Σημ. του μεταφραστή [Μανώλη Γ. Βαρδή Βαρδή]: Η παρακάτω ανάλυση μπορεί να διαβαστεί από τον φιλόπονο αναγνώστη σε αντίστιξη με το άρθρο “H προσάρτηση της Κριμαίας και η ισορροπία δυνάμεων στο διεθνές δίκαιο”. Τα επιχειρήματα της γεωπολιτικής των σφαιρών επιρροής στο άρθρο αυτό όπως παρουσιάζονται για την πλευρά της Ρωσίας, ανήκουν σε μία για τον συγγραφέα του παρόντος άρθρου παρωχημένη εποχή, η οποία δεν μπορεί να καλύψει την πολυπλοκότητα των περιφερειακών συγκρούσεων ή συνεργασιών. Δεν είμαστε στον 19ο αιώνα. Η Ουκρανία είναι μία «γκρίζα ζώνη», άτυχη ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενα περιφερειακά σχέδια επέκτασης και ισχύος. Το χειρότερο είναι ότι η υπονόμευση της κρατικής ισχύος και ενότητας από τη λογική της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης της Ε.Ε. έκανε σε αυτή την ατυχή θέση και συγκυρία να επιστρέψουν οι συγκρούσεις σε υπο-κρατικό και κοινωνικό επίπεδο. Η γεωπολιτική επέστρεψε ως «νέος Μεσαίωνας», αδύνατης κρατικής ισχύος, διότι ακόμα και ο Ζελίνσκι είναι- εμφανίζεται ως «πρόσωπο» (αλήθεια, που είναι τα άλλα κόμματα της πολιτικής ζωής της Ουκρανίας, αλλά αντίστοιχα και της Ρωσίας;) δεν είναι κρατικός θεσμός. Ας το αναλογιστούμε μήπως ο νεοφιλελευθερισμός της οικουμενικής «ειρήνης» μας εισάγει στην αγριότητα της κατάστασης πριν από τα έθνη- κράτη.
Η έννοια των «σφαιρών επιρροής» έχει τις ρίζες της στην κρατική πολιτική εξουσίας του 19ου αιώνα. Ωστόσο, δεν υπάρχει λόγος να πάμε τόσο πολύ πίσω για να βρούμε την τελευταία φορά που μια μεγάλη δύναμη κατηγορήθηκε ότι επέκτεινε την κυριαρχία της με αυτόν τον τρόπο. Ο πρώην Γ.Γ. του ΝΑΤΟ έχει απαξιώσει δύο φορές την επιθυμία της Ρωσίας να δημιουργήσει μια «ζώνη επιρροής» για να σταματήσει τους γείτονές της να δημιουργούν δεσμούς με την Ε.Ε. και τον δικό της οργανισμό: ήταν μία κριτική που άσκησε για πρώτη φορά κατά της Ρωσίας το 2008, την εποχή του πολέμου στη Γεωργία.
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Barack Obama και ο αντιπρόεδρός του, Joe Biden, συμπλήρωσαν αυτή τη δυτική κριτική προς τη Ρωσία. Σχολιάζοντας τις σχέσεις της Ρωσίας με την Ουκρανία, τον Ιούνιο του 2014, ο Barack Obama είπε: «Οι μέρες της αυτοκρατορίας και των σφαιρών επιρροής έχουν τελειώσει..Δεν πρέπει να επιτραπεί στα μεγαλύτερα έθνη να εκφοβίζουν τα μικρά». Ένα χρόνο αργότερα, ο Joe Biden κάλεσε τη Ρωσία να εγκαταλείψει την «επιθετικότητα» στη σφαίρα επιρροής της εξωτερικής της πολιτικής και να εισέλθει «στον κόσμο των υπεύθυνων εθνών», όπως και οι ΗΠΑ.
Αυτές οι κατηγορίες για τις κυνικές πολιτικές εξουσίας ήταν σε μεγάλο βαθμό, μολονότι όχι αποκλειστικά, μονόδρομος. Από την πλευρά της, η Ρωσία έχει αντιταχθεί στις ΗΠΑ και την Ε.Ε. στην παρέμβαση τους στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών στον μετασοβιετικό χώρο. Η Ε.Ε. συγκεκριμένα έχει κατηγορηθεί ότι χρησιμοποιεί την «Ανατολική Εταιρική της Σχέση» (EaP) και πριν από αυτήν την «Πολιτική Γειτονίας» για να ενώσει πολίτες σε κράτη κοντά στα σύνορα της Ρωσίας ενάντια στο Κρεμλίνο. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Sergey Lavrov, το έθεσε ξεκάθαρα το 2014. Η Ε.Ε. ήταν η δύναμη που ενεργούσε ανεύθυνα στην Ουκρανία, όχι η Ρωσία: «Συμφωνώ πλήρως με [τον Γερμανό συνάδελφό μου] ότι δεν πρέπει να υπάρχουν σφαίρες επιρροής. Αλλά σύροντας την Ουκρανία στη μία πλευρά, λέγοντάς της ότι πρέπει να επιλέξει είτε αυτό ή το άλλο, είτε με την Ε.Ε. είτε με τη Ρωσία, είναι στην πραγματικότητα η προσπάθεια να δημιουργηθεί μία τέτοια σφαίρα επιρροής. Αυτό είναι προφανές..»
