Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Οκτωβρίου 10, 2013
Είναι γνωστό ότι ζούμε σε δύσκολους καιρούς, κατά τους οποίους ακόμη και οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους και (από κάποιους) ακόμη και τα απολύτως αυτονόητα λογίζονται – και συχνά περιπαίζονται – ως ανόητα. Πολύ μεγαλύτερη είναι ασφαλώς η σύγχυση, όσον αφορά το θέμα των ταυτοτήτων. Μέσα σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται και προσπαθεί να επαναπροσδιοριστεί, αυτομάτως το ζήτημα «ποιοι είμαστε» – ή ακόμη ακριβέστερα «ποιοι αισθανόμαστε ότι είμαστε», το ζήτημα της ίδιας μας της αυτοσυνειδησίας, ανάγεται σε μείζον.
Μέσα στα πλαίσια αυτά, η απόπειρα προσδιορισμού της νεοελληνικής ταυτότητας – είτε στην αυθεντική, είτε και στις μεταλλαγμένες εκδοχές της (δεδομένου άλλωστε ότι ποτέ δεν ήταν κάτι στατικό, αλλά στο πέρασμα του χρόνου υπέστη μεγάλες μεταβολές λόγω εσωτερικών μετεξελίξεων, αλλά και έξωθεν επεμβάσεων), δεν είναι καθόλου απλό έργο. Θα επιχειρήσουμε εδώ μία πολύ ταπεινή και – μοιραία – ατελέστατη απόπειρα προς αυτή την κατεύθυνση, επικεντρώνοντας μάλιστα κυρίως σ’ εκείνη τη διάσταση της ταυτότητάς μας, που σχηματικά θα τολμούσαμε να την αποκαλέσουμε «θρησκευτική».
Γιατί «σχηματικά» και γιατί μιλάμε περί…τόλμης; Μα επειδή βεβαίως ένας τέτοιος επιμερισμός θα ήταν κάποτε εντελώς ανόητος (και ακόμη περισσότερο παντελώς ακατανόητος), δεδομένου ότι η Ορθοδοξία ήταν όχι απλώς το βασικότερο δομικό στοιχείο της ταυτότητάς μας, αλλά κάτι πολύ ουσιωδέστερο και βαθύτερο ακόμη κι από αυτό: ήταν η ίδια η ψυχή της, το ίδιο το εσώτατο οξυγόνο της, ένας συνολικός τρόπος ζωής, συμπεριφοράς και συναντίληψης των πάντων, ένα συνολικό πλαίσιο για την προσέγγιση όχι μόνο του Θεού, αλλά και του ανθρώπινου προσώπου, καθώς όμως και αυτής ακόμη της άψυχης κτίσεως. Ήταν με λίγα λόγια ο ίδιος ο καθ’ ημάς Τρόπος εν τω συνόλω του, ώστε να φαντάζει απολύτως γελοία και αντι-ιστορική η διάκρισή της από τα υπόλοιπα συστατικά αυτού που σχηματικά αποκαλούμε «νεοελληνική ταυτότητα». Ταυτόχρονα όμως οφείλουμε επίσης να τονίσουμε πως και ο όρος «θρησκεία» για εμάς τους ορθοδόξους κανονικά δεν έχει νόημα, γιατί είναι όρος που κυρίως περιγράφει ένα στατικό ηθικιστικό αξιακό σύστημα, το οποίο φυσικά ουδεμία σχέση έχει με τον άνεμο που λέγεται Ορθοδοξία. Και ο άνεμος δεν περιγράφεται, ούτε και μπαίνει σε καλούπια. Θα κρατήσουμε ωστόσο παρ’ όλα αυτά τον όρο «θρησκευτική διάσταση» της ταυτότητάς μας, γιατί δυστυχώς εδώ και αρκετές δεκαετίες έχει αποκτήσει πλέον πρακτικά και για εμάς νόημα.
