Ανίχνευση της σχέσης στους φιλοσόφους της Φρανκφούρτης και στον Μαρξ- Έγκελς
ΧΡΥΣΗ ΜΟΝΙΑΚΗ[*]
Στις μέρες μας γίνεται μια ιδιαίτερη προσπάθεια τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην υπόλοιπη κοινωνική ζωή να αποδομηθεί η έννοια του γενικού ως ξεπερασμένη και οπισθοδρομική σε αντίθεση με το μερικό/τοπικό το οποίο θεωρείται πιο δημοκρατικό και προοδευτικό. Κατ΄ αντιστοιχία θεωρείται ξεπερασμένη, μονοδιάστατη και αναξιόπιστη η μεγάλη αφήγηση ενώ αντίθετα προκρίνονται οι μικρές αφηγήσεις ως περισσότερο ανταποκρινόμενες στις επιμέρους ανάγκες της κοινωνίας και στο ιδεώδες της ισότιμης θεώρησης των διαφορετικών έμφυλων και ταξικών ταυτοτήτων εντός της. Το ερώτημα είναι αν διαμέσου αυτής της σκέψης προκρίνεται το ατομικό έναντι του γενικού, αν στην προσπάθεια να μην καταπνιγεί το άτομο μέσα στη μαζοποίηση εν τέλει χάνεται ο γενικός στόχος και μαζί του καταβαραθρώνεται και ο στόχος της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη σχέση γενικού/μερικού στο πλαίσιο της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης διότι θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη φιλοσοφία έχει ασκήσει μεγάλη επίδραση στα φιλοσοφικά τεκταινόμενα της μετανεωτερικότητας και παρά την αναμφισβήτητη προσφορά της στη διαδικασία της κοινωνικής απελευθέρωσης χρειάζεται απαραίτητα συμπλήρωση από την πλευρά της μαρξικής θεωρίας για να υπηρετήσει τον παραπάνω στόχο.
Στο έργο « Η διαλεκτική του Διαφωτισμού» οι συγγραφείς του, ο T. B. Adorno και ο M. Horkheimer κάνουν μια βαθειά και οξυδερκή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο το ρεύμα του διαφωτισμού, το οποίο, ως γνωστόν, υπήρξε το ιδεολογικό όχημα της αστικής τάξης στην πορεία της προς την ανάληψη της εξουσίας οδήγησε στην πολιτιστική μαζοποίηση της κοινωνίας, στην ιδεολογική και πολιτισμική επικράτηση της κυρίαρχης, πια, αστικής τάξης και των οικονομικών της συμφερόντων πάνω στο σύνολο της κοινωνίας. Αντιτιθέμενος στη μεταφυσική παράδοση ο διαφωτισμός χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τον ορθό λόγο μετατρέπεται σε θετικισμό, κατά τους φιλοσόφους της Φρανκφούρτης, και συγκροτεί ένα συμπαγές σύστημα το οποίο είναι ολοκληρωτικό, όπως κάθε σύστημα. Με τα λόγια των συγγραφέων: “Ο Διαφωτισμός είναι ολοκληρωτικός. Οι ιδέες του για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν έχουν διαφορετική τύχη από τα παλιά universalia.”[1] Ως είναι και ως συµβαίνειν ο διαφωτισμός αναγνωρίζει εκ των προτέρων μόνον ό, τι μπορεί να συλληφθεί µέσω της ενότητας· ιδανικό του είναι το σύστημα, από το οποίο έπονται τα πάντα και το καθετί χωριστά. Όλα ενοποιούνται κάτω από τον όρο «άνθρωπος» και μέσω της τυπικής λογικής. Ο αριθμός γίνεται το μέτρο και οι εξισώσεις καθοδηγούν τα πάντα από την αστική δικαιοσύνη ως την ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Η θετική επιστήμη και κυρίως τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται ως εργαλείο που «ολοκληρώνει» τον κόσμο. Ο διαφωτισμός στην προσπάθειά του να αποφύγει το μυθικό στοιχείο, το οποίο κυριαρχούσε την προηγούμενη περίοδο ταυτίζει την αλήθεια με το τέλος του μαθηματικοποιημένου κόσμου, θέτει τη σκέψη ταυτόσημη με τα μαθηματικά[2], έτσι σχηματίζεται ένα λογικοποιημένο κλειστό σύστημα.
