Ένα από τα βασικά πράγματα που κράτησα από τις βασικές μου σπουδές στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Ρεθύμνου στις αρχές του 2000 ήταν το Sapere aude, για το οποίο αφιέρωσαν πολλές από τις διαλέξεις τους οι αείμνηστοι Σταύρος Κωνσταντακόπουλος και Στέλιος Αλεξανδρόπουλος..
Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να εφαρμόσω το εν λόγω σκεπτικό στο υπόμνημα Λιάκου το οποίο συνιστά κατεξοχήν έκφραση της θέσης που λέει, αναφορικά με τη σχέση ακαδημαϊκής γνώσης και άσκησης εκπαιδευτικής πολιτικής, ότι η επιστημονική γνώση, ακριβώς επειδή αποτελεί μέσο κατάκτησης του αγαθού, οφείλει να εφαρμοστεί στην άσκηση πολιτικής με στόχο την αναμόρφωση των θεσμών και την κοινωνική εξέλιξη. Κάτι που σημαίνει ότι οι παραγωγοί αυτής της γνώσης έχουν και μια προνομιακή θεώρηση του τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας, ως εκφραστές εκείνης της μορφής της ορθολογικότητας που αρμόζει στον θεωρητικό βίο, σε αντίθεση με την πρακτική ορθολογικότητα αυτών στους οποίους θα εφαρμοστεί αυτή η γνώση, δηλαδή, στην περίπτωσή μας, τους εκπαιδευτικούς και των οποίων η ορθολογικότητα είναι κατώτερης ποιότητας από αυτήν του θεωρητικού βίου. Μακριά από μένα σχετικιστικές και μεταμοντέρνες αρνήσεις της επιστημονικής γνώσης, στις οποίες κανείς θα προσέτρεχε για να ασκήσει κριτική στην εν λόγω διάκριση μεταξύ «θεωρητικής» και «πρακτικής» ορθολογικότητας.
Αυτό που θέλω να επισημάνω με την παρατήρηση αυτή είναι ότι το σκεπτικό του υπομνήματος Λιάκου έχει ως βασική παραδοχή μια στρεβλή αντίληψη για το είδος της ορθολογικότητας που χαρακτηρίζει εκείνες της κοινωνικές ομάδες τις οποίες το εν λόγω υπόμνημα έρχεται να προστατεύσει (μου θυμίζει κάτι από αυτό που θα λέγαμε με μια πιο τεχνική γλώσσα «αποικιοποίηση του βιόκοσμου», μιας και το υπόμνημα αρέσκεται σε έννοιες – πυροτεχνήματα για να κάνει εντύπωση είτε στους τεχνοκράτες του Υπουργείου είτε σε όσους ταυτίζουν την εκπαιδευτική έρευνα με τα ερωτηματολόγια). Εξηγούμαι: το υπόμνημα είναι δομημένο πάνω στον εντοπισμό ενός προβλήματος και σε μια λύση.
Το «πρόβλημα», για το υπόμνημα πάντα, είναι, πέρα από την μαζικοποίηση της εκπαίδευσης η οποία έχει ως αποτέλεσμα την κοινωνική πίεση για ανοδική κινητικότητα ή την απλή επαγγελματική ένταξη και την εργαλειοποίηση του Λυκείου (αυτό το ξέρουμε εδώ και 30 χρόνια), ότι η πλειοψηφία των μαθητών δεν σπουδάζει αυτό που επιθυμεί και υπάρχει ένα domino effect σε σχέση με τις θέσεις που καταλαμβάνουν όσοι αποτυγχάνουν να καταλάβουν τις υψηλές πανεπιστημιακές θέσεις που επιθυμούν, εκτοπίζοντας ακόμα και από τα τμήματα με χαμηλά μόρια εκείνους που τα επιθυμούν. Η λύση που προτείνεται απέναντι σε αυτό το πρόβλημα είναι η επιβράβευση όσων έχουν αποφασίσει νωρίς στην πορεία των σχολικών τους χρόνων το τι θέλουν να σπουδάσουν. Πάνω σε αυτή τη σκέψη οικοδομείται όλη το υπόμνημα. Διαβάστε (μην το προσπεράσετε): «Η διευθέτηση αυτή βασίζεται σε μια αρχή ανταποδοτικότητας η οποία αποσκοπεί να εξασφαλίσει όσο το δυνατό περισσότερο τη δικαιοσύνη ανάμεσα στη βούληση του ενός και στη βούληση των πολλών. Αυτό σημαίνει ότι όσο λιγότερες είναι οι επιλογές (σήμερα είναι έως και 70!), τόσο ισχυρότερη θεωρείται ότι είναι η βούληση των υποψηφίων. Αυτό έχει ως συνέπεια, με τη σειρά του, ότι ο συντελεστής προτεραιότητας για την πρόσβαση σε ένα τμήμα, εξαρτάται από τον αριθμό των επιλογών. Όσο λιγότερες είναι οι επιλογές, τόσο ισχυρότερος ο συντελεστής επιλογής. Επομένως ανάμεσα σε δυο υποψηφίους που έχουν ένα τμήμα ως πρώτη επιλογή, ο συντελεστής της πρώτης επιλογής εκείνου που δηλώνει λιγότερες επιλογές (εμφανίζεται επομένως με μεγαλύτερη βεβαιότητα γι αυτές) είναι μεγαλύτερος από εκείνου που δηλώνει περισσότερες επιλογές και επομένως μικρότερη βεβαιότητα …..