του Γιώργου Καραμπελιά
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Γ. Καραμπελιά, Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς: η υπέρβαση που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις
Στους εφησυχάζοντες φίλους μας θα υπενθυμίσουμε πως ποτέ άλλοτε ο ελληνισμός, από την άποψη του συνόλου των μεγεθών του, –δημογραφία, οικονομική και πνευματική παραγωγή, ρόλος στο παγκόσμιο γίγνεσθαι– δεν βρισκόταν σε κατώτερο σημείο απ’ ότι σήμερα, που κινδυνεύει να μην διαθέτει πλέον τα μεγέθη για την αναπαραγωγή του ως αυτόνομο ιστορικό υποκείμενο. Γιατί αν επί παραδείγματι μετά την Άλωση του 1453 χάσαμε και κράτος και πληθυσμούς, ωστόσο ο ελληνισμός παρέμενε αποφασιστικός πνευματικός παράγοντας για την ίδια τη δυτική Αναγέννηση και μέχρι το 1922 αποτελούσε καθοριστικό οικονομικό και γεωπολιτικό παράγοντα της καθ’ ημάς Ανατολής, σε αντίθεση με τη σημερινή δραματική συρρίκνωση της παρουσίας μας.
Όσο για το ότι έχουμε ιστορία 3.000 ή 4.000 χρόνων, κανείς δεν έχει κερδίσει την ιστορική αθανασία, ιδιαίτερα αν βρίσκεται σε χώρο, γεωπολιτικό σταυροδρόμι, όπως ο δικός μας, όπου η παραμικρή υποχώρηση πληρώνεται με ακριβό αντίτιμο. Έτσι λοιπόν καλούμαστε να απαντήσουμε σε μια τιτάνια πρόκληση. Να βάλουμε, έστω ως ένα μικρό έθνος πλέον, τέλος σε μια καθοδική πορεία… που υπερβαίνει τα δύο χιλιάδες χρόνια! Από την Πύδνα, το 168 π.Χ., μέχρι την Κύπρο το 1974 και τα Μνημόνια του 2010, η συνολική πορεία, είναι δυστυχώς καθοδική, παρά την μακρά και λαμπρή ιστορία, τόσο του ένδοξού μας βυζαντινισμού, όσο και την μεγάλη αναγέννηση του ελληνισμού από το 1700 έως το 1922. Διότι με την ήττα από τους Ρωμαίους, για πρώτη φορά ο ελληνισμός υποτάχτηκε πολιτικά σε μια ξένη δύναμη επί τουλάχιστον πέντε αιώνες. Και μπορεί η τεράστια πνευματική και πολιτισμική ισχύς του να επέτρεψαν την αναγέννηση του με το Βυζάντιο, μια αναγέννηση που όμως πραγματοποιείται μέσα σε ένα ξένο πολιτειακό πλαίσιο, το ρωμαϊκό.
Με τις δίδυμες ήττες του 1071, στο Ματζικέρτ και τη Σικελία, ήττες που ολοκληρώθηκαν το 1204 και το 1453, αρχίζει μια νέα περίοδος για έναν ελληνισμό ριζικά συρρικνωμένο και υποτελή, αλλά παρόλα ταύτα ακόμα σημαντική πληθυσμιακή, οικονομική και πολιτισμική δύναμη στην Ανατολή, η οποία και θα του επιτρέψει την τελευταία μεγάλη του Αναγέννηση ανάμεσα στα 1700 και το 1922. Και μετά νέες ήττες, από τον Εμφύλιο μέχρι την Κύπρο το 1974, θα τον συρρικνώσουν ακόμα περισσότερο. Σήμερα δε το τελευταίο χτύπημα, η απώλεια και της ελάχιστης οικονομικής και πολιτισμικής αυτεξουσιότητας, με τον κίνδυνο της εξαφάνισης και της τελευταίας εστίας του ελληνισμού μέσα από την δημογραφική συρρίκνωση, την εγκατάσταση ξένων και μη ενσωματούμενων πληθυσμών, τη φυγή των Ελλήνων, την πολιτειακή και πνευματική καταισχύνη.
