Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος για το Βυζάντιο



Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος για το Βυζάντιο


Ζαμπέλιος, Βυζαντιναί Μελέται – Περί πηγών νεοελληνικής εθνότητος από Η’ άχρι Ι΄εκατονταετηρίδος μ.Χ., Αθήνα 1857.

1. Προθεωρία

Άδικος η κακολογία πάντοτε· αλλά, φρονούμεν, διπλασίως αμαρτάνουσιν οι κακολογούντες τον αιώνα μας. Εάν γαρ κύριον του λόγου προτέρημα είναι η διαγνώρισις του αγνώστου, ουδέποτε ο πόθος της ανακαλύψεως έφλεξε την καρδίαν του ανθρώπου, όσον εις τας ημέρας μας.

Καταγίνονται oι αστρονόμοι τους ουρανούς πολίζοντες διά νέων πλανητών οι γεωλόγοι αποκαλύπτοντες τα κρύφια της υδρογείου σφαίρας. Και διασκοπούσι μεν oι Ιστορικοί τα φαινόμενα των πολιτισμών, φανερούσι δε οι μυθιστοριογράφοι τα μυστήρια της οικογενείας και της κοινωνίας. Έκαστος κλάδος του Φυσικού και του Ηθικού, κόσμου έχει τους ιεροφάντας του.

Γάλλος τις παλαιοντολόγος, ου μακράν των Αθηνών ανασκάψας απολελιθωμένα τινά ζώων οστά, ανέκραξεν, Εύρηκα, εύρηκα! και υπό των ολίγων εκείνων λειψάνων ο φιλέρευνος φωτισθείς, ανωκοδόμησε καινόν τινα κόσμον γεωλογικόν, αυτοσχεδίασε την προκατακλυσμαίαν ζωολογίαν και γεωγραφίαν της πατρίδος μας.

Γνωστόν ότι οι Τούρκοι τας Αθήνας κυριεύσαντες, άλλην είσοδον αντί της παλαιάς ήνοιξαν εις την Ακρόπολιν. Αιώνες διέτρεξαν έκτοτε. Πους ανθρώπου την ιεράν εκείνην κλίμακα δεν ανέβη πλέον. Περιηγηταί, Αρχαιολόγοι, Ποιηταί, τα περίλυπα μνημεία κατά καιρούς επισκεψάμενοι, προσήνεγκον αναμνήσεις περιπαθείς, αλλ’ ούτε καν υπώπτευσαν των καταφράκτων Προπυλαίων την θέσιν. Ήδη δε βάσκανος δαίμων ευφραίνετο, τον φραγμόν εκείνον αναποκάλυπτον εισαεί νομίζων, ότε ο Θεός ηυδόκησεν άλλως την τύχην του αρχιτεκτονήματος να διαθέση

Έτερός τις Γάλλος, άδοξος το πριν μαθητής, νυν δ’ αρχαιολόγος διάσημος, ενταύθα παρεπιδημήσας, ωρέχθη το ίδιον αυτού όνομα να συνδυάση προς την ενδεχομένην του πυλώνος ανεύρεσιν. Όθεν λαβών τ’ αρχαία υπομνήματα, και νυν μεν τας διαφωνούσας μαρτυρίας συγκρίνας, νυν δε παραβαλών τα γραπτά λείψανα προς τα λίθινα, άλλοτε δε κατά μόνας εικάσας τα μη εξεικασμένα, και συμπεράνας τα έως τότε ασυμπέραστα, τέλος τα Προπύλαια ανεσκεύασεν εν τω νω. Γενομένης ανασκαφής προς βάσανον της μαντεύσεως, το συμπέρασμα απέβη πράγμα. Σήμερον ο υψιθέμελος ναός της Παρθένου ον οι λυμεώνες Τούρκοι παρεξέτρεψαν της ιστορικής αυτού οδόν, κοινωνεί προς την κάτω πόλιν, δια του πυλώνος αυτού όθεν εν πομπή το πάλαι εξεπορεύοντο τα μυστήρια της Ελληνικής θεολογίας.

Ως βλέπομεν, το φιλέρευνον πνεύμα του αιώνος εισβάλλει εις την χώραν μας, ανασκαλίζει την ημετέραν γην, ιχνοσκοπεί τον φυσικόν βίον του τόπου μας, ερμηνεύει τ’ αρχαιολογικά μνημεία, σπουδάζει τα ήθη και τας ροπάς των εγκατοίκων, θησαυρίζει βότανα και ορυκτά, βολίζει λιμένας, ορη καταμετρεί, τα πάντα διαπυνθάνεται.

Αλήθειά τε και ψεύδος, επιστήμη τε και μυθιστόρημα της Ευρώπης επί την αδιερεύνητον ταύτην χώραν μας στρατεύοντα, μάλλον επί μάλλον στενούσι τον κύκλον της μελλούσης μας διευρεννήσεως. Ίσως ολίγον έτι, και απ’ ανιχνεύσεως εις ανίχνευσιν οι πολυπράγμονες και εις διαζητήσεις τολμηροτέρας περί των πραγμάτων μας.

Η προκατακλυσμαία της Ελλάδος φύσις επεσκευάσθη, θέλουσιν ειπεί ποτέ. Τους αιώνας του Σόλωνος, τον Περικλέους διηγούνται πλείστα ήδη βιβλία και καλλιτεχνήματα. Την μεν γενεαλογίαν των Θεών αφηγούνται τα έπη του Ησιόδου, την δε των Ηρώων και σοφών της ιστορικής εποχής, διαλαμβάνουσιν άπειρα φιλοπονήματα. Φέρε νυν εξετάσωμεν προς στιγμήν και τίνα ποτέ εισί τα γενέθλια της αμερίμνου γενεάς, ήτις καθάπερ μύκης εν τη πατρίδι των Θεών και σοφών χαμόθεν προ τινος αναπηδήσασα, παρίστησιν ανωμαλίαν τινά δυσερμήνευτον εις τας άχρι τούδε γνωστάς διαιρέσεις της ιστορίας και της εθνολογίας!

Εάν δε τότε τυχόντως, τον λόγον προς ημάς αποτείνοντες, είπωσιν οί πολυπράγμονες ούτοι· «Κύριοι, δότε ημίν ερωτήσαι, τίνι δικαιώματι σεμνύνεσθε τη εθνική αυτή ονομασία· ήλθε καιρός κρίσεως· τίνες υμείς· τίνες οι πατέρες υμών; Τις η αληθινή γη της γενεάς σας; Πόθεν έρχεσθεν νυν; Τι δε ζητείτε; Ονομάζεσθε Έλληνες! Εύγε! αλλ’ η κενοδοξία των όχλων δικαιώματα δεν παραχωρεί· στέμματα δε ψευδευγενών πολλά καθείλεν η ανάκρισις. Τί Έλλησι και υμίν; Αι σκιαί των Θεμιστοκλέων και των Κιμώνων, ων την μαρτυρίαν επικαλείσθε, ουδέν άχρι του νυν υπέρ υμών εμαρτύρησαν. Δεν εκαλούντο δε Ρωμαίοι οι πατέρες σας, και δεν καλείται ` Ρωμαίος έτι ο λαός σας, και Ρωμαϊκή η χυδαία γλώσσα σας; Ελλάς, άλλως τε, δηλοί πολυθεΐαν, φιλοσοφίαν, αριστοτεχνίαν, δηλοί γλώσσα Θεών, δηλοί έξοχον πολιτισμόν. Τι δε τούτων έχετε υμείς; Ταχα ίσως την θρησκείαν; αλλά πού τα είδωλά σας; Πού της Αθηνάς και του Απόλλωνος τα αγάλματα; Τήν γλώσσαν ίσως; Φευ! υμείς αυτοί ως αναξίαν και βάρβαρον και νόθον καταψηφίζετε την πατροπαράδοτον αυτήν της κοινής συνηθείας σας! Τάχα τα έθιμα, τα ήθη, την παιδείαν, τους θεσμούς, τον ιματισμόν; Οίμοι! ταύτα προ πολλού παρήλθον! Τι λοιπόν, προς Θεού, τι πάτριον σας απομένει; Τί διατηρείτε αρχαιότυπον, τι παρ’ υμίν το συνάπτον την παρούσαν υμών κατάστασιν προς την ανάμνησιν των επιδόξων σας προγόνων; Επί τίνος τουλάχιστον παραδόσεως αδιαλείπτου, παραδόσεως αξιοπίστου και βεβαίας και προφανους, στηρίζετε την ταυτότητα του γένους σας, την νομιμότητα της εθνότητός Σας, τον επίσημον χαρακτήρα της θρυλουμένης σας καταγωγής; – Έχομεν, λέγετε, την ενδόμυχον συναίσθησιν, έχομεν υπέρ εαυτών πεποιθήσεις αδιασείστους! – Δυστυχώς, αι δημώδεις πεποιθήσεις λογίζονται κατ’ ουδέν, πριν ή η έπιστήμη εξελέγξη, βασανίση και κυρώση αυτάς. – Έχομεν, προσεπιφέρετε, τους αγώνας μας, τ’ ανδραγαθήματά μας! ‘Αλλ’ ίσως δεν ηνδραγάθησαν εις τας ημέρας μας και έτεροι λαοί μη ελληνικοί, οι Ινδοί, και αυτοί οι Τούρκοι συν τοις άλλοις! Η ανδραγαθία δεν είναι γνώρισμα και δείγμα μοναδικόν ελληνισμού. Άλις ουν. Κύριοι, των κομπαστικών επιφωνημάτων! Καιρός εξελέγξεως. Άγετε δη, προσάξατε τας μαρτυρίας σας, προτείνατε τας ελλόγους αποδείξεις σας, τα δικαιώματά σας! Και ή καταδείξατε ημίν δια της γραπτής ιστορίας, ή διά παραδόσεων αξιοπίστων τε και καταπειστικών τους κρίκους, οίτινες συνείρουσι την παρούσαν σας ύπαρξιν πρός τινα προηγουμένην ύπαρξιν πολιτικήν, ή παύσασθε του λοιπού, σφετεριζόμενοι εθνότητα, ιστορίαν, ευγένειαν, αρετάς αλλοτρίας, ων χάριν κεχηνότες ονειροπολειτε εθνικήν τινα και ιστορικήν αποκατάστασιν! Τοιαύτά τινα σπουδάζων άμα και γελών έλεγέ μοι πρό τινων μηνών εν Παρισίοις εις των κορυφαίων της Γαλλίας ιστορικών, φιλέλλην άλλων τε διακεκριμένος και θειασώτης των αγώνων μας. «Οι ολίγοι ούτοι Γραικοί, προσέθηκεν είτα στραφείς προς τον παρακαθήμενον γέροντα, έτερον ελληνιστήν και φιλέλληνα, cette poignée de Grecs, ανακαινίζουσιν εν τη ιστορία και εν τη σήμερον πολιτική του Θηβαϊκού τέρατος το αίνιγμα. Καυχώνται γαρ επί ευθεία ελληνική καταγωγή, και εν τούτοις αντιποιούνται την Ρωμαϊκήν του Κωνσταντίνου κληρονομίαν. Και το ανάπαλιν, ενω Ρωμαίοι, έως προ ολίγου επωνομάσθησαν, ιδού νυν εξιδιάζονται την ένδοξον γην των Αθηνών και της Σπάρτης! Το δη παραδοξότερον, υπομειδιών προσελέξατο, οι πλεονέκται ούτοι φίλοι μας προς μηδέν άλλο βλέποντες, ή προς το ίδιον συμφέρον, το μεv πρωΐ καλούνται κατά λόγον ιστορικόν Έλληνες, εν δε μεσημβρία λέγονται κατά λόγον πολιτικόν Ρωμαΐοι, το δε εσπέρας αμφότερα συμβιβάζοντες γίνονται Γραικορωμαΐοι. Πώς δ’ εξηγούσι την αλλόκοτον πολυμορφίαν; Διά της Βυζαντινής ιστορίας. Και όμως, ανάθεμά με, αν εις τους, χρονογράφους της Κατωτέρας Αυτοκρατορίας εύρον ποτέ τον Ρωμαϊσμόν συντεταυτισμένον τω Ελληνισμώ.

Άδικον, ούτω πως διαλεγόμενος και ούτω κρίνων, δεν είχεν ο ειλικρινής μας φίλος. Εφυλλολόγησε τα Βυζαντινά χρονικά, συμπαρέβαλε κείμενα και μαρτυρίας εις έρευναν της στιγμής, καθ’ ην οι δύω συμβεβλημένοι εθνισμοί σννταυτίζονται, αλλ’ οι πόνοι του απέβησαν αλυσιτελείς· ο ελληνισμός του μεσαιώνος δεv επεφάνη αυτώ, ή περιβεβλημένος την σχολαστικότητα και την δεισιδαιμονίαν χρονογράφων τινών ψευδαττικιστών.

Αλλά, φέρε δη και ημείς εκ περιτροπής ερωτήσωμεν· τις βεβαιοί, ότι τα συγγράμματα αυτά ορθώς τε και απαραπλάστως διερμηνεύουσι το πνεύμα, την φύσιν, τας ροπάς, τους ιστορικούς νόμους των χρόνων εκείνων; ότι την μακράν εκείνην πολίτευσιν παριστώσιν εν ακριβεία, και αξιοπιστία και υπό πάσας τας επόψεις αυτής; Ότι τα πλείστα των περί ου ο λόγος απομνημονευμάτων δεν είναι ραψωδήματα παράτροπα, πολύν μεν τον κρότον εμποιούνται εις την ακοήν, ουδόλως δε αποκαλύπτοντα τους ενδομύχους λόγονς, τον εσωτερικόν της πολιτείας οργανισμόν;

Η χρονογραφία του Δυτικού μεσαιώνος, πριν ή λάβη το κύρος της αξιοπιστίας, και εις τιμήν ιστορικήν αναγορευθή, προϋπεβλήθη εις ανάκρισιν μακράν, εις αυστηράν εξέλεγξιν και προευκρίνησιν. Άλλο γαρ χρονογραφία, και άλλο ιστορία. Eνώ δε χρόνος παρήλθεν ου βραχύς, αφ’ ότου ήρξατο ή κριτική τοιαύτην βάσανον, όμως η χρονογραφία της εσπερίας Ευρώπης ανεξάρτητος εισέτι δεν εκηρύχθη της επιστημονικής επικρίσεως.

Πώς δε η χρονογραφία η Βυζαντινή, χρονογραφία διά λόγους πολλούς ασυγκρίτως επισφαλεστέρα της Δυτικής, χρονογραφία πάντως μέχρι του νυν ανεπίκριτος, αβασάνιστος, αδιασάφιστος, πως εν ακαρεί λαμβάνει το κύρος της αξιοπιστίας; πώς μεταβάλλεται εις ουσίαν ιστορικήν; πώς επαγγέλλεται να διαλύση τα αινίγματα του ανατολικού μεσαιώνος, και να δηλώση τους ιστορικούς νόμους της εποχής; πώς αυτόθεν ερμηνεύει τας φάσεις, τας συγκρούσεις των ιδεών, την αλληλουχίαν των παραδόσεων; πώς τέλος πάντων μαρτυρεί, το ασυγκέραστον των συμβιωσάντων ετεροφυών εθνισμών; Και, συνελόντι ειπείν, πώς προϊόν ακατέργαστον, ύλη πεπλησμένη κομματικών παθών, μνημείον παντάπασιν επιπόλαιον, εξελήφθη ως αναμάρτητος αλήθεια, και μετεβλήθη εις δογματικόν διήγημα μετανομασθέν εις τας ημέρας μας Ιστορία της Παρακμής και Πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας;



Ομολογούμενον ότι ο Μοντέσκιος, ο Μαβλής, ο Λεβώς, ο Γίββων, και όσοι άλλοι περί Παρακμής και Πτώσεως Ρωμαίων συνέγραψαν, εις πηγήν τοιαύτην ηρύσαντο την ουσίαν της ιστορίας των, εντεύθεν επορίσαντο τους νόμους και τους λόγους της Ρωμαϊκής τελευτής. Επί τοιούτου εδάφους οι τρόφιμοι της παρελθούσης εκατονταετηρίδος ωκοδόμησαν το Μαυσωλείον της Ρωμαϊκής εθνότητο· έδαφος κατά πάσαν αλήθειαν έμπλεον ερειπίων Ελληνικών, και Λατινικών λειψάνων, διό και πρόσφορον εις φιλοσοφικά θρηνωδήματα.