Αν ένας φοιτητής επιλέξει μόνο ένα τμήμα για εισαγωγή,επιβραβεύεται με το μέγιστο συντελεστή βαρύτητας (100%) για την επιλογή του και αποκτά ισχυρό προβάδισμα έναντι όλων των άλλων. Αν επιλέξει δύο τμήματα τότε οι συντελεστές διαφοροποιούνται σε 65% για την πρώτη επιλογή του και 35% για τη δεύτερη, αν επιλέξει τρία τμήματα τότε επιμερίζεται σε 55% για την πρώτη επιλογή, 30% για τη δεύτερη και 15% για την τρίτη. Ο συντελεστής βαρύτητας συνεχίζει να δίνει φθίνουσες τιμές ακόμη και για τον φοιτητή που θέλει να περιλάβει 10 επιλογές τμημάτων, μετά τις οποίες γίνεται μηδενικός».
Προφανώς ο συντάκτης του υπομνήματος έχει πλήρη άγνοια από τις ψυχοκοινωνικές λογικές που σχηματοποιούν τη φιλοδοξία κοινωνικής ανόδου ή την επιθυμία για να «έχει κανείς ένα πτυχίο». Αναλύοντας κανείς τη διαδικασία σχηματισμού του habitus των μαθητών οι οποίοι βλέπουν το πανεπιστήμιο ως μέσο κοινωνικής ανόδου (για βιβλιογραφικές παραπομπές είμαι στη διάθεση του οποιουδήποτε), θα δει ότι αυτό δομείται στη βάση μιας βιογραφικής αμφιθυμίας η οποία εδράζεται είτε α) σε μια διαρκή απόπειρα επίλυσης μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε αυτό που ο μαθητής ήταν και σε αυτό που διεκδικεί να γίνει μέσα από τις σπουδές του είτε β) σε μια επιθυμία να συμφιλιώσει αυτό που του λένε να γίνει και στην αδυναμία του βιοκόσμου του να του παρέχει τα μέσα για να το καταφέρει, με τις σπουδές να παίζουν το ρόλο αυτής της συμφιλίωσης. Με άλλα λόγια, το ότι η πλειοψηφία των μαθητών του Γενικού λυκείου είναι αναποφάσιστοι, δεν έχει να κάνει με το ότι η ορθολογικότητά τους είναι «ελαττωματική» ή αδύναμη να εφαρμόσει τις αρχές του homo economicus τις οποίες υιοθετούν εντελώς άκριτα οι θεωρητικοί των παιγνίων (ένας εξ αυτών πήγε να εφαρμόσει την θεωρία των παιγνίων στην ελληνική οικονομία αλλά αυτός ζει σε ανεπτυγμένη οικονομία άλλης χώρας, κλασικός εκφραστής των «θεωρητικών του καναπέ» τους οποίους τόσο εύστοχα σχολίασε ο C. W. Mills πριν 60 χρόνια) ή της Rational Action Theory. Αντί να εστιάσουν στην πολυπλοκότητα των όρων σχηματισμού της επιθυμίας, οι συντάκτες του υπομνήματος ενοχοποιούν την αναποφασιστικότητα των μαθητών και, τουναντίον, επιχειρούν να δικαιολογήσουν την επιβολή αυτής της αστόχαστης ορθολογικότητας, μέσα από μαθηματικά μοντέλα που μετατρέπουν αυτή την ενοχοποίηση σε «τελεστές βαρύτητας». Εδώ έχουμε να κάνουμε με την περίφημη επισήμανση περί «ετερογονίας των σκοπών» της οποίας την αξία, εγώ τουλάχιστον, κατάλαβα μέσα από τα γραπτά του Weber και του Κονδύλη. Πιο συγκεκριμένα, ενώ οι συγγραφείς του υπομνήματος εμφορούνται από μια συνειδητή πρόθεση να προστατεύσουν τις κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες μέσω της λογικής που διαφημίζουν ως «ταξική προκατάληψη», το μη συνειδητό αποτέλεσμα είναι να στιγματίζουν ηθικά όλους εκείνους τους μαθητές (δηλ το σύνολο των μαθητών εργατικής προέλευσης οι οποίοι επέλεξαν το Γενικό και όχι το Τεχνικό ως μεταγυμνασιακή επιλογή) οι οποίοι στα 16 τους αποφάσισαν σίγουρα ότι οι δουλειές της εργατικής τάξης (για να θυμηθούμε και τον Willis) δεν τους ταιριάζουν, αλλά δεν αποφάσισαν ακόμα πώς θα αντικαταστήσουν αυτή την απόφαση.