Την ώρα που οι ηγέτες της Ρωσίας και των Δυτικών δυνάμεων θέλουν εξίσου να παρουσιάζονται ως αντίπαλοι των αυτοκρατορικών βλέψεων και ότι υπερασπίζουν τους ευάλωτους πληθυσμούς από τα αυτοκρατορικά σχέδια, οι «σφαίρες επιρροής» έχουν φτάσει να συμβολίζουν το χειρότερο είδος γεωπολιτικής. Αντιπροσωπεύουν έναν επεκτατικό τρόπο εξωτερικής πολιτικής που είναι ταυτόχρονα αρχαϊκός και ασυμβίβαστος με τα ιδανικά της σύγχρονης διεθνούς τάξης. Παρά ταύτα, υπάρχει ευρεία σύγχυση στον όρο. Πριν από περίπου 150 χρόνια, οι σφαίρες επιρροής ήταν αναπόσπαστο μέρος μιας συντηρητικής γεωστρατηγικής που αποσκοπούσε στην πρόληψη του πολέμου στα εδάφη μεταξύ των αυτοκρατορικών κρατών. Η «ουδέτερη ζώνη» (buffer zone) ήταν το χαρακτηριστικό μοτίβο εδάφους. Η μεγάλη στρατηγική ιδέα ήταν τότε να κρατά τις μεγάλες δυνάμεις σε απόσταση ασφαλείας η μία για την άλλη. Οι σφαίρες επιρροής, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, χαρακτηρίστηκαν από μια συλλογική επιθυμία να τεθούν ξεκάθαρα όρια γύρω από τους πιο έγκυρους παράγοντες στο κρατικό σύστημα. Σε αντίθεση με το πώς φαίνονται σήμερα, οι σφαίρες δεν αποσκοπούσαν στη δημιουργία «κατεχόμενων εδαφών» πέρα από τα σύνορα των μεγάλων δυνάμεων. Οι σφαίρες επιρροής στον 21ο αιώνα λειτουργούν σύμφωνα με μια γεωπολιτική λογική που απέχει πολύ από τους περιορισμούς του 19ου αιώνα.
Οι κρατοκεντρικές θεωρίες που ανατρέχουν πίσω στον 19ο αιώνα, υποστηρίζω ότι είναι ελάχιστης αξίας από αυτή την άποψη, διότι αποτυγχάνουν να φέρουν στο φως τον τρόπο με τον οποίο η κρατική κυριαρχία μετατοπίζεται ενεργά σε μια περιφερειακή μέση περιοχή, που είναι συστατική ενός νέου είδους σφαίρας επιρροής, την οποία αποκαλώ «γκρίζα ζώνη». Η ιστορία αυτής της γεωπολιτικής κρίσης και το πώς εκτυλίσσεται υπογραμμίζει ένα σημαντικό σημείο διαφοράς μεταξύ των σφαιρών επιρροής του 19ου αιώνα και του πιο πρόσφατου παρελθόντος. Με το προηγούμενο μοντέλο των σφαιρών επιρροής, η Ρωσία ήταν η δύναμη που καθόριζε τη γεωπολιτική ατζέντα και η Ευρώπη ακολουθούσε. Στις αρχές του 21ου αιώνα, αυτοί οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Οι σφαίρες επιρροής τώρα αναδύονται ως απάντηση στην εξωτερική πολιτική της Ε.Ε. Πιο συγκεκριμένα, πηγάζουν από ένα ευρωπαϊκό νεομεσαιωνικό (neo-medieval) όραμα για την ανάπτυξη μιας περιοχής ανατολικά των διευρυνόμενων συνόρων της Ε.Ε., δυτικά και νότια της κρατικής γραμμής της Ρωσίας· μια περιοχή που έχει αναφερθεί στη Μόσχα, από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και μετά, ως το «εγγύς εξωτερικό» (ближнее зарубежье, blizhneye zarubezhye), κυριολεκτικά ο χώρος που είναι «κοντά πέρα από τα σύνορα [της Ρωσίας]».
Στο σημαντικό έργο του, The Anarchical Society (Bull 2012), ο πολιτικός θεωρητικός Hedley Bull συζητά έναν τρόπο σύγχρονης πολιτικής που δεν είναι ικανοποιημένη με το πώς λειτουργούν τα πράγματα στο υπάρχον κρατικό σύστημα. Ο εκνευρισμός εχει να κάνει με τις επίμονες, διχαστικές συγκρούσεις μεταξύ πολιτικών κοινοτήτων που δημιουργούν προβλήματα γεωπολιτικής φύσεως. Η απάντηση είναι να ενθαρρύνουμε μορφές υπερεθνικής συναναστροφής που επιδιώκουν να παρακάμπτουν τις αμφισβητούμενες αξιώσεις ιδιοκτησίας ή ελέγχου της επικράτειας. Αυτό είναι το «νεομεσαιωνικό» όραμα με λίγα λόγια. Είναι μια πολιτική πίστης. Η επιδίωξη αυτού του οράματος περιλαμβάνει τη δέσμευση για περιεκτικές μορφές πολιτικών συνεταιρισμών, που υποστηρίζονται από περιεκτικές πολιτικές. Είναι αυτό που ο Hedley Bull αναφέρει ως «το υψηλότατο ηθικό εγχείρημα» της διεθνούς συνεργασίας. Όπως γράφει ο Stephen Krasner, ολόκληρο το κρατικό σύστημα βασίζεται στον σεβασμό της «επιβολής της τελικής εξουσίας σε μια δεδομένη επικράτεια· το βασικό στοιχείο σε αυτό είναι ο ορισμός της κυριαρχίας». Τα σύνορα σηματοδοτούν τα όρια αυτών των ισχυρισμών. Διακρίνουν ξεκάθαρα αυτό που είναι μέσα από αυτό που είναι έξω, ποια είναι τόσο διακριτή και διεθνώς αναγνωρισμένη δικαιοδοσία ενός κράτους σε σχέση με άλλα. Η μόνη εναλλακτική σε έναν κόσμο διεθνών συνόρων που διαχωρίζουν και ενώνουν κράτη είναι, όπως προτείνει ο Krasner, «ένας κόσμος όπου δεν υπάρχουν όρια, ή ένας κόσμος στον οποίο δεν υπάρχει τελική εξουσία μέσα σε ένα δεδομένο επικράτεια». Η «νεομεσαιωνική» πολιτική φαντάζεται αυτή την εναλλακτική παγκόσμια τάξη.