Η ιστορική αύτη σχολή, θρέμμα εποχής ολιγοπίστου, λίαν ευπίστως τάς Βυζαντινάς μαρτυρίας παραδεχθείσα, και ταύτας όργανον προκατειλημμένου τινός συστήματος ποιήσασα, επέθηκε τη εμπαθεία του χρονογράφου που μεν την εμπάθειαν του ρήτορος, που δε την γνωμοτυπίαν του φιλοσόφου. Διδάσκαλος Πυρρωνισμού, ηθογράφος επιρρεπής εις την ειρωνείαν και την χλεύην και τον εκ τρίποδος δογματισμόν, προς τούτο μόνον απέβλεψε μέγα πονήσασα, προς το παρατείναι τον βίον του Ρωμαϊσμού επέκεινα των ιστορικών αυτού ορίων. Κατ’ αυτήν, μόνος ο απ’ αρχής άχρι τελικής αλώσεως Κωνσταντινονπόλεως εμψυχών, κινών, διατρέφων περισώζων την Βυζαντινήν πολιτείαν είναι ο δαίμων της πρεσβυτέρας Ρώμης. Του Ελληνισμού προ πολλού αποβιώσαντος και ενταφιασθέντος, μόνος ούτος επικρατεί. Ουδεμίαν ιστορικήν ή θρησκευτικήν παράδοσιν, ουδεμίαν αυτόματον ενέργειαν επιδεικνύει το υπήκοον. Τί εστιν η εγχώριος Εκκλησία; σύλλογος γλισχρολόγων και δεισιδαιμόνων σοφιστών, ουδέν πρόσωπον αληθώς ιστορικόν υποκρινόμενος. Τι δε η γραμματολογία; Δείγμα τρανόν της αποβιώσεως του Ελληνισμού. Περί δε ροπών ιστοριονομικών της κοινωνίας· περί δε πορείας ιδεών, παραδόσεων, πίστεως· περί δε λαόν και δημώδους γλώσσης και συμπτωμάτων λαϊκής προκοπής, ου λόγος τούτων ουδ’ αριθμός· άλλη γαρ πραγματικότης πλην της Ρωμαϊκής ψυχορραγίας ουκ εντυγχάνεται. Μόνος άρα του νεωτέρου πολιτισμού προβιβαστής υπάρχει αυτός ο υπό των βαρβάρων ανακαινισθείς εν τη Εσπέρα Λατινισμός· αυτός, όστις ανεδέξατο την εντολήν του γονιμοποιήσαι τους σπόρους της αρχαιότητος εν γη παρθένω, του νεοποιήσαι τον γεγηρακότα κόσμον, και εγκεντρίσαι τη χριστιανική Πολιτεία την εννομίαν της Ρώμης, την φιλελευθερίαν των μεγάλων πολιτών. Θέαμα δε διδακτικόν! Ενώ ο Ρωμαϊσμός εν Ανατολή τήκεται, μαραίνεται και ελεεινώς μετά μακράν αγωνίαν παραδίδει τοις Τούρκοις την εσχάτην πνοήν, ιδού κατά Δύσιν ο Ρωμαϊσμός αναστοιχειούται και εις δόξαν επανέρχεται, τροπούμενος την βαρβαρότητα δι’ αυτής τής βαρβαρότητος!



Άρα λοιπόν πάντως άγονοι, πάντως αναποτέλεστοι παρέρχονται τοσούτοι πολιτικής υπάρξεως αιώνες! Άλλο θέμα λοιπόν προσφορώτερον εις θεατρισμόν της Παρακμής και Πτώσεως των εθνών, άλλο μέσον εις παραδειγμάτισιν της ασκοπίας των πολιτευμάτων δεν υπήρχε, πλην της εν Κωνσταντινουπόλει κηδείας του Ελληνισμού και του Ρωμαϊσμού, πλην της εκατόμβης μιας όλης ιστορίας!

Εις χρόνους πολιτικής δουλείας, ή βαρβαρικών κατακτήσεων, ή μεστούς οργασμού θρησκευτικού, όταν μάλιστα η φωνή των λαών καταθλίβεται, όταν η κοινή γνώμη, και ο εθνικός λόγος δεν ηγεμονεύωσιν, όταν η γραπτή ιστορία συμφέροντα μοναρχικά ή πνευματικά απλώς υπηρετούσα ούτε τας ενεστώσας ευχάς του πλήθους ερμηνεύη, ούτε τας μελλούσας προμαντεύη, τότε έκαστον εθνικόν όνομα υπό της συνηθείας καθιερωμένο εγκρύπτει μίαν τινά ιδέαν περιέχουσαν του χρόνου το πνεύμα, σημειοί μίαν ηλικίαν εθνικήν ης τα ίχνη αι διφθέραι δεν διέσωσαν. Δίκαιον δεν είναι, να αποκλείωμεν της ερεύνης τοιαύτας εκφράσεις αυτομάτους και ειλικρινείς. Δύνανται πολλάκις αυτά τα σημεία να οδηγήσωσι τον κριτικόν κατά την αναδιφήν, ον τρόπον οι επί τινων βράχων δυσβάτων εγκεκτισμένοι φανοί χρησιμεύσουσιν εν καιρώ νυκτός τω πρωρεί προς ανεύρεσιν του δρόμου του, ή καθώς οι εκ διαλειμμάτων εμπεπηγμένοι πάσσαλοι περισώζουσιν αποπλανόμενον οδοιπόρον. Έχει και η Ιστορία, ως η Νομισματική, μονογράμματά τινα, δι’ ων ενίοτε ο επιστήμων αποκαλύπτει δήμον και πόλιν αμνημόνευτον, ή σαφηνίζει συμβάν τι φιλονεικούμενον. Η Θεία Πρόνοια διεφύλαξε τα σύμβολα αυτά επί χαλκίων, και λίθων, και διφθερών και πυραμίδων, έσθ’ ότε δε και εν στόματι λαών, ίνα ελθούσης της ώρας, δι’ αυτών oι μεταγενέστεροι εξιχνιάσωσι τα άδηλα και κρύφια του παρελθόντος.

Το χρήσιμον τοιαύτης εξετάσεως καθόλου παριδόντες οι νεώτεροι μεσαιωνολόγοι της Κωνσταντινονπόλεως, το δη κυριώτερον πάσης εκάστης ιστοριογραφίας, τον ορισμόν των εθνικών ονομάτων παραλείψαντες, ουδέποτε διέκριναν την βαθμιαίαν της Βυζαντινής πολιτείας επίβασιν από μιας εις άλλην ονομασίαν, ούτε δεόντως εξηκρίβωσαν την ιστοριονομικήν αξίαν εκάστης φάσεως ονομαστικής. ΓΡΑΙΚΟΣ και ΡΩΜΑΙΟΣ εις τας συγγραφάς τούτων δηλούσιν εν και το αυτό· λέξεις, αίτινες απολέσασαι πάσαν εν τω κυκεώνι των Βυζαντινών γεγονότων σημασίαν πολιτικήν ή εθνικήν, κατήντησαν, οτέ μεν όροι γεωγραφικοί, τας Ανατολικάς χώρας από των Δυτικών διακρίνοντες, οτέ δε ρήσεις σννθηματικαί, παραδεδομέναι εις την διάκρισιν του συγγραφέως. Έχει δε το μέρος της εις την σύγχυσιν και η δυσμένεια. Πρόκειται φέρ’ ειπείν περί τινος πράξεως αξιεπαίνου, οίον ανδραγαθήματος, ευτολμίας, ηρωϊσμού, πατριωτισμού; Ο ιστορικός, εις ανάμνησιν της θρυλλουμένης ρωμαϊκής μεγαλοψυχίας, πρόχειρον έχει το όνομα το Ρωμαϊκόν· αποκαλεί, δηλαδή, Ρωμαίον τον της εγκωμιαζομένης πράξεως αυτουργόν. Τουναντίον δέ, πρόκειται περί τινος στρατιωτικής αποτυχίας, ή απιστίας προς βαρβάρους ή μηχανορραφίας αυλικής; Τότε ο της πτώσεως των Ρωμαίων ιστορικός βαρυθυμεί, συνοφρυούται, και τον κάλαμον εμβάπτων εις οιστρομανή χολήν, επιτίθησιν, εις ανάμνησιν δήθεν της Ελληνικής χαυνότητος, το όνομα το Γραικικόν. Τις πάντοτε ο αμαρτωλός; ο Γραικός. Τις δε ο τα μεγάλα καί θαυμαστά διαπράττων; ο Ρωμαίος. Αδιάφορον, εάν λόγος συμπέση περί του αυτού προσώπου, εάν σήμερον αμαρτήση αυτός εκείνος ο την χθες αριστεύσας. Υπόλογος παντός πλημμελήματος ουδείς άλλος, ή ο ταλαίπωρος Γραικός, μόνος δ’ ενεργός ανδραγαθημάτων ο φέρων το περικλεές τής ‘Ρώμης όνομα.

Αγαθή τύχη, την Βυζαντινήν χρονογραφίαν, ήτις γέγονεν οδηγός εις την εξιστόρησιν του ανατολικού μεσαιώνος, ανίκανον και επισφαλή σήμερον καταγορεύει γινόμενόν τι βέβαιον, σπουδαίον, αξιόπιστον υπέρ τι και άλλο, η αναβίωσις του Ελληνισμού, η επανατολή του δεδυκότος πλανήτου, η την ενδελέχειαν, την ιδιοπροσωπίαν, την ανυπαρξίαν της χριστιανικής Ελλάδος μαρτυρούσα Νεοελληνική του αιώνος μας αναγέννησις. Πεπρωμένος ην ο Ελληνικός λαός αυτόθεν ν’ αναγνώση και να διερμηνεύση την δέλτον της τύχης του, δαδουχούσης της αστραπής του 1821, αυτός κεκλημένος ην να καταδείξη, οτι η μετά Χριστόν και εν Χριστώ πολιτεία του δεν υπήρξε νοσηρά τις και μαρασμώδης παραφυάς της προγενεστέρας Ρωμαϊκής διαίτης, ουρά τις ετοιμόσβεστος του Ρωμαϊκού κομήτου του προς στιγμήν διαυγάσαντος την Ανατολήν. Ούτος αυτός ην κεκλημένος να προσάψη την επιστημονικήν επισημότητα εις τον παρελθόντα βίον του, να εντυπώση την σφραγίδα της νομιμότητος, την αυθεντίαν του λόγου επί των προηγουμένων, -όσα συναπετέλεσαν το ξένισμα της εθνεγερσίας του- πεποιθώς, ότι γένος, ου τα γενέθλια και την βίωσιν ανεπιφυλάκτως δεν καθωμολόγησεν, η Ιστορία, ομοιάζει Βασιλέα ουκέτι εν ιερώ παραδεχθέντα το χρίσμα και το στέμμα.

Το πρόσφατον φαινόμενον της Ελληνικής αναγεννήσεως διαφωτίζει την σκοτίαν του μεσαιώνος, αντιτάσσει τη αψύχω και νεκρά χρονογραφία Ιστορίαν, έμψυχον, έμβιον, πάλλουσαν, αληθινήν, δοκιμάζει και ανεκκλήτως επικρίνει τα παραμεμορφωμένα του παρελθόντος διηγήματα. Έκτοτε η χρονογραφία διηγείται, τα δε συμβάντα συγκρίνει, χωρίζει, συνδυάζει, και ηγεμονικώς εξελέγχει η ιστορία της Παλιγγενεσίας μας.

Πόθεν προέρχεται η κοινή αυτή εξουσία; Επί τίνων ποτέ δικαίων στηρίζεται η βάσανος ην αντιποιείται επί της Βυζαντινής ζωής ο λόγος της Νεοελληνικής αναβιώσεως;

Η εξουσία θέλει διατρανωθή, όταν ερευνήσωμεν την φύσιν και παραβάλωμεν τα στοιχεία των δύω βίβλων αυτών, δηλαδή της νεκράς Βυζαντινής και της εμψύχου νεωτέρας· όταν παραλληλίσωμεν τους χαρακτήρας της χρονογραφίας προς τας παρακτικάς αρχάς του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος μας.

Και βαίνομεν αχρονοτριβήτως εις την εξέτασιν·

2. Χρονογραφία


Χρονογραφία: Το πολύτομον σώμα, εξ ου σύγκειται η λεγομένη Ιστορία της Κατωτέρας Αυτοκρατορίας, έργον εις o συνειργάσθησαν και κληρικοί, και λαϊκοί, και αυτοκράτορες, υφίσταται γέννημα πάντως ιδιόμορφον εν τη γραμματολογία της Ευρώπης. Δεν ομοιάζει ούτε τη πρεσβυτέρα, Ελληνική ιστορία, ήτις πέφυκεν εξεικόνισις κοινωνίας οργώσης, πολιτείας τυρβαζομένης υπό παθών νεανικών, ορμώσης προς τι τέρμα προσεχές, καίτοι άγνωστον, ούτε τη χρονογραφία του δυτικου μεσαιώνος, ήτις υπάρχει γέννημα χρόνων νεωτέρων, προϊόν λαϊκής αναστοιχειώσεως, εικών αφελής μεν, όμως ζωηρά, πάντων των κοινωνικών ελατηρίων, δι’ ων η ευρωπαϊκή συμπολιτεία εκ βαρβαρότητος ανανήψασα προέβη εις ελευθερίαν καί φωτισμόν.

Κύριον απ’ εναντίας χαρακτήρισμα της Βυζαντινής Γραμματολογίας είναι η απαραλλαξία, το αμετάθετον, το μονόμορφον, το στερεότυπον.

Η Ιστορία των αυθορμήτως βελτιουμένων πολιτειών δύναταί πως να παρομοιασθή εις πλοίον ούρια θαλασσοπορούν· αλλ’ η Βυζαντίς, απεικόνισμα κοινωνίας υπό νόμων αντιθέτων κυβερνωμένης, ριζοβολεί βαθέως εις την γην, και τόσω μάλλον ευδοκιμεί, όσω στερεώτερα εμφυτεύεται και επισχύεται εις την άρουραν της γεννήσεώς της. Δρυς αιωνόβιος, βαθύρριζος, ευμήκης, ην κλονούσι μεν οι άνεμοι, θέλει δε καταβάλει μόνος ο κεραυνός.

Η Βυζαντινή Γραμματολογία, περιβλέπουσα τα ανώτερα στρώματα της κοινωνικής ατμοσφαίρας, σπανίως στρέφει το βλέμμα προ ποδών. Σχεδιάζει κακοτέχνως την κεφαλήν, ή μόνην την προτομήν, δεν περιγράφει ολόκληρον το σώμα. Των Κομνηνών ή των Παλαιολόγων τα πρόσωπα, τα επί των νομισμάτων τον καιρόν εκείνον τετυπωμένα, δίδουσιν ιδέαν οπωσούν σαφή της ιστορικής επιστήμης των μετά Χριστόν πατέρων μας.

