Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Βιβλιοκριτική: Η περί έθνους συζήτηση




Τα χαρακτηριστικά και, ιδίως, η πραγματική ή φαντασιακή υπόσταση των εθνών αποτελούν τις τελευταίες δεκαετίες αντικείμενο μιας αντιπαράθεσης που υπερβαίνει το πεδίο της επιστήμης και εισέρχεται στο πεδίο της ιδεολογίας, αποκτώντας και την ανάλογη φόρτιση. Απλουστεύοντας θα έλεγε κανείς ότι η θεώρηση των εθνών ως «φαντασιακών κατασκευών» είναι της μόδας ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς εντάσσεται μαζί με την «καταδίκη του εθνικισμού» σε μια «κοσμοπολίτικη» ρητορική που προσβλέπει σε έναν «μεταεθνικό κόσμο». Αυτή η αντίληψη κυριαρχεί στο πολιτικό ρεπερτόριο της σύγχρονης αριστεράς (με την εξαίρεση κάποιων νησίδων της), αλλά και της νεοφιλελεύθερης πτέρυγας της δεξιάς που ομνύει στον διεθνισμό του κεφαλαίου.

Όπως σωστά έχει παρατηρήσει ο Π. Κονδύλης στο βιβλίο του «Από τον 20ο στον 21ο αιώνα», είναι πολιτικά αδιάφορο αν τα έθνη είναι πράγματι «φαντασιακές κατασκευές» ή όχι: πολιτική σημασία έχει το ερώτημα, αν συγκεκριμένα σύνολα ανθρώπων έχουν την διάθεση, έστω και επιστρατεύοντας μύθους, να ορίσουν τον εαυτό τους ως έθνος και να ενεργήσουν, δηλ. να ζήσουν και να πεθάνουν, στο όνομα αυτού του έθνους. Αν το κάνουν αυτό, τότε έχουν προφανώς τους λόγους τους, και το μόνο ουσιώδες ζήτημα είναι αν και στο μέλλον θα θεωρούν αυτό το «κατασκεύασμα» ως το καλύτερο μέσο για την προάσπιση των συμφερόντων τους. Και όσοι προσβλέπουν π.χ. στην «καταπολέμηση των εκατέρωθεν εθνικισμών» ως λύση για τις διακρατικές σχέσεις, μάλλον θα πλανώνται πλάνην οικτράν.

Όμως και η επιστημονική συζήτηση για την φύση και τις καταβολές των εθνών έχει την αξία της. Στην Ελλάδα (λόγω και της εικοσαετούς κυριαρχίας «εκσυγχρονιστικών» αντιλήψεων) έχουν μεταφραστεί αρκετά βιβλία της σχολής που υποστηρίζει τον φαντασιακό χαρακτήρα των εθνών , με κυριότερα το αξιόλογο «Φαντασιακές Κοινότητες» του Benedict Anderson και τα μάλλον στρατευμένα «Έθνη και Εθνικισμός» και «Εθνικισμός, Πολιτισμός, Πίστη και Εξουσία» του Ernest Gellner. Αντιθέτως, τα έργα του διακεκριμένου βρετανού καθηγητή Anthony D. Smith που υποστηρίζουν την καταγωγή των εθνών από πολύ αρχαιότερες πολιτισμικές ομάδες μεταφράστηκαν είτε αργότερα (όπως το «Εθνική Ταυτότητα» ) είτε καθόλου, όπως τo θεμελιώδες The Ethnic Origins of Nations .

Στα έργα του «Έθνη και Εθνικισμός» και «Εθνικισμός, Πολιτισμός, Πίστη και Εξουσία», ο Gellner απορρίπτει ως «μύθο» την άποψη ότι η εθνική ταυτότητα είναι εγγενής στην ανθρώπινη φύση και συνεπώς ο φυσικός τρόπος ταξινόμησης των ανθρώπων. υποστηρίζει τη θέση ότι τα έθνη είναι φαινόμενα (κατασκευές) της νεωτερικότητας. Η βασική του θέση είναι ότι οι ρίζες του εθνικισμού εντοπίζονται στη μετάβαση από την αγροτική στη βιομηχανική κοινωνία, η οποία εξαρτά την ευημερία της από την κοινωνική κινητικότητα εγγράμματων πολιτών στο πλαίσιο μιας ενιαίας κουλτούρας ταυτισμένης με το κράτος.

Ο Gellner ορίζει τον εθνικισμό ως την πολιτική αρχή («εθνικιστική αρχή») που υποστηρίζει την εναρμόνιση της πολιτικής και της εθνικής οντότητας, τη σύμπτωση δηλαδή κρατικών και εθνικών ορίων. Εφ’ όσον η εθνότητα προσδιορίζεται κατά βάση με όρους κοινού πολιτισμού, ο στόχος είναι η ένταξη στην ίδια μονάδα πολιτικής οργάνωσης όλων όσων ανήκουν στην ίδια κουλτούρα και αντίστροφα, η εμπέδωση και διαιώνιση της ίδιας κουλτούρας σε όσους εντάσσονται στην ίδια πολιτική μονάδα. Από τις πιθανές παραβιάσεις της εθνικιστικής αρχής ως σοβαρότερη θεωρείται η περίπτωση στην οποία η ηγετική ομάδα του κράτους ανήκει σε έθνος διαφορετικό από εκείνο της πλειοψηφίας των υπηκόων.