Κάθε «νεομεσαιωνικό» σχέδιο ισχυρίζεται ότι προσφέρει ένα «ανώτερο μονοπάτι προς την παγκόσμια τάξη», σε σχέση με το κρατικό σύστημα. Παρά την αβεβαιότητα σχετικά με το πού θα οδηγήσει ένα τέτοιο μονοπάτι, τα «νεομεσαιωνικά» σχέδια εισέρχονται σε έναν αχαρτογράφητο πολιτικό χώρο, πέρα από το κράτος. Ωθούν προς εναλλακτικές μορφές πολιτικής κοινότητας και πρακτικές διακυβέρνησης. Ξεκίνησαν ένα νέο τρόπο διακυβέρνησης, που δεν είναι πλέον αγκυροβολημένος στις δεσμεύσεις του κρατικού συστήματος στις εδαφικές έννοιες της χωριστικότητας, της ανεξαρτησίας και της υπέρτατης και κοσμικής αρχής του δικαίου.
Ίσως η πιο γνωστή, σίγουρα η πιο προκλητική κριτική του «νεομεσαιωνισμού» σήμερα είναι ο Jan Zielonka και το βιβλίο του, Η Ευρώπη ως Αυτοκρατορία, στο οποίο γράφει: «[Η διευρυμένη ΕΕ] με το πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης των ομόκεντρων κύκλων, τα ασαφή σύνορα και τις μαλακές (soft) μορφές προβολής της εξωτερικής ισχύος μοιάζει με το σύστημα που ξέρουμε από τον Μεσαίωνα πριν την άνοδο των εθνικών κρατών». Θα διερευνήσω τη διακυβέρνηση μιας περιοχής στα ανατολικά της διεύρυνσης της Ε.Ε. το 2004. Αυτή η προς τα ανατολικά διεύρυνση επεξέτεινε την ευρωπαϊκή ζώνη ειρήνης και σχετικής ευημερίας από την περιοχή της Βαλτικής στο Βορρά στη Μαύρη Θάλασσα στο Νότο. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις Βρυξέλλες ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο εδαφικών συγκρούσεων με τη Ρωσία, εντός και μεταξύ των αδύναμων κρατών γύρω και πέρα από αυτή την περιοχή. Για το σκοπό αυτό, καθόρισαν μια σειρά από «νεομεσαιωνικά» σχέδια σε αυτόν τον χώρο με στόχο να μετατρέψουν αυτούς τους «εκτός της διεύρυνσης» σε ένα «κύκλο φίλων». Η «Πολιτική Γειτονίας» του 2004 ήταν η πρώτη σημαντική δήλωση σχετικά με αυτό το «νεομεσαιωνικό» όραμα.
Η πολιτική της «Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης» του 2009 θεωρήθηκε ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή (νεομεσαιωνική) κατεύθυνση. Χαιρετίστηκε ως πιο φιλόδοξη και παρουσίασε τα περιγράμματα για μια ρύθμιση περιφερειακής διακυβέρνησης που θα «εμβαθύνει και θα ενισχύει τις σχέσεις μεταξύ της Ε.Ε. και των έξι ανατολικών της γειτόνων» (Συμβ. της Ε.Ε. 2009). Δόθηκε η υπόσχεση «μιας ολοένα και πιο στενής σχέση» μεταξύ της Ε.Ε. και αυτών των έξι κρατών, ιδιαίτερα στο εμπόριο, χωρίς να τους προσφέρει άμεση προσχώρηση στην ίδια την Ένωση. Ωστόσο, το σχέδιο αυτό δεν ικανοποιούσε τη Ρωσία. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Ε.Ε. ήταν τόσο απασχολημένοι με την προσπάθεια να επιλύσουν τις εντάσεις στις σχέσεις τους με αυτά τα κράτη, ώστε είχαν χάσει από τα μάτια τους την ένταση που ασκούσε η «νεομεσαιωνική» τους πολιτική στη σχέση της Ε.Ε. με τη Ρωσία. Μέχρι το 2006, υποστηριζόταν ότι αυτή η μετάβαση ήταν σε καλό δρόμο, δημιουργώντας μία νέα εκδοχή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η «νεομεσαιωνική» τροχιά στην οποία αναφέρομαι σε αυτό το άρθρο, βαίνει παράλληλα με αυτήν που περιγράφει η Zielonka. Εκεί που κοιτάζει αυτός να χαρακτηρίσει τη διακυβέρνηση και τις αλλαγές της εντός των διευρυνόμενων ορίων μιας διευρυμένης Ε.Ε., εγώ προσπαθώ να καταλάβω τις αλλαγές στην άμεση γειτνίαση με αυτό που αποκαλεί «μαλακό» της Ευρώπης και «ασαφή σύνορα». Παρά τη δεδηλωμένη επιθυμία της Ε.Ε. να διατηρήσει τη σχέση της με τους «ανατολικούς γείτονες» ανοιχτές και χωρίς αποκλεισμούς, υποστηρίζω ότι μέσω της στρατηγικής εταιρικής σχέσης της με τη Ρωσία, η Ε.Ε. εμπλέκεται στη δημιουργία νέων και αμφισβητούμενων ορίων περιφερειακής διακυβέρνησης. Αυτά θα εμπλέκουν τα κράτη αυτής της περιοχής, ιδιαίτερα την Ουκρανία.
