Είναι πασίγνωστο αυτό που γράφεται στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»: ότι «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα». Αυτός ο ισχυρισμός έχει δημιουργήσει μια από τις μεγαλύτερες συγχύσεις,
θεωρητικές και ιδεολογικο-πολιτικές συγκρούσεις στους ανά τον κόσμο
μαρξιστές και κομμουνιστικά κόμματα. Μια σύγχυση και βαθειά διχογνωμία
που προστέθηκε σε μια σειρά προβλήματα ερμηνείας των γραπτών των δύο κλασσικών, που
είχαν άμεση σχέση με την χάραξη της στρατηγικής και τακτικής των
εργατικών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων, μέχρι τις ημέρες
μας.
Είναι
μάλλον γνωστές οι πιο βασικές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε αυτούς
που ερμηνεύοντας κατά λέξη αυτή την θέση θεώρησαν τους εαυτούς τους
καθαρούς «διεθνιστές», αποκηρύσσοντας κάθε αναφορά του εργατικού
κινήματος στην «εθνική» διάσταση του αγώνα του ενάντια στον
καπιταλισμό. Από την άλλη ένα άλλο ρεύμα αποδεχόμενο την «εθνική»
διάσταση του αγώνα, εξαφανίζοντας την κοινωνική / ταξική του, οδηγήθηκε
σε σοσιαλ-σοβινιστικές θέσεις, υποτάσσοντας τον αντικαπιταλιστικό αγώνα
του προλεταριάτου στην υπεράσπιση των «εθνικών» συμφερόντων, όπως αυτά
τα όριζε πάντοτε η κυρίαρχη αστική τάξη. Απέναντι σε αυτά τα δύο
ρεύματα, ένα τρίτο, αυτό του Λένιν, έκανε ένα πολύ σημαντικό βήμα, τόσο
στο θεωρητικό όσο και στο ιδεολογικο-πολιτικό επίπεδο, στον καθορισμό
της στρατηγικής και τακτικής του επαναστατικού εργατικού κινήματος,
όταν έρχεται μπροστά σε ένα τέτοιο πρόβλημα: δηλαδή την σχέση του «ταξικού», αντικαπιταλιστικού αγώνα με το εθνικό πρόβλημα, την «εθνική» πλευρά του.
Τα εθνικοαπελευθερωτικά,
αντι-αποικιακά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα και επαναστάσεις,
ιδιαίτερα αυτά που αναπτύχθηκαν κάτω από την ιδεολογικοπολιτική
καθοδήγηση των κομμουνιστικών κομμάτων, φάνηκε πώς έλυσαν αυτό το
πρόβλημα, πώς απάντησαν στις όποιες απορίες είχαν αρχικά δημιουργηθεί.
Όμως οι συγχύσεις εξακολουθούν ακόμα να «βασιλεύουν» και να ταλαιπωρούν
το αριστερό[1]
κίνημα μέχρι τις ημέρες μας. Δεν βρίσκουμε ανθρώπους που ανατριχιάζουν
μόλις ακούνε τη λέξη «έθνος» μόνο στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ, καλή ώρα ο
Δημοσθένης Αναγνωστόπουλος Παπαδάτος, διακεκριμένος εθνομηδενιστής,
που τελευταία ακόμα έγραψε πώς «Είμαι
από αυτούς που άκουγαν και ακούν με επιφύλαξη, καχυποψία και ενίοτε
δυσανεξία τα πολλά "λαός" και τα ακόμα περισσότερα "πατρίδα" και "έθνος"»[2]. Τελευταία και κάποιοι «θεωρητικοί» του ΚΚΕ προσπαθούν να μας πείσουν πώς η ήττα του κινήματος στην
Κατοχή και μετά, οφείλεται στον εγκλωβισμό της στρατηγικής και
τακτικής του στον «εθνικό» χαρακτήρα που το κόμμα του έδωσε, την εποχή
εκείνη, σε βάρος του ταξικού αγώνα.
Εδώ,
όμως, δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με την ελληνική αριστερά και τις
απόψεις της πάνω στο ζήτημα αυτό. Αλλά θα σχολιάσουμε κυρίως τα όσα
σχετικά γράφει το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».
Γράφουν οι Μαρξ – Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ότι:
«Ακόμα κατηγορήθηκαν οι κομμουνιστές ότι θέλουν τάχα να καταργήσουν την πατρίδα, την εθνότητα
Η
σύγχρονη βιομηχανική εργασία, η σύγχρονη υποδούλωση στο κεφάλαιο, που
είναι ίδια στην Αγγλία και τη Γαλλία, στην Αμερική και τη Γερμανία, αφαίρεσε από τον προλετάριο κάθε εθνικό χαρακτήρα. Οι νόμοι, η ηθική, η θρησκεία είναι γι' αυτόν τόσες αστικές προλήψεις, όσα αστικά συμφέροντα κρύβονται πίσω τους.