Περικλείοντας τα πάντα στο σύστημα του λόγου, ο διαφωτισμός «αποκόπτει το ασύμμετρο»[3]. Ο λόγος γίνεται το βοηθητικό εργαλείο του οικονομικού μηχανισμού ο οποίος εν τέλει θέτει και τους σκοπούς της ανθρώπινης δραστηριότητας κατά ένα μονοσήμαντο τρόπο. Τα πάντα (η φύση, τα πράγματα) υποτάσσονται στον έλλογο άνθρωπο αλλά και ο ίδιος υποτάσσεται στην αγορά και στους νόμους της. Με τα λόγια των συγγραφέων : Ο άνθρωπος αφήνει τις δυνατότητες που του έχουν δοθεί από τη γέννηση του να τυποποιούνται από την παραγωγή των εμπορευμάτων που μπορεί κανείς να αγοράσει στην αγορά. Στους ανθρώπους χαρίσθηκε ο εαυτός ως μοναδικός για κάθε πρόσωπο, ως διαφορετικός από όλους τους άλλους, για να γίνει µε ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα όμοιος. Επειδή όμως αυτό ποτέ δεν επιτυγχανόταν εντελώς, ο διαφωτισμός ερωτοτροπούσε πάντοτε, ακόμη και ολόκληρη την περίοδο του φιλελευθερισμού, µε τον κοινωνικό καταναγκασμό. Η ενότητα της χειραγωγούμενης συλλογικότητας συνίσταται στην άρνηση κάθε ατόμου, είναι χλευασμός του είδους της κοινωνίας που θα μπορούσε να κάνει τον καθένα άτομο»[4]. Οι συγγραφείς εδώ τονίζουν ότι η συλλογικότητα όπως διαμορφώνεται από τις αρχές του διαφωτισμού καταπιέζει το άτομο. Οι κανόνες της, όπως υποστηρίζουν οι Adorno-Horkheimer καθοδηγούν το άτομο «από τη σχολική τάξη ως το συνδικάτο».
Αναπτύσσονται ιδεολογικοί μηχανισμοί, οι οποίοι προωθούν τη μαζική παραγωγή και την κουλτούρα της και εγχαράσσουν στο μεμονωμένο άτομο τυποποιημένους τρόπους συμπεριφοράς, σαν να είναι οι μόνοι φυσικοί, λογικοί και κοινωνικά αποδεκτοί. Όποια συμπεριφορά ξεφεύγει από αυτά τα πρότυπα απορρίπτεται. Το άτομο αντιμετωπίζεται μόνον ως αντικείμενο πια, ως στατιστικό στοιχείο, ως success or failure. Ως επιτυχημένο άτομο ορίζεται αυτό που εκπληρώνει στόχους όπως η αυτοσυντήρηση, η επιτυχημένη εξομοίωση προς την αντικειμενoποιημένη λειτουργία του και προς τα πρότυπα που έχουν τεθεί σε αυτή. Ακόμη και η συλλογικότητα στην αστική κοινωνία του διαφωτισμού μετατρέπεται σε όργανο κυριαρχίας των λίγων στους πολλούς. Εργαλεία όπως ο καταμερισμός εργασίας, ο οποίος προβάλλεται από το σύστημα σαν τον μοναδικό τρόπο επίτευξης του στόχου της επιβίωσης αποδεικνύονται πολύ αποτελεσματικά σ’ αυτή την κατεύθυνση αφού θεωρούνται άρρηκτα δεμένα με τον καταναγκαστικό σκοπό της αυτοσυντήρησης. Η κοινωνική εργασία του ατόμου διαμεσολαβείται από τον ατομισμό και οφείλει να αποδώσει στο κεφάλαιο το κέρδος και στους εργάτες τη δύναμη για υπερεργασία. Δεμένα τα άτομα με το στόχο της αυτοσυντήρησης αυτοαποξενώνονται εξομοιούμενα σωματικά και πνευματικά με τον τεχνικό εξοπλισμό, που υπηρετούν. Η υποκειμενικότητα καταργείται.