Ας αναλογιστούμε την συγκριτική εξέλιξη δύο μεγάλων πολιτισμών, που αποτελούν τη βάση του σύγχρονου κόσμου, του ελληνικού και του… κινέζικου – καθόλου τυχαία οι Κινέζοι, μόνο τους Έλληνες αποδέχονται σε ισότιμη βάση με τους ίδιους. Για λόγους γεωγραφικούς και ιστορικούς, που όλοι γνωρίζουμε, ο ελληνικός πολιτισμός αποτέλεσε το υπόβαθρο του ευρωπαϊκού πολιτισμού –και στη δυτική και την σλαβική πτέρυγά του – με την ταυτόχρονη συρρίκνωση της κοιτίδας του, της Ελλάδας. Αντίθετα ο Κινέζικος πολιτισμός επηρέασε αποφασιστικά όλη τη νοτιοανατολική Ασία – την Ιαπωνία, την Κορέα, το Ανάμ, το Σιάμ, την Ινδονησία, με ταυτόχρονη ενίσχυση της αρχικής του κοιτίδας, της Κίνας. Κατά συνέπεια σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στην τελική πράξη του ελληνικού δράματος. Ένα ακόμα βήμα προς την παρακμή και είμαστε χαμένοι. Για όλους αυτούς τους λόγους και δεν μπορούμε να εφησυχάσουμε στα τρόπαια των όποιων ιδεολογικών ή πνευματικών μας «κατακτήσεων». Διότι σήμερα η σημασία τους και ο ρόλος τους απειλούνται με εκμηδενισμό, αν χαθεί αυτή η μάχη. Μήπως άραγε οι όποιες πιθανές κατακτήσεις δεν είχαν ως προϋπόθεση την αγωνία και τον αγώνα για την επιβίωση αυτού του τόπου;
Αν όντως, λοιπόν, μπορούμε να διακρίνουμε στη μακρά διάρκεια μια πτωτική πορεία του ελληνισμού, μήπως είναι ρεαλιστικό και το τελεσίδικο εκείνο το finis Greciae; που εκτός από εκείνον που πρώτος το διετύπωσε –τον Χρήστο Γιανναρά– αποδίδει κατά βάθος την πεποίθηση πολλών –και ίσως των πλέον σκεπτόμενων– συμπολιτών μας; Από πού να αντλήσουμε κουράγιο και αισιοδοξία, αν τα πράγματα βαδίζουν όντως σε αυτόν τον δρόμο και αν το ιστορικό διακύβευμα είναι τόσο επισφαλές ή ίσως και με την έκβαση προδιαγεγραμμένη;
Αν όντως πιστεύαμε κάτι τέτοιο, προφανώς και θα επιλέγαμε διαφορετικές απαντήσεις, ίσως και ατομικού χαρακτήρα, ίσως και την φυγή. Αυτή τη φυγή που παίρνει τόσες και τόσες μορφές, ακόμα και την προσφυγή στον ανορθολογισμό της Χρυσής Αυγής, του Αρτέμη Σώρρα, τις προφητείες των «γερόντων», ή σε πιο λάϊτ εκδοχές, στις δραχμικές ονειροφαντασίες. Γιατί όλες αυτές οι ανορθολογικές επιλογές, όπως και η απελπισμένη αυτό-εγκατάλειψη, περικλείουν μέσα τους έναν πυρήνα πραγματικό, εμπεριέχουν «μυστικά» τον «καημό της ρωμιοσύνης». Το καημό ενός έθνους, ενός λαού, ενός πολιτισμού που ήταν κάποτε το «παν» και σήμερα κινδυνεύει να μην είναι τίποτε. Γι’ αυτό εξ άλλου και οι αντίπαλοί τους, οι «φαιά φορούντες» του ορθού λόγου, του αντιλαϊκισμού, του εκσυγχρονισμού, θέλοντας να είναι «ρεαλιστές», καταλήγουν στον πιο χυδαίο και τον πιο ακραίο εθνομηδενισμό: «όντως δεν είμαστε τίποτε», «είμαστε οι τελευταίοι των Ευρωπαίων» και η μόνη μας διέξοδος είναι να πάψουμε να υπάρχουμε ως έθνος, να μας «αναλάβουν» εξ ολοκλήρου οι Δυτικοί πάτρωνές μας.