Η λογική αυτή αλλάζει και την έννοια των σφαιρών επιρροής. Η λογική αυτών είναι διαφορετική από ό,τι είχε προηγηθεί. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον πρίγκιπα Gorchakov, που υπήρξε ένας από τους ιδρυτές πολιτικούς μιας ολόκληρης παράδοσης της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Διορίστηκε Υπουργός Εξωτερικών από τον Τσάρο Αλέξανδρο Β’ την άνοιξη του 1856, και ο Gorchakov έκανε επιτυχία, ανακτώντας τη χαμένη διεθνή δύναμη της Ρωσίας μετά την ήττα της στην Κριμαία. H συνθήκη που υπογράφηκε τότε στο Παρίσι παρείχε διεθνή εγγύηση για την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας. Η ιδέα του Gorchakov για τις «σφαίρες επιρροής» αντανακλούσε τους όρους αυτής της συνθήκης. Και έγινε μέρος μιας ευρύτερης γεωστρατηγικής που ο Andrey Tsygankov όρισε ως «συγκέντρωση». Στόχος ήταν η εδραίωση της ρωσικής ισχύος και επιρροής πίσω από σταθερά όρια. Με αυτόν τον τρόπο, ο Gorchakov προσπάθησε να εξισορροπήσει τα εδαφικά συμφέροντα της Ρωσίας έναντι των συμφερόντων των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων που φαινόταν να ενισχύονται από την ήττα της Ρωσίας. Σε αντάλλαγμα για τη διασφάλιση των αυτοκρατορικών κρατών της Δυτικής Ευρώπης, πάνω από όλα της Βρετανίας, ότι η Ρωσία δεν είχε καμία επιθυμία να παρέμβει στους ευρύτερους τομείς συμφερόντων της, ο Gorchakov ανέμενε μια αμοιβαία εγγύηση ότι δεν θα παρέμβουν και οι άλλοι στην αυτοκρατορική αυλή της Ρωσίας. Αυτός ο γεωπολιτικός συμβιβασμός απαιτούσε μια διαίρεση του πολιτικού χώρου σε τρεις αποκλειστικές ζώνες: δύο ζώνες, μία για καθεμία αυτοκρατορία για να ασκεί τη δική της αποκλειστική κυριαρχίας, και μία τρίτη ζώνη, από την οποία και τα δύο μέρη αποκλείστηκαν οικειοθελώς. Ο Gorchakov αποκάλεσε αυτή την ζώνη «ανεξάρτητη ζώνη». Αυτό ήταν η μορφή της προσφοράς στον μέχρι τότε αντίπαλό του, τον Υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας Λόρδο Granville, στη διαπραγμάτευση του 1873 της Βρετανο-Ρωσικής συμφωνίας, η οποία δημιούργησε ένα φράγμα κρατών μεταξύ αυτών των μεγάλων δυνάμεων στην Κεντρική Ασία. Δέκα χρόνια αργότερα, ο όρος είχε εξελιχθεί στην τόσο γνωστή φράση «ζώνη ανάσχεσης» (buffer zone).
Τα σύνορα γύρω από το εκκολαπτόμενο κράτος του Αφγανιστάν έθεταν τα όρια
γύρω από την πρώτη «ζώνη ανάσχεσης». Σύμφωνα με τα λόγια του Gorchakov αυτή ήταν μια «ανεξάρτητη ζώνη…εντελώς έξω από τη σφαίρα εντός της οποίας μπορεί να βρίσκεται η Ρωσία και καλείται να ασκήσει την επιρροή της». Ως θεωρητικός των διεθνών σχέσεων, ο Frederich Kratocwhil παρατηρεί ότι η αρχική αντίληψη των σφαιρών επιρροής βασίστηκε σε μια κοινή «αδιαφορία για τον έλεγχο» του ενός ή των περισσότερων κρατών μεταξύ των κυρίαρχων διεκδικήσεων των μεγάλων δυνάμεων. Το κρίσιμο είναι ότι αυτό το καθεστώς δεν επιβλήθηκε στους κατοίκους μέσα σε αυτή τη «ζώνη ανάσχεσης». Στα χαρτιά τουλάχιστον, η κρατική κυριαρχία σε αυτόν τον τομέα ήταν εξασφαλισμένη. Όσο υπήρχε αυτή η συμφωνία, το Αφγανιστάν θα μπορούσε να περιμένει ότι θα είναι ελεύθερο από κάθε εξωτερική παρέμβαση. Αυτή η εγγύηση της κρατικής κυριαρχίας ήταν ένα σημαντικό μέρος της αιτιολόγησης αυτού του «παλαιού μοντέλου» των σφαιρών επιρροής. Η αντίθεση μεταξύ αυτού του «παλαιού μοντέλου» των σφαιρών επιρροής και της έκδοσης του 21ου αιώνα, δεν θα μπορούσε να είναι πιο έντονη. Κάποιος θα μπορούσε ακόμη και να μιλήσει για δύο αντίθετους πόλους. Όλα όσα ήταν απλά και ξεκάθαρα στο «παλιό» ή κρατικιστικό μοντέλο των σφαιρών επιρροής, είναι πολύπλοκο και ασαφές στο «νεομεσαιωνικό» του σύστοιχο σήμερα. Ενώ το πρώτο προέκυψε από την αποκλειστική γεωστρατηγική της αυτοκρατορικής Ρωσίας στην Κεντρική Ασίατο τελευταίο έχει επικεντρωθεί στα περιεκτικά σχέδια της Ε.Ε. για περιφερειακή διακυβέρνηση στην Ανατολική Ευρώπη.
Ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβει κανείς την ουσιαστική διαφορά μεταξύ αυτών των δύο μοντέλων είναι να επικεντρωθεί στα «μεσαία», στους συστατικούς αυτούς χώρους που κρατούν και δεσμεύουν αυτές τις διμερείς ρυθμίσεις μεταξύ τους. Μια «ζώνη ανάσχεσης» υπήρχε και στις δύο πλευρές ενός διαχωρισμού μεταξύ αμοιβαίως αποκλειστικών αξιώσεων για εδαφική κυριαρχία. Επιβεβαίωσε τη δέσμευση για τα θεμέλια του ευρωπαϊκού κρατικού συστήματος, και ως εκ τούτου η εσωτερική/εξωτερική αντίθεση έχει παραμείνει, το «βασικό συστατικό χαρακτηριστικό» της σύγχρονης διεθνούς τάξης.
Το «νεομεσαιωνικό» μέσο της «γκρίζας ζώνης», από την άλλη πλευρά, είναι ένας πολιτικός χώρος που διαμορφώνεται από έναν προοδευτικό προσανατολισμό. Διστάζω να προτείνω ότι αυτός ο προσανατολισμός, ή τα γεωπολιτικά προβλήματα που συνδέονται με αυτόν, είναι εντελώς νέα. Το μεσαιωνικό σύστημα διεθνών σχέσεων δεν είχε τα τυπικά δικαιώματα και καθήκοντα του κρατικού συστήματος, που έχουν γίνει σε σχέση με το διεθνές δίκαιο και βασίζονται σε νομικά δεσμευτικές συνθήκες. Οι μεσαιωνικές διεθνείς σχέσεις λειτουργούν με ένα άτυπο σύστημα διακυβέρνησης παρά με μία πιστότητα σε κάποιο διεθνές δίκαιο. Αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία ήταν το «κληρονομικό καθεστώς και το προηγούμενο, με βάση τα δεδομένα της σχετικής εξουσίας και της συναίνεσης της διεθνούς κοινωνίας», όπως διατύπωσαν οι εκπρόσωποί της, οι ανώτατες πολιτικές αρχές της εποχής. Η διμερής συναίνεση που υπήρχε πριν από τη δέσμευση για το κράτος δικαίου είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση της «νεομεσαιωνικής» λογικής των σφαιρών επιρροής και το γιατί δημιουργούν προβλήματα σε μια «γκρίζα ζώνη». Όπως γίνεται κατανοητό εδώ μια «γκρίζα ζώνη» είναι η ακούσια συνέπεια του μίας διμερούς συμφωνίας που δεν έχει νομική βάση και βασίζεται, αντ’ αυτού, σε έναν ανήσυχο «νεομεσαιωνικό» συνδυασμό αυτού που ονομάζουμε «κληρονομικό καθεστώς…και σχετική δύναμη», από τη μία, και σε μια δέσμευση για ένα «υψηλότερο ηθικό εγχείρημα» της συνεργασίας από την άλλη.
Όπως έχω προτείνει αλλού, η Συμφωνία των «Κοινών Χώρων» (Common Spaces Agreement, 2005) μεταξύ της Ε.Ε. και της Ρωσίας ήταν τόσο «περίεργη», που οι διπλωμάτες από τις Βρυξέλλες και τη Μόσχα μετά βίας μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα όνομα για αυτόν τον (κοινό) πολιτικό χώρο. Η λέξη «γειτονία» σίγουρα θα έπρεπε να βγει από τη συζήτηση. Η Ρωσία δεν έχει δείξει ποτέ μεγάλο ενδιαφέρον για την κλειστοφοβική οικειότητα του πρώην Πρόεδρου της Ε.Ε., Romano Prodi, που μιλούσε για τη «γειτονιά» μας. Πράγματι, η συμφωνία για τους Κοινούς Χώρους ήρθε μόνο μετά αφού η Ρωσία είχε απορρίψει την ευκαιρία να συμμετάσχει στην ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, όλοι οι ανατολικοί γείτονες της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας, θα έπρεπε να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες σύνδεσης με τις Βρυξέλλες. Προς έκπληξη των Βρυξελλών, η Ρωσία το θεώρησε ως μια λεπτά μεταμφιεσμένη διεκδίκηση της περιφερειακής ηγεμονίας της Ε.Ε. και μια ακόμη προσπάθεια επιβεβαίωσης της δυτικής κυριαρχίας στην Ανατολική Ευρώπη. Σε απάντηση στην απόρριψη της Μόσχας, η Ε.Ε. πρότεινε ένα εναλλακτικό σχέδιο οικοδόμησης περιοχών που αναγνώριζε τη Ρωσία ως ειδικό είδος εταίρου. Όπως η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας του 2003 αναγνώρισε, η Ρωσία ήταν η πλησιέστερη από όλους τους στρατηγικούς εταίρους της Ε.