Ο Gellner αποδίδει τη διάδοση της εθνικιστικής αρχής στις λειτουργικές ανάγκες της βιομηχανικής κοινωνίας (διάχυτη κοινωνική κινητικότητα, πολύπλοκος καταμερισμός εργασίας, κεντρικός ρόλος της κουλτούρας κ.λπ.). Η μεγάλη απήχηση και ο επιθετικός χαρακτήρας του εθνικισμού στις αρχές του 20ού αιώνα αποδίδονται σε έναν συνδυασμό ιδεολογικών και οικονομικών παραγόντων, και συγκεκριμένα στομείγμα ρομαντισμού, κοινοτισμού, λαϊκισμού, βιταλισμού και δαρβινικού βιολογισμού, που συμπίπτει με την οικονομική και κοινωνική κρίση.

Συνολικά, η θέση του Gellner απέναντι στις έννοιες του έθνους και του εθνικισμού μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

«Τα έθνη, ως φυσικός, θεόσταλτος τρόπος ταξινόμησης των ανθρώπων, ως ένα εγγενές, αν και πολύ καθυστερημένο, πολτικό πεπρωμένο, είναι μύθος. Ο εθνικισμός, που άλλοτε παίρνει προϋπάρχουσες κουλτούρες για να τις μετατρέψει σε έθνη, άλλοτε τις εφευρίσκει, συχνά δε τις εξαλείφει, αυτός είναι καλώς ή κακώς μια πραγματικότητα, και μάλιστα σε γενικές γραμμές αναπόφευκτη».

Αντίθετα ο Anderson στις «Φαντασιακές Κοινότητες» προσεγγίζει πιο αμερόληπτα το φαινόμενο του έθνους, αν και εκκινεί και εκείνος από την παραδοχή ότι το έθνος είναι πολιτισμικό κατασκεύασμα.

Ειδικότερα θεωρεί το έθνος ως μια μορφή φαντασιακής πολιτικής κοινότητας, η οποία αντιλαμβάνεται εαυτήν ως εγγενώς οριοθετημένη και κυρίαρχη. Το φαντασιακό στοιχείο έγκειται στο ότι ένα μέλος της κοινότητας δε θα γνωρίσει ποτέ τη συντριπτική πλειονότητα των υπολοίπων, παρ’ όλα αυτά όμως έχει την αίσθηση της σύνδεσης και συντροφικότητας μαζί τους. Η οριοθέτηση προκύπτει από το γεγονός ότι σε πλανητικό επίπεδο υφίστανται περισσότερες της μιας τέτοιες κοινότητες, με αποτέλεσμα να υφίστανται και σύνορα μεταξύ τους. Το στοιχείο της κυριαρχίας καθορίζεται ιστορικά από τον πλουραλισμό φαντασιακών κοινοτήτων (στην προηγούμενη εκδοχή τους, των θρησκειών) κατά την εποχή της ανάδυσης του έθνους, ο οποίος καθιστά την ελευθερία-κυριαρχία της κάθε μίας ύψιστη αξία. Σημειωτέον ότι το έθνος κατά το συγγραφέα δεν είναι η μόνη νοητή εκδοχή φαντασιακής κοινότητας (αντιθέτως, θεωρεί ότι κάθε κοινότητα μεγαλύτερη από ένα χωριό όπου υφίσταται προσωπική επαφή είναι φαντασιακή), ούτε η μόνη που υπήρξε ιστορικά (π.χ. άλλη μορφή φαντασιακής κοινότητας υπήρξε η θρησκευτική)- είναι όμως η πολιτικά κυρίαρχη εκδοχή φαντασιακής κοινότητας κατά τους Νέους Χρόνους, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να γίνεται πια αντιληπτή ως σύμφυτη με την ανθρώπινη προσωπικότητα.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η δημιουργία των εθνών προς το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα ήταν το «αυθόρμητο απόσταγμα μιας σύνθετης συνάντησης διαφορετικών ιστορικών δυνάμεων». Πιο συγκεκριμένα, ότι η δυνατότητα της φαντασιακής σύλληψης της εθνικής κοινότητας ως τέτοιας εμφανίστηκε κατά την ιστορική συγκυρία της κάμψης της επιρροής τριών άλλων πολιτισμικών αντιλήψεων, και ειδικότερα (1) της θρησκείας και της συνεπαγόμενης «γραφής» που εξασφάλιζε προνομιακή πρόσβαση στην οντολογική αλήθεια, (2) της ιερής νομιμοποίησης της μοναρχίας και (3) της σύλληψης κοσμολογίας και ιστορίας ως αξεδιάλυτων. Η παρακμή των βεβαιοτήτων αυτών, που συμβαίνει πρωτίστως λόγω της οικονομικής αλλαγής, των κοινωνικών και επιστημονικών ανακαλύψεων και της ανάπτυξης των επικοινωνιών, δημιουργεί την ανάγκη για ένα νέο τρόπο υπέρβασης του θανάτου ως πρώτιστου υπαρξιακού προβλήματος και σύνδεσης των εννοιών «αδερφότητα», «εξουσία» και «χρόνος».