Ωστόσο, ακριβώς γιατί δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη και μπορούμε να αντικρίζουμε κατάματα την πραγματικότητα, επειδή γνωρίζουμε τον βαθμό της εξαχρείωσης των ελίτ και την βαθειά παρακμή του ίδιου του λαϊκού σώματος, επειδή ξέρουμε πως είμαστε πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα, ισχυριζόμαστε πως αξίζει ακόμα και σήμερα, την ύστατη στιγμή, να απελευθερώσουμε αυτόν τον «μυστικό πυρήνα» της παράδοσής μας από το ανορθολογικό του κουκούλι, και έτσι, μέσα από τον «εκσυγχρονισμό της παράδοσής» μας, να διασώσουμε την πρόταση πολιτισμού που φέρει ακόμα αυτή η παράδοση για τον σύγχρονο κόσμο.
Η ιστορία του 20ου αιώνα σφραγίστηκε από μια πολλαπλή αποτυχία, την αποτυχία του δυτικού εργαλειακού λόγου, που θα καταλήξει στο Άουσβιτς και την Χιροσίμα, της ανατολικής σωτηριολογίας που θα πνιγεί στους παγωμένους βάλτους του Γκουλάγκ και της εβραϊκής προφητείας που θα εκφυλιστεί στο σιωνιστικό παραλήρημα. Ως εκ τούτου ανοίγεται εκ νέου μια περίοδος διερώτησης και αναζήτησης για τον ανθρώπινο πολιτισμό και την πορεία του, στην οποία ο «ελληνικός δρόμος», της σύνθεσης συναισθήματος και διανοίας, –τόσο εκείνος της αρχαίας Ελλάδας, όσο και ενός κατ’ εξοχήν ελληνικού δημιουργήματος, του χριστιανισμού–, εμφανίζεται και πάλι ως η απάντηση πέραν της δυτικής νοησιαρχίας και του ανατολικού ανορθολογισμού.
Συχνά, η γραμμική αντίληψη, την οποία μας κληροδότησε ο καπιταλισμός, ο δυτικός ρωμαιο-διαφωτιστικός λόγος, και η μαρξιστική τους παραλλαγή, μας εμποδίζουν να αντιληφθούμε πως η ουσία των «πολιτισμικών» οδών, δεν ταυτίζεται ούτε περιορίζεται στις ιστορικές μορφές με τις οποίες εμφανίζονται, χωρίς βέβαια να πέφτουμε και σε έναν ντετερμινιστικό, ουσιοκρατικό «στρουκτουραλισμό» των πολιτισμικών οδών, που αρνείται κάθε ιστορική εξέλιξη και μετασχηματισμό. Δηλαδή παρά την εναλλαγή των παραγωγικών συστημάτων και των κοινωνικών μορφών, από την αρχαία Αίγυπτο και την Περσία, την αρχαία Ελλάδα ή την Ρώμη και την Κίνα, μέχρι σήμερα, οι μεγάλοι πολιτισμοί αφήνουν το «ίχνος» τους πάνω στις διαδοχικές ιστορικές μορφές για χιλιάδες χρόνια. Ο «ελληνικός δρόμος» που συνεθλίβη ανάμεσα στη ρωμαϊκή εργαλειακή αποτελεσματικότητα και την ανατολική θεοκρατία, εξακολουθεί εν τούτοις να επιβιώνει όχι μόνο ως ο κατ’ εξοχήν αιμοδότης των δημοκρατικών θεσμών, του χριστιανισμού και της φιλοσοφίας του 20ου αιώνα, από τον Χάϊντεγκερ έως τον Καστοριάδη και τον Παπαϊωάννου, αλλά και εκεί που οι γεωγραφικές, παραγωγικές, φυλετικές, γλωσσικές, κοινωνικές πολιτισμικές και ιστορικές συνθήκες εμφανίζουν τη μεγαλύτερη συνέχεια με τις ίδιες τις αρχέγονες πηγές τους, και ως τρόπος του βίου, μορφή της σκέψης, ψυχισμός…
Δηλαδή οι σύγχρονοι Έλληνες, παρότι στο επίπεδο της κουλτούρας, των παραγωγικών δομών, της φιλοσοφικής επεξεργασίας, των εκπαιδευτικών δομών, των γνώσεων, βρίσκονται όντως σε κατώτερο επίπεδο από άλλους κληρονόμους της ελληνορωμαϊκής παράδοσης, δηλαδή τους δυτικούς, εντούτοις ως προς την «αυθόρμητη ιδεολογία» τους, τον τρόπο του βίου, τον ψυχισμό τους βρίσκονται πιο κοντά από οποιονδήποτε άλλον με τον «ελληνικό δρόμο». Γι’ αυτό και η προτίμηση στις μικροϊδιοκτητικές δομές, στο εμπόριο και τη ναυτοσύνη, σε ότι αφορά στην παραγωγή· η άρνηση της νοησιαρχίας και του άτεγκτου εβραϊκού προφητισμού, η εμμονή στη σύνθεση νόησης και συναισθήματος, φύσης και πνεύματος, η ισορροπία μεταξύ μυστικισμού και ορθολογισμού, η «σωματική» σχέση με τη δημοκρατία, από την αρχαιότητα μέχρι τις κοινότητες, η απόρριψη του ολοκληρωτισμού, κ.λπ. κ.λπ.