Περιωρισμένη, λοιπόν, η της χρονογραφίας ταύτης περινομή, προσδιωρισμένη η δόσις του αέρος, ον εισπνέει, προϋπολελογισμένα μαθηματική τινι ακριβεία τα μέσα της ενεργείας της.

Το έργον της στρέφεται διαρκώς περί τρία τινά·

Α’. Περιγράφει τας αυλικάς περιπετείας, τας σπονδάς ή τους πολέμους της Βασιλείας, τας πράξεις των αρχόντων και στρατηγών, παν, ό,τι αφορά την πολιτικήν κυβέρνησιν.

Β’. Εκθέτει την κατάστασιν της Εκκλησίας, τους αγώνας του κλήρου κατά της αιρέσεως, και ό,τι άλλο διαφέρει την πνευματικήν και ιερατικήν τάξιν.

Γ’. Εκτυπεί την διανοητικήν της κοινωνίας κατάστασιν, ην παρίστησι νυν μεν θεολογούσαν, άλλοτε δε στιχουργούσαν, και πάλιν άλλοτε γράφουσαν ύλην φιλολογικήν ανάμικτον.

Εν περιλήψει, Αυλή, Εκκλησία, Σχολή, ιδού τα τρία θέματα περί τα οποία στερεώς και αδιατρέπτως περιφέρεται η τον Βυζαντινόν κόσμον υποτυπούσα γραμματολογία εκείνη.

Ιστορία της Μοναρχίας! Ιστορία της Εκκλησίας! Ιστορία της Διανοίας! Τι δη; Και είπομεν τον κύκλον στενόχωρον! Αλλ’ ο ορίζων φαίνεται απέραντος! Αλλά τα τρία ταύτα κεφάλαια όντως εμπεριέχουσι κόσμον ολόκληρον!

Μη σπεύδωμεν· επίκειταί τις περιορισμός.

Ποίον το κύριον καθήκον, και συγχρόνως το χάρισμα πάσης ιστορίας αξιολόγου; Η αμεροληψία περί την συγγραφήν, η δικαιοκρισία, η απάθεια, δείγματα της ευσυνειδησίας του συγγραφέως, τεκμήρια εκτεταμένης τινός γνώμης κοινής επικρινούσης τα έργα των αρίστων. Ο εκλεκτός ιστορικός εις ουδέν κόμμα ανήκει, ουδεμίαν ιδιαιτέραν τάξιν εκπροσωπεί, ουδεμιά ιδέα μερική δουλεύει. Η συνείδησίς του εκφράζει την κοινήν συνείδησιν· η δε φωνή του, φωνή αιώνος. Εντεύθεν προέρχεται ο δαιμόνιος και θρησκευτικός της ιστορίας χαρακτήρ, ο καθολικός εκείνος λόγος, όστις το σχήμα της ανθρωπότητος καθίστησιν ομοίωμα του Θείου Λόγου, καθέδραν Πνεύματος Καθολικού. Άφελε από της ιστοριογραφίας την απάθειαν! Μετέβαλες παραυτίκα το ιστορικόν πανόραμα εις εικόνα οικογενειακήν, ην ο Ζωγράφος μάλλον ή ήττον παρεκάλλυψεν.

Και ακριβώς αυτού τούτου του χαρίσματος στερούνται οι Βυζαντινοί. Έκαστος γαρ κατ’ ιδίαν ανήκει εις μίαν των ανωτέρω τάξεων, ην εξυπηρετεί αυτοπροαιρέτως εάν θεολόγος, εμμίσθως δε εάν ιστορικός. Ο Αξιωματικός της Αυλής, ο Κουροπαλάτης, ο Παρακοιμώμενος σεμνούσι την πολιτικήν του κυρίου των βιογραφίαν, συνήθως αρχόμενοι από κόσμου καταβολής. Ο Πατριάρχης, ο Μητροπολίτης, ο Επίσκοπος, ο Μοναχός προ οφθαλμών έχουσιν ούτοι την υπεράσπισιν της ορθοδοξίας και των αγώνων της την εξύμνησιν. Επί τέλους ο ιδιωτεύων λόγιος προασπίζει την ακεραιότητα της γραμματικής, την ηγεμονίαν του Αττικισμού, γυμνάζεται εις σχολαστικά φιλοπονήματα, αποθησαυρίζει τα λείψανα της προγονικής περιουσίας. Αλλ’ ο κύκλος των τριών τούτων ιστορικών ειδών είναι αμεταθέτως προκεκανονισμένος. Εάν δε τι βιβλίον παράφωνον συνταχθή, εάν εκδοθή υπόμνημά τι απάδον τοις δεδογμένοις, ταύτα θάττον ή βράδιον γίνονται πυρός ανάλωμα, η δε μνήμη του συντάκτου αναθεματίζεται.

Ως εκ τούτου, η συγγραφή αποβαίνει εμπειρική τρόπον τινά και αριθμοίς συνηρθρωμένη, εξέρχεται μονόχρους, στερεότυπος, και μίαν μόνην ιδέαν πάσαις δυνάμεσι θεραπεύουσα, την απόλυτον ανάγκην της συντηρήσεως, τον άνωθέν πως επιβληθέντα νόμον της απαραλλαξίας.

Εύκολος δεν είναι ο ακριβής της Βυζαντίδος ορισμός. Αλλά νομίζομεν σαφώς τον λογισμόν μας εκφράζομεν λέγοντες, ότι ο κόσμος ούτος άλλον αέρα δεν αναπνέει, παρά τον του παρελθόντος, ότι ζη και διατηρείται την σίτησιν ποριζόμενος εις μόνας τας αναμνήσεις του. Μικρά περί του παρόντος φροντίς. Τι εστι παρόν; Όνειρον, σκίασμα απατηλόν και παρήμερον μόνη δε αλήθεια και πραγματικότης, το παρελθόν. Ενταύθα η Κιβωτός της σωτηρίας, το ταμείον των παραδόσεων· ενταύθα το Θείον επεφοίτησεν ενταύθα και πίστις και ελπίς και πάσα διάπυρος προσδοκία. Μη λοιπόν τον νουν της ιστορίας αυτής ζητήσης εις το παρόν, και ήττον εις το μέλλον, προς έκφρασιν του οποίου λείπει και αυτή η αρμοδία λέξις σχεδόν· ούτως άχρηστον και ασύνηθες υπάρχει το αίσθημα της μελλούσης ιστορίας! Τας πηγάς πάσης οιασούν μερίμνης ζήτησον μάλλον εις τα προγεγενημένα, όθεν αι θρεπτικαί και ζωογόνοι ικμάδες απορρέουσι, και όπου παλινδρομούσιν αι ανασκοπαί του παραρτήματος τούτου της αρχαιότητος. Αγώνες σωματικοί και διανοητικοί, πόλεμοι, σχίσματα, έριδες, ολοκαυτώσεις προς τι τελούνται; Υπέρ ακεραιότητος παρελθόντος, της πανιέρου ταύτης ακροπόλεως, όπου άλλως τε περιφρουρούνται ο λόγος της ενεστώσης υπάρξεως, και ο σπόρος της μελλούσης. Προκειμένης αμύνης τοιούτου θησαυρού, Θρόνος, Θυσιαστήριον, Σχολή σπανίως διχονοούσι. Μάχεται μεν ιδίως ο Βασιλεύς υπέρ ακεραιότητος της Ρωμαϊκής πολιτείας· μάχεται δε η Σύνοδος υπέρ ακεραιότητος πίστεως· μάχεται και η Σχολή υπέρ ακεραιότητος επιστήμης, αλλά και οι τρεις συναθληταί συμπυκνούσι τους λόχους των όταν τυχόντως μία τις των παραδόσεων, ας έκαστος κατ’ ιδίαν εκπροσωπεί, λάβη υφ’ ομογενών ή αλλογενών την ελαχίστην προσβολήν.

Ίσως δυσχερές ημίν σήμερον αποβαίνει, ημίν, οίτινες άλλως πως εκτιμώμεν και πολιτείαν, και δόγμα και γράμματα να πεισθώμεν, ότι τοιούτος αληθώς υπήρξεν ο ρυθμός του μεσαιώνος μας· ότι τριαρχία τις μη πολυμελής, εδρεύσασα και ενεργήσασα εντός στενής περιφερείας, αντεπροσώπευσεν επί χιλίους και εκατόν ενιαυτούς ου μόνον την ψυχήν και την διάνοιαν, αλλά σχεδόν και αυτήν την σάρκα του υποτεταγμένου γένους, την εγκοσμίαν τούτου βιωτήν παντελώς τω εαυτής σώματι επισκιάσασα και επιπροσθήσασα.

Πώς λαός, Ελληνικήν έχων την καταγωγήν και γευθείς ήδη της ελευθερίας, Λαός πολιτικήν αναδείξας προσωπικότητα, τα ίχνη των ποδών του βαθύτατα εγκολάψας τη ιστορία του πολιτισμού, πώς εξέκλινεν εις κατάστασιν ιστορικής ανυπαρξίας;

Πώς ο διαδεχθείς την μυθοθρησκείαν χριστιανισμός, το δόγμα τούτο του Πνεύματος και της ατομικής ελευθερίας, ο νόμος ούτος της των εθνών αναγεννήσεως, η απαγγελία της αναστάσεως, πώς αντί του προάξαι τον Λαόν αυτόν εις κρείττονα δόξαν και σοφίαν και ελευθερίαν, απώθησεν αυτόν εις άβυσσον μηδενός, εις βάθος εθνικής ασυνειδησίας;

Και εκ τρίτου, πώς η Ρωμαϊκή αρχή, μήτηρ αγερώχων πολιτών και τροφός δημοκρατών, η αρχή ήτις τους Δήμους και τας φυλάς από Ρώμης καταβολής εις πολιτικήν συμμετοχήν προσεκάλεσεν, αυτή η επί Ταρκουϊνίου βασιλικήν τυραννίδα καταργήσασα και του Βρούτου την μάχαιραν ακονήσασα μετέπειτα, πώς η διδάσκαλος αυτή του πατριωτισμου εις την γην της Ελλάδος επιδημήσασα και την πίστιν του Πνεύματος ομολογήσασα, πεποίηκε την εγχώριον ελευθερίαν όνομα πάσης οιονεί σημασίας κενόν;

Παρά μικρόν η λέξις Λαός ήλθε ν’ αποβληθή εκ της Ελληνικής συνηθείας. Επικρατέστεραι δε παρά τοις συγγραφεύσι του Βυζαντινού μεσαιώνος διέμειναν αι φράσεις Όχλος, Συρφετός, Όμιλος αγυρτώδης, Λύμα, το Χυδαίον, και έτεραι του αυτού είδους, ας άλλως τε ο λογιώτατος ουδέποτε μετεχειρίσατο μη κεκαρυκευμένας, εις επίδειξιν μισοδημίας, επιθέτοις υβριστικοίς και περιφρονητικοίς. Και όμως ο λογιώτατος ούτος ωνομάζετο χριστιανός… Εις εκατόν και πεντήκοντα δύω περιστάσεις αυτή και μόνη η Καινή Διαθήκη προσφωνεί απεριφράστως και επικαλείται του Λαού το όνομα!

Εάν λοιπόν η αμεροληψία λείπη, εάν μηδεμία πρόοψις μέλλοντος, εάν ουδείς γίνεται λόγος περί πορείας εθνικής, περί σκοπού των επικρατουσών παραδόσεων, περί πολιτεύσεως λαού, τις ουν η ιστορική αξία της Βυζαντινής γραμματολογίας; Πού η σαρξ και τα οστά αυτής; Εάν στερείται λαϊκής ουσίας, εθνικής τινός ωθήσεως, τίνα μεγάλην ιδέαν διαδραματίζει; Ποίον ταχα το πνεύμα, ου καταδεικνύει την βαθμιαίαν σαρκοποίησιν; Τίνα τύπον ιδανικόν τίθεται προ οφθαλμών;

Αυτή μεν καθ’ εαυτήν η Βυζαντίς, βίβλος εσφραγισμένη. «Ούπω γαρ ην πνεύμα, ότι ο λαός ουδέπω εδοξάσθη». Ετέραις όμως μελέταις συναρμοζομένη, προ πάντων συμπαραβαλλομένη, καθά είπομεν, προς την Νεοελληνικήν Αναγέννησιν και υπό ταύτης δοκιμαζομένη, αποβαίνει ιστορία αντί χρονογραφίας. Ιστορία ίσως μάλλον πάσης άλλης ευρωπαϊκής επιμαρτυρούσα την άμεσον της Προνοίας επενέργειαν, την διδασκαλίαν της προόδου, της ιστοριονομικής επιστήμης την αλήθειαν.

Βράχος τις γεγλυμμένος εν μέσω της ερήμου παρίστα ποτέ την μορφήν Αιγυπτιακής Θεότητος. Ην δε ο βράχος όλος κεφαλή, διότι προ πολλών αιώνων το επίλοιπον του σώματος είχεν εμβυθισθή εις την άμμον.

Ιδού η εικών της Βυζαντινής χρονογραφίας, αλλά και η εικών προσέτι της μετά Χριστόν Ελλάδος! Μόνη φαίνεται η κεφαλή, ήτις και μόνη ενεργεί. Ιδέαι αφηρημέναι, αναμνήσεις, έλξις προς την παρελθούσαν περιωπήν ακατάσχετος, επιπόθησις των προγεγενημένων· η ζωή όλη συγκεντρούται εις το μνημονικόν. Τα δε λοιπά του σώματος μέλη, η καρδία, εστία παθών, ορμητήριον ελπίδων τε και αισθημάτων· αι χείρες, μέσον εργοπονίας, βιομηχανίας, δραστηριότητος· οι πόδες, όργανα προβάσεως, ταύτα διατελούσι καταδεδυμένα εις τα σπλάχνα της πατρώας γής.

Ηλθε σεισμός ανωφερής, σεισμός υποχθόνιος, οστις την βεβυθισμένην εκείνην θεότητα διά μιας αναρρίψας, ολόκληρον απεκάλυψε το σχήμα της. Τότε μόνο είδον οι αρχαιολόγοι, ότι η Σφίγξ δεν συνέκειτο εκ μόνης κεφαλής, αλλ’ ενεκρύπτετο εις την άμμον της ερήμου άγαλμα τέλειον, ολομελές, αρτίως κατεσκευασμένον.

3. Αναγέννησις


Αναγέννησις: Ο σεισμός, όστις το 1821 εις Ανατολήν εκραγείς αντήχησεν άχρι Δύσεως, ανήγαγεν εκ του μηδενός εις το είναι τον ελληνικόν λαόν, όστις, τη παρουσία του συνεπλήρωσε, και τη ενεργεία του διερμηνεύει την μ.Χ. Ιστορίαν της πατρίδος του.

Εντεύθεν περιαυγασθείσα η γραμματολογία του ανατολικού μεσαιώνος, εξέφανε τους αδιαγνώστους έως τότε νόμους της πνευματικής Ελλάδος. Η Ρωμαϊκή της Κωνσταντινουπόλεως Αυτοκρατορία γέγονεν έκτοτε κρίκος συνδυαστικός δύω κόσμων αποκεχωρισμένων, του πολυθεϊκού Πανελληνίου και του χριστιανικού· απέβη σύνδεσμος αυτοφανής και αναγκαίος, συνάπτων προς τον καταρκτικόν της Ευρώπης πολιτισμόν το μόνον εις τους παρόντας χρόνους διασωθέν αρραγές λείψανον της αρχαιότητος. Τον αυτόν, ως έγγιστα τρόπον, η Καινή Διαθήκη συνεπλήρωσε, διαφωτίζει, και μεθερμηνεύει την Παλαιάν.