Ακόμα κατηγορήθηκαν οι κομμουνιστές ότι θέλουν τάχα να καταργήσουν την πατρίδα, την εθνότητα.
Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Δεν μπορεί να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν». Και αμέσως μετά συνεχίζουν:
«Αφού, όμως, το προλεταριάτο πρέπει κατ' αρχήν να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη[3],
να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο ακόμα εθνικό, αν
και σε καμιά περίπτωση με την έννοια που δίνει η αστική τάξη».
Κατά περίεργη σύμπτωση το ότι «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» το θυμούνται και το επικαλούνται όχι
μόνο οι ακραιφνείς «ταξικοί» της αριστεράς, αλλά βεβαίως, για δικό
τους λογαριασμό και όφελος και όλοι οι αντιδραστικοί, αντεπαναστάτες,
εθνοπροδότες κλπ κλπ διεθνώς και της χώρας μας. Σε αυτή την κατηγορία άλλωστε απαντάνε στο «Μανιφέστο» οι Μαρξ – Ένγκελς, όπως διαβάζουμε στην αρχή του αποσπάσματος.
Βέβαια δυσκολεύεται κάποιος προσεκτικός, απαιτητικός και σκεπτόμενος αναγνώστης του «Μανιφέστου» να εξηγήσει πώς αφού το κεφάλαιο αφαίρεσε από το προλεταριάτο κάθε εθνικό χαρακτήρα, προκειμένου να κατακτήσει την πολική εξουσία πρέπει να ανυψωθεί σε εθνική τάξη, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος», και γι αυτό « είναι και το ίδιο ακόμα εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια που δίνει η αστική τάξη». [4]
Για
να πρέπει το προλεταριάτο να ανυψωθεί σε εθνική τάξη – σωστότερα να
ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους – πρέπει να υπάρχει έθνος. Δηλαδή
οι Μαρξ-Ένγκελς και το Συμβούλιο
της Α’ Διεθνούς, να αποδέχονταν την ύπαρξη του. Και μάλιστα το έθνος
να το προσδιόριζαν και στον χώρο. Δεν μπορεί το έθνος να είχε πάρει
διαζύγιο με την πατρίδα. Κάποια σχέση πρέπει να αποδεχόντουσαν πώς
υπήρχε μεταξύ πολιτικής εξουσίας – που έπρεπε να κατακτήσει το
προλεταριάτο – της πατρίδας (country ή Vaterland) και της Nationalitaet , Nation, national.
Το προλεταριάτο καλείτο να κατακτήσει την εξουσία σε συγκεκριμένες
πατρίδες και έθνη. Πως; Με το να συγκροτηθεί το ίδιο σε έθνος, να
ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους. Κι όταν λένε σε ηγέτιδα τάξη του έθνους, προφανώς εννοούν ηγέτιδα τάξη πώς το ίδιο έθνος υπάρχουν και άλλες τάξεις εκτός φυσικά του
προλεταριάτου και της κεφαλαιοκρατικής τάξης. Γι αυτό άλλωστε
ασχολήθηκαν και ιδιαίτερα και με τις κοινωνικές συμμαχίες που ήταν
απαραίτητες προκειμένου το προλεταριάτο να κατακτήσει την
εξουσία. Ασχολήθηκαν π.χ. με τη στάση του προλεταριάτου απέναντι στους
μικροαστούς και τα κόμματα τους, τους αγρότες, κλπ.
