Του Θανάση Δ. Κωτσάκη*
Τέλη Ιουλίου 2020: ο τουρκικός στόλος ξαναβγαίνει στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, με σκοπό να αμφισβητήσει εκ νέου τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου και να εγκαθιδρύσει σταδιακά τη «Γαλάζια Πατρίδα». Τα στελέχη των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, όπως και οι ακρίτες μας, βρίσκονται με το δάκτυλο στην σκανδάλη. Παράλληλα, στις 24 Ιουλίου, ο σουλτάνος Ερντογάν μετατρέπει το εμβληματικό για τον ελληνισμό μνημείο της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος. Κι όμως, το Υπουργείο Πολιτισμού της χώρας μας, μάλιστα εν μέσω κορωνοϊού, ανακοινώνει για τις 25 Ιουλίου 2020 στο Θέατρο Χόρτου Μαγνησίας «Συναυλία Εργαστηρίου Οθωμανικής Μουσικής», υπό την καθοδήγηση του Αχιλλέα Τίγκα, με την Ορχήστρα Ανατολικής Μουσικής (Κ.Ε.Μ.Φ.Α.) και τη συμμετοχή της Χορωδίας Κατοίκων Νοτίου Πηλίου «Χορτωδία». Στη αφίσα της ανακοίνωσης της διεξαγωγής της συναυλίας απεικονίζονται μορφές ασιατικής καταγωγής. Σημειώνεται δε ότι η μουσική του ισλαμικού τάγματος των Σούφι, γνωστού για τον σημαίνοντα ρόλο του στον εξισλαμισμό του ελληνικού χώρου και ιδίως της Μικράς Ασίας, έχει συχνά την τιμητική της στο πλαίσιο ανάλογων εκδηλώσεων. Η διοργάνωση πάντως της συναυλίας αυτής και μάλιστα τη δεδομένη χρονική συγκυρία προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, θύελλα αντιδράσεων από την πλευρά μελών της τοπικής κοινωνίας[1]. Είχε προηγηθεί τον Φεβρουάριο του 2020 η συμμετοχή της «αναβιωτικής ομάδας Οθωμανικής Στρατιωτικής Μουσικής» στις αποκριάτικες εκδηλώσεις στον Σοχό Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, η οποία επίσης προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις[2].
Το ενδιαφέρον της όλης υπόθεσης είναι ότι στην πραγματικότητα οι διοργανωτές της εν λόγω συναυλίας με τον όρο «οθωμανική μουσική» δεν φέρεται να εννοούν μόνον τη μουσική των γειτόνων μας Τούρκων. Ο όρος «οθωμανική μουσική» λειτουργεί ενδεχομένως εδώ ως ομπρέλα, προσδιορίζοντας τη λόγια και έντεχνη κατά κύριο λόγο μουσική παράδοση των Τούρκων, αλλά και όλων των λαών που ζούσαν υπό τουρκική κυριαρχία, εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων των Μικρασιατών, των Ποντίων, των Κωνσταντινουπολιτών και γενικότερα των Ελλήνων της Ανατολής. Πέραν όμως της μουσικής των Ρωμιών, ως «οθωμανική» ονοματίζεται και η μουσική των Αρμενίων, των Εβραίων, των Αράβων, των Περσών και των υπολοίπων λαών που διαβιούσαν εντός της οθωμανικής επικράτειας. Η υιοθέτηση της ονομασίας (και άρα και της ταυτότητας) του ξένου κατακτητή για το πολιτισμικό γίγνεσθαι υπόδουλων λαών της περιοχής προφανώς και είναι προβληματική. Παραδείγματος χάριν πόσο δόκιμος μπορεί να θεωρηθεί ο όρος «οθωμανική εκκλησία», όταν αναφερόμαστε σε ορθόδοξες εκκλησίες που κτίστηκαν μετά την Άλωση, αντί του ορθού επιστημονικά «μεταβυζαντινή εκκλησία»; Θα μπορούσαμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε τους όρους «βενετσιάνικη εκκλησία» ή «αγγλική εκκλησία» όταν αναφερόμαστε στους ορθόδοξους ναούς που ανεγέρθηκαν επί Βενετοκρατίας και επί Αγγλοκρατίας αντίστοιχα, σε Επτάνησα και Κύπρο; Προφανώς και όχι. Το φαινόμενο αυτό μάς παραπέμπει συνειρμικά στην τάση των σύγχρονων Τούρκων που θέλουν να αποκόψουν τον ελληνισμό από τις ιστορικές του ρίζες στη Μικρά Ασία και τη διαχρονική του εκεί παρουσία μέχρι το 1922, κάνοντας λόγο για «ρωμαϊκές» αρχαιότητες στην Ιωνία, αναφερόμενοι στα υλικά κατάλοιπα των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, που τοποθετούνται χρονικά στην εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας.