Άγε δη ανιχνεύσωμεν τους στοιχειώδεις νόμους, τα συστατικά όργανα, την ψυχολογίαν, ως αν είποιμεν, της Αναγεννήσεως ταύτης.

Τι παρατηρούμεν ανατρέχοντες εις τα προοίμια και μελετώντες τας διαθέσεις του γένους αυθημερόν του Ευαγγελισμού;

Ομολογήσει πας έκαστος, ότι τα εξής θεωρήματα εκ της ακμής εκείνης αναπηδώσι· και δη πρώτον.

Εις τα αρκτικά αγώνος ανδραγαθήματα σημειούμεν την τελεσφόρησιν άλλων αγώνων προηγουμένων, αγώνων διανοητικών. Οι θούριοι της ενάρξεως ύμνοι αντηχούσι την έως από αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως ερχομένην φωνήν των Λασκάρεων, των Μουσούρων, των Επάρχων και ετέρων Λογίων, εν ταις αυλαίς των ηγεμόνων, εν τοις συνεδρίοις των Παπών της l4ης και l5ης εκατονταετηρίδος συνηγορούντων ελληνιστί τε και λατινιστί υπέρ της αναξιοπαθούσης και εις δουλείαν περιπεσούσης φυλής των Ελλήνων. Ακούομεν ημείς αντιβοώσαν εις τους πρώτους των παλληκαρίων αλαλαγμούς την φωνήν του Σκούφου, του Μηνιάτου και ετέρων ιεροδιδασκάλων της l7ης εκατονταετηρίδος, φωνήν με ενθέρμους ευχάς προς Χριστόν και την Θεοτόκον αναπέμπουσαν υπέρ απελευθερώσεως του ορθοδόξου Ελληνικού πληρώματος. Προηγήθησαν του 1821 λόγιοι πάσης τάξεως, το όνομα της αρχαίας Ελλάδος περισαλπίσαντες, την εύκλειαν και εξοχήν αυτής επ’ αγαθώ των απογόνων πανηγυρίσαντες εις σχολεία, εις βιβλία, εις άμβωνας, εις λόγους διεγερτηρίους. Τινές των ραγιάδων εν Ιταλία μαθητεύσαντες, εν Ρωσσία εμπορευθέντες, και αλλαχού της Ευρώπης περιηγηθέντες, τα σπέρματα της Ελληνικής ιδέας μεταφέρουσιν οίκοθεν εις το εξωτερικόν. Μετ’ ολίγον δε, λόγιοι αλλοεθνείς άρχονται συνδιαλέγεσθαι περί της εν Αθήναις ανοικοδομήσεως της Ακαδημίας. Ο Μίλτων, ο Μέγας Πέτρος καί ο Φενελών, φωστήρες των τριών προστατών της νυν Ελλάδος, διαρρήδην προφητεύουσι της ημετέρας εθνότητος την επανόρθωσιν, ενώ τρεις έτεροι της διανοίας ηγεμόνες, ο Βάκων, ο Μοντέσκιος, ο Λεϊβνίτιος προμηνυούσι την αναπόφευκτον της Τουρκίας πτώσιν. Εκφωνεί τότε ο Ορλώφ εν Πελοποννήσω το θεσπέσιον της Ελλάδος όνομα, και η γη εκείνη αύτανδρος αναταράσσεται, και η δούλη γενεά σκιρτά εν τω τάφω αυτής και ανακάθηται, καθάπερ άνθρωπος εξυπνίζων εξ ονειρώδους ληθάργου. Όρη, δάση, κοιλάδες της εγκυμονούσης χώρας περιηγούσιν άσματα ηρωϊκά, αλαλήν αρματωλών. Παίδες, τα χριστιανικά του μεσαιώνος ονόματα εις ελληνικά μεταλλάξαντες, ψάλλονσι παιάνας εις την ανδρίαν, εις τον ηρωϊσμόν, εις τον θάνατον, ύμνους την δουλείαν προκαταργούντας, νυν μεν εν ονόματι του Σταυρού, νυν δε εν ονόματι του Διός, της Αθηνάς, του Ποσειδώνος. Μετά την Γαλλικήν επανάστασιν επιτείνεται η πολυθεϊκή επιδημία, ώστε η λέξις Έθνος, ήτις από Χριστού γεννήσεως την σημασίαν της άπολέσασα εδήλωνε την ειδωλολατρικήν ομάδα, επανακτά την προτέραν αξίαν και τιμήν…

Αλλ’ έργον μας ενταύθα δεν είναι η ακριβής τών γεγονότων διεξιστόρησις. Αρκούμεθα μόνον εις την εμπέδωσιν της εξής ιδέας· ότι του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος προηγείται, και εις τον τοκετόν της εθνεγερσίας παραστατεί και προεδρεύει παράδοσίς τις ζωηφόρος υπό των τότε λογίων ευαγγελιζομένη, ην ορθώς θέλομεν αποκαλέσει παράδοσιν ή αρχήν Ελληνικήν, Εθνική, Ιστορικήν.

Αλλά μην, εκτός ταύτης της παραδόσεως, χρέος έχομεν και έτερον τινος φαινομένου να σημειώσωμέν την συνδρομήν. Την επισκεύασιν του Ιστορικού Ελληνισμού, την επάνδρωσιν της εθνότητος διά των γραμμάτων δεν ήσαν εις κατάστασιν να εκτιμήσωσι, και μετ’ αυταπαρνήσεως να υπηρετήσωσιν, ειμή μόνοι οι διά προηγουμένης παιδείας αξιωθέντες εις την εκτίμησιν και τον θαυμασμόν του Ελληνισμού αυτού. Επειδή δε το πλείστον του γένους βεβυθισμένον ήτο εν απαιδευσία και αγνοία παντελή της πατρώας ιστορίας του, δια τούτο το σχέδιον της επισκευάσεως έμενε, σχετικώς προς την ολοκληρίαν του γένους, περιωρισμένον εντός του συλλόγου των λογίων, των μυηθέντων της προγονικής ιστορίας τα μυστήρια, απέμενεν, ως προς το γένος αυτό, ιδέα αφηρημένη, όθεν και ανίσχυρος εις την γενικήν εξανάστασιν του λαού. Χρεία λοιπόν ήτο μέσου τινός προσθέτου, δημωδεστέρου τινός ελατηρίου, δυναμένου τον ενθουσιασμόν των ολίγων να μεταδώση προς την κοινωνίαν άπασαν; να τρέψη το επινόημα των λογίων εις αίσθημα πάνδημον, να παρέξη εις την αφηρημένην και ιστορικήν ανάμνησιν σάρκα, ψυχήν, και κίνησιν αυτόχρημα δημοτικήν. Τις δε άλλη δύναμις προχειροτέρα και δραστηριωτέρα προς τοιούτον σκοπόν της εγχωρίας θρησκείας; Η παράδοσις η ιστορική τείνει την χείρα προς την πνευματικήν παράδοσιν· η ορθόδοξος εκκλησία περιπτύσσεται αδελφικώς την Ελληνικήν ιστορίαν. Ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός αποκαλύπτουσι την παμπάλαιον φιλίαν των· ανάμνησις και πίστις αναφανδόν πλέον κροτούσι συμμαχίαν και επιμαχίαν αδιάλυτον. Και ο μεν Ελληνισμός συνεισφέρει υπέρ των προσεχών αγώνων τα γοητεύματα της δόξης, της φιλοτιμίας, της αμίλλης, τον υπογραμμόν του θάρρους και τον πατριωτισμόν, την επικουρείαν της ποιήσεως, τους φλογερούς παιάνας, την διαθήκην της απωλεσθείσης αυτονομίας ο δε Χριστιανισμός συνεισφέρει, εν ελλειψει πυροβόλων, τον πνευματικόν δεσμόν, την αγάπην, την συμπαγίαν, την πίστιν εις την αντίληψιν της Προνοίας, την ελπίδα της αναστάσεως, και υπόσχεται εις βραβείον τας σκηνάς των μακάρων. Η Ιστορία προσφέρει την ζύμην· ο Χριστιανισμός μάσσει το φύραμα, ευλογεί τον άρτον της κοινωνίας εν μυστηρίω, και σφραγίζει το τίμιον σώμα της προκειμένης ανεγέρσεως εις το πάθος και την Ανάστασιν του Σωτήρος Χριστού. Τότε δή προβαίνει ο Ιερός Λόχος, εις μεν τον κόλπον φέρων τον Όμηρον, εις δε το στήθος τον Σταυρόν. Η Φιλική Εταιρεία, κράμα μυστηρίον ελληνικού και χριστιανικού, μίγμα σχεδίων πολιτικών και τελετών εκκλησιαστικών, εκτυποί θαυμασιώτερον έτι την κροτηθείσαν τότε συμβολήν της Ιστορικής και της Ορθοδόξου παραδόσεως.

Ανελλειπώς μέχρι του νυν εδράχθημεν των διεγερτικών στοιχείων, των μοχλών της Αναγεννήσεως. Λείπεται όμως και τι έτερον ουσιώδες. Τις ο κύκλος ο γεωγραφικός, τις η εθνική περιφέρεια, τίνα τα όρια της χώρας, εντός της οποίας η συμμαχία των δύω παραδόσεων θέλει αγωνισθή; Τάχα πρέπει ο Χάρτης της εθνεγερσίας να χαραχθή κατά τους γεωγραφικούς όρους της αρχαίας Ελλάδος, όθεν η πρώτη των αρχών επήγασεν; Αλλά τότε η συμμαχία κινδυνεύει, διότι η περινομή της εγχωρίου Εκκλησίας υπερβαίνει τους όρους αυτούς. Άρα λοιπόν θέλει κηρυχθή το σάλπισμα της επαναστάσεως εφ’ όλης της ορθοδόξου πολιτείας; Αλλά τότε πάλιν συμπεριλαμβάνονται λαοί αλλοεθνείς, γένη παντάπασι ξένα προς την εθνικήν ιστορίαν των συνωμοτων. Εν ακμή τοιαύτη, η ιθαγενής ορθοδοξία, αναπολήσασα τας δεκαπέντε εκατονταετηρίδας της, και το βλέμμα ρίψασα προς Κωνσταντινούπολιν, όπου, καθάπερ αστήρ οδηγικός, ίστατο προ αιώνων η έδρα της, προτείνει, ως νόμιμον οροθεσίαν και ως αγωνιστήριον, την Γραικορωμαϊκήν επικράτειαν. Ο Ελληνισμός παραδέχεται. Πώς δ’ ου; Άρα γε δεν συνέζησε και αυτός μετά της Ορθοδοξίας εις Κωνσταντινούπολιν, δεν συνεπολιτεύθη επί τοσούτους αιώνας, δεν περιεσώθη μάλιστα εκεί, τυχών καταφυγίου και περιθάλψεως; Ο Ελληνισμός λοιπόν και ο Χριστιανισμός, χάριν της αυτών συμβιώσεως εις Κωνσταντινούπολιν υπ’ όψιν λαβόντες την σωτηρίαν απάσης της ελληνοχριστιανικής οικογενείας, και προθυμούμενοι την Αγίαν Σοφίαν, το κέντρον αυτό της συναφείας των, εν λουτρώ αίματος να εξαγοράσωσι, διαγράφουσι τα όρια της Νεοελληνικής πατρίδος αναλόγως προς εκείνα, τα οποία είχεν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προ της ληστρικής και προδοτικής εκείνης αλώσεως της επί Βαλδουίνου, όθεν προήλθεν αναγκαίως και η δευτέρα των Οθωμανών, ως έγγιστα, κατά τον Χάρτην ον εσχημάτισαν τα ξίφη του Νικηφόρου Φωκά και του Τσιμισκή. Τοιουτοτρόπως, εκ της λήθης ο Βυζαντινός μεσαιών εξανεστηκώς, διορίζεται παλαίστρα, ένθα μέλλουσι να ανταγωνισθώσιν ο δαίμων των φώτων και ο δαίμων της βαρβαρότητος. – Και ιδού προς τας ειρημένας δύω παραδόσεις ή αρχάς, προστίθεται και τις τρίτη, η παράδοσις, ή αρχή της Γραικορωμαϊκής ενότητος.

Ώστε συγκεφαλαιούντες, τρεις σημειούμεν νόμους ιστορικούς, τρεις διαφόρους Ενότητας παρατηρούμεν συγκροτούσας το του αγώνος Πανελλήνιον. Α’. Ελληνικήν ενότητα, αυτήν ήτις την αναγεννωμένην Ελλάδα συνάπτει προς την πρεσβυτέραν· Β’. την Χριστιανικήν ενότητα, ήτις τον προκείμενον αγώνα συνδέει προς τους αγώνας όλους του Χριστιανικου θρησκεύματος. Και Γ’.την ενότητα τήν Ρωμαϊκήν, ήτις πηγάζει εκ του μεσαιώνος, και προσδιορίζει την οροθεσίαν της Νεοελληνικής εθνότητος. Ή εν άλλαις λέξεσι, τρεις τινες παραδόσεις εν τω λαώ της Ελλάδος ενσαρκούνται προς αποκατάστασιν εθνότητος· η Ιστορική , η Πνευματική, και η Πολιτική, τουτέστι Παιδεία και Γλώσσα, Κοινωνική αρμονία, Εθνική ακεραιότης.

Ιδού η ιστοριονομική τριαρχία της Παλιγγενεσίας μας αλλά και το τέρμα της πολιτεύσεώς μας· τριπλή πατροπαραδότων αυθεντιών ενανθρώπησις κατά παράδοξον σύμπτωσιν τελειωθείσα, καθ’ ην ημέραν εορτάζουσιν οι Χριστιανοί την πλάσιν της ανθρωπότητος και την δευτέραν πλάσιν αυτής διά της ενσαρκώσεως Χριστού!

Και νυν, εάν αφαιρέσωμεν εκ του αγώνος την συμμετοχήν του λαού, φαινόμενον του νυν αιώνος, αντί δε ταύτης καταστήσωμεν την υπό Τούρκων διακοπείσαν Γραικικήν αυτοκρατορίαν, τι απομένει;

Επανορθούται ο Βυζαντινός μεσαιών, σύστημα και αυτό στρεφόμενον αμεταθέτως περί τρεις αυθεντίας, την Ελληνικήν, την Χριστιανικήν και την Ρωμαϊκήν. Εξ ων η μεν πρώτη, υπό της λογίας τάξεως παριστανομένη, ρυθμίζει την διάνοιαν κατά τον προγονικόν υπογραμμόν, συντάσσει τα χρονικά, φρουρεί την γλώσσαν· η δε δευτέρα, το Ιερατείον έχουσα φύλακα, συντηρεί, εν ονόματι Χριστού, Αποστόλων και Πατέρων, την κοινωνικήν ομοδογματίαν και εθνικήν ομοπιστίαν η δε τρίτη, ην παρίστησιν ο Αυτοκράτωρ, επιτηρεί, συγκρατεί, διά της υλικής δυνάμεως φυλάττει την ειρήνην της πολιτείας, το ακέραιον της χώρας και την τριμελή συμβασιλείαν των αυθεντίαν αυτών.