Πως μπορεί να εξηγηθεί αυτή η οφθαλμοφανής αντίφαση που υπάρχει, μέσα σε λίγες γραμμές, στο «Μανιφέστο»; Πως από το Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα το προλεταριάτο πρέπει να «ανυψωθεί σε εθνική τάξη, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος»; Δηλαδή ότι «έχει πατρίδα»; Πως από το «αφαίρεσε από τον προλετάριο κάθε εθνικό χαρακτήρα» - και μάλιστα στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Αμερική – το προλεταριάτο για να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους είναι υποχρεωμένο να επικαλεσθεί, να αξιοποιήσει τα υπάρχοντα εθνικά χαρακτηριστικά του έθνους του; Και τι σημαίνει πώς «είναι και το ίδιο ακόμα εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια που δίνει η αστική τάξη». Τι σημαίνει ιδιαίτερα εκείνο το «σε καμιά περίπτωση με την έννοια που δίνει η αστική τάξη». Ποια έννοια δίνει η αστική τάξη και ποια το προλεταριάτο;
Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» γράφτηκε Δεκέμβρη 1847 – Γενάρη 1848 και κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη του 1848. Αποτελεί μια διακήρυξη αρχών της Α΄ Διεθνούς, που έγραψαν οι Μαρξ και Ένγκελς. Ένας μη μαρξιστής διανοούμενος έγραψε εκγωμιαστικά, πως ακόμα κι αν ο συγγραφέας του «δεν έγραφε τίποτε άλλο θα είχε εξασφαλίσει αιώνια φήμη» γιατί «Καμία σύνοψη δεν μπορεί να αποδώσει την ποιότητα των εισαγωγικών ή των καταληκτικών σελίδων»[5].
Πραγματικά το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» κατέχει – και θα κατέχει – μια
ξεχωριστή θέση στην παγκόσμια σκέψη. Δίκαια αποτέλεσε τη Βίβλο του
παγκόσμιου επαναστατικού εργατικού κινήματος – αρκεί βέβαια να μην
προσλαμβάνεται με θρησκευτικό τρόπο - και μια επιτομή της εξέλιξης της παγκόσμιας ιστορίας.
Όμως
από τότε που γράφτηκε επήλθαν διάφορες αλλαγές στην οργάνωση του ίδιου
του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, την ίδια την εργατική τάξη και πολλές
από τις σκέψεις των Μαρξ και Ένγκελς διασαφηνίστηκαν ή ακόμα και λίγο
πολύ τροποποιήθηκαν. Ο ίδιος ο Ένγκελς στον πρόλογο στην γερμανική έκδοση του 1872 έγραφε «Όσο
πολύ κι αν έχουν αλλάξει οι συνθήκες στα τελευταία είκοσι πέντε
χρόνια, οι γενικές αρχές που εκτέθηκαν σ' αυτό το "Μανιφέστο" διατηρούν
σε γενικές γραμμές και σήμερα όλη τους την ορθότητα. Μερικά σημεία θα
μπορούσαν εδώ κι εκεί να διορθωθούν…….. Ακόμα,
είναι αυτονόητο ότι, για σήμερα, η κριτική της σοσιαλιστικής
φιλολογίας παρουσιάζει κενά, γιατί σταματάει ως το 1847 και ότι οι
παρατηρήσεις για τη στάση των κομμουνιστών απέναντι στα διάφορα κόμματα
της αντιπολίτευσης (IV μέρος) κι αν ακόμα και σήμερα είναι ακριβείς
στις γενικές γραμμές τους, έχουν ωστόσο παλιώσει στις λεπτομέρειές τους
και μόνο για το γεγονός ότι άλλαξε ολοκληρωτικά η πολιτική κατάσταση
και η ιστορική εξέλιξη εξαφάνισε από το πρόσωπο της γης τα πιο πολλά
κόμματα που απαριθμούνται εκεί.
Ωστόσο
το "Μανιφέστο" είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο που δεν έχουμε πια το
δικαίωμα να το αλλάξουμε. Μπορεί μια μεταγενέστερη έκδοση να βγει
συνοδευμένη από μια εισαγωγή, που θα γεφυρώσει την απόσταση από το 1847
ως τα σήμερα. Τούτη η ανατύπωση μας ήρθε τόσο αναπάντεχα, που δεν μας
δίνει τον καιρό για μια τέτοια δουλειά»
Στον πρόλογο του στη δεύτερη ρωσική έκδοση του 1882 – ο Μαρξ ακόμα ζεί – αναφέρει μερικές από τις αλλαγές που έχουν επέλθει και στον πρόλογο του στη γερμανική έκδοση του 1883 γράφει «Τώρα,
ύστερα απ' το θάνατο του, δεν μπορεί πια να γίνεται λόγος για αλλαγή ή
συμπλήρωση του "Μανιφέστου". Ένας λόγος παραπάνω που με κάνει να
νομίζω ότι είναι αναγκαίο να διαπιστώσω ρητά ακόμα μια φορά τα
παρακάτω». Αργότερα, πάλι στη γερμανική έκδοση του 1890, έγραφε πώς : «Μαζί
με την εξαφάνιση από τη δημόσια σκηνή του εργατικού κινήματος, που
χρονολογείται από την εποχή της επανάστασης του Φλεβάρη, περνά στο
περιθώριο και το "Μανιφέστο". …. Τα
γεγονότα και οι εναλλαγές στην πάλη ενάντια στο κεφάλαιο, οι ήττες πιο
πολύ από τις νίκες, δεν μπορούσαν να μη δώσουν στους αγωνιζόμενους να
νιώσουν πόσο ανεπαρκείς ήταν οι ως τότε πανάκειές τους, δεν μπορούσαν να μην τους κάνουν να κατανοήσουν βαθιά τους αληθινούς όρους της χειραφέτησης των εργατών… Η
εργατική τάξη του 1874, όταν διαλυόταν η Διεθνής, ήταν ολότελα άλλη
από την εργατική τάξη του 1864, τη στιγμή της ίδρυσής της».