Ε. σε ένα παγκόσμιο δίκτυο που περιλάμβανε δέκα από τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2003). Οι «Κοινοί Χώροι» ήταν η ενσάρκωση αυτού του στρατηγικού οράματος, στο βαθμό που έθεσε τη Ρωσία πάνω από όλους τους άλλους πιθανούς εταίρους στα ανατολικά των διευρυμένων συνόρων της Ε.Ε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, παρ’ όλη την «απόλυτη θολή ασάφειά της», η Συμφωνία των «Κοινών Χώρων» σηματοδότησε μια νέα αρχή. Αποτελούσε ένα σύστημα περιφερειακής διακυβέρνησης που σχεδιάστηκε για να εξομαλύνει τη μονομερή αξίωση της Ε.Ε. για μια γειτονιά και να κάνε το ίδιο και για τη μονομερή διεκδίκηση της Ρωσίας για ένα «κοντινό εξωτερικό» (χώρο). Στη δέσμευσή της για μία κυρίαρχη περιφερειακή ενότητα, η Συμφωνία αυτή προσπάθησε να αναιρέσει το είδος των αποκλειστικών διαχωριστικών γραμμών που επισημαίνουν μια «ζώνη ανάσχεσης». Κατά τη διάρκεια αυτών των συνομιλιών για τους «Κοινούς Χώρους», η Ε.Ε. και η Ρωσία κατέληξαν σε συμφωνία για πολλά μη γεωπολιτικά θέματα για τα οποία δεν υπήρξε ποτέ μεγάλη διαφωνία. Απομονώνοντας –ακόμα και διαλύοντας– αυτές τις διαφορές, κατέληξαν σε μια σύγκλιση απόψεων που έδινε την εντύπωση μιας εντελώς περιεκτικής νέας αρχής στη μεταξύ τους σχέση.
Αν θυμάστε από την προηγούμενη συζήτηση, μια «ζώνη ανάσχεσης» ήταν ο δείκτης της «αδιαφορίας» των μεγάλων δυνάμεων. Η κυριαρχία του κράτους ή των κρατών που βρίσκονταν σε αυτή τη συγκυρία υποτίθεται ότι προστατεύονταν. Τον χειμώνα του 2013, όταν ξεκίνησε η κρίση στην Ουκρανία, η Ε.Ε. δεν ήταν πλέον η μόνη περιφερειακή δύναμη που είχε απλώσει το χέρι για να αγκαλιάσει αυτό το κράτος. Μία εναλλακτική μορφή περιφερειακής ολοκλήρωσης με επίκεντρο τη Ρωσία είχε διαμορφωθεί και προσπαθούσε ξεκάθαρα να προσελκύσει την Ουκρανία στην τροχιά της. Όταν η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση ξεκίνησε επίσημα, ο Πούτιν δήλωσε ότι: «Σήμερα δημιουργήσαμε ένα ισχυρό, ελκυστικό κέντρο οικονομικής ανάπτυξης, μια μεγάλη περιφερειακή αγορά που ενώνει περισσότερους από 170 εκατομμύρια ανθρώπους». Αλλά προς απογοήτευσή του, αυτή η «περιφερειακή αγορά» δεν έχει αποδειχθεί αρκετά ελκυστική για την Ουκρανία ή για τη Γεωργία και τη Μολδαβία. Και τα τρία μετασοβιετικά κράτη επέλεξαν να μην ενσωματωθούν στη Ρωσία (και επίσης το Καζακστάν και τη Λευκορωσία). Σύμφωνα με έναν παρατηρητή, το έχουν κάνει αυτό για πραγματιστικούς λόγους. Ο καθένας προσπάθησε να πάρει την καλύτερη δυνατή συμφωνία από όλους τους μεγάλους εμπορικούς τους εταίρους. Αυτό σημαίνει ότι δεν ήθελε να δεσμευτεί πολύ στενά με οποιαδήποτε μεγάλη δύναμη συγκεκριμένα. Αυτά τα τρία κράτη αποτελούν τις μισές από τις μετασοβιετικές χώρες που περιλαμβάνονται στην Ανατολική Εταιρική Σχέση της Ε.Ε. Σε αυτό το πλαίσιο, μάλιστα, τους προσφέρθηκαν πακέτα κυρίως οικονομικών κινήτρων για στενή συνεργασία με την Ε.Ε. Και όμως, αυτά τα δύο σχέδια ήταν τελικά σε αντίθεση το ένα με το άλλο. Κι αυτό γιατί, η Ε.Ε. και η Ρωσία (συχνά ακούσια) ανάγκασαν τα κράτη αυτής της περιοχής «να κάνουν επιλογές μηδενικού αθροίσματος» μεταξύ πολιτικών ενώσεων που είναι de facto κλειστές μεταξύ τους. Αφού ένα κράτος έκανε αυτή την «είτε-είτε» επιλογή του, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας, γνώρισε μια εμβάθυνση των «κοινωνικών και πολιτικών διαχωρισμών». Η μπερδεμένη θέση αυτών των «επιλογών μηδενικού αθροίσματος» ήταν διπλάσια. Για τα ίδια τα κράτη, είχαν τεθεί όρια στην αυτοδιοικητική ελευθερία τους και νέες προκλήσεις για τη σταθερότητά τους. Και για την Ε.Ε. και τη Ρωσία, η σύγκρουση μεταξύ αυτών των σχημάτων έχει καταστήσει τους ήδη φιλόδοξους οικονομικούς στόχους ακόμη πιο δύσκολο να επιτευχθούν.