Εκ των τριών τούτων αρχών της Βυζαντινής ζωής, τις η επικρατεστέρα; Ποίον το στοιχείον όπερ υπερέχει κατά δραστικότητα και κατ’ έκτασιν;

Αναμφίβολον, ότι το ιθαγενές και αρχαιότερον· αυτό, η γλώσσα του οποίου εκτείνεται απ’ άκρας εις άκραν της επικρατείας, ου η ιστορία είναι ιστορία του λαού· υπονοείται το Ελληνικόν. Το στοιχείον αυτό όπερ επιβαλόν εντεύθεν μεν την γλώσσαν τον τη Εκκλησία, εκείθεν δε την παιδείαν του τη Μοναρχία, βαθμηδόν την πολιτείαν όλην συνυπέταξεν υπό την σημαίαν και την ονομασίαν αυτού.

Άρα, μόνη η παρουσία και η σύμπραξις του Λαού κατά το 1821 διακρίνει τον λεγόμενον Βυζαντινόν μεσαιώνα από της Νεοελληνικής εθνεγερσίας.

Άρα, τα δύω ταύτα ουκ άλλως έχουσι προς άλληλα, ή ως έχει το άφηρημένον προς το συγκεκριμένον, ως έχει η εφαρμογή αρχής τινος προς την αρχήν αυτήν.

Άρα, αντί Μοίρας επισπευδούσης την Παρακμήν και Πτώσιν τών Ρωμαίων , ενεργεί εν τη Βυζαντινή πολιτεία νόμος Ελληνικής και πνευματικής Αναγεννήσεως. Ο δε νόμος ούτος υπερκρατεί τοσούτω μάλλον, όσω εις την ιεραρχίαν των τριών αυτών παραδόσεων, η μεν Ελληνική επέχει τον ανώτατον βαθμόν, η δε Ρωμαϊκή τον κατώτερον, τον δε μέσον η Χριστιανική. Οικοδεσπότης ανήλιξ, ως έπος ειπείν, ο Ελληνισμός· κηδεμών δε η Εκκλησία, απλούς δε ενοικιαστής και φύλαξ της οικίας ο Ρωμαϊσμός.

Εντεύθεν έπεται, ότι ο Ανατολικός μεσαιών έχει νόμον ιστορικόν προόδου την βαθμιαίαν της κραταιοτέρας αρχής υπερίσχυσιν, ήγουν την βραδείαν μεν, αλλ’ αδιάκοπον εξελλήνισιν της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και την υπό πρόσχημα Ορθοδοξίας ένδημοποίησιν τον Χριστιανισμον.

Η πρόοδος αυτή κατ’ αλήθειαν αυτόματος και αυθόρμητος δεν είναι, διότι συνήθως προέρχεται εξ ωθήσεων εξωτερικών· αλλ’ όπως δήποτε, χάριν αυτής επισπέρχεται η βελτίωσις τών αστυκών θεσμών, η κατάργησις της δουλείας, επιταχύνεται δι’ αυτής το πλήρωμα της εθνικής προπαρασκευής.

Αλλ’ ο Μοντέσκιος, ο Γίββων, και οι έτεροι τούτων σύμφρονες δογματίζουσι κατ’ άλλον τρόπον. Ευρίσκουσιν ούτοι παρ’ ημίν θάνατον αντί ζωής, ευρίσκουσι βασιλείαν τυφλής Ανάγκης, αντί νόμων προόδου και θείας συνεργίας. Τι παράδοξον; Η Ελληνική Αναγέννησις, θυγάτηρ πίστεως, δεν επεφάνη εις αιώνα σεσοφισμένης απιστίας και πυρρωνισμού. Ανέτειλεν εις ημέρας αποκαταστάσεως, ευσεβείας επιστημονικής· τότε μόνον εξήλθεν εις το φως, ότε τριακονταετής Ευρωπαϊκή δοκιμασία εγήρασεν ήδη την φιλοσοφίαν των Εγκυκλοπαιδιστών. Εξέλαβον τινές ως πρωτότυπον του Γίββωνος την συγγραφήν· και όμως ουδέν άλλο είναι, η διεξοδική ανάπτυξις της περί Ρωμαίων πραγματείας του διδασκάλου του Μοντεσκίου. Η αυτή φιλοσοφία παρ’ αμφοτέροις, η αυτή μέθοδος του κρίνειν τα ιστορικά, μέθοδος πολιτική και ουσιωδώς δογματική, δικάζουσα τους κατά καιρούς πολιτισμούς εκ των επιπολαίων κυβερνητικών φαινομένων.

Ο Γίββων, εξ ου η Ευρώπη σήμερον έτι αντλεί τας περί μεσαιώνος μας γνώσεις και κρίσεις της, ο υπέρτατος ούτος δικαστής 22 αιώνων εθνικής ημών υπάρξεως, κέντρον της μεσαιωνικής Ελλάδος στερούμενον περιφερείας έθηκε την αυτοκρατορικήν αυλήν, την δε βιογραφίαν των βασιλέων από πρώτου μέχρι τελευταίου Κωνσταντίνου κατέστησεν άξονα, περί ον απηωρημένην σύνολον την Βυζαντινήν σφαίραν περιεδίνησε. Τις ο μη θαυμάζων εν τω βιβλίω του την πολυμάθειαν, τον ακούραστον ζήλον, την λατρείαν της ελευθερίας και της αρχαίας αρετής! Και όμως η συγγραφή αυτή όζει γαιώδές τι και νεκριμαίον και επιτύμβιον, αναμιμνήσκον την πένθιμον Μούσαν του Τακίτου. Tό βιβλίον αυτό σχεδιογραφεί λαμπρώς την έξω του μεσαιώνος μορφήν, απεικονίζει θαυμασίως τινάς των χαρακτήρων του προσώπου, αλλά περαιτέρω δεν φθάνει· παύεται ενταύθα το σκοπούμενόν του, ούτε πρέπει επί πλέον να περιμένωμεν. Την ολοσχέρειαν του απεικονίσματος, την ψυχολογίαν της πολιτείας, το αίσθημα, την πίστιν, τας απορρήτους του αιώνος ροπάς, τον μύχιον, ενί λόγω, της Νεοελληνικής υπάρξεως οργανισμόν, ταύτα ούτε καν υπώπτευσεν ο διαμαρτυρόμενος λόγιος της ΙΗ’ εκατονταετηρίδος.

Εντεύθεν μεν η Ρωμαϊκή μεγαλειότης, εκείθεν δε η αστραπαία της Ελληνικής ευφυΐας λαμπηδών εξεθάμβωσαν των σοφών τούτων την όρασιν. Καιρόν δεν έλαβον να εννοήσωσιν εν τη μέθη του θαυμασμού, ότι καθώς η θεία Ενσάρκωσις τον ευδιάσειστον της αρχαιότητος λόγον μετέβαλεν εις λόγον πανάνθρωπον, αμετα- κίνητον, ούτως ανεσκεύασε και την μέθοδον του εκζητείν τας έκτοτε συμβάσας ιστορικάς περιπετείας, τας τε ηθικάς, και κοινωνικάς, και πολιτικάς, και διανοητικάς· έτρεψε, δηλονότι, την ερμηνείαν των γεγονότων επί το πνευματικώτερον και καθολικώτερον. Όθεν, δυσανασχετήσαντες κατά παντός μη ομαλού, ευδιαγνώστου, τερπνού, ηδονικού εν τη ιστορία, ην ενόμισαν Ασιανόν παράδεισον, εις απόλαυσιν τρυφών ατελευτήτων διωρισμένον· μισήσαντες τας ανωμαλίας του παρελθόντος, τους αγώνας του ενεστώτος, τας μερίμνας περί μέλλοντος, όπως κεχηνότες εκθειάσωσι τας μακαριότητας των χρυσών αιώνων, και ανετώτερον οι φιλόμουσοι κοιτάσωσιν επί ρόδων ποιητικών, ούτε την του ιστορικού λόγου μεταβολήν οδηγία των Γραφών εξετίμησαν, ούτε λοιπόν τους τρόπονς ανίχνευσαν της βαθμιαίας ενσαρκώσεώς του εν τη βιολογία του μεσαιώνος. Πάντως ουν ήγνόησαν, καί τοι πολυπραγμονήσαντες, ότι νέος επεφάνη κανών και τύπος κάλλους, πολλώ διαφέρων του σεσοφισμένου και του κατ’ επιτήδευσιν. Ότι της εν Χριστώ παλιγγενεσίας ευαγγελισθείσης, παν γένος εις ζωήν προωρισμένον καθήρμοσε τους νόμους της πολιτείας του εν τω τύπω της θείας εκείνης αριστοτεχνίας. Άρα ούτε την πρόοδον ωμολόγησαν, τον ουρανοφύτευτον νόμον αυτόν της ιστορίας, δι’ ου προβαίνουσιν, αι κοινωνίαι προς επίγνωσιν θεότητος, προς την πεφωτισμένην συναίσθησιν του προορισμού των, προς την εφαρμογήν του καινού υπογραμμού επί της ενεστώσης και της μελλούσης αυτών βιώσεως.

Οία δε η μέθοδος, οίον το ορμητήριον της κρίσεως, τοιαύτα και τ’ αποτελέσματα της μελέτης.

Ερώτησον αυτούς λ.χ. πότε και πού λήγει ο βίος της Ελλάδος; – Η ενέργεια του ελληνισμού, θέλουσιν ετοίμως αποκριθή, παύεται άμα τη ελληνική αυτονομία, λήγει ένθα επέβαλεν η κατάκτησις εις τους δουλωθέντας Γραικύλους, την αυθεντίαν της Ρώμης, το μέγα του Λατίον όνομα. Ως απώλεσε την αυτονομίαν, μεγαλουργίας αφετήριον· ως απέθεσε τας Ομηρικάς της δάφνας εις πόδας Ρωμαίων δεσποτών και θρησκομανών ιερέων, η Ελλάς αμέσως απεβίωσεν. Απεβίωσε δε ου μόνον διανοητικώς, αλλά και κοινωνικώς έτι, και εθνικώς. Απεσύρθη της σκηνής, κατέδυσεν εις την βασιλείαν των αναμνήσεων, προς τους επιζήσαντας μη κληροδοτήσασα, ειμή τινα σωρόν ερειπίων και βιβλίων.

Τάχα μάρτυρες αρμοδιώτεροι, και δικασταί ασυγκρίτως απαθέστεροι τών σοφών τούτων δεν υπήρξαν οι σοφοί τών πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, αυτοί οι αυτοπτήσαντες το μυστήριον, όπερ μετεμόρφωσε τον ελληνισμόν, και εις δύω ημικόσμια διεχώρισε την ιστορίαν μας;

Ανέγνωμέν ποτε σελίδα τινά του Ιερωνύμου σαφέστερον πάσης νεωτέρας πραγματείας υποτυπούσαν την μυστηριώδη τών δύω τούτων ημικοσμίων συνοχήν, όθεν προκύπτει η ολομέλεια του γένους μας. Γίνεται λόγος περί τινος παιδίσκης, θυγατρός μεν γυναικός χριστιανής, εγγονής δε ιερέως ειδωλολάτρου. – «Θεέ παντοδύναμε, εκφωνεί ο δυτικός το γένος, Έλλην δε την ευφυΐαν άγιος, τις ήθελέ ποτε φαντασθή, τίς των πατέρων μας ήθελε πιστεύσει, ότι ειδωλομανής τις ιερεύς έμελλεν εις το έσχατον γήρας να γείνη πάππος ευειδούς εγγόνης, παρά του Σωτήρος του κόσμον δωρηθείσης ταις ικεσίαις ευσεβούς μητρός! Ότι περιχαρής και μειδιών ο γέρων λειτουργός της ψευδοθείας έμελλεν επί των γονάτων αυτού να καθίση τρυφεράν νύμφην Χριστού, ψάλλονσαν το Αλληλούϊα, και υμνωδούσαν την αναγέννησιν του Αδάμ!» -Αρα δέν εκτυποί το σύμπλεγμα τούτο την νεοφώτιστον Ελλάδα, εν τω μεταλαβείν παρά της υπεργήρου πολυθεΐας του απορρήτου της ιστορικής παραδόσεως; Διάφορα μεν πρόσωπα υφίστανται ο ειδωλολάτρης γέρων και η χριστιανή παρθένος· όμως, το κοινόν αίμα πάσαν εξαλείφει θρησκευτικήν διαφοράν. Πάππος και εγγόνη, καίτοι μη ομήλικες, μήτε ομόθρησκοι, αλλά διά το ομογενές και το συμφυτικόν της αγάπης, εις εν και το αυτό ηθικόν πρόσωπον συνταυτίζονται. Και ο μεν ειδωλολάτρης, την εν Πνευματι Αγίω βεβαπτισμένην παιδίσκην επι τα γόνατα τιθέμενος, καθαγνίζεται, αυτή δε πάλιν παρά τον πάππον διδασκομένη τα προγεγενημένα, πληροφορείται περι της καταγωγής της και περι των γενεθλίων της.

Ο Χριστιανισμός, το μέγιστον και συντελεστικώτατον συμβάν της παγκοσμίου Ιστορίας, εν Ελλάδι συνίστησιν από πρώτης το θέατρον της ενεργείας του· κατά της φιλομύθου πατρίδος των Ησιόδων και Ομήρων αποσκήπτει τας πρώτας βολάς· εν τήδε τη εστία της θεοποιείας προεξασκείται εις την τελειουργίαν της αναστοιχειώσεως, ήτις θέλει ποτέ μεταβάλει την όψιν του κόσμου! Διατί τας πράξεις των Αποστόλων πληρούσι κατά μέγα μέρος τα Ελληνικά; Διότι έπρεπεν εις την γην ταύτην του Λόγου, να βάλωσι τας πρώτας ρίζας oι σπόροι του Πνεύματος. Η σοφία των Αθηνών, ως από σκοπής εκείθεν εις την οικουμένην πυρσευομένη ως έλεγεν ο μέγας Αλέξανδρος, φλέγει την καρδίαν, ελκύει την προσοχήν των του Χριστού μαθητών. O πρωτάγγελος Παύλος, αληθής περιστερά πτάσα εκ της κιβωτού, σπεύδει προς την Αττικήν. Πρώτος δέ των χριστιανών τας εγχωρίους παραδόσεις επικαλούμενος, πρώτος δωρεά Πνεύματος επαγγελλόμενος της Κλητής γενεάς την σωτηρίαν, αγορεύει υπέρ ενότητος Θεού και θεότητος Χριστού, και προσδοκίας μελλούσης αναστάσεως. Η ηχώ της Πνυκός μεταδίδει την μεγάλην αγγελίαν, από όρους εις όρος μέχρι Κορίνθου καί Πατρών, έως άκρας Ελλάδος. Έκαστος φθόγγος του ρήτορος κλονεί τας βάσεις της πολιτείας, κατεδαφίζει ένα βωμόν. Ο Άρειος Πάγος, φύλαξ του παρελθόντος υποχωρεί· η Ακρόπολις, εις μέλλουσαν ανάστασιν προωρισμένη, ανοίγει τας πύλας της, και η Ελλάς άπασα ευαγγελίζεται, της κοσμικής ηγεμονίας της παραιτουμένη πριν ή ο Ανθύπατος Ρωμαίος μάθη, ότι εις την εξουσίαν αυτού άλλος Δεσπότης ισχυρότερος υποκατέστη.

Νέα φάσις ιστορίας. Απόκρυφος μεταπολίτευσις. Πνεύμα Κυρίου ήλθεν επί την Ελλάδα και δύναμις Υψίστου επεσκίασεν αυτήν.