Χαρακτηριστική, ως προς αυτό υπήρξε η τύχη και η διαδρομή της χώρας που επιζήτησε να αποτελέσει τον πνευματικό κληρονόμο της αρχαίας Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο, δηλαδή της Γερμανίας. Από τον Καντ, τον Χέγκελ, τον Μπετόβεν, τον Χέλντερλιν και τον Γκαίτε μέχρι τον Νίτσε και τον Χάιντεγκερ –για να μη μιλήσουμε για τον Μαρξ–, η Γερμανία είδε τον εαυτό της ως την Ελλάδα του σήμερα. Και όμως αυτό το όνειρο μεταβλήθηκε σε εφιάλτη μέσα από την εδραίωση του πρωσικού μιλιταρισμού και την επικράτηση του πνεύματος της καπιταλιστικής αποδοτικότητας… στα κρεματόρια. Ο «νέος Πλάτωνας», ο Χάιντεγκερ, θα εγγραφεί στο ναζιστικό κόμμα, καταδεικνύοντας ακόμα και αυτός πόσο ανέφικτη ήταν η επιδίωξη αναβίωσης της Ελλάδας, χωρίς τις κοινωνικές, γεωγραφικές, φυλετικοπολιτισμικές και ιστορικές συνθήκες της ελληνικής ισορροπίας.
Και σήμερα καθώς ο δυτικός δρόμος οδηγεί στον βαθμό μηδέν του πολιτισμού του μετανθρώπου και ενός Γιαν Φαμπρ και ο ανατολικός στο Ισλαμικό Κράτος, όχι μόνο αποκτά εκ νέου νόημα η ελληνική σύνθεση, αλλά αυτή αποκτά μια δραματική επικαιρότητα για την ίδια τη διάσωση του πλανήτη και του ανθρώπινου πολιτισμού. Προφανώς δεν ισχυριζόμαστε πως αυτός ο δρόμος μπορεί να «εκπροσωπηθεί» από την Ελλάδα αποκλειστικά, που δεν διαθέτει ούτε τα μεγέθη, ούτε τα μέσα για να διαδραματίσει έναν τέτοιο ρόλο, παρά μόνο μαγικο-απατεωνίστικα αλά Αρτέμη Σώρρα. Αυτός ο δρόμος προσλαμβάνει πολλαπλές μορφές και συσσωματώσεις, σε όλο τον πλανήτη, σε κοινωνικά κινήματα, χώρες και περιοχές, φιλοσοφικά και πνευματικά ρεύματα, κ.ο.κ. Μόνο που η Ελλάδα ως η ζωντανή έκφραση της συνέχειας αυτού του ρόλου θα μπορούσε να αποκτήσει ένα όραμα στα μεγέθη μιας κυριολεκτικά παγκόσμιας «αποστολής». Αφού κατόρθωσε να επιβιώσει ως το ιστορικό υπόλειμμα του μεγαλύτερου πολιτισμού που πέρασε από την ιστορία, να μεταβληθεί σήμερα σε ένα σημείο πύκνωσης μια πρότασης με παγκόσμιες διαστάσεις και σημασία.