Και εννοώ ασφαλώς τη μετάλλαξη της εν λόγω ταυτότητας, εξαιτίας κυρίως της σταδιακής «θρησκειοποίησης» του εκκλησιαστικού γεγονότος, μιας εξέλιξης που συντελέστηκε μέσα από μία καθαρά προτεστάντικου τύπου ευσεβιστική κωδικοποίηση, η οποία ουσιαστικά συνοδεύει όλη τη σύγχρονη ιστορία μας. Ανάγει τις απαρχές της ήδη στην προεπαναστατική περίοδο, την εποχή που φτάνουν και στην καθ’ ημάς Ανατολή οι τοξικές ουσίες του λεγόμενου Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (ή…Διασκοτισμού – όπως τουλάχιστον τινές εξ ημών έχουμε εδώ και πολλά χρόνια καταλήξει), τότε δηλαδή που η εισβολή της αυτιστικής εκείνης αποθέωσης του Ορθού Λόγου (μέσω των ευρωπαϊκών…στοών – για να μην ξεχνιόμαστε – δεδομένου ότι άπαντες οι δήθεν ορθολογιστές διαφωτιστές της Δύσης ήταν στην πραγματικότητα αποκρυφιστές και μασώνοι), ακόμη και όταν δεν ωθεί στην κατασυκοφάντηση της πίστης ως μεσαιωνικού σκοταδισμού, οδηγεί το λιγότερο σε μια πρώιμη μορφή θεολογικής εκκοσμίκευσης. Στη συνέχεια έχουμε την Επανάσταση του ’21, με την οποία ένα τμήμα του Ελληνισμού ελευθερώθηκε μεν από τον τουρκικό ζυγό, γρήγορα πέρασε όμως κάτω από άλλους (ενίοτε μάλιστα πολύ χειρότερους), μετατρεπόμενο σε έρμαιο στα χέρια αλλοτρίων συμφερόντων, σε προτεκτοράτο στα χέρια ξένων δυνάμεων, σε άθλιο θύμα της οικονομικής του καχεξίας και βασικά βεβαίως σε πεδίο επιβολής ξένων πολιτισμικών προτύπων, που οδήγησαν στην πνευματική του διάβρωση, αλλοτρίωση και εν τέλει εκποίηση. Η μετάλλαξη λοιπόν της ταυτότητάς μας συνεχίζεται στους νέους αυτούς καιρούς, τους καιρούς του ελλαδικού κρατικού ψευδο-μορφώματος του 1830, αυτού του ψεύτικου ρωμέηκου που προφήτεψε ο πατρο-Κοσμάς, αυτού του ελεεινού ρωμέηκου, για το οποίο μιλώντας ο μέγας Μακρυγιάννης, είχε φτάσει στο σημείο να πει ότι πως τέτοια λευτεριά τη σιχάθηκε και ότι «αν μας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά όπου γευόμαστε, θα παρικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήσει εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, φιλοτιμία, αρετή και τιμιότη». Και συνεχίζει μετά τη διαδρομή της κατά τον ύστερο 19ο αιώνα και καθ’ όλο τον 20ό, μέσα από ένα συνεχή εκδυτικισμό, μέσα από την (αναφανδόν χρήζουσα ψυχιατρικής έρευνας) προσπάθεια μας να πετάξουμε πάση…θυσία στη χωματερή, ως πλεγματικοί νεόπλουτοι, την Ουσία μας, όλα τα σημαίνοντα και σημαινόμενα του καθ’ ημάς Τρόπου, όλα αυτά δηλαδή που μας γέννησαν και μας κράτησαν ζωντανούς επί χιλιετίες. Ήταν ακριβώς η απόπειρα να γίνουμε «πολιτισμένοι», πιθηκίζοντας ξένα πρότυπα και τρόπους αλλότριους. Η απόπειρα για να μάθουμε να ψελλίζουμε, κατά πώς λέει κι ο Σεφέρης, «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες»…
Το εγχείρημα αυτό (και ανεξάρτητα βεβαίως από τα ξένα κέντρα της εκπορεύσεώς του) ήταν συνάμα επί πολλές δεκαετίες και η νευρωτική εμμονή της ελλαδικής άρχουσας τάξης, της λεγόμενης αστικής και μεγαλοαστικής. Και επειδή ασφαλώς δεν επρόκειτο για τάξη φυσιολογικά αναπτυγμένη (και για τούτο ιδεολογικά συγκροτημένη), το εν λόγω εγχείρημα υπήρξε κωμικοτραγικό. Μιλάμε απλώς για μία καλοζωισμένη γουνένδυτη κουρελαρία, η οποία λες και αισθάνθηκε ότι έπρεπε να εκπληρώσει ένα κιτς νεοπλουτίστικο…κάρμα αυτο-ευνουχισμένου γραικύλου – και έτσι μπόρεσε χωρίς πολλές διαδικασίες να περάσει από τον κύκλιο χρόνο στον γραμμικό «εκσυγχρονισμό», από το χαροποιό πένθος στη χαζοχαρούμενη χυδαιότητα, από το όραμα στο κομπόδεμα, από τον Ρωμανό τον Μελωδό στον Χαίντελ, από τον τσάμικο στον Τζίμη Μακούλη (και αργότερα βέβαια στον Μαζωνάκη και την…Καλομοίρα), από τον Μακρυγιάννη στις «Δύο Ορφανές» και μετά στον Κούντερα και τον Κοέλο, με ολίγη από «ΚΛΙΚ», «NITRO» και έτερους life style μεγαλοχαρτοπολτούς. Μέσα στη συνολική αυτή εκπάγλου κάλλους…πολιτιστική σύνθεση ουδεμία θέση πλέον είχε (όπως εύκολα αντιλαμβάνεται και ο πλέον αδαής) η Ορθοδοξία, που άλλωστε, όπως είπαμε, είχε ήδη – μέσα στο μυαλό των πολλών – μετεξελιχθεί σε αξιακό ηθικισμό, άρα και σε σύστημα υποκείμενο σε κάθε είδους αμφισβήτηση. Ήρθε μετά και η περαιτέρω νόθευση των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, ήρθε και η χυδαία πολιτική καπηλεία με τις…«Ελλάδες των Ελλήνων Χριστιανών» και έτσι μπήκανε πια στη θέση τους και οι έσχατες ψηφίδες.