Η είσοδος του Θεού Λόγου εις την πατρίδα του Πλάτωνος διαιρεί την ελληνικήν διάνοιαν εις δύω κόμματα, ων ο ανταγωνισμός είμαρται να διατηρήση την ζωήν εις το σώμα, έως ου πληρωθώσιν oι χρόνοι της πνευματικής αναβιώσεως. Το μεν εξ αυτών ασπάζεται την σοφίαν του μέλλοντος, επερειδόμενον προς τον πρεσβύτερον Πλατωνισμόν, διό παραιτείται της μερικής ελληνικής ονομασίας και περιβάλλεται την καθολικήν και οικουμενικήν ονομασίαν του χριστιανισμού. Το δ’ έτερον, προσφυέστερον τω Νεοπλατωνισμώ και τω Συγκριτισμώ της Αλεξανδρείας, επιμένει εις την αυθεντίαν του παρελθόντος και εις τα δόγματα της σχολής, διό αποποιείται να ομολογήση θρήσκευμα τον χριστιανισμόν, και διατηρεί το αρχαιοπαράδοτον όνομα της Ελληνικής εθνότητος.

Τέμνεται λοιπόν ο τότε ελληνισμός εις δύω συστήματα αντίθετα, εις χριστιανισμόν θρησκείαν και εις χριστιανισμόν φιλοσοφίαν.

Και η μεν πόλις των Αθηνών, αυτή, όπου «πάντες και oι επιδημούντες ξένοι, εις ουδέν έτερον ευκαιρούσιν, ή λέγειν τι και ακούει ΚΑΙΝΟΤΕΡΟΝ,» η πόλις του Αναξαγόρα, του Σωκράτους και του Διονυσίου, αύτη την θεότητα του Χριστού και την Τριαδικήν Θεαρχίαν ομολογήσασα, γίνεται μητρόπολις πίστεως προσωρινή, αποτίθησι την Ελληνικήν ονομασίαν της, αναγορεύεται βασιλεύουσα πνευματική του εν Χριστώ αναγεννηθησομένου Πανελληνίου. Η δε Αλεξάνδρεια, εγκαρτερούσα εις διδασκαλίας φιλοσόφων, ή παραδέχεται τον χριστιανισμόν, ως ψιλήν θεωρίαν, υποβεβλημένην εις την βάσανον του ορθού λόγου, ή υπό την σκιάν του μεγάλου Ελληνικού ονόματος καταπολεμεί τους προσηλύτους του Ευαγγελίου, και κατακρίνει την Ενσάρκωσιν. Και στρατιώται μεν Χριστού, φοιτηταί των Αθηνών, εξέρχονται oι Διονύσιοι, oι Αθηναγόραι, oι Κοδράτοι, oι Πολύκαρποι, oι Χρυσόστομοι, oι Βασίλειοι, oι Γρηγόριοι, oι Συνέσιοι, μαθηταί Παύλον και ήδη της Χριστιανισθείσης Ελλάδος αντιπρόσωποι. Υπέρμαχοι δε της ετέρας γνώμης προβαίνονσιν oι Ιάμβλιχοι, oι Πορφύριοι, οι Λογγίνοι, οι Φίλονες, οι Πλωτίνοι, οι Ωριγένεις, οι Ιουστίνοι, και άλλοι πολλοί, Έλληνες μεν την γλώσσαν και την σοφίαν, αλλά τα δόγματα του κοινού θρησκεύματος ή αποκρούοντες, ή έκαστος κατ’ αρέσκειαν τροποποιούντες.

Η διαμάχη των φρονημάτων, ο ανταγωνισμός των πεποιθήσεων διαρκεί πεισματώδης εφ’ όλας τρεις εκατονταετηρίδας. Ενώ δε πόλεμος κινείται εις το υπερώον της κοινωνίας, υποκάτω της συμβολής ο λαός σιγά, μη δυνάμενος να συμμερισθή τους διανοητικούς αγώνας των πεπαιδευμένων. Και τοι όμως σιγών, ο Ελληνικός λαός πιστεύει. Και πιστεύει διότι «Θεού εστί γεώργιον, συνεργός Θεού, Θεού οικοδομή.»

Η πίστις αύτη των όχλων επιβαρύνει την πλάστιγγα. Μετ’ ου πολύ το δόγμα της Ενσαρκώσεως υπερτερεί, και η φιλοσοφία της σχολής καταδικάζεται. Αίρεται τότε επί του Παρθενώνος των Αθηνών η σημαία της Αγίας Σοφίας, υπόδειγμα της μετέπειτα καθιδρυθείσης εις Κωνσταντινούπολιν· ύπερθεν δε της Ακαδημίας κυματίζει ο Σταυρός, σύμβολον υποταγής, πάθους, θυσίας, γεύσεως θανάτου!… Ούτως, η Ελλάς, κατά την φράσιν του συντάκτου των Πράξεων «συνθάπτεται τω Χριστώ, ομοιώματι του θανάτου αυτού,» παραδίδεται εις θάνατον διά Ιησού, ίνα ως ο Ιησούς πατήση ποτέ τον θάνατον διά θανάτου.

Συνθήκη κοσμοσωτήριος Ελλάδος και Χριστιανισμού, θεοκέλευστος συζυγία, το μέλλον αμφοτέρων εις τους αιώνας εξασφαλίζουσα! Η μεν Ελλάς παρέχει επ’ αγαθώ της οικουμένης τω Χριστιανισμώ παιδείαν, γλώσσαν, ευφυΐαν, καρτερίαν ακλόνητον εις βασανιστήρια· προσφέρει θυσίαν αιματηράν τε και αναίμακτον ο δε Σωτήρ του κόσμου τίθησιν εις τον δάκτυλον της μνηστής τον αρραβώνα της σωτηρίας.

Έκτοτε Εθνικός και Έλλην διακρίνουσι τον ειδωλολάτρην από τον Χριστιανόν, τον φιλόσοφον από τον σοφόν, τον μη πιστεύοντα εις την ισότητα και την βαθμιαίαν εξευγένισιν των ανθρώπων από του ασπασαμένου το δόγμα της αγάπης και της ελπίδος, την προσδοκίαν της σωτηρίας. Έλλην σημαίνει υιός ανθρώπου, Χριστανός δε υιός Θεου. Άλλως τε τις η απόλυτος ανάγκη της Ελληνικής ονομασίας; Άραγε δεν ήτο ελληνεπώνυμος ο Χριστός αυτός;

Θαύμα ξένον και όντως εκπληκτικόν! Διαλύεται εν σιγή η ενδοξοτέρα των εθνοτήτων της αρχαιότητος· το καύχημα των αιώνων αποσυντίθεται εν σκιά θυσιαστηρίου, και ούτε ο τότε, ούτε ο σήμερον κόσμος ενόησε πώς ετελέσθη το μυστήριον! Τις άλλος βραχίων, ειμή μόνος ο του Θεού, ηδύνατο να στερήση του προσφιλούς αυτού ονόματος λαόν θρησκευτικώς ανέκαθεν προσπεφυκότα εις τοιούτο κειμήλιον, το δε ξένισμα να κατορθώση μόνον και μόνον δια της πειθούς! Άλλην ομοίαν μεταβολήν η ιστορία της λοιπής χριστιανωσύνης δεν μαρτυρεί!

Συνεπεία, τοιαύτης αλλαγής, το πρωτότυπον και δημιουργόν του γένους τρέπονται εις άλλην διεύθυνσιν. Διαλύονται τα γοητεύματα της ατομικής φιλοδοξίας, περιστέλλεται η τερατεία των ονομάτων, ταπεινούται το μάταιον της επιδείξεως. Και όμως, εάν καταβάλωνται αι ηδοναί της ατομικής και της εθνικής φιλοπρωτίας, αλλ’ εις αμοιβήν το γένος ανταπολαμβάνει άλλο τι προτέρημα τιμαλφέστερον, ούτινος πρότερον εστερείτο.

Ο ανακαινιζόμενος Ελληνισμός πλεονεκτεί του πρεσβυτέρου προς συναίσθησιν εαυτού και προς πνευματικήν διαστολήν, άρα υπερτερεί και κατ’ εθνικήν συνάφειαν. Γίνεται γάρ λαός επίδοξος ο μη πρότερον λαός· γίνεται κύριος ο δούλος, γνωστικός ο πρότερον αμαθής. Εντεύθεν άρχεται η βασιλεία της εθνικής αφομοιώσεως και συγχωνεύσεως, η πολυχρόνιος προπαίδεια του εθνικού γνώθι σαυτόν. Προοιμιάζεται από του νυν η περίοδος εκείνη, καθ’ ην το γένος μέλλει να επαισθανθή του αίματος την κυκλοφορίαν εις πάντα τα μέλη τα συνιστώντα την ιδιοσυγκρασίαν του. Δεν ελειτούργησεν άχρι του νυν ειμή ο εγκέφαλος μόνος· θέλουσι από τούδε συλλειτουργήσει οι πνεύμονες και η καρδία.

Τω όντι· Πότε ανακύπτει ο Ελληνισμός των εμφυλίων ερίδων κεκαθαρισμένος; Πότε, ει μη κατά τον μεσαιώνα, αναφαίνεται ακέραιος, ολομελής, απαραχάρακτος, καθάπερ σκεύος εξ αμιγούς φυράματος κατασκευασθέν; Παν ο,τι απέβαλον αι κυριότητες, οι πλούσιοι, οι ευπατρίδαι, οι σοφοί και πάσης τάξεως οι ολιγάρχαι, τούτο μεταβαίνει εις όφελος της κοινότητος. Οι χυμοί, οι ζωοποιήσαντες και δόντες κίνησιν εις το άτομον, μετοχετεύονται βαθμηδόν εις τας φλέβας της κοινωνίας όλης. Το στήθος σφριγά, ο σφυγμός πυρέσσει, το άψυχον σώμα πιμπλάνεται πνεύματος, επαιωρούν τήν ύλην προς ουρανόν. Ο Νους εκείνος του Αναξαγόρα, επ’ άπειρον αναπτυσσόμενος, γίνεται νους κοινός· το δε δαιμόνιον του Σωκράτους, μύχιον λαϊκής συνειδήσεως προανάκρουσμα, πρόδρομος αρμονίας εθνικής, ενσαρκούμενον εις όλην την κοινωνίαν, εξαγορεύει χρησμούς δημώδεις περί ιερού προορισμού, και δεν παύει στιγμήν προαναγγέλλον του γένους την μέλλονσαν επανόρθωσιν.

Ούτω πως ο Χριστιανισμός ενεργών, εισδύει τέλος εις τ’ άδυτα της ελληνικής ουσίας· μεταβαίνει από της Βίβλου εις την Εκκλησίαν, καντεύθεν εις την οικογένειαν. Και δη μάλλον θαρρήσας, μετασκευάζει την κοινωνικήν υφήν κατά σχέδιον πλατύτερον. Η ολιγαρχική φύσις του δράματος τρέπεται εις δημοτικήν, το δε πολύπλοκον των πράξεων προχωρεί εις το απλούστερον. Ενεισάγει πάθη φιλεύσπλαγχνα, τα δε ανήμερα τούτων αποβάλλει. Αλλά και την καθομιλουμένην γλώσσαν τροποποιεί επί το αναλυτικώτερον, το μέν λεκτικόν ερανιζόμενος εκ των εν χρήσει αγοραίων διαλέκτων, του δε λόγου την σύνταξιν χάριν κοινοχρησίας εξομαλίζων. Θέλομεν ιδεί μετ’ ολίγον, ότι μετατοπίζει και αυτήν του δράματος την σκηνήν.

‘Αλλ’ αν και θεότητες, και ήθη, και πρόσωπα μετεβλήθησαν, αv η γλώσσα μετερρυθμίσθη, και η οικονομία κατά κράτος μετεσκευάσθη, αν, ενί λόγω, γέγονε τα πάντα καινά, όμως, και τι ανέπαφον απομένει εν τη γενική ανατροπή. Τι δε τούτο; O Χορός, ή χωρίς μεταφοράς, το ανώνυμο πλήθος. Ο χορός, φωνή καρδίας, ηχή αιώνων, προσωποποίησις της δημώδους γνώμης, θέλει υποκριθή εν τη καινή παραστάσει το πρότερον σχήμα, εκτός, ότι προβάδην θέλει χωρίσει από του προσκηνίου εις το μέσον της σκηνής και, προς συμπλήρωσιν του αριστοτεχνήματος, θέλει λάβει μέρος δραστηριώτερον εις την διεξαγωγήν της πράξεως. Καί πραγματικώς· η διαγωγή του λαού κατά τον μεσαιώνα παρίσταται υπό τι σχήμα λυρικόν, του τραγικου χορού το πρόσωπον αναμιμνήσκον. Μέρος μεν ενεργόν εις την πράξιν οι Δήμοι σπανίως έχονσι. Και όμως ούτοι συνήθως επισπέρχουσι την διάλυσιν. Καθώς πλανήται τινές άγνωστοι και αδιόρατοι προξενούσιν ανωμαλίας επαισθητάς εις την περιστροφήν των ετέρων πλανητών, τον αυτον τρόπον η παρουσία του λαού αδιακόπως απωθεί την Κωνσταντινούπολιν προς την άλωσιν και πάλιν ελαύνει την άλωσιν προς τον υπέρ εξαγοράσεως αγώνα.

Ο νόμος λοιπόν της αναμορφώσεως εισήχθη· η κοινωνία μεταπλάσσεται· ακατασχέτως ήδη το γένος ώρμησεν εις την πίστιν του μέλλοντος αιώνος.

Αλλά ποίον άρα το μέλλον αυτό; Τι ακριβώς υπέρ Ελλάδος η νέα χάρις επαγγέλλει; Τις ο τελικος του αρραβώνος σκοπός; Πώς δε η επαγγελία θέλει λάβει την εκτέλεσιν;

Ιδού ο νόμος. Θέλει μεταβληθή το Γένος εις Έθνος· θέλει τραπή η ασυνάρτητος ποικιλία εις ενότητα αδιαχώριστον, εις οικογένειαν ακαταπαύστως απαρτιζομένην εν ομοιομορφία και συμφυΐα εις έθνος, δια την αναζώωσιν των μελών, προβαίνον επί συντέλειαν και πολιτικήν ομόνοιαν. Προήγγειλεν η Ενσάρκωσις την αναγέννησιν νυν δε την αναγέννησιν αυτήν θέλει τελειουργήσει η του Τριαδικού τύπου στερεοποίησις. Το Βάπτισμα εξορκίζει την πολυμιξίαν, την πολυμορφίαν, τας διχονοίας, τα κόμματα, άπερ εισήγαγε προηγουμένως το πολυπρόσωπον της θεότητος. Νυν δε, κατά τον τύπον της ομοουσίου και αδιαχωρίστου Τριάδος, η Εθνική ποικιλία θέλει συνέλθει εις τρισυπόστατον ενότητα.

Η εκτέλεσις της επαγγελίας ταύτης πέφυκεν εν των κυριωτέρων μελετημάτων της Ιστοριονομικής επιστήμης. Η Ιστορονομία ανιχνεύει τους τρόπους, δι’ ων ο Τριαδικός της ενότητος τύπος εισέρχεται εν τη Ελληνική κοινωνία και βαθμηδόν ανάγει θρήσκευμα, γλώσσαν, ήθη, πατρίδα, θεσμούς, εις εντολήν αμέριστον, ενοειδή τε και ενωπιόν. «Όσαι γαρ επαγγελίαι Θεού εν αυτώ το ναι και εν αυτώ το αμήν».

Πώς εξετελέσθη το θαύμα; Συμπτύσσομεν την ιστορικήν θεωρίαν εις ολίγας λέξεις.


