ένα λυρικό κρεσέντο.
Ο Χου έχει κάνει ένα έργο που θα μείνει στην ιστορία του σινεμά. Το σενάριο και το μοντάζ είναι δικά του. Η φωτογραφία του Τσάο Φαν και η μουσική του Χουά Λουν. Χωρίς να λαθεύουν ούτε στιγμή στην αλήθεια των ρόλων τους, στην ταινία συμπρωταγωνιστούν ο Γου Τσενγκ (Γου Τσανγκ, ο μαφιόζος), ο Γουτσάνγκ Πενγκ (Γουέι Μπου, ο μαθητής), η Γιουβέν Γουάνγκ (Χουάνγκ Λινγκ, η φίλη), ο Κόνγκζι Λι (Γουάνγκ Ζιν, ο συνταξιούχος). Άξιος ο μισθός τους.


Ο Καταδικασμένος (Ikiru)

Δεν χρειάζεται να πω πολλά για τον Καταδικασμένο (Ikiru – αν δεν κάνω λάθος στα ιαπωνικά θα πει ο νεκρός), ταινία του 1952, του Ακίρα Κουροσάβα. Είναι το μεγάλο του αριστούργημα μαζί με τον Θρόνο του αίματος (1957) από τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, οι δύο κορυφαίες ταινίες του –αν και δεν είναι οι πιο γνωστές του, σαν τις υστερότερες αμερικανοευρωπαϊκές συμπαραγωγές. Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Λέοντος Τολστόι, «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς», με πρωταγωνιστή το δεύτερο alter ego του σκηνοθέτη –μαζί με τον Τοσίρο Μιφούνε του Θρόνου– Τακάσι Σιμούρα. Το φιλμ επανακυκλοφορεί σε καινούργια κόπια και είναι ευκαιρία να το δουν όσοι δεν το έχουν δει και να το ξαναδούν όσοι το έχουν κιόλας θαυμάσει.
Ο Κάνζι Γουατανάμπε είναι υπάλληλος του Δήμου, χήρος, μικροδιευθυντής πια, μετά από τριάντα χρόνια υπηρεσίας. Υπηρέτης και όμηρος της γραφειοκρατίας· μίζερος και άτεγκτος, ζει αποξενωμένος από τους συναδέλφους του και από τον γιο και τη νύφη του, που δεν βλέπουν την ώρα να τον κληρονομήσουν. Όταν οι γονείς από μια ρημαγμένη φτωχογειτονιά φτάνουν στο γραφείο του να ζητήσουν τον καθαρισμό μιας χαβούζας, ώστε να γίνει παιδότοπος, ακούνε από τον «προϊστάμενο» Γουατανάμπε τα γνωστά: «Δεν εξαρτάται από μένα», ή, εν τέλει, «περάστε αύριο». Ο άνθρωπός μας όμως, ακούει μια μέρα πως δεν του μένει ούτε ένας χρόνος ζωής. Τότε δεν έχει σε κανέναν να μιλήσει, παρά μόνο σε μια νεαρή υπάλληλο που τον ανέχεται γιατί ξοδεύει για χάρη της. Αφού αποξενωθεί από τα παιδιά του και χλευαστεί για τον γεροντοέρωτά του, θα πεθάνει. Στην κηδεία του, παρά την τυπική ευγένεια, όλοι οικτίρουν τη μιζέρια του. Ώσπου φτάνουν συντετριμμένοι οι φτωχοί. Τότε ζωντανεύει ένας άλλος θαυμαστός Γουατανάμπε. Ο γέρος στα τέλη του τ’ άλλαξε όλα: Με αλλόκοτο πείσμα είχε καταφέρει ένα θαύμα: να μετατρέψει τη χαβούζα σε στολίδι της φτωχογειτονιάς. Τότε όλοι ανακαλύπτουν το δράμα του: κανείς τους δεν ήξερε ότι εκείνος ήξερε πως θα πεθάνει.
Διδακτισμός; Καθόλου. Ο Κουροσάβα, δεξιοτέχνης του σεναρίου, εκτός των άλλων, καταφέρνει να σε βάλει τόσο πολύ μέσα στην απελπισία του ήρωα και να του βγάλει ύστερα –και να σου βγάλει– τέτοιον πλούτο αισθημάτων, που σου κόβουν την ανάσα. Και ο Κουροσάβα σε μια κρίσιμη καμπή της καριέρας του φλέρταρε με τον αυτοκτονία, ώσπου ο ίδιος ο κινηματογράφος και η δημιουργία τον ξανάφεραν στη ζωή. Κάπως σαν τον ήρωά του. Ο Καταδικασμένος είναι ένα πραγματικό στολίδι στη φιλμογραφία του Ιάπωνα σκηνοθέτη. Θα μπορούσαμε να πούμε πάρα πολλά. Ο Κουροσάβα έχει έναν φιλμικό τρόπο αφήγησης που τον έχουν θαυμάσει οι μεγαλύτεροι του κινηματογράφου, όπως ο θείος Ταρκόφσκι. Είναι ένα πραγματικό σχολείο. Στη σκηνή, φερ’ ειπείν, που ο ήρωας μαθαίνει τα καθέκαστα της υγείας του… αλλά να μη σας πω, για να μη χάσετε την έκπληξη της σκηνής. Τι να πει κανείς για την ερμηνεία του Τακάσι Σιμούρα! Ένας μεγάλης ακρίβειας ερμηνευτής στα χέρια ενός μαιτρ, όπως ο παλαιός των ημερών Ακίρα. Δίπλα του σε ρόλους χαρακτήρων πολλοί από τους μόνιμους συνεργάτες του, όπως ο Μινόρου Σιάκι, ο Μποκούζεν Χιντάρι κ.ά. Στον ρόλο της νεαρής υπαλλήλου η Μίκι Ονταγκίρι. Στη φωτογραφία ο Ασακάζου Νακάι και στο μοντάζ ο Κόιτσι Ιβασίτα.
Αν θέλετε να αποτοξινωθείτε από τον κατακλυσμό του καταναλωτικού σινεμά, ο Καταδικασμένος είναι μια πολύ καλή αρχή, χάρισμα στις αρχές μιας νέας σαιζόν.


Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.