Κάπως έτσι (και βεβαίως πολύ σχηματικά) ήταν που απωλέσαμε τον εαυτό μας στη διάρκεια αυτής της διαδρομής των τελευταίων δύο περίπου αιώνων. Και μετά και από την βαθύτατα τραγική περίοδο της λεγόμενης Μεταπολίτευσης, οπότε και όλος ο προηγούμενος κατήφορος μεταβλήθηκε σε οφθαλμοφανή ελεύθερη πτώση, φτάσαμε πια εδώ, στην Ελλάδα του σήμερα, στην Ελλάδα του ασύδοτου πλουτισμού, της εκσυγχρονιστικής υστερίας, της πολιτιστικής ασυναρτησίας, της πολιτικής διαφθοράς, της εκκλησιαστικής εκκοσμίκευσης, της μιθριδατικής άμβλυνσης όλων των αξιών, της ευρύτερης κρίσης όλων των θεσμών. Σε μία Ελλάδα, που εδώ και μερικές δεκαετίες τη λυμαίνονται σκοτεινοί μεγαλοεργολάβοι και μεγαλοεκδότες, τραγικοί πολιτικοί, αγύρτες δημοσιογράφοι, εθνομηδενιστές ψευδο-κουλτουριάρηδες, εκκοσμικευμένοι ρασοφόροι, αντάξιοι όμως δυστυχώς όλοι τους ημών, δηλαδή ενός λαού τυφλού πλέον και αμνησιακού, ενός λαού που καθημερινά βουλιάζει ολοένα και περισσότερο στη βαθύτερη παρακμή και στην απόλυτη ανοησία, ενός λαού που δεν ξέρει πια εδώ και πολλά χρόνια «πού πατά και πού πηγαίνει».
Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη αλλοίωση της ταυτότητάς μας. Η μεταποίηση της Ορθοδοξίας σε ηθικιστικό σύστημα αξιών. Και επειδή, όπως ήδη προανέφερα, η Ορθοδοξία δεν ήταν απλώς μία «θρησκεία», αλλά εν συνόλω ο καθ’ ημάς Τρόπος, μία βιωματική σχέση με τα πάντα, τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τη φύση, μία σχέση με το υπέρ Λόγον, αλλά και το κατά Λόγον, η μετάλλαξη αυτή δεν μας μετέτρεψε απλώς σε άλλου είδους…χριστιανούς. Μας μετέτρεψε σε άλλου είδους όντα – από κάθε άποψη. Η μεταποίηση και ο συνεπαγόμενος εκφυλισμός της πίστης σε ιδεολογία άλλαξαν σταδιακά ολόκληρη τη στάση μας απέναντι στον κόσμο και στα πράγματα. Η ταυτότητά μας, η νεοελληνική ταυτότητα, ήταν μέχρι τότε συνολική, ολιστική, τα περιλάμβανε όλα: ιστορία, παράδοση, πίστη, γλώσσα, τέχνη, τα πάντα. Τώρα πλέον αυτή η ταυτότητα σταδιακά διασπάται, κατακερματίζεται σε πολλαπλές επιμέρους ταυτότητες. Ταυτότητες λειψές, ατελέσφορες, ακρωτηριασμένες. Και έτσι ακριβώς είναι που ξεκινά η σύγχρονη νεοελληνική μας υπαρξιακή σύγχυση. Ή – μάλλον ακριβέστερα – η νεοελλαδική μας σύγχυση, καθώς αυτή η εξέλιξη έχει ως πηγή της το κρατικό εξάμβλωμα του 1830. Τον υπόλοιπο Ελληνισμό δεν τον αφορά κατ’ αρχάς. Αρχίζει να τον αφορά, από τη στιγμή που και αυτός αρχίζει να συνδέεται ή σταδιακά να ενσωματώνεται στο συγκεκριμένο πανάθλιο μόρφωμα.
Μία αντίδραση τώρα απέναντι σε όλα αυτά διαφάνηκε βεβαίως με την άνθηση του αγιορείτικου (και όχι μόνο) ορθόδοξου μοναχισμού και το άνοιγμά του προς τον πνευματικά χειμαζόμενο ελληνικό λαό. Η άνθηση αυτή, η οποία ασφαλώς συνοδεύτηκε και από την εμφάνιση κάποιων πολύ εμβληματικών περιπτώσεων σύγχρονης αγιότητας, που έπαιξαν τον ρόλο του πνευματικού φάρου, συνέπεσε χρονικά με την έσχατη κατάπτωση των τελευταίων 3-4 δεκαετιών, και φυσικά αυτό μόνο…συμπτωματικά δεν μπορεί να συνέβη, αλλά (για τους έχοντας τουλάχιστον ώτα ακούειν και οφθαλμούς οράν) οφείλει να εκληφθεί ως μία ξεκάθαρη εκδήλωση της πρόνοιας του Θεού, για τη στήριξη των ανθρώπων απέναντι στην εν εξελίξει ολομέτωπη ζοφοπνεμένη λαίλαπα του «εκσυγχρονισμού».