Γιατί άραγε έρχονται εκατομμύρια προσκυνητές στους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, αν όχι για να έρθουν σε μια άμεση επαφή με την κοιτίδα του ευρωπαϊκού και του σύγχρονου πολιτισμού; Γιατί ακόμα και παρά τη σημερινή έσχατη παρακμή της χώρας, η Ολυμπιακή φλόγα αρχίζει κάθε τέσσερα χρόνια το ταξίδι της από τη Ολυμπία και οι Έλληνες αθλητές παρελαύνουν πρώτοι κατά την έναρξη των αγώνων; Για ποιο λόγο εκατοντάδες χιλιάδες προσκυνητές, ο ίδιος ο πρόεδρος Πούτιν και ο πατριάρχης της Μόσχας ταξιδεύουν στο ιερό όρος του Άθω αν όχι για να κοινωνήσουν με μια ζωντανή ακόμα και σήμερα πνευματική παράδοση;
Μπορούμε άραγε να συστηματοποιήσουμε αυτή την υπαρκτή παράδοση και να τη μεταβάλλουμε σε καθολικό πρόταγμα για τη σημερινή Ελλάδα; Είναι καιρός πιστεύω να κάνουμε ένα ακόμα βήμα στη διαύγαση του προτάγματος του «εκσυγχρονισμού της παράδοσης» που έχουμε θέσει ως το κατεξοχήν ζητούμενο στη νέα ιστορική περίοδο:
Η νεοελληνική Αναγέννηση (1700-1922) έθετε ως αίτημα της την ανασύσταση, στην Ευρώπη, ενός κράτους συνεχιστή του Βυζαντίου («πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ΄ναι») με ένα κράτος αρκετά ισχυρό ώστε να ηγεμονεύσει πολιτισμικά και πολιτικά στον ιστορικό χώρο δράσης του ελληνισμού. Σε περίπτωση επιτυχίας αυτού του εγχειρήματος –που είχε ως κομβική προϋπόθεση την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης–, ο νεώτερος ελληνισμός θα μπορούσε να ξαναστείλει «στην Κόκκινη Μηλιά» τους παρείσακτους Οθωμανούς και να συνεχίσει από εκεί που είχε μείνει η ελληνική ιστορία το 1204. Σε αυτή την περίπτωση, ο «ελληνικός δρόμος» θα αποκτούσε μια ισχυρή οικονομική και πολιτειακή βάση και θα μπορούσε να τοποθετηθεί ως ο κληρονόμος του ιστορικού και βυζαντινού ελληνισμού ισότιμα με τις άλλες δυνάμεις στην ευρωπαϊκή κονίστρα.
Η Μικρασιατική Καταστροφή έθεσε τέλος σε μια τέτοια αξίωση. Το ελληνικό κράτος δεν απέκτησε τα μεγέθη και τις προϋποθέσεις για να λειτουργήσει ως αυτόνομος γεωπολιτικός και πολιτισμικός πόλος. Και οι ιστορικές περιπέτειες που ακολούθησαν, η Κατοχή, ο Εμφύλιος και η απώλεια της Κύπρου, επιδείνωσαν αυτή τη γεωπολιτική αδυναμία.
Έτσι ο ελληνισμός που ως τα 1922 ζούσε με την «Μεγάλη Ιδέα», δηλαδή το όραμα της πλήρους ιστορικής ανασυγκρότησής του, βρέθηκε πια χωρίς ουσιαστικά νέο όραμα. Δηλαδή, είχε απολέσει τελεσίδικα την δυνατότητα μιας πολιτειακής αποκατάστασης του παραδοσιακού ιστορικού του ρόλου. Γι’ αυτό και το 1922 αποτέλεσε την μεγάλη ιστορική τομή η οποία επισφράγισε αυτή την απώλεια και εν συνεχεία θα περιπέσει σε μια ατελείωτη διελκυστίνδα εσωτερικών διενέξεων και εμφυλίων συγκρούσεων.
Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, το 1814-1815 ο Καποδίστριας απέτυχε να πείσει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις αλλά και τον ίδιο τον τσάρο Αλέξανδρο για την ανάγκη δημιουργίας ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους που να περιλαμβάνει ένα σημαντικό τμήμα του ιστορικού ελληνισμού. Μπροστά σε αυτή την αποτυχία, επιμένει πολύ περισσότερο σε μια πολιτισμική διαφωτιστική δραστηριότητα που θα εκφραστεί μάλιστα με τη δημιουργία της Φιλομούσου Εταιρείας και όχι πλέον σε κάποια άμεση πολιτειακή ανατροπή. Επειδή δε η «Φιλόμουσος Εταιρεία» επεκτάθηκε και στο κατεχόμενο από τους Αυστριακούς Σεμλίνο (Ζεμούν) της Σερβίας, όπου υπήρχε ισχυρή ελληνική παροικία, ο ταγματάρχης της Εθνοφρουράς, Ιωσήφ Τσέρβενκα, σε έκθεση του, στις 16 Φεβρουαρίου 1816, παρουσιάζει τη δράση της Εταιρείας και όσα πληροφορήθηκε για τις προθέσεις του Καποδίστρια, που βρισκόταν υπό τη διαρκή επιτήρηση του Μέττερνιχ:
«Η Ελλάς πρέπει κατά τον Καποδίστριαν να κηρυχθή ομοφώνως υφ’ όλων των Δυνάμεων χώρα αφιερωμένη αποκλειστικώς και μόνον εις τα επιστήμας και την διαφώτισιν του ανθρωπίνου γένους, το έδαφός της να κηρυχθή εκ των έξω απρόσβλητον, εσωτερικώς δε να κρατηθή μακράν πάσης ξένης αναμίξεως. Κειμένη μεταξύ Ασίας και Ευρώπης ευκόλως θα κατανοή η Ελλάς το νόημα της μυστικοπαθούς ζωής της Ανατολής, ενώ από την άλλην πλευράν θα δέχεται το εκλεπτυσμένον πνεύμα των Ευρωπαίων, δημιουργούσα κατ’ αυτόν τον τρόπον μίαν δι’ ολόκληρον την ανθρωπότητα σωτήριον ισορροπίαν» (1).
Δηλαδή, ο Καποδίστριας αποσυνδέει τον πολιτισμικό ρόλο του ελληνισμού τον οποίον έχει συλλάβει με εκπληκτική διεισδυτικότητα ως σύνθεση μεταξύ διανοίας και συναισθήματος (μεταξύ Ανατολής και Δύσης) από την ύπαρξη ενός ισχυρού αυτόνομου κρατικού φορέα. Ο ρόλος του ελληνικού κράτους, τουλάχιστον προσωρινά, επικεντρώνεται στην πολιτισμική του διάσταση μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Και αν μέχρι το 1922, θα επιχειρείται η σύνθεση πολιτειακής και πολιτισμικής συγκρότησης, έκτοτε θα καταστεί ανέφικτη.
Η γενιά του ’30 πρώτη θα επιχειρήσει να διαμορφώσει μια πρόταση που μοιάζει να συνεχίζει την αντίληψη του Καποδίστρια. Δηλαδή, το κουτσουρεμένο ελληνικό κράτος (χωρίς την Σμύρνη και την Πόλη) να ενσωματώσει την ιστορική και πολιτισμική παράδοση του ελληνισμού στα έστω περιορισμένα όρια του. Κατά κάποιο τρόπο, το ίδιο αίτημα θα θέσουν διανοούμενοι όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ή ο Κωνσταντίνος Τσάτσος.
Ο Πόλεμος και ο Εμφύλιος που ακολούθησαν, έθεσαν στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης και των προβληματισμών όχι πλέον τη διαμόρφωση ενός ελληνοκεντρικού οράματος, αλλά την επιλογή στρατοπέδου (αμερικανική Δύση ή σοβιετική Ανατολή) και την εσωτερική παραταξιακή και ταξική αντιπαράθεση. Έτσι για εβδομήντα χρόνια, μέχρι την μεγάλη κρίση του 2010, θα πάψει να υπάρχει κάποιο συνεκτικό και καθολικό όραμα για τον ελληνικό λαό, αλλά αντίθετα θα κυριαρχούν οι αποκλίνουσες κατευθύνσεις και οράματα στενά, «παραταξιακά». Με αποτέλεσμα, σήμερα, μετά από ένα μεγάλο ιστορικό κύκλο, κατεξοχήν εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα, αντιμετωπίζουμε για πρώτη φορά μετά το 1922, τον κίνδυνο της οριστικής έκπτωσης ή ακόμα και απώλειας του τελευταίου ιστορικού οχήματος του ελληνισμού. Γι’ αυτό και η γενίκευση της απογοήτευσης, η εθνική κατάθλιψη, η φυγή στον ανορθολογισμό ή τον παρασιτικό εκσυγχρονισμό.