Ενώ την Ελληνικήν κοινωνίαν η νέα πίστις ανεκαίνιζε δια βαπτίσματος και διδαχής, η παλαιά της Ρώμης θρησκεία διήνυεν οδόν αμαρτίας, την πολιτείαν όλην εις τον εαυτής όλεθρον συνεπισύρουσα. Οι δεσμοί της οικογενείας κεχαλασμένοι· τα ήθη βεβυθισμένα εις άκραν χαυνότητα, ακολασίαν και αδράνειαν· η πάτριος λατρεία αποβάσα χαμερπείας εργαστήριον, όργανον αποθεώσεως τυράννων, κιναίδων, μοιχαλίδων. Ο Θρόνος έρμαιον γνναικωδών βουλευτών, ή βαρβάρων νεηλύδων, σπανίως δε βραβείον ανδρίας και συνέσεως. Στίφη βαρβάρων, εν τούτοις, την Αυτοκρατορίαν πολιορκούσι, και τα μέλη αυτής τήδε κακείσε κατακερματίζουσιν. Ενώ δέ ο κύκλος της επικρατείας συστέλλεται μάλλον επί μάλλον, και αυτή η έδρα των Καισάρων αντηχεί την ποδοκρουστίαν της προχωρούσης βαρβαρότητος, ο μεν λαός ζητεί άρτον και κιρκησίους αγώνας, ο δε Γαλλιανός αυτοκράτωρ, της κλίνης εγειρόμενος, ερωτά, τι αριστήσομεν αύριον;

Ανήρ τις δραστήριος αναβαίνει περί τοιαύτην ακμήν τον αιμοσταγή και φόνιον εκείνον θρόνον. Προνοήσας ούτος της αυτοκρατορίας τον κίνδυνον, συλλαμβάνει την ιδέαν του ανακαινίσαι αυτήν εκ θεμελίων. Επινοεί καινόν σύστημα κυβερνητικόν, πειράται να συγκεντρώση εις εαυτόν πάσαν ιεράν και κοσμικήν εξουσίαν, προσπαθεί να μεταρρυθμίση την οίκονομίαν εις το απλούστερον. Ο Διοκλητιανός επιχειρεί υπέρ Ρωμαίων, ό,τι σήμερον η Ευρώπη προσπαθεί, η φαίνεται προσπαθούσα υπέρ Τούρκων. Αλλά πώς ανθρώπου βουλή δύναται να υπερβή νόμονς ιστορικούς άνωθεν εψηφισμένους; Ήσαν τότε η πολυθεΐα και το κράτος της Ρώμης καταδεδικασμένοι εις θάνατον, καθώς τα νυν βαίνει προς τον τόπον της καταδίκης ο Μωαμεθανισμός. Πελώριον ήτο το σχέδιον αυτό, αλλά προσκόμματα επί προσκομμάτων ανεφύοντο καθ’ εκάστην. Ο Διοκλητιανός απολέγεται, απελπίζεται, και μετ’ ολίγον του θρόνου παραιτούμενος, αποθνήσει προαισθανόμενος της πολιτείας την καταστροφήν.

Ή αποτυχία του Διοκλητιανού φωτίζει τον διάδοχόν του. Ήγγιζεν, άλλως τε, η ώρα, καθ’ ην έμελλεν η Ελλάς να μεταβή εις νέαν φάσιν πολιτικήν, να εισέλθη εις το ωρισμένον στάδιον της ενοποιήσεως. Ακατόρθωτον κρίνας ο Κωνσταντίνος της ετοιμορρόπου ρωμαϊκής πολιτείας την επανόρθωσιν διά μέσου της πολυθεΐας, αποφασίζει και επικυροί το παράβολον σχέδιον του αποκεφαλίσαι την Ρώμην, του χωρίσαι τον αυτοκράτορα από της βασιλευούσης. Άδεται, ότι και ο Ιούλιος Καίσαρ είχε προηγουμένως συλλάβει τοιούτον τινά σκοπόν. Ο ανακαινισμός της πολιτείας είχε βέβαια χρείαν και θρησκεύματος καινοποιού· η δε μήτηρ του Κωνσταντίνου, το βάπτισμα παραλαβούσα, επί στόματος είχεν ελπίδας, ανάστασιν, αναμόρφωσιν. Τι λοιπόν πλέον; Η πίστις ην εζήτει, εφώλευεν υπό την στέγην του αυτήν. Ο καινοτόμος αυτοκράτωρ στρέφει το βλέμμα προς τον χριστιανισμόν, δηλαδή προς Ανατολήν· και αληθής τυχοδιώκτης εστεμμένος, την Ρώμην παραδίδων εις διάθεσιν της θεάς Τύχης της, απέρχεται εις την Ελλάδα, εις την πατρίδα του πριν μεν αγνώστου, νυν δε αποκεκαλυμμένου Θεού.

Ο Ελληνικός κόσμος ην τότε, ως είρηται, διηρημένος εις δύω στρατόπεδα. Οι μεν αρνούμενοι την Ενσάρκωσιν, έλεγον τον Χριστόν άνθρωπον ψιλόν, ότι ο Ιησούς ουδέποτ’ άλλως ωνόμασεν εαυτόν, ή Υιόν Ανθρώπου· οι δε ελάτρευον αυτόν ως Θεόν και επρέσβευον το τρισσόν της θεότητος. -Πότερον των δύω δογμάτων θέλει προτιμήσει ο την πάτριον πολυθεΐαν αποταχθείς αυτοκράτωρ, και εις ζήτησιν νέας πίστεως ελθών εις Βυζάντιον;

Τούτο, ή εκείνο προς αυτόν αδιάφορον. Εν μόνον απαραιτήτως θέλει, εν μόνον βούλεται, την ενότητα του δόγματος, διά την ενότητα της πολιτείας· αυτήν, χωρίς της οποίας δεν δύναται να εμπεδώση το πολιτικόν του οικοδόμημα. Ο Κωνσταντίνος όρον και τούτοις και εκείνοις τίθησι την ομοφροσύνην των νέων υπηκόων, την αδιάρρηκτον στερεότητα του εδάφους, εφ’ ου προυτίθετο να στήση τον θρόνον του. Αν δε ο Χριστός ην Θεός ή άνθρωπος, τι εντεύθεν; Πίστιν ήθελεν μόνον, Religionem ad religationem, τα δε καθέκαστα μεταξύ των οι θεολόγοι διασαφήσωσιν.

Ασύνετος η γνώμη του Κωνσταντίνου· διότι, πως χωρίς Τριάδος, την μονοθεΐαν του ιστορικού κόσμου διακρινούσης από της μονοθεΐας της Παλαιάς Διαθήκης, πώς χωρίς τρισυποστάτου θεαρχίας εκροτείτο σύστημα πολιτικόν άμα και θρησκευτικόν, ιστορικόν ενταυτώ και ιερόν; Χωρίς δε τινος υπερανθρώπου συγχρόνως και ιστορικού θρησκεύματος αντικατασταθησομένου εις το κενόν της μυθοθρησκείας, επί τίνων θεμελίων ήθελε βασίσει τον θρόνον του;

Ο Ισαπόστολος κληθείς Κωνσταντίνος παραδίδει την έκβασιν του σκοπού του εις διαλεκτικήν θεολόγων συζήτησιν. Πράξις άβουλος, την Ευρώπην όλην διακυβεύσασα εις τινας ολίγας συνεδριάσεις ιερέων.

Η πρώτη των Οικουμενικών συνόδων συγκαλείται. Τρεις δε ιδέαι παρουσιάζονται εις την Σύνοδον αυτήν, την κυριαρχίαν του κόσμον διαφιλονεικούσαι. Προβαίνει μεν εις το πρόσωπον του Αρείου ο Ιουδαϊκοελληνικός λόγος της Αλεξανδρείας, ο λόγος ο ανυπόβλητος τη του καθολικού λόγου εξουσία. Προέρχεται δε εις απόκρουσιν αυτού ο Αθανάσιος, αντιπρόσωπος του καινού Ελληνισμού, νομοθέτης πίστεως και πνευματικής ενότητος, διδάσκαλος ανακοσμοποιήσεως κοινωνικής συνάμα και εθνικής. Εν δε τω μέσω των ανταγωνιστών αμφιπτερυγίζει ο έκδημος Ρωμαϊκός αετός. Ο Άρειος υπέρμαχος του παρελθόντος, ο Κωνσταντίνος διατάκτης του παρόντος· ο Αθανάσιος δογματοθέτης του μέλλοντος, τουτέστι λόγος ιστορικός, λόγος πολιτικός, λόγος πνευματικός, ιδού αι τρεις ιδέαι αίτινες συνέρχονται εις την εγκαίνισιν του Ελληνικού μεσαιώνος, εις την συγκρότησιν της Οικουμενικής εκείνης σννελεύσεως.

Ενίκησεν η ευγλωττία του Αθανασίου, ή υπερίσχυσεν η πίστις του χύδην όχλου, αποφανθείσα τη ψήφω 318 Πατέρων; Πιθανώτερον το δεύτερον. Μετ’ ολίγον και Β’. Σύνοδος συναθροίζεται. Αλλά και τοι Οικουμενική ωσαύτως, οικουμενικά δεν αποβαίνουσι ταύτης τ’ αποτελέσματα, ως τα της προηγουμένης. Το ιθαγενές στοιχείον υπερκρατεί. Η επί Θεοδοσίου Σύνοδος δεν συνέρχεται εν Νικαία, καθώς η επί Κωνσταντίνου, αλλά συνεδριάζει εν αυτή τη βασιλενούση· σύγκειται δε υπό πατέρων Ελλήνων καθ’ ολοκληρίαν, μηδενός ελθόντος από της Δύσεως· σύμπτωμα τρανόν ελληνικής ζωτικότητος. Το Σύμβολον της Β’ ταύτης σαφηνίζει, διατυποί, δογματοποεί την μεταξύ Ενανθρωπήσεως και Πανελληνίον συναφθείσαν συνθήκην· γίνεται κέντρον θεόπηκτον, περί το οποίον και Μεσαιών και Αναγέννησις θέλουσι στραφή μέχρι τελεσφορίας· κρίκος συνείρων την Ελλάδα του Πλάτωνος προς την του Παύλου, την του Χρυσοστόμου και την της εν Επιδαύρω Συνελεύσεως. Ό,τι δε θέλει ενεργήσει ο Παπισμός υπέρ της Νεολατινικής αναμορφώσεως, τούτ’ αυτό θέλει κατορθώσει η Β’. Σύνοδος υπέρ της χριστιανικής Ελλάδος. Χαράσσει τας πρώτας της Αναγεννήσεως γραμμάς· προετοιμάζει τας αναγκαίας Ανατολής και Δύσεως διακρίσεις, παρασκευάζει το αυθυπόστατον και ιδιοπρόσωπον της ενότητος. Τις αγνοεί, ότι το Σύμβολον αυτό διέστηκε τον νεώτερον Ελληνισμόν από της Δυτικής πολιτείας όσον απέχουσιν Ανατολαί από Δυσμών;

Έτερον αξιοσπούδαστον· ο Όρος της Α’ . Συνόδου διχοτομεί τον Ρωμαϊσμόν εις πρεσβύτερον και νεώτερον, καθώς το της Ενσαρκώσεως δόγμα διείλε προηγουμένως τον Ελληνισμόν εις παλαιόν και καινόν. Τόπος δε συνοχής των ανακαινισθέντων δύω τούτων ημικοσμίων της πολυθεΐας τίθεται το Βυζάντιον, η μεσαιτάτη των Δωριέων πόλις, ήν μασχάλην Ελλά δος εκάλεσαν oι παλαιοί. Εντεύθεν, κατά λόγον ιστοριονομικόν, Νέα Ρώμη δηλοί Νέας Αθήνας, σημαίνει εστίαν Πανελληνίου χριστιανικού και γαρ Ελληνικός ο πληθυσμός. Το Ευαγγέλιον μετέβαλε τους Έλληνας εις Χριστιανούς, νυν δε το Πιστεύω μετονομάζει αυτούς Νεορωμαίους, ή απλούστερον Ρωμαίου· φάσις ονοματική δευτέρα, σημειούσα την μετάστασιν του μεσαιώνος εις κύκλον ενεργείας ειδικώτερον, και υπό την ψευδωνυμίαν εθνικώτερον, επειδή Ρώμη επί του παρόντος ουδέν άλλο εκφράζει, ή την σύμπηξιν των Ελληνικών λαών εις μοναρχικήν πολιτείαν μίαν και αδιαχώριστον. Tο ιθαγενές στοιχείον άλλως τε, δεν βραδύνει και πασίδηλον να καταστήση την κυριαρχίαν του επί της πολιτείας αυτής. Λέων ο Θράξ καλείται Μέγας . Διατί; Άρα δια την μεγαλοφυΐαν του; Αλλ’ όσα οι χρονογράφοι διηγούνται δεν δικαιολογούσι το επίθετον. Tο εξηγούμεν ημεί· ο Λέων ούτος πρώτιστος των αυτοκρατόρων Έλλην το γένος και το δόγμα, αθετεί την περί βασιλείας ρωμαϊκήν του Κωνσταντίνου παράδοσιν, και πολίτευμα εγκαινίζων ιθαγενές, δέχεται τα μεν σκήπτρα παρά της εγχωρίου Συγκλήτου, το δε στέμμα εκ χειρών του αρχηγού της Ελληνικής Εκκλησίας (457 μ.Χ.). Δι’ αυτού, η Α’. Σύνοδος καθυποτάσσει την Νέαν Ρώμην υπό την εξουσίαν της, πριν ή συμπληρωθή μία και ημίσεια εκατονταετηρίς.

Εντοσούτω παγιωθείσης υπό της Β’ . Συνόδου της πνευματικής εξουσίας, άρχεται ο πόλεμος ο υπέρ ενότητος. Ο Άρειος απήλθεν, αλλ’ η Αίρεσις απομένει. Ο ατομικός λόγος των σοφιστών και φιλοσόφων μετεμψυχούμενος εις τους Απολλιναρίους, τους Μακεδονίους, τους Ευτυχίους, τους Πελαγίους, και ετέρους θεολόγους του αυτού φυράματος, μη παραδεχομένους την αρχήν της ομοπιστίας, κινεί μάχην πεισματώδη κατά του Δόγματος. Μάχην δ’ ωσαύτως κινεί και η μοναρχία, και τοι διά Κωνσταντίνου συντεθείσα τη Εκκλησία. Αν γαρ ούτος ωμολόγησε την Σύνοδον, όμως ο υιός του Κωνστάντιος νοσεί τα του Αρείου. Και ο μεν Ιουλιανός καταδιώκει τους Γαλιλαίους (Χριστιανούς), ο δε Ουάλης αποστρέφεται τους ορθοδόξους· αιρετικός δε ο Αναστάσιος, και αιρετικοί επίσης , έτεροι βασιλεις. Διό το Σύμβολον διάκειται απ’ αρχής εκτεθειμένον εις την διττήν αντενέργειαν της μοναρχίας και του ασυνθέτου Ελληνισμού.