Ο στόχος της αυτοσυντήρησης υποτάσσει την κοινωνία στην αναγκαιότητα, από την οποία, κατά τους φιλοσόφους της Φρανκφούρτης δεν είναι απαλλαγμένος ούτε και ο σοσιαλισμός. Ο σοσιαλισμός παραχωρώντας έδαφος στον «κοινό νου» (common sense) αναγνωρίζει ως αιώνια αυτή την αναγκαιότητα κι έτσι η σχέση μεταξύ αναγκαιότητας και ελευθερίας παραμένει σε ένα ποσοτικό επίπεδο, γίνεται μηχανιστική και στο σοσιαλισμό. Η αποστέωση της σκέψης που συνεπάγεται η μαθηματικοποίησή της είναι σε αντίθετη κατεύθυνση από την επαναστατική πρακτική η οποία απαιτεί διαρκή μάχη της σκέψης με την ασυνειδησία[5]. Ασυνειδησία είναι η έλλειψη της γνώσης που δεν συνθηκολογεί ενώπιον του κυρίαρχου καταμερισμού εργασίας. Η φιλοσοφία σ’ αυτήν την περίπτωση είναι υποχρεωμένη, κατά τους φιλοσόφους της Φρανκφούρτης, να αντισταθεί στην υποβολή που δέχεται η σκέψη από τους μηχανισμούς της κυριαρχίας με στόχο την ελευθερία της.
Το φλέγον για μας είναι να εξετάσουμε που οδηγεί η σκέψη των φιλοσόφων της Φρανκφούρτης. Οδηγεί σε απαξίωση του ορθολογικού; Σε απολυτοποίηση του μερικού; Στη προβολή του ατόμου έναντι του συνόλου;
Απέναντι στο τελευταίο ερώτημα, ο M. Horkheimer παίρνει θέση, υπογραμμίζοντας, σε προγενέστερο της «Διαλεκτικής του Διαφωτισμού» έργου του ότι η Κριτική Θεωρία αντιτίθεται τόσο στη λειτουργία του απομονωμένου ατόμου όσο και του συνόλου ατόμων. Σαν υποκείμενό της η κριτική σκέψη θεωρεί ένα συνειδητά καθορισμένο άτομο στις πραγματικές του σχέσεις με άλλα άτομα και ομάδες, στις αντιπαραθέσεις του σε μια καθορισμένη κοινωνική τάξη και σε όλο το πλέγμα των σχέσεών του με την κοινωνική ολότητά και τη φύση[6].