Ταυτόχρονα πάντως αξίζει για ιστορικούς λόγους να αναφερθεί και η εμφάνιση (πάλι κάπου εκεί, μέσα στη δεκαετία του ’70) και κάποιων παρεών από θεολόγους και διανοητές, που κήρυξαν την επιστροφή στις πηγές και την αυθεντική μας ταυτότητα, στην προπτωτική της περίοδο. Χαρακτηριστικότερη ίσως ανάμεσά τους η κίνηση των λεγόμενων Νεο-ορθοδόξων, μία κίνηση ωστόσο που είχε δυστυχώς πολύ βασικές ατέλειες, με κυριότερη τον διανοουμενίστικο χαρακτήρα της. Και όχι πως αυτό είναι κατ’ ανάγκην κακό, στην προκείμενη όμως περίπτωση είναι φανερό ότι δεν μπορείς να μιλάς για το ορθόδοξο βίωμα – και το βίωμα αυτό να προσπαθείς να το προσεγγίσεις εγκεφαλικά και μάλιστα με φιλοσοφική αλαζονική αυταρέσκεια, τουτέστιν άνευ ίχνους ταπεινώσεως. Αυτός ήταν πιθανότατα και ο λόγος που η συγκεκριμένη κίνηση απέτυχε τελικά, εκτρεπόμενη μάλιστα και σε εξίσου αυτάρεσκες (νεο-νικολαϊτικές, ευδαιμονιστικές ή άλλες) θεολογικές πλάνες. Η κατάληξη είναι βεβαίως γνωστή, με εμφανέστερα παραδείγματα ασφαλώς την τραγική νεοεποχίτικη κατάντια του πάλαι ποτέ ενδιαφέροντος (αν μη τι άλλο) χώρου της «Σύναξης», αλλά βεβαίως και την περίπτωση διανοητών τύπου Ράμφου, που όχι μόνο δεν μπόρεσαν ποτέ τους να γίνουν…Κόντογλου, αλλά υπό το βάρος της πλάνης τους κατάντησαν τελικά εδώ και χρόνια νεοταξίτες απολογητές της Παγκοσμιοποίησης και θλιβερά εξαπτέρυγα του συστήματος. Παρ’ όλα αυτά όμως, για να μην είμαστε ισοπεδωτικοί, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η εν λόγω κίνηση στον καιρό της, έναν καιρό βαθιάς πνευματικής ξηρασίας, έπαιξε αναμφίβολα και αυτή τον ρόλο μιας γέφυρας, ώστε κάποιοι άνθρωποι να ξεφύγουν από τα αστεία προτεστάντικα κειμενάκια των θεολόγων της δεκαετίας του ’50 και του ’60 και να ξαναβρούν τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο Νύσσης, τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, να ξαναψάξουν πίσω στην παράδοση και τον ξεχασμένο μας πνευματικό πλούτο. Και επειδή τίποτε δεν πάει χαμένο, τον ρόλο αυτό τον συνέχισαν τα τελευταία χρόνια άλλες ομάδες και παρέες, βασισμένες αναμφίβολα σε πιο υγιείς και στέρεες πνευματικές βάσεις.
Βλέπουμε όμως ότι (ίσως επειδή και να ζούμε σε έσχατους καιρούς) ο Θεός επέτρεψε στο εν Ελλάδι σύστημα να αναδιπλωθεί και να αντεπιτεθεί. Ο λόγος άλλωστε είναι αναφανδόν για ένα σύστημα που βρισκόταν πάντοτε σε ευθεία εξάρτηση (εντολοδόχου) από την παγκόσμια κραταιά σιωνιστική συμμορία και είχε ως εκ τούτου άπειρα υλικά μέσα στη διάθεσή του. Γι’ αυτό και η νέα αυτή επίθεση δεν εκφύλισε μόνο κάποιες παρέες θεολογούντων διανοητών του ύστερου 20ού αιώνα σε πλανεμένες παρα-ορθόδοξες σέχτες, ούτε διέλυσε μόνο με το νεοεποχίτικό της δηλητήριο τις θεολογικές σχολές, ούτε γέννησε μόνο την εκτρωματικά απερινόητη τραγικωμωδία της (αυτοφερόμενης ως) «μεταπατερικής θεολογίας», αλλά ούτε και διάβρωσε μόνο τους πλείστους ταγούς της ελλαδικής διοικούσας Εκκλησίας. Την επίθεση αυτή την ένιωσε στο πετσί του εν τέλει μέχρι και ο αγιορείτικος μοναχισμός: η εκκοσμίκευση και η εξάρτηση από υλικά αγαθά (και κοινοτικά κεφάλαια) ήταν δυστυχώς για τον τελευταίο η άλλη (και ολωσδιόλου θλιβερή) όψη του νομίσματος – σε σχέση με την προαναφερθείσα του άνθηση.
Και για να το πούμε πλέον και με άλλα λόγια (και καθώς συνεχίζουμε βεβαίως να μιλάμε για την ορθόδοξη νεοελληνική ταυτότητα): ως άμεση και βασικότατη συνέπεια αυτής της έσχατης επίθεσης ζούμε σήμερα μία ακόμη νέα μεγάλη μετάλλαξη. Και αυτή πλέον δεν αφορά ασφαλώς μόνο σ’ εμάς τους Έλληνες, αλλά αποτελεί ένα φαινόμενο παγκόσμιο. Ζούμε την απόπειρα επιβολής του τέλους των θρησκειών, μέσα από μία οφθαλμοφανώς τεχνητή διαδικασία ενός γενικότερου θρησκευτικού συγκρητισμού, που έχει ως άμεσους στόχους του την άμβλυνση της θρησκευτικής συνείδησης των λαών, τη σταδιακή ισοπέδωση (μέσα από τη μιθριδατική εξοικείωση με τις συνεχείς επαφές, τους «διαλόγους» και τις συμπροσευχές) των θρησκευτικών τους ιδιαιτεροτήτων και την ψυχολογική τους προετοιμασία για το σερβίρισμα της νεοεποχίτικης πανθρησκειακής σαλάτας, της οποίας η παρασκευή βρίσκεται ήδη εν πλήρη εξελίξει. Ποιοι είναι τώρα αυτοί που την παρασκευάζουν και τη σερβίρουν, με όργανα τα κατά τόπους «παπαγαλάκια» τους; Μα ασφαλώς τα ίδια αφεντικά που προωθούν και τις άλλες απόπειρες συγκρητισμού, σε ευρύτερα πολιτισμικό πλέον και κοινωνικό επίπεδο. Όλες αυτές οι απόπειρες φυσικά υποκρύπτονται στο δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης της λεγόμενης Παγκοσμιοποίησης.