Να προσθέσουμε εδώ ότι ο Φρ. Ένγκελς επειδή ήτανε ακριβώς επαναστάτης - όπως ακριβώς και ο Μαρξ – δεν φοβότανε όχι μόνο να αναθεωρεί απόψεις
που είχε κάποτε διατυπώσει, ύστερα από μια βαθύτερη έρευνα ή γιατί οι
ίδιες οι εξελίξεις τις είχαν διαψεύσει. Έτσι στον πρόλογο στην
«Κατάσταση της εργαζόμενης τάξης στην Αγγλία» (1892) γράφει και
κάμποσες προφητείες του στην πρώτη έκδοση (1845) , δεν επαληθεύτηκαν –
το εκπληκτικό γράφει είναι το πόσες περισσότερες επαληθεύτηκαν – και
τις αποδίδει και στο νεανικό ζήλο.
Μπορούμε τώρα να υποθέσουμε πώς το Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα είναι περισσότερο αποτέλεσμα του αποδεκτού ενθουσιασμού τους για
την πραγματική επαναστατική τους ανακάλυψη ότι το κεφαλαιοκρατικό
σύστημα έχει δημιουργήσει μια τάξη που δεν διαθέτει καμιά ιδιοκτησία,
καμιά «ανθρώπινη» ιδιότητα κλπ – όσα διαβάζει κανείς στα «Οικονομικά
και φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844» - που
έχει απελευθερωθεί από όλες τις αστικές προκαταλήψεις και συνήθειες
και γι αυτό είναι μια επαναστατική τάξη, η μοναδική επαναστατική τάξη.
Στο κατοπινό έργο τους αντίθετα υπολογίζονται θαυμάσια οι λογής-λογής
«εθνικές» διαφορές που παίρνονται υπόψη στην ανάπτυξη του εργατικού επαναστατικού κινήματος.
Άλλωστε στο ίδιο το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», αμέσως στην επόμενη πρόταση, γράφουνε – και διαβάζουμε – «Οι
εθνικοί χωρισμοί και οι εθνικές αντιθέσεις ανάμεσα στους λαούς
εξαφανίζονται όλο και περισσότερο με την ανάπτυξη της αστικής τάξης,
την ελευθερία του εμπορίου, την παγκόσμια αγορά, την ομοιομορφία της
βιομηχανικής παραγωγής και των συνθηκών ζωής που αντιστοιχούν σ' αυτήν.
Η
κυριαρχία του προλεταριάτου θα τους εξαφανίσει ακόμα πιο πολύ. Η κοινή
δράση, τουλάχιστον των πολιτισμένων χωρών, αποτελεί έναν από τους
πρώτους όρους της απελευθέρωσής του.
Στο
βαθμό που θα καταργείται η εκμετάλλευση του ενός ατόμου από το άλλο,
θα καταργείται και η εκμετάλλευση του ενός έθνους από το άλλο.
Μαζί με την εξάλειψη της αντίθεσης των τάξεων στο εσωτερικό των εθνών, εξαλείφεται και η εχθρική στάση των εθνών μεταξύ τους» .
Αναγνωρίζονται δηλαδή οι εθνικοί χωρισμοί και εθνικές αντιθέσεις – αλλά κακώς πιστεύανε πώς «εξαφανίζονται
όλο και περισσότερο με την ανάπτυξη της αστικής τάξης, την ελευθερία
του εμπορίου, την παγκόσμια αγορά, την ομοιομορφία της βιομηχανικής
παραγωγής και των συνθηκών ζωής που αντιστοιχούν σ' αυτήν». Δεν
εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα. Διότι στο μεταξύ πρόκυψε ο διεθνής
καταμερισμός εργασίας – όπως το διαπίστωσε ο ίδιος ο Μαρξ ήδη στον πρώτο
τόμο του «Κεφαλαίου», ο
ιμπεριαλισμός, που μια χαρά τον εξήγησαν ο Χόμπσον, ο Χιλφέρτινγκ, ο Ν.