Το υποκείμενο αυτό δεν υπάρχει, κατά το φιλόσοφο, στη σύγχρονη κοινωνία λόγω της συγκεκριμένης αναχρονιστικής οργάνωσης και της κυριαρχίας των λίγων, όπως περιγράφηκε στη «Διαλεκτική του Διαφωτισμού». Θα μπορούσε να υπάρξει αν η κοινωνική οργάνωση προσανατολιζόταν στην κάλυψη των αναγκών του συνόλου. Αν υπήρχε η συνείδηση από τα άτομα του συνόλου ότι μέσω της εργασίας στοχεύουν σε ένα κοινό συμφέρον. Αυτή η συνείδηση, όμως δεν υπάρχει κατά τη γνώμη του ούτε και στη μαρξική κοινωνική οργάνωση και συγκεκριμένα στο προλεταριάτο, καθώς δεν διαθέτει την απαραίτητη κοινωνική συνοχή αφενός και αφετέρου η αντίθεση μεταξύ προσωπικού και ταξικού συμφέροντος( εκτός από κάποιες εξαιρετικές στιγμές) εμποδίζουν αυτή τη συνείδηση να μετατραπεί σε κοινωνική δύναμη. Κατά τη γνώμη του Horkheimer, ο διανοούμενος με τη δική του θεωρητική προσπάθεια και την κριτική του σκέψη μπορεί να αποτελέσει προωθητικό παράγοντα στην κατεύθυνση της συνειδητοποίησης. Η κριτική σκέψη μπορεί να βοηθήσει μέσω της πιο βαθιάς κατανόησης του παρόντος στην σύλληψη της επιθυμητής εικόνας του μέλλοντος και τον αντίστοιχο καθορισμό των πράξεων και των σκέψεων των ανθρώπων.
Στο ίδιο έργο, βέβαια, ο φιλόσοφος διευκρινίζει ότι : «Δεν υπάρχουν γενικά κριτήρια για την κριτική θεωρία ως σύνολο. Διότι τα δικά της κριτήρια βασίζονται πάντα στην επανάληψη γεγονότων και, συνεπώς, σε μια αυτοαναπαραγόμενη ολότητα. Ούτε υπάρχει κάποια κοινωνική τάξη, στη οποία θα μπορούσαμε να στηριχτούμε, επειδή αυτή συμφωνεί με τη θεωρία. Υπό τις παρούσες συνθήκες είναι δυνατό να αμβλυνθεί και να διαβρωθεί ιδεολογικά η συνείδηση οποιουδήποτε κοινωνικού στρώματος-έστω κι αν αυτό, από την ίδια του τη θέση, έχει μια τάση προς την αλήθεια».[7] Αυτή η διευκρίνιση, κατά τη γνώμη μας, αντιπαραθέτει την Κριτική Θεωρία στην μαρξική ανάλυση, καθώς η Κριτική Θεωρία προσπαθεί να κατανοήσει βαθύτερα την κοινωνική πραγματικότητα ενώ η μαρξική και να την ανατρέψει.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το κεντρικό πρόβλημα που απασχολεί τον Horkheimer είναι το πρόβλημα της αδυναμίας εντοπισμού ενός φορέα της κοινωνικής αλλαγής, πράγμα που έχει ως συνέπεια τη δυσχέρεια συγκρότησης της ίδιας της κριτικής θεωρίας. Η θεωρία δεν μπορεί πλέον να εκκινήσει από την παραδοχή ότι το προλεταριάτο από την ίδια του τη θέση έχει ορθή γνώση των «πραγματικών» συμφερόντων του και ότι η δημιουργική του δύναμη θα είναι μονοσήμαντα χειραφετητική. Για το λόγο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η αναζήτηση αξιών από τη θεωρία που να μπορούν να θεμελιωθούν ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των μαζών. Τέτοιες αξίες είναι για τον Horkheimer αφ' ενός οι αξίες του αστικού πολιτισμού (ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη), αφ' ετέρου σοσιαλιστικές αξίες ανακατασκευάσιµες βάσει της µαρξικής κριτικής της πολιτικής οικονοµίας.