Για την Παγκοσμιοποίηση θα πρέπει ασφαλώς να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν έχει μόνο τις δεδομένες οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις (τις οποίες όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουν), αλλά και άλλες, πολύ βαθύτερες παραμέτρους (τις οποίες πολύ λιγότεροι έστω υποψιάζονται). Και εννοώ φυσικά την πλήρη πνευματική και πολιτισμική διαπλανητική ισοπέδωση, η οποία προωθείται μέσα από τις άοκνες προσπάθειες για διάλυση των θρησκειών, των εθνικών πολιτισμών και των εθνικών γλωσσών. Και να ξεκαθαρίσουμε ακόμη ότι το παιχνίδι που αυτή τη στιγμή παίζεται πάνω στον πλανήτη, είναι πρωτίστως πνευματικό και θρησκευτικό – και εντελώς δευτερευόντως πολιτικό και οικονομικό. Σε πείσμα όλων των προσεγγίσεων που εδράζονται στο (ενίοτε χρήσιμο μεν, αλλά βεβαίως και απελπιστικά απλοϊκό) μαρξιστικό μοντέλο, είναι αρίδηλο ότι η οικονομική και πολιτική υποταγή των λαών αποτελεί στην πραγματικότητα το μέσο για την πνευματική τους άλωση – και όχι το αντίστροφο. Αυτό δείχνουν δυστυχώς ενίοτε να το αγνοούν ακόμη και κάποιοι πολύ σοβαροί – κατά τα άλλα – και ιδιαίτερα καλοπροαίρετοι μελετητές του «δικού» μας ευρύτερου χώρου, που όμως έτσι αδυνατούν ασφαλώς να ερμηνεύσουν το τι πραγματικά κρύβεται πίσω από τις σύγχρονες παγκόσμιες εξελίξεις. Και εννοώ φυσικά ανάμεσα σε αυτές και τη λεγόμενη «παγκόσμια οικονομική κρίση», για την οποία π.χ. είναι εντελώς κωμικό το να επιχειρούμε να την αποδώσουμε (και το λέω πολύ σχηματικά) σε μία απλώς κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Αντίθετα, αυτή η απερίγραπτα εκτρωματική ιστορία, όπου άπας ουσιαστικά ο πλανήτης εμφανίζεται να χρωστά ιλιγγιώδη ποσά σε κάποια ολότελα μυστηριώδη κέντρα και…παράκεντρα (τύπου Παγκόσμιας Τράπεζας ή ετέρων συναφών…φιλανθρωπικών σωματείων), ποσά μάλιστα που στην πραγματικότητα δεν υφίστανται καν, είναι μία ιστορία που δεν μπορεί να εξηγηθεί με οικονομικούς όρους. Μπορεί αποκλειστικά και μόνο με πνευματικούς. Είναι προδήλως μία απολύτως τεχνητή και κατευθυνόμενη εξέλιξη, που στοχεύει αφ’ ενός στην ανακατανομή του παγκόσμιου πλούτου και ακολούθως τη συγκέντρωσή του στα χέρια όλο και λιγότερων (και βασικότατων – κατά θαυμαστή…σύμπτωση – μελών της σιωνιστικής μαφίας) και αφ’ ετέρου στην παγκόσμια αποσταθεροποίηση, που απλούστατα θα διαμορφώσει τις κατάλληλες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες για την αποδοχή του νέου μεγάλου παγκοσμίου δόγματος.
Και βεβαίως το νέο αυτό δόγμα είναι «Μία θρησκεία – Μία οικονομία – Ένας πολιτισμός – Μία ηγεσία». Ό, τι κι αν σας θυμίζει αυτό (είτε Τζωρτζ Όργουελ, είτε Αποκάλυψη του Ιωάννη), η ουσία δεν αλλάζει. Και το δόγμα αυτό, για να επιβληθεί, προϋποθέτει λαούς απαίδευτους, ιστορικά αποπροσανατολισμένους, εθνικά διαλυμένους, γλωσσικά κατεστραμμένους και θρησκευτικά αποχρωματισμένους. Και ταυτόχρονα βεβαίως λαούς καταβεβεβλημένους από τον φόβο, όθεν και η συνεχόμενη εδώ και πολλά χρόνια τρομολαγνεία με τις δήθεν Αλ Κάιντες, τις δήθεν επιδημίες και πανδημίες και την επίσης δήθεν απειλή της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης (που φυσικά, όπως προαναφέρθηκε, είναι όντως απειλή, αλλά στην πραγματικότητα ουδεμίαν σχέσιν έχουσα μ’ αυτό που μας σερβίρουν καθημερινά τα εγκάθετα ΜΜΕ). Τα πάντα – από τα γνωστά κουρελογραφήματα τύπου Ρεπούση και τη δήθεν ανάγκη επαναπροσέγγισης της Ιστορίας (ώστε να πάψει να…«διχάζει»), έως την «ανάγκη» για παγκόσμια οικονομικά μέτρα και έως τις αγκαλιές των ιεραρχών μας με τους καρδινάλιους και τους ιμάμηδες – είναι όλα σελίδες του ίδιου ακριβώς βιβλίου, σελίδες φαινομενικά μόνο (για τους ανυποψίαστους αφελείς) διαφορετικές μεταξύ τους. Και από την ίδια ακριβώς πηγή ξεκινά και όλη αυτή η θρησκευτική αγαπολογία με υποτιθέμενο σκοπό την εξουδετέρωση των θρησκευτικών φανατισμών, αλλά και όλη αυτή η επιχειρηματολογία για την ανάγκη «σεβασμού του διαφορετικού», «κατανόησης του Άλλου» και προσέγγισης των λαών μέσα από το γνωστό πολυπολιτισμικό μοντέλο. Από την ίδια τέλος πηγή ξεκινά και η τρομολαγνεία. Ήδη εδώ και χρόνια μάλιστα ακούγονται από επίσημα χείλη και φωνές για την «αναγκαιότητα μιας Παγκόσμιας Κυβέρνησης». Φωνές που είναι βέβαιο ότι θα πολλαπλασιαστούν στο άμεσο μέλλον. Και θα πολλαπλασιάζονται συνεχώς, μέχρι να πειστούν όλοι ότι ο πλανήτης βαδίζει προς τον όλεθρο – και έχει συνεπώς ανάγκη από ένα Παγκόσμιο Σωτήρα.
