Στο «Αμφι-Θέατρο», σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου
Του Ανδρέα Ανδριόπουλου από την Ρήξη φ. 157
Σάββατο βράδυ με χειμωνιάτικο κρύο και βροχή στο Αμφι-Θέατρο στην Πλάκα για τον Άμλετ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου. Οκτώ χρόνια μετά το κλείσιμο του Αμφι-Θεάτρου και 28 χρόνια μετά την παράσταση του Άμλετ (1991) σε σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου.
Η παράσταση «Άμλετ» που παρακολούθησα δεν ήταν καλή. Στην προσπάθεια να ανακατασκευάσουν τη σκηνή – μετά από 8 χρόνια που το θέατρο ήταν κλειστό – η φθορά του κτηρίου έδεσε με την παρακμή που παρουσιάζει το έργο του Σαίξπηρ. Διαβάζω από το πρόγραμμα ότι προσπάθησαν να «… διατηρηθεί οτιδήποτε θύμιζε το παρελθόν του Αμφι-Θεάτρου… με κομβική την αποκάλυψη του ξύλινου πατώματος… σαν ένα σώμα υπό εξέταση… αποφασίσαμε να δουλέψουμε με βασικό υλικό το ξύλινο πάτωμα, ένα έδαφος ασταθές, επισφαλές, ένας κόσμος που γέρνει, γκρεμίζεται, σανίδες που ξηλώνονται… που τείνει να καταπιεί το χώρο… ένας τάφος… όπου θριαμβεύουν τα σκουλήκια». Σκέφτομαι, όμως, ότι όλα αυτά φόρτισαν την παράσταση συναισθηματικά όσο και τεχνικά. Το αποτέλεσμα ήταν ιδέες που φαίνονταν να λειτουργούν σκηνοθετικά, όπως το άνοιγμα του έργου με όλους τους ηθοποιούς επί σκηνής, ενώ προβαλλόταν βίντεο με την υπόκλιση του θιάσου του αντίστοιχου έργου του 1991. Ή η σε βίντεο επανεμφάνιση του Γιάννη Φέρτη σαν το φάντασμα του νεκρού Βασιλιά (ο ίδιος είχε παίξει τον νεαρό Άμλετ το 1991).
Αλλά και ιδέες όπως η απαράδεκτη σκηνή της τελικής μονομαχίας μεταξύ Λαέρτη και Άμλετ, στην κορύφωση του έργου, όπου όλη η δράση επί σκηνής αντικαταστάθηκε από προβολή σε βίντεο της ίδιας σκηνής από την παλιότερη παράσταση, ενώ όλοι μας, ηθοποιοί και θεατές, παρακολουθούσαμε το βίντεο! Όλη η δραματουργία της ξιφομαχίας, της επικράτησης αρχικά του Άμλετ, του δηλητηριασμένου ξίφους του Λαέρτη, που τελικά τραυματίζει θανάσιμα τον Άμλετ, του ταυτόχρονου θανάτου της βασίλισσας-μητέρας του Άμλετ, που ήπιε από το ποτήρι που προοριζόταν για εκείνον, του φόνο του Κλαύδιου από τον Άμλετ λίγο πριν ο ίδιος πεθάνει, όλη αυτή η κορύφωση του έργου μετατράπηκε σε ένα άνευρο δεκάλεπτο παρακολούθησης βίντεο!
Πιστεύω ότι η σκηνοθεσία ήταν άνευρη. Πιθανολογώ ότι η ανακατασκευή του θεάτρου γέννησε τη σκηνοθετική ιδέα του ξηλώματος του πατώματος από τον Άμλετ, η οποία έγινε πολύ κοντά στην αρχή του έργου, για να επαναληφθεί ως μανιέρα αρκετές φορές στη συνέχεια!!! Σαν αποτέλεσμα, στο ένα τρίτο – αν όχι στο μισό – μιας αχανούς θεατρικής σκηνής έχασκε μια τεράστια τρύπα κατά τη διάρκεια όλου του υπόλοιπου έργου. Πράγμα που έβαζε τους ηθοποιούς να προσέχουν συνεχώς πώς πατούν πάνω στα χαλάσματα κι εμάς τους θεατές, αποκομμένους από την εξέλιξη της δράσης, να παρακολουθούμε τη διαδικασία αυτή. Αυτό περιόρισε τον χώρο της σκηνής και άρα και την όλη δραματουργία, καθώς η τρύπα αυτή κυριαρχούσε, εικονοποιώντας όλη τη σήψη και παρακμή του Βασιλείου και των ανθρώπων του, κάτι που, τελικά, εξοστράκιζε την όποια δυνατότητα παρουσίασής της μέσω της υποκριτικής…
Υποκριτική που ελάχιστα ικανοποιούσε. Πιστεύω ότι ο Παπασπηλιόπουλος δεν είχε το εκτόπισμα, δεν είχε τη φωνή να αντεπεξέλθει στον ρόλο. Το καρέ κομμένο μαλλί τού έπεφτε συχνά στο πρόσωπό του κρύβοντάς το, κάτι που ταιριάζει στον ψυχισμό του Άμλετ. Εκείνος, όμως, επανειλημμένα το διόρθωνε, δεκάδες φορές, μαζεύοντάς το με τα χέρια του, πράγμα ενοχλητικό στην παρακολούθηση των δρώμενων. Από την άλλη, διάλεξε (ή του ζητήθηκε;) ένα χαμηλών τόνων παίξιμο, όπου χρησιμοποιούσε τον σαρκασμό, αστείες γκριμάτσες και μιμήσεις, κάτι που θύμιζε σκέρτσα επιθεώρησης. Ήταν χαρακτηριστικό ότι το κοινό συχνά γελούσε άκαιρα με όλα αυτά, με τελικό αποτέλεσμα να χάνεται το δραματουργικό κομμάτι του ρόλου. Η επιλογή του κοστουμιού ήταν επιεικώς απαράδεκτη, καθώς θύμιζε πιτζάμα. Η συνεχής ενασχόλησή του με τα παπούτσια και τις κάλτσες του ήταν επίσης ενοχλητική.