Οι διαιρέσεις που προέκυψαν, έχουν αμφισβητήσει την εδαφική ακεραιότητα τουλάχιστον ενός από τα κράτη, της Ουκρανίας, την οποία έχω αποκαλέσει την «γκρίζα ζώνη» μεταξύ της Ε.Ε. και της Ρωσίας. Η επακόλουθη κρίση του κράτους αυτού δεν κατέστρεψε μόνο τα χωριστά σχέδια της Ε.Ε. και της Ρωσίας για περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη. Απείλησε επίσης την όποια Εταιρική Σχέση της Ε.Ε. με τη Ρωσία. Η πλήρης συνειδητοποίηση αυτού του προβλήματος προέκυψε μόνο αφού ο Ουκρανός πρόεδρος, Victor Yanukovich, υπαναχώρησε από την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης Ε.Ε. -Ουκρανίας στη σύνοδο κορυφής στο Βίλνιους, το Νοέμβριο του 2013. Αν είχε υπογράψει, η Ουκρανία θα είχε μπει σε μία πιο μακροπρόθεσμη εταιρική σχέση μεταξύ της Ε.Ε. και οποιουδήποτε από τους ανατολικούς γείτονές της. Η στροφή του Yanukovich συγκλόνισε τις ελίτ στις Βρυξέλλες και έφερε εκατοντάδες διαδηλωτές στους δρόμους στο Κίεβο. Αντικείμενο δύο παράλληλων υποχρεώσεων για πολιτικό συνεταιρισμό, οι οποίες ωθούσαν σε αμοιβαία αποκλειστικές περιφερειακές κατευθύνσεις, ο Yanukovich δεν μπορούσε να δει πως με οποιονδήποτε τρόπο θα μπορούσε να κρατήσει μια μη ευθυγραμμισμένη μέση λύση. Ακόμη και με την απόρριψη της ένταξης τόσο στα σχέδια της Ρωσίας όσο και της Ε.Ε., εξακολουθούσε να κατηγορείται (από τις Βρυξέλλες και από ένα μεγάλο τμήμα του λαού του) ότι ήθελε να ανταλλάξει τον υποσχεμένο ευρωπαϊκό μέλλον της Ουκρανίας για ένα Ρωσικό. Αυτή η κρίση για τις περιφερειακές προοπτικές της Ουκρανίας, οδήγησε σε πτώση την κυβέρνησή του.
Για τον πολιτικό αναλυτή Hisski Haukkala, αυτή η κρίση ήταν η ατυχής, ακούσια συνέπεια της εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. Επισημαίνει την αποτυχία της Ε.Ε. να δει πως η πολιτική της για την Ανατολική Εταιρική Σχέση και τις νέες συμφωνίες σύνδεσης με την Ουκρανία, τη Γεωργία και τη Μολδαβία, είχε εκληφθεί από τη Μόσχα ως γεωπολιτική πρόκληση. Η Ε.Ε., γράφει, δεν είχε τη «στρατηγική προνοητικότητα και τον προβληματισμό» για να εξετάσει πως οι συμφωνίες εταιρικής σχέσης ανάγκαζαν τα κράτη, όπως ήταν η Ουκρανία, να βρεθούν σε αδύνατη θέση. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο οι Βρυξέλλες που έκαναν λάθος στρατηγικούς υπολογισμούς. Η Ρωσία ήταν εξίσου υπεύθυνη. Οι διπλωμάτες της Ρωσίας είχαν την άποψη ότι η Ε.Ε. παραβίαζε τους όρους της συμφωνίας για τους «Κοινούς Χώρους». Ωστόσο, επρόκειτο για λανθασμένη ανάγνωση του τι είχε πράγματι συμφωνηθεί. Όπως και σημειώθηκε στην ανάλυση στην προηγούμενη ενότητα, το πιο στρατηγικό σημαντικό τμήμα των «Κοινών Χώρων» ήταν διφορούμενο σχετικά με την οριοθέτηση των εξωτερικών ζωνών ασφαλείας της Ε.Ε. και της Ρωσίας. Η Ρωσία ήθελε την αναγνώριση της ασυναγώνιστης εξουσίας σε αυτό που ο Πρόεδρος Dimitry Medvedev ονόμασε, το 2008, «περιοχές προνομιακών συμφερόντων» [pеgionы привилегированных интересов, περιφερειακό privilegirovannykh interesov]. Ωστόσο, είχε εγκαταλείψει αυτήν την αποκλειστικότητα ακριβώς στις συνομιλίες για τους «Κοινούς Χώρους», αναγνωρίζοντας ότι η Ε.Ε. είχε επίσης τα δικά της συμφέροντα για τη διασφάλιση μιας περιοχής δίπλα στα σύνορα της Ρωσίας.