Ένα σύγχρονο πρόταγμα
Σε αυτή την ιστορική στιγμή κατά την οποία οι Έλληνες κινδυνεύουν να απολέσουν την δυνατότητα της συγκρότησης ενός στοιχειωδώς ανεξάρτητου κρατικού πολιτικού υποκειμένου, ξαναμπαίνει και πάλι επιτακτικά, και ίσως για τελευταία φορά, το ζήτημα της διαμόρφωσης ενός καθολικού οράματος ικανού να επανενώσει τους Έλληνες και να τους οδηγήσει πέρα από τον 21ο αιώνα. Σε αυτό το όραμα δώσαμε τον γενικό ορισμό «εκσυγχρονισμός της παράδοσης». Δηλαδή ανατρέχοντας στην μακρά ιστορική παράδοσή μας να διατυπώσουμε μία σύγχρονη πρόταση για το σήμερα. Όμως αυτή η πρόταση δεν έχει μόνον ή απλώς τοπική εμβέλεια, αλλά όπως όλα τα πιθανά προτάγματα του παγκοσμιοποιημένου κόσμου μας, θα πρέπει να διαθέτει μια όντως πλανητική εμβέλεια.
Εξηγήσαμε ήδη πως ο «ελληνικός δρόμος» ως σύνθεση ανάμεσα στην τεχνόσφαιρα και τη φύση, ανάμεσα στον νου και την καρδιά, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει μια πρόταση για τα αδιέξοδα του σημερινού κόσμου. Δείξαμε επίσης πως οι Έλληνες δεν διαθέτουν τα μεγέθη, όπως η Κίνα π.χ., για να εκφράσουμε αυτή την πρόταση αυτόνομα. Τέλος, είναι υποχρεωμένοι να το πράξουν ως κατεξοχήν πολιτισμικό υποκείμενο –και δεν έχουν τίποτα άλλο να πράξουν– επί ποινή εξαφανίσεως.
Ξαναγυρνάμε κατά κάποιον τρόπο στην πρόταση του Καποδίστρια. Τι άραγε σημαίνει κάτι τέτοιο συγκεκριμένα; Πως το μόνο όραμα που μπορούμε να έχουμε στον σύγχρονο κόσμο, είναι η μεταβολή μας σ’ έναν πολιτισμικό κινητήρα ή πολλαπλασιαστή ενός δρόμου που μπροστά στο αδιέξοδο του «ρωμαϊκού» δυναμοκεντρικού μοντέλου της Δύσης και του ανατολικού θεοκρατικού προτύπου, θα προσφέρει έναν δρόμο ανανέωσης στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Εξηγήσαμε ήδη πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται, ούτε μπορούμε να το κάνουμε μόνοι μας, αλλά αποτελεί μία κίνηση με παγκόσμιες διαστάσεις, η οποία εκφράζεται μέσα από οικολογικά κινήματα, οικονομικές προτάσεις υπανάπτυξης, μέσα από τη χαλιναγώγηση και επανένταξη της οικονομικής διάστασης στην κοινωνία, κ.λπ, κ.λπ. Απλώς, εμείς μπορούμε και πρέπει να μεταβληθούμε σε προνομιακό εργαστήρι αυτού του δρόμου. Πράγμα που σημαίνει για παράδειγμα τη δημιουργία μιας Διεθνούς Φιλοσοφικής Περιπατητικής Σχολής στην πατρίδα του Αριστοτέλη στα Στάγειρα, ενός Παγκόσμιου Ιατρικού συνεδριακού κέντρου στην πατρίδα του Ιπποκράτη την Κω· ένα Ορθόδοξο Διεθνές Πανεπιστήμιο θα έπρεπε να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη συνδεδεμένο με το Άγιο Όρος, και να διαδραματίζει για τις Ορθόδοξες σπουδές έναν ρόλο ανάλογο με αυτόν που είχε άλλοτε το Ινστιτούτο του Αγίου Σέργιου στο Παρίσι. Πράγμα που σημαίνει παραπέρα τη δημιουργία ενός κέντρου για την συνεταιριστική ιδέα στα Αμπελάκια, για τη ναυτοσύνη στην Ύδρα ή τον Πειραιά, για την μηχανουργία και τη ναυπηγική στην Ερμούπολη, για την οικολογική αρχιτεκτονική στα Ζαγοροχώρια κ.λπ…
Και κάτι τέτοιο προϋποθέτει βεβαίως την ανάδειξη της παιδείας σε κύρια μέριμνα του ελληνικού κράτους (αντ’ αυτού τα ελληνικά Πανεπιστήμια έχουν μεταβληθεί σε αχούρια, και οι Έλληνες φοιτητές συνεχίζουν να φεύγουν στο εξωτερικό αντί η Ελλάδα να συγκεντρώνει φοιτητές από όλα τα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή). Αυτό σημαίνει έναν διαφορετικό προσανατολισμό της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, όπου το επίκεντρο μπαίνει στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ειδίκευσης και όχι βέβαια στην παραγωγή προϊόντων με ανειδίκευτο εισαγόμενο εργατικό προσωπικό.