Τα κοστούμια γενικά δεν έπειθαν. Καθημερινά ρούχα ανακατεύονταν με βραδινά, μοντέρνα με παλιοκαιρίτικα: ένα φράκο για τον Κλαύδιο, ένα επίσημο μακρύ ξώπλατο φόρεμα για τη Γερτρούδη, πιτζάμες για τον Άμλετ, ένα καρό κοστούμι για τον Πολώνιο, ένα «μοντέρνο» «κοστούμι» για την Οφηλία… Γενικώς, ό,τι να’ ναι…
Οι ηθοποιοί δεν εντυπωσίαζαν. Έδιναν την αίσθηση ότι απλά έβγαζαν τον ρόλο τους, ενώ τους πήρε αρκετό χρόνο για να… ζεσταθούν!!! Στην αρχή, ο Κλαύδιος και η Γερτρούδη ήταν σαν να διάβαζαν από μέσα το κείμενο για σχεδόν 10 λεπτά. Ίσως ο Πολώνιος του Δημήτρη Παπανικολάου, ο οποίος ήταν εξαιρετικός, έκανε τη διαφορά, αλλά είχες την εντύπωση ότι η κωμική χροιά του παιξίματός του ταίριαζε σε μια διαφορετική ανάγνωση του έργου… Μόνο ο Άμλετ του Παπασπηλιόπουλου έδειχνε να ακολουθεί αυτήν την ανάγνωση εν μέρει, οπότε τις ελάχιστες φορές που συνάντησε την υποκριτική του Πολώνιου έδωσε βάρος στη δράση του έργου…
Έτσι, σαν θεατής, παρακολουθείς μια παράσταση πάνω από δυόμιση ώρες με έναν άνευρο Άμλετ, τους υπόλοιπους ηθοποιούς να πασχίζουν να μπουν στο πετσί του ρόλου τους, ένα πάτωμα που έχει ξηλωθεί και σε αποσπά από τη δράση και την ίδια τη δράση να περιορίζεται ακόμη περισσότερο από την τρύπα στο πάτωμα.
Στη συνέχεια, έρχεται η κορύφωση του έργου, την οποία παρακολουθείς μαζί με τους… ηθοποιούς σε… βίντεο (!) από την παράσταση του 1991… Υπάρχουν όμως και χειρότερα! Λίγο πριν, έχεις ζήσει απηυδισμένος το πιο άστοχο γυμνό σε θεατρική ή χορευτική παράσταση. Εξηγούμαι: Ο Άμλετ σκοτώνει κατά λάθος τον Πολώνιο. Ο Πολώνιος είναι πατέρας της αγαπημένης του Άμλετ, Οφηλίας. Ο Άμλετ δε μας πείθει σκηνοθετικά και υποκριτικά ότι πενθεί για αυτή την εξέλιξη. Αλλά, τέλος πάντων… Το δράμα μεταφέρεται στην Οφηλία, η οποία, τρελή από θλίψη, φορά το σακάκι του πεθαμένου πατέρα της πάνω από το γαλάζιο σύνολο (μπούστο με φούστα) με άσπρα μποτίνια που φορούσε τόσην ώρα και αποχωρεί… Ξαναβγαίνει στη σκηνή λίγο μετά, μισότρελη, καθώς συνειδητοποιεί ότι ο αγαπημένος της είναι υπεύθυνος για τον θάνατο του πατέρα της. Μόνο που, τώρα, κάτω από το σακάκι λείπει η φούστα και είναι ξυπόλητη… Εγώ δαγκώνομαι για την… κυοφορούμενη εξέλιξη… Ήταν θέμα λεπτών να βγάλει η Οφηλία το… βρακάκι της… Γιατί; Για να πενθήσει τον πατέρα της; Άντε… σκηνοθετική αδεία να το καταπιούμε… Για λίγο, με το σακάκι της, καλύπτει το γυμνό της – και σκέφτομαι ότι η σκηνοθέτις ήθελε να βάλει και μια πινελιά γυμνού και αυτό ήταν! Όχι όμως! Εδώ δεν έχουμε πινελιά! Κανένα έλεος! Η Οφηλία της Αμαλίας Νίνου ίσως δέχτηκε (;), ίσως ακολούθησε (;) σκηνοθετικές οδηγίες; Πάντως έβγαλε το σακάκι και περιφερόταν γυμνή από τη μέση και κάτω με όλα τα φώτα πάνω της για τα επόμενα αρκετά λεπτά του ρόλου της, κάνοντας «κουρέλι» όλη τη δράση, όλους τους διαλόγους με τους άλλους ήρωες, όλη τη βαρύτητα του δράματος!
Νομίζω, τελικά, ότι το βαρύ παρελθόν του θεάτρου, της παλιάς παράστασης, του πατέρα Ευαγγελάτου, ίσως μια συναισθηματική φόρτιση από όλα αυτά…. είναι όσα θα θέσω σαν ελαφρυντικά για μια παράσταση που δεν μου άρεσε…
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.