Το μήνυμα της Ρωσίας προς αυτές τις χώρες, και κυρίως την Ουκρανία, ήταν σαφές. Εσείς είτε θα επιλέξετε να γίνετε μέρος του δικού μας σχεδίου ή αυτού της Ε.Ε. Η Ρωσία αντιδρούσε σε μια αντιληπτή απειλή για τα περιφερειακά της συμφέροντα. Ωστόσο, κάνοντας αυτό, δημιουργούσε τα ρήγματα της περιφερειακής διακυβέρνησης και την μετέτρεπε σε μία «γκρίζα ζώνη». Αυτά θα εκτείνονταν κάτω από το επίπεδο του κράτους. Το υποκείμενο που θα επέλεγε τη μία ή την άλλη πλευρά δεν ήταν μόνο αυτό της επίσημης κυβέρνησης σε πρωτεύουσες όπως το Κίεβο. Όπως ακριβώς είχε η συμφωνία σύνδεσης της Ε.Ε. είχε απευθυνθεί τόσο στον ουκρανικό λαό όσο και στην κυβέρνησή του, η εναλλακτική επιχείρηση περιφερειακής διακυβέρνησης της Ρωσίας κοίταζεε μέσα σε αυτό το κράτος, αναζητώντας τη δέσμευση στο ιδιαίτερο «νεομεσαιωνικό» της όραμα για ένα ρωσικό μέλλον για το Ουκρανικό κράτος, ή τουλάχιστον για κάποιο από αυτό. Εάν η συμφωνία για τους «Κοινούς Χώρους» όντως σήμανε έναν νέο συνεταιρισμό στη σχέση της Ε.Ε.-Ρωσίας στη διακυβέρνηση της νέας Ευρώπης, η δήλωση για την προσάρτηση της Κριμαίας σήμανε το «νεομεσαιωνικό» του τέλος. Είχε εκτυλιχθεί ένας γεωπολιτικός ανταγωνισμός, μεταξύ της Ε.Ε. και της Ρωσίας και μεταξύ ανταγωνιστικών περιφερειακών σχεδίων, με στόχο την παροχή ευημερίας και προστασίας για ένα κοινό σύνολο γειτόνων. Μια ζώνη αστάθειας άνοιξε στο περιθώριο μιας διευρυμένης Ε.Ε.. Σε αυτή η ζώνη, η εξουσία των επηρεαζόμενων κρατών ανατράπηκε από ασυμβίβαστες απαιτήσεις για την πίστη τους. Από όλα τα κράτη της «γκρίζας ζώνης», η Ουκρανία έχει επηρεαστεί περισσότερο. Έχασε την ικανότητά της για να εξισορροπεί ενάντια στις «νεομεσαιωνικές» πιέσεις εκατέρωθεν. Η ουδετερότητα ή ο απομονωτισμός δεν είναι μια βιώσιμη επιλογή, όπως ήταν για το αρχικό «ουδέτερο κράτος» του Αφγανιστάν. Ως συνέπεια, η χωρική αλληλεγγύη της Ουκρανίας ως εδαφικής κοινότητα, με όλες τις ρίζες της στη θέση της και μια κοινή αίσθηση της ιστορίας, έχει εξαρθρωθεί και σε ορισμένες περιοχές της χώρας, έχει εξαφανιστεί.
Πάρα πολλοί πολιτικοί και πολιτικοί αναλυτές φαίνονται πρόθυμοι να πουν αυτήν την ιστορία ως μία επιστροφή των σφαιρών επιρροής. Οι λόγοι είναι προφανείς. Η αφήγηση μιας «επιστροφής» σε μια real politik του 19ου αιώνα έχει την αρετή της απλότητας. Καταγράφει πολλά περίπλοκα πρόσφατα γεγονότα σε μια γραμμική περιγραφή της ιστορίας που μπορεί να συσχετιστεί εύκολα. Προσφέρει μία απλή εξήγηση για την προέλευση αυτού που παραμένει, μέχρι σήμερα, εξαιρετικά περίπλοκο ως γεωπολιτική κρίση. Ωστόσο, αναμφισβήτητα, αυτό που κάνει αυτή την αφήγηση της «επιστροφής» ακόμα πιο ελκυστική, είναι ότι εξυπηρετεί να βρεθεί ένας «αποδιοπομπαίος τράγος» για να κατηγορηθεί. Αυτός θα μπορούσε να είναι η Ρωσία. Θα μπορούσε να είναι η Ε.Ε. Όλα εξαρτώνται από την πλευρά που αφηγείται την Ιστορία. Η κριτική μου σε αυτήν την αφήγηση της «επιστροφής» είναι ότι είναι μέρος του «νεομεσαιωνικού» προβλήματος. Επιβάλλει μια παραπλανητική απλότητα στα γεγονότα που διαμορφώνουν τους χώρους μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Και μας χαρίζει την ψεύτικη ελπίδα της ανακάλυψης μιας συνολικής λύσης πολιτικής για τις διαιρέσεις των συνόρων και για τη διεθνή κοινότητα που μπορεί να υπερβαίνει τις παθολογίες ενός ακατέργαστου κράτους και της ισχύος του. Το κρίσιμο σημείο στην εναλλακτική μου ιστορία για την προέλευση της Ουκρανικής κρίσης είναι ότι ούτε η Ε.Ε. ούτε η Ρωσία ήθελαν μια διχαστική γεωπολιτική αντιπαλότητα. Όταν η σχέση τους αναδιαμορφώθηκε στη σκιά της διεύρυνσης της Ε.Ε., έγινε σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί μια μεγάλη μάχη εξουσίας για την Ευρώπη. Αλλά αυτή η προσπάθεια να αποφευχθεί η «επιστροφή» της γεωπολιτικής απέτυχε και επέστρεψε με «νεομεσαιωνικούς» τρόπους.
[Between New Spheres of Influence: Ukraine’s Geopolitical Misfortune, Geopoltics, 23/2 (2018), 285-306]
Το έργο ψηφιακής ζωγραφικής (“Το πουλί της ελευθερίας”, 2015)) που πλαισιώνει – εις διπλούν – τη σελίδα, αποτελεί δημιουργία του Γιώργου Κόρδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.