Τάσος Λειβαδίτης — Περιπλανήσεις (I)
«Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να/ζήσω.»
Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να
ζήσω.
ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το 'χα μάθει από παιδί
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο
αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιούς που όλη
τη μέρα χαρίζουν τ' όνειρο στα παιδιά
τη μέρα χαρίζουν τ' όνειρο στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους
αγγέλους —
ο άλλος αδελφός μου πέθανε στο γηροκομείο κι όταν πήγαινα να
τον δω, μου ζητούσε λίγα χρήματα τόσο παρακλητικά
που ο θάλαμος ευωδίαζε Χριστούγεννα.
αγγέλους —
ο άλλος αδελφός μου πέθανε στο γηροκομείο κι όταν πήγαινα να
τον δω, μου ζητούσε λίγα χρήματα τόσο παρακλητικά
που ο θάλαμος ευωδίαζε Χριστούγεννα.
Και συχνά διέσχιζα έναν
επικίνδυνο δρόμο για να προλάβω ένα φάντασμα
ή τις νύχτες έψαχνα απεγνωσμένα μέσα στο παρελθόν μήπως και
βρω μια λεπτομέρεια
που να με δικαιώνει.
επικίνδυνο δρόμο για να προλάβω ένα φάντασμα
ή τις νύχτες έψαχνα απεγνωσμένα μέσα στο παρελθόν μήπως και
βρω μια λεπτομέρεια
που να με δικαιώνει.
Άλλα εκείνο που μ' έκανε ν' απορώ είναι
που υστέρα από μια ολόκληρη εξέγερση εγώ είχα ακόμα το
κεφάλι πάνω στους ώμους μου.
Κι ίσως αυτό να 'γινε γιατί πάντα ένας κήπος απλωνόταν γύρω μου
χωρίς κανείς να τον βλέπει.
Και κάθε φορά που ξυπνάω δυσκολεύομαι να ξαναβρώ την
ηλικία μου
ανεμίζει στο παράθυρο η κουρτίνα σα ν' αποχαιρετάει κάποιον που
μόλις έφυγε —
ώ νεότητα!
Συνήθως κάθομαι στη σάλα κοιτάζοντας τον τοίχο «Όμως αν το
δεις, θα χαθείς», μου 'λεγε η μητέρα κι έκλαιγε
«κι όμως, μητέρα — μόνο αν χαθώ θα το δω», και τότε ένιωθα
πως είχα έρθει από πολύ μακριά και πήγαινα ακόμα μακρύτερα
κι ο αέρας μύριζε απαλά σα να 'χαμε συγχωρεθεί για όλα
ή άλλοτε περπατώντας τη νύχτα ολομόναχος άκουσα ένα πιάνο
να παίζει
κι οι θλιμμένες νότες του ήταν σα να 'ρχονταν. απ’ το βάθος ενός
ονείρου
ή μιας άλλης ζωής
που πήγαινα; τι γύρευα; Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ;
Αλλά τι σημασία έχει;
αφού μόνο το ανεξήγητο είναι που δίνει κάποτε στα λόγια μας τη
μαγεία ενός χαμένου δειλινού,
ώρες νοσταλγίας, που μας κάνετε να ζήσουμε τρεις ζωές σ' ένα
μοναχικό απόγευμα
και συχνά στο διάδρομο συνάντησα πρόσωπα άγνωστα όπως όταν
έχεις χάσει το δρόμο
ή μας συμβαίνουν γεγονότα που μας φαίνονται τόσο γνώριμα,
πότε τα ξαναζήσαμε; που;
που υστέρα από μια ολόκληρη εξέγερση εγώ είχα ακόμα το
κεφάλι πάνω στους ώμους μου.
Κι ίσως αυτό να 'γινε γιατί πάντα ένας κήπος απλωνόταν γύρω μου
χωρίς κανείς να τον βλέπει.
Και κάθε φορά που ξυπνάω δυσκολεύομαι να ξαναβρώ την
ηλικία μου
ανεμίζει στο παράθυρο η κουρτίνα σα ν' αποχαιρετάει κάποιον που
μόλις έφυγε —
ώ νεότητα!
Συνήθως κάθομαι στη σάλα κοιτάζοντας τον τοίχο «Όμως αν το
δεις, θα χαθείς», μου 'λεγε η μητέρα κι έκλαιγε
«κι όμως, μητέρα — μόνο αν χαθώ θα το δω», και τότε ένιωθα
πως είχα έρθει από πολύ μακριά και πήγαινα ακόμα μακρύτερα
κι ο αέρας μύριζε απαλά σα να 'χαμε συγχωρεθεί για όλα
ή άλλοτε περπατώντας τη νύχτα ολομόναχος άκουσα ένα πιάνο
να παίζει
κι οι θλιμμένες νότες του ήταν σα να 'ρχονταν. απ’ το βάθος ενός
ονείρου
ή μιας άλλης ζωής
που πήγαινα; τι γύρευα; Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ;
Αλλά τι σημασία έχει;
αφού μόνο το ανεξήγητο είναι που δίνει κάποτε στα λόγια μας τη
μαγεία ενός χαμένου δειλινού,
ώρες νοσταλγίας, που μας κάνετε να ζήσουμε τρεις ζωές σ' ένα
μοναχικό απόγευμα
και συχνά στο διάδρομο συνάντησα πρόσωπα άγνωστα όπως όταν
έχεις χάσει το δρόμο
ή μας συμβαίνουν γεγονότα που μας φαίνονται τόσο γνώριμα,
πότε τα ξαναζήσαμε; που;
Ίσως γι' αυτό κλαίω σε ώρες ακατάλληλες.
Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν εσύ
αφήνεις έξω από την πόρτα μας
ένα μικρό γιασεμί.
Από τη συλλογή
ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ
1987
ΠΗΓΗ-Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.