Ας επιστρέψουμε όμως στον θρησκευτικό συγκρητισμό, τη βασική – επαναλαμβάνω – παράμετρο όλου αυτού του παιχνιδιού που αποσκοπεί στην ομογενοποίηση του πλανήτη και απειλεί να καταπιεί και να συγχωνεύσει όλες τις εθνικές ταυτότητες (και ανάμεσά τους βεβαίως – και ίσως πρωτίστως – και την ελληνική). Και αυτό το παιχνίδι μαίνεται εδώ και δεκαετίες με τη συνενοχή εννοείται και ημών των ιδίων. Τίποτε άλλωστε δεν γίνεται δια της βίας. Κανείς δεν αναγκάζει π.χ. τον μέσο νεοέλληνα να θεωρεί την αντίδραση στον Οικουμενισμό ως φονταμενταλιστικό φανατισμό. Αυτό απορρέει εμφανώς από την ιδεολογικοποίηση της πίστης των πατέρων του, αυτό που συνέβη δηλαδή, όπως προαναφέρθηκε, τα τελευταία 200 χρόνια. Από τη στιγμή που η Εκκλησία μετατρέπεται σε…Χριστιανισμό, από τη στιγμή που η σύναξη γύρω από το Άγιο Ποτήριο εκφυλίζεται (μέσα στο μυαλό των περισσοτέρων) σε νεοπουριτανικό κώδικα ευσεβισμού, όλα πλέον είναι σχετικά και συνεπώς αμφισβητήσιμα, όπως ακριβώς δηλαδή και κάθε άλλη ιδεολογία. Κανείς δεν αναγκάζει επίσης την ελλαδική Εκκλησία να εκπροσωπείται σταθερά στην παρωδία του – αυτοφερόμενου ως – Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Και κανείς βέβαια δεν αναγκάζει τέλος συγκεκριμένους υψηλόβαθμους κληρικούς μας ή μεγαλοκαθηγητάδες θεολογικών σχολών να συναγελάζονται σε διαθρησκειακές λατρευτικές μυστικοσυνάξεις μαζί με καρδινάλιους, πάστορες, γκουρού, ιμάμηδες και μάγους.
Στο σημείο αυτό όμως, μια που έγινε αναφορά στον Οικουμενισμό, δεν θα εστερείτο σημασίας να ειπωθούν κάποια πράγματα και γι’ αυτόν, γιατί αποτελεί κομβικής σημασίας έννοια στην πορεία προς τη διαμόρφωση αυτής της νέας παγκόσμιας ταυτότητας, του θρησκευτικά ενιαίου homo universalis. Ο τελικός στόχος, που είναι ασφαλώς η παγκόσμια Πανθρησκεία και τον οποίο ευαγγελίζονται τα όργανα της Νέας Τάξης και της Νέας Εποχής, προϋποθέτει κατ’ αρχάς την ενοποίηση του χριστιανικού κόσμου (ή τέλος πάντων του φερόμενου ως χριστιανικού). Και το πρώτο βήμα είναι φυσικά η περίφημη «Ένωση των Εκκλησιών», για την οποία όλο και περισσότερες κινήσεις πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια.