Μπουχάριν και βέβαια ο Λένιν. Οι εθνικοί διαχωρισμοί δεν μειώθηκαν,
όπως και η εθνική καταπίεση κλπ κλπ. Και μέσα σε όλα αυτά τα
επαναστατικά κινήματα των
εργατών και αγροτών των χωρών, λαών και εθνών που υφίσταντο αυτή την
καταπίεση και εκμετάλλευση, πήραν μορφή εθνικο-απελευθερωτική. Μέχρι
και ο πόλεμος της ΕΣΣΔ ενάντια στο γερμανικό ναζισμό ονομάστηκε Μεγάλος
Πατριωτικός Πόλεμος. Βέβαια πατριωτικός και σοσιαλιστικός μαζί.
Πατριωτικός με νέο περιεχόμενο. Αλλά και όπου αλλού είχαμε τέτοιο
πόλεμο – όπως καλή ώρα στην Εθνική Αντίσταση εδώ στην πατρίδα μας – ο
αγώνας αυτός, ο πατριωτικός – εθνικοαπελευθερωτικός – συνδέθηκε και με
αγώνα για κοινωνική αλλαγή. Γι αυτό άλλωστε υπήρξανε επεμβάσεις από
τον «Δυτικό», «Ελεύθερο» κόσμο. Επειδή και οι προλετάριοι έχουν και
διεκδικούν την πατρίδα τους, να την δούν και κάνουν όπως αυτοί θέλουν.
Μπορούμε δηλαδή να πούμε πώς υπάρχουν πολλές αισιόδοξες ιδέες / προφητείες στο
Κομμουνιστικό Μανιφέστο, που δεν επαληθεύτηκαν ή τουλάχιστον στην
έκταση που το επιθυμούσαν οι συγγραφείς του, και τις οποίες πρέπει τώρα
πια να προσεγγίζουμε με κριτικό τρόπο. Ένα νέο μανιφέστο θα έπρεπε να
λάβει πολλές αλλαγές υπόψη του, να είναι πιο αναλυτικό ή προσεκτικό.
Επειδή λοιπόν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο – όπως και όλη η μαρξιστικο- λενινιστική γραμματεία -
αφορά ένα ζωντανό κίνημα, που κάθε ημέρα βρίσκει μπροστά του νέα
προβλήματα που ζητάνε τη λύση τους, τις απαντήσεις τους, πρέπει να
διαβάζεται πάντοτε ιστορικά και βέβαια επαναστατικά.
Ο
τρόπος που διαβάζουνε και ερμηνεύουνε το «Μανιφέστο» δεν είναι ποτέ
«κοινωνικά» / ταξικά ουδέτερος. Όσοι δεν θέλουνε η εργατική τάξη να
διεκδικήσει και επιτύχει την χειραφέτηση της, προβάλλουν εκείνες τις
ερμηνείες που την καταδικάζουν να μένει μόνη της. Που δεν της
επιτρέπουν να μάθει πως θα ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους – της
πατρίδας – του τόπου δηλαδή που ζει, εργάζεται και υποφέρει.
[1] Ιδιαίτερα το κομμουνιστογενές / μαρξογενές, και μάλιστα το ελληνικό.
[3] Στην έκδοση του 1888 "να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους" (σημ. γερμ. σύντ.).
[4] Παραθέτω τα αντίστοιχα αποσπάσματα στην γερμανική και αγγλική έκδοση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» : Den Kommunisten ist ferner vorgeworfen worden,
sie wollten das Vaterland, die Nationalitδt abschaffen. Die Arbeiter haben kein Vaterland. Man kann ihnen nicht nehmen, was sie nicht haben. Indem das Proletariat zunδchst sich die politische Herrschaft erobern, sich zur nationalen Klasse erheben, sich selbst als Nation konstituieren muί, ist es selbst noch national, wenn auch keineswegs im Sinne der Bourgeoisie.[Marx/Engels: Manifest der kommunistischen Partei, S. 72. Digitale Bibliothek Band 11: Marx/Engels, S. 2644 (vgl. MEW Bd. 4, S. 479)]
The
Communists are further reproached with desiring to abolish countries
and nationality. The working men have no country. We cannot take from
them what they have not got. Since the proletariat must first of all
acquire political supremacy, must rise to be the leading class of the nation, must constitute itself the nation, it is so far, itself national, though not in the bourgeois sense of the word.
ΠΗΓΗ:http://istrilatis.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.