Σε μια τέτοια κατεύθυνση είναι δυνατό να αναδιαμορφωθεί ριζικά ακόμα και ένας τομέας τόσο εξωστρεφής και εξαρτώμενος από την διεθνή συγκυρία, όπως ο τουρισμός, εάν συνδεθεί αποφασιστικά με την ιστορική παράδοση της χώρας από την Κνωσό έως το Άγιον Όρος όπως γίνεται εμβρυακά και μόνο, και έτσι μετασχηματιστεί σ’ έναν πολλαπλασιαστή της πολιτισμικής πυκνότητας. Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα, οι πλέον εγκαταλελειμμένοι χώροι της Ζακύνθου, –που κάποτε είχε το υψηλότερο πολιτισμικό επίπεδο της Ελλάδας–, να είναι τα μουσεία της, η πόλη να μην διαθέτει σχεδόν βιβλιοπωλείο, και ο τουρισμός να παίρνει την μορφή μιας μεθυσμένης αγέλης νεαρών και των κραυγαλέων μπιτς μπαρ.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μας έμεινε καμία άλλη δυνατότητα, αλλά ήδη αυτή είναι τεράστιας σημασίας. Προϋπόθεση όμως είναι να ξεφύγουμε από τον στενό οικονομισμό και τον ψευδοταξικισμό της ιδεολογίας της μεταπολίτευσης, κατ’ εξοχήν της αριστεράς, και να κατανοήσουμε πως πλέον η μόνη δυνατότητα επιβίωσης βρίσκεται ακριβώς στην μεταβολή της παράδοσής μας σε αφετηρία του εκσυγχρονισμού μας, και πρόκειται για ένα εγχείρημα όχι απλώς εγχώρια αλλά διεθνές. Ίσως αυτό εκφράζουν με διεστραμμένο και ανορθολογικό τρόπο οι Έλληνες που καταφεύγουν στο κλέος των προγόνων ακολουθώντας ακόμα και απατεώνες όπως ο Σώρρας. Το ζητούμενο είναι να μετατρέψουμε το ανορθολογικό σε όραμα και ρεαλιστική πρόταση.
Και αυτή η πρόταση είναι όντως ρεαλιστική και θα μπορούσε να αρχίσει κυριολεκτικά από σήμερα να τίθεται σε εφαρμογή, διότι δεν απαιτεί τεράστιες δαπάνες και πόρους, δεν απαιτεί καν να έχουμε ξεφύγει από την εποχή των μνημονίων, απαιτεί απλώς(sic!)… έναν αναπροσανατολισμό του φαντασιακού των Ελλήνων, οι οποίοι θα πρέπει να επιβάλουν και σε θεσμούς και κόμματα αυτόν τον νέο προσανατολισμό. Απαιτεί δηλαδή μια Πολιτιστική Επανάσταση μεγάλης κλίμακας που θα στραφεί πριν απ’ όλα ενάντια στο εμφυλιοπολεμικό υπόστρωμα του νέου ελληνισμού, που καθίσταται κυρίαρχο μετά το 1915 και ακυρώνει κάθε μεγάλη συλλογική προσπάθεια.
- Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας, Έρευναι εις τα αρχεία της Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ελλάδος, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1965, σσ. 196-197. · Γ. Καραμπελιάς 1821 Η παλιγγενεσία σσ. 282-283.
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr/archives/205195
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.