Η διάθεση εξοβελισμού του όρου «μεταβυζαντινός», ο οποίος υποδηλώνει τη συνέχεια και τη μετεξέλιξη της βυζαντινής πολιτισμικής παράδοσης, με τις όποιες φυσικά αλληλεπιδράσεις με άλλους λαούς, εν μέσω ξένης κυριαρχίας, και αντικατάστασής του από τον όρο «οθωμανικός» προφανώς και δεν είναι τυχαία. Αφενός με τον όρο «οθωμανικός» επιχειρείται να δημιουργηθεί μία στρεβλή εντύπωση μίας «αρμονικής συμβίωσης των λαών και πολυπολιτισμικής ανεκτικότητας» των Οθωμανών Τούρκων κατακτητών, αποκομμένης από την ιστορική πραγματικότητα των αιματηρών σχέσεων κατακτητών και κατακτημένων, αφετέρου δε η ένταξη όλων των υπόδουλων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο σχήμα «οθωμανικός» έχει να κάνει με την εν γένει αποδόμηση από τη μεταμοντέρνα θεώρηση των εθνικών ταυτοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής,όπου γίνεται ουσιαστικά ταύτιση του έθνους με το κράτος. Εν προκειμένω, το ελληνικό έθνος -κατ’ αυτούς- δεν υφίστατο πριν τη δημιουργία του ελλαδικού κράτους, αλλά και όσοι Έλληνες βρίσκονταν εκτός συνόρων μετά το 1830 δεν διέθεταν ελληνική εθνική ταυτότητα. Έτσι λοιπόν θεωρείται από εθνομηδενιστικούς κύκλους π.χ. ότι οι Μικρασιάτες δεν ήταν Έλληνες, αλλά ότι «έγιναν Έλληνες», όταν ο Βενιζέλος έδωσε δικαίωμα ψήφου στους εκ Τουρκίας πρόσφυγες που διαβιούσαν στην ελλαδική επικράτεια[3]!
Υπ’ αυτό λοιπόν το οπτικό πρίσμα οι υπόδουλοι Έλληνες (Ρωμιοί) και ιδίως εκείνοι της Ανατολής, οι οποίοι και έζησαν για περισσότερο διάστημα υπό οθωμανική κυριαρχία, ονομάζονται «Οθωμανοί Έλληνες», κάτι που προφανώς αποτελεί μετάφραση του αγγλικού όρου “OttomanGreeks”[4]. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι η χρήση του όρου «Οθωμανός» και «οθωμανικός» είναι εντελώς αδόκιμη για την περίπτωση των Ελλήνων και των λοιπών υπόδουλων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι το «Οθωμανός» αποτελεί προσδιοριστικό όρο μία συγκεκριμένη τουρκική φυλή, διακρινόμενη από το σύνολο της τουρκικής ομοφυλίας. Ως εκ τούτου χρησιμοποιούμε ορθά το «Οθωμανοί Τούρκοι», κατά το «Σελτζούκοι Τούρκοι», «Ογούζοι Τούρκοι» κτλ. Η απόδοση όμως της ονομασίας του κατακτητή στην ταυτότητα και στα παράγωγα του πολιτισμού των κατακτημένων πόσο συμβατή με την πραγματικότητα μπορεί να θεωρηθεί και κυρίως πόσο απαλλαγμένη από πολιτικές σκοπιμότητες του σήμερα, τη στιγμή που η αναθεωρητική Τουρκία επιδιώκει να επανακαθορίσει τα σύνορα της περιοχής, με τη χρήση στρατιωτικών και μη μέσων;
Ο νεο-οθωμανισμός επιχειρεί, ως γνωστόν, να εξωραΐσει το βάρβαρο οθωμανικό παρελθόν, ώστε να καταστήσει την εικόνα της σημερινής Τουρκίας πιο ελκυστική στα μάτια των νεώτερων γενιών των λαών των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιχειρείται να υπονομευτεί μεταξύ άλλων το αντιστασιακό φρόνημα του ελληνικού λαού, ώστε να δεχτεί αδιαμαρτύρητα την οιονεί επαναφορά του στην οθωμανική κυριαρχία. Σε αυτό συμβάλλουν και φίλα προσκείμενα στην ιδέα της ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπερατλανικά ιδρύματα, που έχουν επενδύσει στο ξαναγράψιμο της Ιστορίας και ιδίως εκείνης των σχολικών βιβλίων των χριστιανικών κρατών των Βαλκανίων (βλέπε CDRSEE)[5]. Η νέο-οθωμανική Τουρκία, ως το αγαπημένο παιδί των ΗΠΑ και της Δύσης, έχοντας μάλιστα και ανθρώπους της στους κόλπους των ελλαδικών ελίτ, επιχειρεί μέσω της “softpower”, ήτοι μέσω του «πολιτιστικού ιμπεριαλισμού» να προετοιμάσει το ιδεολογικό έδαφος για τον εθνικό ακρωτηριασμό της χώρας μας, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το