Διαρκεί η ασυμφωνία επί 500 περίπου ενιαυτούς, απο Κωνσταντίνου του Χλωρού μέχρι Βασιλείου του Μακεδόνος· περίοδος οργασμού, ταραχής, δημωδών στάσεων, καθ’ ην η πολιτεία ουκέτι εδραίως επί των θεμελίων της βεβασισμένη, αμφοτερίζει νυν μεν προς την πνευματικήν διχόνοιαν, νυν δε προς τον βασιλικόν δεσποτισμόν. Βέβαια, η ασυμφωνία δεν κωλύει την βαθμιαίαν του στέμματος εξελλήνισιν, επειδή, είτε αρειανός, ή μονοφυσίτης, ή μονοθελήτης ο αυτοκράτωρ η είτε τουναντίον ενωτικός και ορθόδοξος, πάντοτε σύμβουλον έχει και χειραγωγόν αφ’ εκατέρων τον Ελληνισμόν. Όθεν, βλέπομεν απ’ αρχής τον μεν Ιουλιανόν (361-363 μ.Χ.) ελληνιστί φιλοσοφούντα και συγγράφοντα, τον δε Θεοδόσιον νυμφευόμενον εις ποιήτριαν Αθηναίαν (383-408) τον δε Ζήνωνα εκδίδοντα ελληνιστί το Ενωτικόν αυτού (474-491), τον δε Μαυρίκιον και αυτόν ελληνιστί συντάσσοντα το περί Πολεμικής Τέχνης βιβλίον του. Αλλ’ η εξελλήνισις αύτη των ανακτόρων λυσιτελής δεν αποβαίνει, πριν ή τεθή η Αίρεσις υπό πόδας της Συνοδικής αυθεντίας, και πάντες ομοθυμαδόν, άρχοντές τε και σοφοί, ομολογήσωσι την ανάγκην της ομοδογματίας. Τότε μόνον, καταπαυθέντων των εμφυλίων διαπληκτισμών, Ιστορία, Βασιλεία τε και Θρησκεία, δηλαδή παρελθόν, παρόν, και μέλλον της Ελληνικής πολιτείας, συμφώνως συνεργαζόμενα, θέλουσι στερεώσει τον εθνισμόν του υπηκόου.

Τι δε το προκαλούν, τι το προβιβάζον των ζωτικών τούτων οργάνων την συνοικονόμησιν; Αφορμαί συνήθως εξωτερικαί· μάλιστα πάντων η βαρβαρότης, υπό πρόσχημα διττόν εκστρατεύουσα κατά Κωνσταντινουπόλεως. Η ειδωλολατρεία των Περσών, και η μονοθεΐα των Αράβων εξ Ασίας ορμώμενοι αμφότεραι, επαπειλούσιν ου μόνον την επικράτειαν, αλλά και την Εκκλησίαν αυτήν, αλλά και πάσαν έτι παιδείαν και προγονικήν παράδοσιν. Όμως, η τριπλή του Χοσρόου και των Καλίφων προσβολή παράγει κατ’ ολίγον την τριπλήν των Βυζαντινών αρχών συμμαχίαν. Διά τούτο, εκάστη των τεσσάρων μεγάλων πολιορκιών, αίτινες στενούσιν εντός μιας εκατονταετηρίδος την Κωνσταντινούπολιν, ωθεί και κοινωνίαν και πολιτείαν εις τα πρόσω, προξενεί σύμπνοιαν εθνοσωτήριον, επάγει αρμονίαν παιδείας, θρησκεύματος, και θεσμών πολιτικών.

Συμβάλλει δε κατά δεύτερον λόγον εις την συνοικονόμησιν, και συμπληροί την εσωτερικήν αρμονίαν η πολυτάραχος εκείνη Είκονομαχία, εφεύρημα σύγχρονον του λεγομένου Γραικικού πυρός, όρμημα φιλοπατρίας, εν προόψει των Αραβικών τριήρεων αναπτερωθέν. Η Εικονομαχία σημειοί την είσοδον της Αιρέσεως εις στάδιον πάντως διάφορον του προτέρου. Διότι, αν ο Μονοθελητισμός, τελευταία του δόγματος προσβολή, εφιλονείκησε της Τριάδος την θεολογίαν, αλλά το αδέσποτον τούτο φρόνημα της εποχής των Ισαύρων, η Εικονομαχία, τας εξ προηγουμένας Συνόδους ομολογούσα, δεν προσβάλλει ειμή εκκλησιαστικάς τινας παραδόσεις, και περιορίζεται εις μόνην της λατρείας την μεταρρύθμισιν. Βέβαιον τουλάχιστον, ότι αύτη κλείει οριστικώς την περίοδον της Αιρέσεως και παρασκευάζει τον θρίαμβον της πνευματικής ενότητος. Από Ζ’, Οικουμενικής Συνόδου και εφεξής, ο σύλλογος των πεπαιδευμένων, αποτασσόμενος τω πειρασμώ του λόγου του ατομικού, συντάσσεται τω εθνικώ λόγω της ομοδογματίας, θεραπεύων δε την επιστήμην και την γλώσσαν, αποτελεί το πρώτον και κεφαλαιότατον στοιχείον της Αναγεννήσεως.

Ουχ ήττον δε σπουδαία τ’ αποτελέσματα, όσα πλαγίως και οιονεί δι’ αντικοπής μεταλλάττουσι τα βυζαντινά εν τω υποκειμένω χρόνω. Η Εικονομαχία, ήτις ανάστατον εφ’ εκατόν περίπου και πεντήκοντα ενιαυτούς ποιεί την Ανατολήν, συνεπιφέρει και κατά Δύσιν τας βαρυτέρας συνεπείας. Το ψήφισμα κατά των εικόνων διεγείρει την φιλαρχίαν των Παπών, οίτινες ολίγον κατ’ ολίγον αποσυρόμενοι της προς τους αυτοκράτορας υποταγής, και δολίως εις την προστασίαν των Φράγκων ηγεμόνων προσφεύγοντες, υπεξαιρούσι την μέσην Ιταλίαν του ζυγού, και αυτοσχεδιάζουσι τον Παπισμόν, το γονιμώτερον των ιδρυμάτων του Ευρωπαϊκού μεσαιώνος. Χάριν δε τούτων, ο θρόνος του Αυγουστύλου μετ’ ου πολύ επανορθούται, και νέα τις αυτοκρατορία Ρωμαϊκή αντιπαρατάσσεται τη Βυζαντινή την στιγμήν αυτήν, ότε η συμμάχησις του Κλήρου και των Συγκλητικών αναγκάζει την Βασίλισσαν Ειρήνην να καταργήση την Εικονομαχίαν, εισάγει δε τους εμπειροτέρους των λαϊκών εις τα υπέρτατα της Ελληνικής Εκκλησίας αξιώματα. Το πρώτον έτος της Θ’. εκατονταετηρίδος ευρίσκει και Ανατολήν και Δύσιν μεταμεμορφωμένας παντάπασι. Τρεις θρόνοι, ο της Κωνσταντινουπόλεως, ο της Ρώμης, και ο του Ακουϊσγράνου αντιποιούνται την Ρωμαϊκήν τιμήν αν και οι τρεις γεννήματα όντες των προσφάτων επαναστάσεων, ουδέν έχωσιν εν εαυτοίς γνήσιον Ρωμαϊκόν. Εν τούτοις, ο χωρισμός της υποκειμένης Ιταλίας, η κοσμική εξουσία των Παπών και η επανόρθωσις της Λατινικής αυτοκρατορίας απολείπουσι μεμονωμένην την μοναρχίαν της Κωνσταντινουπόλεως. Ως δ’ εκ τούτου, η Ελλάς αποκαλύπτεται τοις δυτικοίς λαοίς οία πραγματικώς ήν, ιδιόμορφος, αυθυπόστατος, ιδιότροπος υπό Γραικικήν ονομασίαν, πολιτεία μη τηρούσα την Ρωμαϊκήν προσηγορίαν, ή μόνον ένεκα φιλοπρωτίας και ματαίας επιδείξεως.

Τέλος πάντων, τας διχονοίας κορυφοί, τας αμοιβαίας αντιζηλίας εξάπτει, και τον σωτήριον χωρισμόν Ανατολής και Δύσεως συμπληροί το πολυθρύλλητον ζήτημα περί Πνεύματος Εκπορεύσεως, αυτό εις τας περιπετείας του οποίου εξαιρέτως οφείλει το γένος ημών την πολιτικήν ιδιοπροσωπίαν του, άρα και την ανέγερσίν του. Και γαρ ουδέν εν τω κόσμω συναποτελεί τοσούτον ενεργώς εις την εδραίωσιν της Νεοελληνικής εθνότητος, όσον η κατά συνέπειαν της Εικονομαχίας και του Παπισμού παρά Δυτικών τινων ιερέων επινοηθείσα προσθήκη τεσσάρων συλλαβών εις το Σύμβολον της Πίστεως.

Πάνσοφε Κύριε, διά τίνων μέσων ευτελών το φαινόμενον σώζεις από δεινών τους λαούς εν οις ηυδόκησας! Τι συνιστά το Σύμβολον τής Α’. καί Β’. Οικουμενικής Συνόδου; Συμβολή τις νοημάτων ακαταλήπτων. Και όμως, αυτό τούτο το μυστηριώδες σύνθημα εξώρκισεν επί 1500 ενιαυτούς παν πνεύμα διαιρέσεως, απωλείας, εκβαρβαρώσεως, υπέταξεν εις τους πόδας αυτού πάσαν δύναμιν ολεθρίαν. Τι γαρ άλλο, ή το Πιστεύω, συνέκοψε την πολυκέφαλον Ύδραν της Αιρέσεως, αυτήν, ήτις την πνευματικήν άμα και την εθνικήν του γένους ημών συμφωνίαν ήγαγε πολλάκις επί ξηρού ακμής; Τί άλλο, ή το Πιστεύω, υπέβαλε βαθμηδόν τη ηγεμονία του Ελληνισμού το άκαμπτον και ακαταμάχητον εκείνο Θέλω των Ρωμαίων; Oι στρατοί των Ούννων, των Ρώσσων, των Βουλγάρων, oι στόλοι των Περσών και των Σαρακηνών διεκόπησαν υπ’ αυτού, ως διακόπτεται ύδατα. Αυτό δε το Σύμβολον διεμόρφωσεν επί Φωτίου και Κηρουλαρίου το Νεοελληνικόν Εγώ. Αυτό υπέσκαψε την Σταυροφορικήν κατάκτησιν, διέλυσε σχέδια Λατινεπισκόπων θανάσιμα εις χρόνους ότε άλλην δεν είχον oι πατέρες μας ιεράν άγκυραν, πλην της μισαλλοδοξίας της εκ του Σχίσματος, και της αφοσιώσεως εις τας πατρίους παραδόσεις. Δι’ αυτού κατεβλήθη ο αλλοφυλισμός, ώστε όσοι βάρβαροι παρ’ ημίν κατεστάθησαν, εκόντες άκοντες συνεζεύχθησαν τω δίφρω της ημετέρας ιστορίας. Αυτό περιέσωσεν εν Φλωρεντία την κατάδικον και επιθάνατον Αναγέννησιν διά του φερωνύμου Ευγενικού. Αυτό ηνάγκασε τον Μωάμεθ να παραχωρήση προνόμιά τινα τοις δεδουλωμένοις, ενώ συγχρόνως ώπλιζε την δεξιάν του Καστριώτου τη ρομφαία της διαμαρτυρήσεως. Και επί πάσι τούτοις, τι άλλο, ή το Πιστεύω, περιεθωράκισε την ορφανήν φυλήν απέναντι του Τουρκικου προσηλυτισμου, και ώ του θαύματος! από της εξωλεστέρας των Ευρωπαϊκών κατακτήσεων σώους διεφύλαξε και αβλαβείς τους όρους της επαγγελίας…; Μή μακρολογώμεν· η ιστορία του Πιστεύω είναι η αυτή της ημετέρας εξαγοράσεως. Χωρίς μεν αυτού, ηθέλομεν είσθαι προ πολλού συγκεχυμένοι εις λαούς βαρβάρους και δυσγενείς, καθώς νάματα ρύακος μικρού εις ρεύματα ποταμών μεγάλων εισβάλλοντα, συγκιρνώνται και χάνονται. Δι’ αυτού δε, κύρος και σφραγίς Θεότητος εντετύπωται τη παρελθούση και τη μελλούση ημών πολιτεία τύπος ζώντος Θεού σφραγίς αποστολής και σωτηρίας ανεξαλείπτως ενεχαράχθησαν επί του βίου μας.

Βίος πλανήτου, πολυπαθούς Οδυσσέως, όστις υφ’ ενός και μόνου πόθου καταφλεγόμενος, του πόθου της πατρίδος, αλήτης περιέρχεται χώρας αγνώστους, πελάγη αδιαπόρευτα, νυν μεν ως άναξ, είτα δ’ ως επαίτης, άλλοτε δ’ άλλως, όμως υφ’ οιονδήποτε σχήμα διά στόματος έχων απανταχού την λύπην της ξενιτείας, την του νόστου νόστιμον επιπόθησιν! Δολερά θέλγητρα Κίρκης, απατηλαί Σειρήνων μελωδίαι, έρωτες Καλυψούς δεν ελαττούσιν εις την καρδίαν του της παλινοστήσεως την επιθυμίαν. Εις επαναμνήσεις οικιακάς εμπεριφραττόμενος, και την Ιθάκην του αναπεμπάζων νυχθημερόν, δέχεται μεν καθ’ οδόν περιποιήσεις και φιλοδωρήματα, όμως ανά πάσαν επίβουλον πρότασιν φράσσει τα ώτα κηρώ. Κίκονες βάρβαροι φονεύουσι τους συντρόφους του· Κύκλωπες παμφάγοι τον αιχμαλωτίζουσι· Λαιστρυγόνες τον καταδιώκουσιν· οργή Ποσειδώνος εγείρει κατά του ευτελούς του πλοίου την λύσσαν ανέμων και κυμάτων. Αλλ’ ενώ oι περί αυτόν, υπό τερατευμάτων δελεαζόμενοι, εις κτήνη μεταμορφούνται, ούτος, αγχινούστερος των άλλων ων, απαλλάσσεται του τρομερού Πολυφήμου, το ίδιον όνομα απογινώσκων, και το ψευδώνυμον Ούτις παραδεχόμενος. Τελευταίον, μετά πολυχρόνιον απουσίαν και παντοίας κακουχίας, εις τας όχθας της φίλης γης αποβιβάζεται, γνους εξ ιδίας πείρας πόλεις και ανθρώπων ήθη, και εκ των παθημάτων μαθήματα λαβών. Ο δε ακλόνητος τη πατριωτική καρτερία σώας εις τους κόλπους των οικείων ανευρίσκει την πίστιν και την αφοσίωσιν. Πιστός γαρ ο Εύμαιος, πιστός ο Άργος, πιστοί και άλοχος, και τέκνον, καί θεράποντες. Μνηστήρες πολλοί την σεμνήν Πηνελόπην περικυκλώσαντες, επωφθάλμισαν τη δεξιά της χήρας. Αλλ’ ιδού, ο άγνωστος πλάνος παλινώστησεν· ο ψευδώνυμος Ούτις ανέλαβεν ήδη την πάτριον ονομασίαν, την ένδοξον επίκλησίν του, εν δε τη παρουσία του νομίμου βασιλέως τε και συζύγου θρηνούσιν oι μνηστήρες την μακράν και ματαίαν αλληλομαχίαν των!

Αρκούσι τα βραχέα ταύτα εις προθεωρίαν των επομένων. Το δε μόνον επειράθημεν πρόδηλον συντόμως να καταστήσωμεν· ότι της Νεοελληνικής εθνότητος αι πηγαί υποβλύζουσιν υπόγειοι και αδιόρατοι εξ αυτής της Θείας Ενανθρωπήσεως· αναπηδώσιν εις την επιφάνειαν της γης επί Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου· ζητούσι τον ευθύτερον και συμφορώτερον δρόμον από Λέοντος του Θρακός άχρι Λέοντος του Ισαύρου, και δεν ορμώσιν ακατάσχετοι πλέον, ή εις τας ημέρας Βασιλείου του Μακεδόνος και των διαδόχων του, ιθυτενώς έκτοτε προς την σύγχρονον παλιγγενεσίαν μας ευθυπορούσαι.


Δες και



Πηγή:https://cognoscoteam.gr/archives/17989

Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.