Ο Horkheimer αναγνωρίζει την αξία της διαλεκτικής σχέσης μερικού-γενικού και αναλύει στο έργο του «Το πρόβλημα της αλήθειας» τη χεγκελιανή διαλεκτική. Δεν συμφωνεί με τη χεγκελιανή διαλεκτική σκέψη καθώς αυτή δημιουργεί σύστημα καθαρών εννοιών. Χρησιμοποιεί τον όρο υλιστική διαλεκτική των «ανοικτών ορίων», η οποία δεν θεωρεί το «έλλογο» ως πλήρες σε κανένα σημείο μέσα στην ιστορία και δεν αναμένει να επιλύσει τις αντινομίες, που αναπτύσσονται σ΄ αυτό, μέσω της πλήρους ανάπτυξης καθαρών ιδεών και των απλών συνεπειών τους. Πιο συγκεκριμένα, σε μια ιστορική περίοδο σε μια ελεύθερη κοινωνία, στην οποία τα άτομα αναπτύσσονται ελεύθερα, εμφανίζεται πλήθος αντινομιών. Η επίλυση των αντινομιών γίνεται «μέσω της έννοιας μιας διαφορισμένης ανώτερης μορφής ελευθερίας»[8], η οποία βοηθά στο ξεπέρασμα των αντινομιών αλλά δεν συμπίπτει με αυτό. Ούτως ή άλλως ο Horkheimer και η σχολή της Φρανκφούρτης είναι αντίθετοι με την στατική θεώρηση των όρων της πραγματικότητας, με τον περιορισμό τους στα όρια του έλλογου στοιχείου. Η ελευθερία που προτείνουν ουσιαστικά είναι ελευθερία από το έλλογο στοιχείο. Το πρόβλημα είναι ότι η μελλοντική κατάσταση στο έργο τους εμφανίζει απροσδιοριστία καθώς δεν προτείνεται ένα πιο συγκεκριμένο σχέδιο.
Η Κριτική θεωρία αναγνωρίζει και η ίδια τη μερικότητά της. Αναγνωρίζει επίσης την ανάγκη ενός σκοπού που θα ενιαιοποιεί τη δράση των συνειδητών ατόμων στην κατεύθυνση της χειραφέτησης. Κατά τη γνώμη μας, η απάντηση βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις γραμμές των έργων του Μαρξ-Έγκελς, οι οποίοι λαμβάνοντας υπόψη τη διαλεκτική σχέση μερικού-γενικού, ατόμου-κοινωνικού συνόλου θέτουν συγκεκριμένα το σκοπό της χειραφέτησης: την κομμουνιστική κοινωνία όπως αυτή σχηματίζεται με πραγματικούς όρους της κάθε ιστορικής εποχής.
Οι Μαρξ-Έγκελς στη «Γερμανική Ιδεολογία» αναφέρονται στο δρων υποκείμενο της ιστορίας που είναι οι πραγματικοί άνθρωποι, έτσι όπως καθορίζονται από μιαν ορισμένη ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων και της επικοινωνίας που αντιστοιχεί σ’ αυτές μέχρι τις πιο πλατιές μορφές της. Η συνείδηση δεν μπορεί να είναι ποτέ οτιδήποτε άλλο από συνειδητή ύπαρξη και η ύπαρξη των ανθρώπων είναι η πραγματική διαδικασία της ζωής τους[9]. Πάνω σ΄ αυτή τη διαδικασία αναπτύσσονται ιδεολογικές αντανακλάσεις και απηχήσεις. Η ηθική, η θρησκεία, όλη η ιδεολογία και οι αντίστοιχες μορφές συνείδησης δεν είναι ξεχωριστές και αυτόνομες από το κιονωνικοοικονομικό τους περιβάλλον. Η συνείδηση των συγκεκριμένων ατόμων καθορίζεται από τους όρους της ζωής τους. Έτσι και η απελευθέρωσή τους θα συμβεί με πραγματικούς όρους.