Υπουργείο Πολιτισμού έχει επιδείξει τα τελευταία χρόνια έναν «υπερβάλλοντα ζήλο» για την αναστήλωση και ανάδειξη των οθωμανικών μνημείων της χώραςμας, σε βαθμό που μάς οδηγεί σε υποψίες για τα κίνητρα της πολιτικής του αυτής, ενώ καθημερινά βομβαρδιζόμαστε από τουρκοσειρές στην τηλεόραση, με προφανή σκοπό να εξοικειωθούμε με την Τουρκία και την κοινωνική της πραγματικότητα, καθώς και με την ιδέα ότι κάποια μέρα μπορεί να ζήσουμε ξανά υπό την κυριαρχία της. Στο ίδιο πλαίσιο φαίνεται ότι κινούνται και οι συναυλίες «οθωμανικής μουσικής», όπου παίζονται μεταξύ άλλων έργα Τούρκων αλλά και «Οθωμανών Ελλήνων», ενδεχομένως αξιόλογες κατά τα άλλα, αν το δει κανείς από καθαρά μουσική άποψη, που όμως βρίσκονται εκ των πραγμάτων στην υπηρεσία του νεο-οθωμανισμού. Το σκηνικό αυτό δορυφοροποίησης της χώρας μας, με την ενεργό συμμετοχή εθνομηδενιστικών κύκλων των ελλαδικών ελίτ, έχει ως προφανή σκοπό την κάμψη των αντιστάσεων του λαού μας απέναντι στον αδηφάγο τουρκικό επεκτατισμό, μέσα από τη δημιουργία ενός φαντασιακού και παραποιημένου οθωμανικού παρελθόντος, του οποίου η εξωραϊσμένη ανασύσταση εκπορεύεται από πρόδηλες πολιτικές σκοπιμότητες. Το τουρκικό κράτος με τους μηχανισμούς του, σε συνεργασία κυρίως με αμερικανικούς και γερμανικούς κύκλους και με τους εδώ υποτακτικούς τους, επιχειρεί να φέρει εις πέρας το έργο της υπονόμευσης της διάθεσης του λαού μας για αντίσταση σε όσους επιβουλεύονται την εδαφική του ακεραιότητα και την ελευθερία του. Η αντίσταση όμως του ελληνικού λαού απέναντι στον νεο-οθωμανισμό και τα ενεργούμενά του αποτελεί μονόδρομο, εφόσον θέλει να επιβιώσει έναντι των επιβουλών των γειτόνων του. Επαφίεται λοιπόν σ’ εμάς τους ίδιους να επιλέξουμε: αντίσταση ή υποταγή;
*Ιστορικός – Αρχαιολόγος
[1]«Πήλιο: «Άναψε φωτιές» η συναυλία οθωμανικής μουσικής εν μέσω Τουρκικών απειλών», https://www.thenewspaper.gr/2020/07/23/pilio-anapse-foties-i-synaylia-othoma/?fbclid=IwAR33vQQne8vK0ctjRmV_E3SBxP-NdsEx8gmF3CSaEWv28Zcwkn5JqLdeMl4.
[2]«Θεσσαλονίκη: Αντιδράσεις για τις οθωμανικές φιέστες στο Καρναβάλι του Σοχού», https://www.protothema.gr/greece/article/978006/thessaloniki-adidraseis-gia-tis-othomanikes-fiestes-sto-karnavali-tou-sohou.
[3]Πιο συγκεκριμένα η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας, Σία Αναγνωστοπούλου, σε αγόρευσή της στη βουλή το 2015 αναφέρει μεταξύ άλλων: «Η μεγάλη διεύρυνση, ωστόσο, του ελληνικού σώματος έγινε όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος παραχώρησε το δικαίωμα ψήφου στους Μικρασιάτες πρόσφυγες, διευρύνοντας έτσι το έθνος σε αυτούς τους “ξένους”, πολλοί από τους οποίους δεν μίλαγαν ελληνικά, δεν είχαν ελληνική παιδεία, επομένως και συνείδηση (…)Τελικά, και παρά τις αντιδράσεις, οι πρόσφυγες έγιναν Έλληνες, μεταγγίζοντας στο ελληνικό έθνος ένα «ξένο αίμα”». Βλ. Σία Αναγνωστοπούλου, «Έλληνας δεν γεννιέσαι μόνο, γίνεσαι επίσης», Εφημερίδα των Συντακτών (25.06.2015), https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/31456_ellinas-den-genniesai-mono-ginesai-episis.
[4]Σοφία Λαΐου, «Οθωμανοί Έλληνες επιχειρηματίες στην Κωνσταντινούπολη, 1750-1821», (5οΣεμινάριο ΕΕΟΙ), Ηλεκτρονικό Δελτίο Οικονομικής Ιστορίας – (ΗΔΟΙΣΤΟ), https://hdoisto.gr/gr/activities/seminars-archive/166.
[5]Θανάσης Κωτσάκης, «Οι αποδομητικού προσανατολισμού μεταρρυθμίσεις στην υποχρεωτική εκπαίδευση», Νέος Ερμής ο Λόγιος 18 (Α΄ Εξάμηνο 2019), σελ. 38-39.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.