Είναι γνωστό βεβαίως ότι πολλοί χαρακτηρίζουν όλη την πολεμική κατά των συγκεκριμένων ενωσιακών κινήσεων, ως υπερβολή ή και ως πραγματεία περί…όνου σκιάς. Μπορεί και να θεωρούν ότι σε τελική ανάλυση τίποτε το αξιοσημείωτο δεν μας χωρίζει από τους Φραγκολατίνους, οπότε καλό θα ήταν να τελειώνει επιτέλους αυτή η χιλιόχρονη διχαστική ιστορία. Ίσως πάλι και να ενστερνίζονται και όλα αυτά τα τεχνηέντως υποβολιμαία περί «αγάπης» και «ομόνοιας». Επειδή όμως και η πολλή «αγάπη» βλάπτει ενίοτε την…υγεία, θα άξιζε ίσως τον κόπο στο σημείο αυτό να πούμε ορισμένα πράγματα, έστω και αδρομερώς, με το πραγματικό τους όνομα…
Και κατ’ αρχάς οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι οι θεολογικές διαφορές με τη Δύση είναι στην πραγματικότητα χαώδεις και φυσικά δεν έχουν πάψει στο παραμικρό να υφίστανται. Όσο κι αν είναι βέβαιο ότι για εκείνη την τελική ρήξη του 1054 έπαιξαν ρόλο και πολιτικά αίτια (τα οποία ασφαλώς υπερτονίζουν οι εγκάθετοι του συγκρητισμού), είναι ακόμη πιο σίγουρο ότι αυτό το γεγονός επιστέγασε απλώς τυπικά μία μακραίωνη διαφοροποιητική πορεία, που στα μέσα του 11ου αιώνα ήταν πλέον μη αναστρέψιμη. Επρόκειτο ουσιαστικά για δύο κόσμους σε πλήρη απόκλιση ήδη από την αρχαιότητα, τους οποίους η εξάπλωση του Χριστιανισμού όχι μόνο δεν μπόρεσε να ενοποιήσει, αλλά στην πραγματικότητα έκανε το μεταξύ τους χάσμα ακόμη πιο αγεφύρωτο, γιατί απλούστατα η (αρχικώς λατινικά απλοϊκή και ακολούθως και γερμανικά εκβαρβαρισμένη) Δύση – σε αντίθεση με τη βαθιά μυστική εμπειρία της Ανατολής – ποτέ δεν μπόρεσε να φτάσει μακρύτερα από μία κοντόφθαλμη, ορθολογιστική και μέσω απλοϊκών δικανικών προσεγγίσεων απόπειρα κατανόησης και ερμηνείας του θείου. Η θεμελιώδης αυτή διαφοροποίηση, που τυγχάνει και η κύρια γενεσιουργός αιτία όλων των επιμέρους δυτικών δογματικών παρεκκλίσεων (οι οποίες φυσικά δεν αφορούν μόνο στο filioque ή στο πρωτείο, αλλά είναι επίσης πάρα πολλές και ουσιαστικές, παρά τα όσα οι οικουμενιστές διαπρυσίως διακηρύττουν), κατά κανένα τρόπο δεν έχει έστω εξομαλυνθεί. Πολύ περισσότερο φυσικά ουδέν σημείον επαφής υφίσταται τόσο με όλο εκείνο το συνονθύλευμα που απαρτίζουν τα αναρίθμητα και θεολογικώς έωλα προτεστάντικα παραμάγαζα, όσο και με τις άλλες θρησκείες. Και βέβαια η υποβολιμαία βλακώδης «διαπίστωση» πως «όλοι στον ίδιο Χριστό πιστεύουμε» (βλακώδης, γιατί απλούστατα δ ε ν πιστεύουμε στον ίδιο Χριστό), ίσως να είχε κάποιο νόημα σε περιπτώσεις ιδεολογικοποίησης της πίστης, σαν κι αυτήν που αναφέρθηκε πριν, ή θεώρησης της έννοιας της θέωσης ως ατομικής υπόθεσης του καθενός (οπότε θα μπορούσε πράγματι να υποτεθεί και η δυνητική της πραγμάτωση μέσα από πολλούς και διαφορετικούς δρόμους). Επειδή όμως εδώ στην πραγματικότητα ούτε περί ιδεολογίας πρόκειται, ούτε περί πράξεως περιχαρακωμένης ιδιωτείας, είναι προφανές ότι κάθε οργανωμένη απόπειρα σύγχυσης και συγκρητισμού, μόνο εκ του πονηρού αρύεται. Υπ’ αυτό το πρίσμα, εννοείται ασφαλώς ότι την ακόμη ευρύτερη διαθρησκειακή «διαπίστωση» ότι «όλοι στον ίδιο…Θεό πιστεύουμε», απαξιώ εδώ ακόμη και να τη σχολιάσω.
Περαιτέρω μάλιστα, οφείλουμε ακόμη να ξεκαθαρίσουμε ότι επί της ουσίας ο όρος «Διάλογος μεταξύ των Εκκλησιών» είναι παντελώς ανυπόστατος και μόνο κατά (ολωσδιόλου θλιβερή) οικονομία μπορεί να χρησιμοποιείται. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν Εκκλησίες, άρα πώς να…διαλεχθούν και πώς ακολούθως να προσπαθήσουν και να…ενωθούν; Η Εκκλησία είναι απλούστατα μία – όλα τα άλλα αποτελούν απλώς βάναυσες εκτροπές και καρικατουρίστικες αλλοιώσεις. Και αφού είναι εκτροπές, δεν επενεργείται εκεί δια του Αγίου Πνεύματος απολύτως τίποτε! Από το Σχίσμα και εξής οι Φραγκολατίνοι ούτε αγίους βγάζουν, ούτε ιερωσύνη έχουν, ούτε μυστήρια. Όσα γίνονται μέσα στους ναούς τους έκτοτε πολύ απλά είναι όλα άκυρα. Πώς λοιπόν υπό αυτούς τους όρους να εκτραπούμε στη γνωστή ανοητολογία περί επανενώσεως; Η μόνη επανένωση που θα μπορούσαμε