Θα κλείσω με μια επιπλέον προβληματική θέση του υπομνήματος την οποία δεν ανέφερα στην αρχή για τον απλό λόγο ότι πολύ εύκολα θα με κατηγορούσαν για «συντεχνιακή λογική». Είναι εντυπωσιακό ότι έχουν εξαφανιστεί από το «Νέο Λύκειο» και τις ομάδες μαθημάτων, οι Κοινωνικές Επιστήμες (και ειδικά η Κοινωνιολογία ή η Πολιτική Παιδεία, μαθήματα τα οποία αν και δεν δίνονται πανελλαδικά απολαμβάνουν της αναγνώρισης των μαθητών) και, απεναντίας έχει σθεναρά υποστηριχτεί από τον συντάκτη του υπομνήματος ότι η «Θεωρία και Μέθοδος της Ιστορίας (μεταξύ άλλων) καλλιεργεί τον τρόπο σκέψης ανεξαρτήτως της ειδικότητας στην οποία θα προσανατολιστούν οι μαθητές». Θα μπορούσα και εγώ από τη μεριά μου να κατηγορήσω τον κ Λιάκο για «συντεχνιακή λογική» και ότι επιβάλλει το δικό του γνωστικό πεδίο σε ένα πάρα πολύ κρίσιμο κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Δεν θα το κάνω αλλά τουλάχιστον θα περίμενα να μας εξηγήσει ποιο είναι (όχι το θεσμικό ή οι συμβιβασμοί λόγω των συγκρούσεων διαφόρων ομάδων πίεσης) το γνωσιοθεωρητικό ή επιστημολογικό σκεπτικό αυτής της επιλογής. Εκτός και αν θεωρεί τους δέκτες της θεωρητικής ορθολογικότητας την οποία υποτίθεται ότι εκφράζει το υπόμνημά του (δηλαδή τους εκπαιδευτικούς), ως ανάξιους να εμπλακούν σε τέτοιου είδους συζητήσεις και ότι απλά τους αρκεί να τους προσφέρουμε έτοιμες τις «λύσεις» σε προβλήματα στα οποία οι «πεφωτισμένοι» θεωρητικοί έχουν μονοπωλιακή πρόσβαση. Θεωρώ ότι δεν έχει νόημα να υπερασπιστώ την αξία της Κοινωνιολογίας ή σχετικών μαθημάτων Κοινωνικών επιστημών σε ανθρώπους των οποίων η επιστημονική formation είναι δομημένη πάνω σε αυτές τις επιστήμες. Αυτό που θα ήθελα να τους θυμίσω, ως μάχιμος εκπαιδευτικός ο οποίος διδάσκει τα εν λόγω μαθήματα σε αγροτικές περιοχές εδώ και δέκα χρόνια, είναι ότι η συναίνεση των εκπαιδευτικών την οποία επικαλούνται για να υλοποιήσουν το Νέο Λύκειο, προϋποθέτει δεξιότητες συνεργασίας (σαν και αυτές που προτείνει ο Sennett στο τελευταίο του βιβλίο) μια εκ των οποίων είναι το να μην συγχέουν τα πράγματα της λογικής με τη λογική των πραγμάτων, επιχειρώντας να επιβάλλουν τα μεν στα δε.
Μιχάλης Χριστοδούλου
Δρ Κοινωνιολογίας – εκπ/κός Δ/θμιας εκπ/σης
ΠΗΓΗ:https://www.alfavita.gr/
Ανάρτηση από: geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.