Οι πραγματικοί-ιστορικοί όροι ενώνουν τα πραγματικά άτομα σε τάξεις ανάλογα με τα συμφέροντά τους τα οικονομικά και όχι μόνο. Στην προκειμένη περίπτωση μας ενδιαφέρει η τάξη που έχει συμφέρον να χειραφετηθεί, δηλαδή, η εργατική τάξη. Επιθυμεί να καταργηθεί η παλιά μορφή κοινωνικής οργάνωσης που την καθιστά εξουσιαζόμενη και να αναλάβει την εξουσία προς το συμφέρον όλης της κοινωνίας. Αυτή η επιθυμία παραμένει μια ευχή διότι το ιδιωτικό συμφέρον πολλές φορές συγκρούεται με το ατομικό. Όσο παραμένουν οι άνθρωποι στην κατάσταση της φυσικής κοινωνίας, δηλαδή όσο υπάρχει το σχίσμα ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο κοινό συμφέρον και ο καταμερισμός εργασίας δε γίνεται εθελοντικά τόσο η πράξη του ανθρώπου γίνεται μια ξένη δύναμη που εντέλει τον υποδουλώνει σ’ αυτόν που ορίζει τον καταμερισμό. Άρα η ελευθερία γίνεται ελευθερία αυτού που έχει τη διαχείριση της οργάνωσης της εργασίας.
Ο στόχος της απελευθέρωσης ολόκληρης της κοινωνίας ικανοποιεί και το στόχο της απελευθέρωσης κάθε ατόμου ξεχωριστά. Αφού κατά τους Marx-Egels, μπορεί να αποδειχτεί εμπειρικά ότι η παγκόσμια αγορά υποδουλώνει με τους μηχανισμούς της όλους τους ανθρώπους της εκμεταλλευόμενης τάξης, τότε η επαναστατική διαδικασία της απελευθέρωσης θα απελευθερώσει όλα τα άτομα της τάξης και των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων. Η επαναστατική διαδικασία προϋποθέτει την παραγωγή σε μαζική κλίμακα της κομμουνιστικής συνείδησης (συνείδηση, θα την έλεγαν οι της Φρανκφούρτης), δηλαδή η αλλαγή των ανθρώπων σε μαζική κλίμακα, μια αλλαγή που μπορεί να γίνει μονάχα με ένα πρακτικό κίνημα, με μια επανάσταση.[10] Η κοινωνική αλλαγή που θα θεμελιώσει εξ αρχής την κοινωνία ενοποιεί το μερικό με το γενικό, το άτομο με το σύνολο.
Εξ αυτού προκύπτει το πραγματικό ερώτημα της ανάλυσης των ιστορικών πραγματικών όρων υπό τους οποίους θα γίνει αυτό. Αυτό είναι το ιδεολογικό στοίχημα της εποχής μας, με το οποίο δεν πρέπει να ασχοληθεί μόνο ο θεωρητικός, όπως λένε οι της Φρανκφούρτης αλλά το σύνολο της τάξης που την αφορά.
Σημειώσεις
[*] Η Χρυσή Μονιάκη είναι υποψήφια Διδάκτορας Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ
[1] T.B. Adorno-M. Horkheimer, Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού-Φιλοσοφικά Αποσπάσματα , μτφ Λ. Αναγνώστου, επίμετρο Κ. Ψυχοπαίδης, εκδ. νήσος, Αθήνα 1996, σ. 34
[2] ‘Ο. π., 61.
[3] Ό.π., σ.43
[4] Ό.π., σ.43.
[5] Ό.π., σ.86
[6] M. Horkheimer, Παραδοσιακή και Κριτική Θεωρία στο Φιλοσοφία και Κοινωνική Κριτική, μτφ Α.Οικονόμου- Ζ. Σαρίκας, εκδ. ύψιλον, σ. 31.
[7] Ό.π., σ.60
[8] M. Horkheimer, Το Πρόβλημα της αλήθειας, μτφ. Σ. Ροζάνη, εκδ. Έρασμος, Αθήνα 1989,σ. 50.
[9] Κ Marx, F. Egels, Η Γερμανική Ιδεολογία, μτφ. Κ. Φιλίνη, εκδ. Gutenberg, τ. πρώτος, σ. 67.
[10] Ό.π., σ.87
ΠΗΓΗ:http://www.e-lesxi.gr/t10-ekp-arth2
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.