να δεχτούμε (και μακάρι βέβαια να γινόταν) είναι η επιστροφή των διαστρεβλωτών στην ενιαία Εκκλησία των πρώτων αιώνων, από την οποία οι ίδιοι παρεξέκλιναν. Το να επανενωθούμε όμως με τους δικούς τους θεολογικούς δογματικούς όρους σημαίνει ότι αυτομάτως εκτρεπόμαστε και εμείς, την ώρα μάλιστα που ο εκτρωματικός (αυτοφερόμενος ως) «Χριστιανισμός» της Δύσης καταρρέει μέσα στις αμαρτίες και τα μεταφυσικά του αδιέξοδα και την ώρα που πάμπολλοι δυτικοευρωπαίοι διανοητές με ανησυχίες βαφτίζονται ορθόδοξοι. Ενώ συμβαίνουν λοιπόν αυτά, είναι δυνατόν εμείς να πετάξουμε στα σκουπίδια τη Φιλοκαλία, τους Νηπτικούς και τους Ησυχαστές, και να γίνουμε άνευ αντιρρήσεων μέρος του διαθρησκειακού χυλού, τον οποίο μας ετοιμάζουν; Και πολύ περισσότερο βεβαίως μάλιστα από τη στιγμή που εδώ το ζήτημα δεν είναι ποιος θα παρασύρει ποιον υπό τους όρους του ή ποιος θα κερδίσει τις…εντυπώσεις, δεν πρόκειται ούτε για πολιτικό παιχνίδι, ούτε για θέμα προσωπικών εγωισμών, ούτε για θέμα «εθνικισμών», επειδή η δική μας παράδοση είναι – τάχα – πιο…ωραία. Δεν είναι ζήτημα…γοητείας λοιπόν. Το πρόβλημα εδώ υψώνεται πλέον σε επίπεδο καθαρά σωτηριολογικό. Εκτός Εκκλησίας, δίχως τη σύναξη γύρω από το Άγιο Ποτήριο και δίχως μυστηριακή ζωή, δεν υπάρχει θέωση, άρα ούτε και σωτηρία. Μιλάμε για την ίδια την ψυχή μας λοιπόν! Να ποιο είναι συνεπώς στην προκείμενη περίπτωση το μέγα διακύβευμα…
Ας βάλουμε πάντως στο σημείο αυτό μία τελεία. Κάνουμε λόγο άλλωστε για ένα ζήτημα που θα μπορούσε να μας απασχολεί για πολλές ώρες και πού ήταν εξαρχής δεδομένο ότι μόνο ακροθιγώς θα καταπιανόμασταν μαζί του. Ας σταματήσουμε λοιπόν κάπου εδώ. Ανακεφαλαιώνοντας μόνο, μπορούμε με δυο λόγια να πούμε ότι όσον αφορά το θέμα της ορθόδοξης νεοελληνικής ταυτότητάς μας, γνωρίσαμε ιστορικά μία μεγάλη βασική μετάλλαξη κατά τους τελευταίους δύο περίπου αιώνες και πλέον είμαστε στα πρόθυρα και μιας δεύτερης. Την πρώτη δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει πάντοτε να την αποδίδουμε σε κάποιο…έξωθεν καταχθόνιο σχέδιο, καθότι βεβαίως οι σιωνιστικές επιβουλές εναντίον της Ορθοδοξίας είναι πράγματι μία πολύ παλιά και πολύ σοβαρή υπόθεση, αλλά από την άλλη ήταν τεράστια και η δική μας ευθύνη – και δεν ήταν λίγες οι φορές που στο παιχνίδι αυτό του αποχριστιανισμού και του αφελληνισμού της σκέψης μας, της παιδείας μας και του όλου τρόπου ζωής μας, αποδειχτήκαμε εμείς οι ίδιοι πολύ…βασιλικότεροι του βασιλέως. Η δεύτερη όμως επί θύραις κείμενη μετάλλαξη είναι μια ιστορία που κατευθύνεται καθαρά από ξένα κέντρα και απειλεί να μας μετατρέψει σε μια άμορφη μάζα μέσα σε έναν απρόσωπο παγκόσμιο χυλό. Σε αυτήν την απόπειρα οφείλουμε φυσικά να αντισταθούμε με όλες μας τις δυνάμεις. Είναι δύσκολο ασφαλώς, γιατί ζούμε σε καιρούς εξαιρετικά δυσχερείς και βαθιά παρακμιακούς. Επειδή ωστόσο οι καιροί είναι τέτοιοι, αυτό – όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο – εμπεριέχει αυτομάτως κι έναν…αέρα αισιοδοξίας. Κάποτε είχε πει ο γέρων Παΐσιος ότι μια μέρα θα έρθει στην Ελλάδα μεγάλη κρίση και πολλή πείνα και τότε οι Έλληνες θα ξαναθυμηθούν τον Θεό. Χωρίς να θέλω (πολλώ δε μάλλον να τολμώ) να τον ερμηνεύσω, οι τρέχουσες εξελίξεις δείχνουν ότι ίσως βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας παρόμοιας κατάστασης. Και από την άλλη είναι βεβαίως μάλλον φανερό ότι έτσι όπως καταντήσαμε, μία αμνησιακή, ανόητη και παρακμιακή κοινωνία, μάλλον μάς χρειάζεται μια μεγάλη δοκιμασία, ένα δυνατό σοκ, μήπως και συνέρθουμε. Μέσα από την απόλυτη οικονομική, κοινωνική και πνευματική καταβαράθρωση, προς την οποία αυτή τη στιγμή ολοταχώς οδεύουμε, όλο και κάτι καλό μπορεί τελικά να βγει…
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΕΡΩ» (τεύχος Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2012)
Αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Θεοδρομία» (τεύχος Ιανουαρίου-Μαρτίου 2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.