Αυτή η νέα πολιτισμική συνειδητοποίηση βρήκε τη μορφοποίησή της στον εθνικισμό, ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής, της τυπογραφίας και της γλωσσικής διαφορετικότητας. Η τυπογραφία επέτρεψε τη δημιουργία ενός νέου οικονομικού κλάδου, των εκδόσεων, ο οποίος στα πλαίσια της καπιταλιστικής λογικής επεδίωκε τη διάνοιξη νέων αγορών και συνεπώς, μόλις η λατινική γλώσσα φάνηκε να φτάνει στα όριά της, στράφηκε στις καθομιλούμενες γλώσσες και τις ανέδειξε. Επίσης, καθομιλούμενες γλώσσες καθιερώθηκαν για τους σκοπούς των διοικητικών μηχανισμών. Έτσι οι έντυπες γλώσσες έθεσαν τα θεμέλια της εθνικής συνείδησης (1) παρέχοντας ενιαία πεδία ανταλλαγής και επικοινωνίας σε γλώσσα γραπτή μεν, αλλά προσιτότερη από τη λατινική, (2) προσδίδοντας στη γλώσσα σταθερότητα και (3) δημιουργώντας γλώσσες «εξουσίας».

Ιδίως στην Ευρώπη, ο έντυπος λόγος έπαιξε καίριο ρόλο στην ανάπτυξη των εθνικών συνειδήσεων. Απευθυνόταν, όχι μόνο στην παλαιά αριστοκρατία των ευγενών-γαιοκτημόνων, αλλά και στα ανερχόμενα μεσαία στρώματα των επαγγελματιών και υπαλλήλων και κυρίως στην εμπορική και βιομηχανική αστική τάξη. Η τελευταία διαμορφώνει την ταξική αλληλεγγύη της με «φαντασιακό» τρόπο και γίνεται βασικός φορέας της «εθνικής» συνείδησης, το περιεχόμενο της οποίας στη συνέχεια διευρύνεται και με άλλα πολιτικά αιτήματα αναλόγως των εκάστοτε συνθηκών.

Κατά τον Anderson το «μοντέλο» του έθνους αποδείχθηκε ως μια μορφή οργάνωσης ικανή να μετεμφυτευτεί σε μεγάλη ποικιλία κοινωνικών υποστρωμάτων, επηρεάζοντας τα προϋφιστάμενα πολιτικά και ιδεολογικά μορφώματα και συγχωνευόμενη με αυτά. Στη συνέχεια ο ήδη αναπτυγμένος εθνικισμός γίνεται αντικείμενο χειραγώγησης από τις ομάδες εξουσίας, οι οποίες αντιλαμβάνονται τη δύναμη του νέου ρεύματος και προσπαθούν με τη χαλιναγώγησή του να αποφύγουν την περιθωριοποίηση τους. Προκύπτει επομένως από τα μέσα του 18ου αι. ο «επίσημος εθνικισμός», που συνίσταται πλέον σε πολιτικές σχεδιασμένες πάνω στο μοντέλο του αυθόρμητου λαϊκού εθνικισμού που προηγήθηκε.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η εξέταση του μεταπολεμικού, «τελευταίου κύματος» εθνικισμών που εκδηλώθηκε κατά την αποαποικιοποίηση της Ασίας και της Αφρικής. Ο συγγραφέας θεωρεί το κύμα αυτό ως απάντηση στον πλανητικό ιμπεριαλισμό αποικιακών δυνάμεων, που υπήρξε αποτέλεσμα του βιομηχανικού καπιταλισμού. Η δημιουργία, στα αποικιακά εδάφη, γραφειοκρατιών και επιχειρήσεων επανδρωμένων από αυτόχθονες πληθυσμούς, και κυρίως των σχολικών συστημάτων που ήταν αναγκαία για την εκπαίδευση των πληθυσμών για τις λειτουργίες αυτές, παρείχαν τη βάση για νέες «φαντασιακές» κοινότητες, στις οποίες οι αυτόχθονες αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως μέλη μιας εθνότητας.

Εν τέλει ο Anderson επανέρχεται στο ερώτημα, γιατί τόσοι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να δώσουν τη ζωή τους για μια «επινόηση» όπως το έθνος, όπως άλλωστε τεκμηριώνεται από τις εκατόμβες των σύγχρονων πολέμων, όπου εκατομμύρια ανθρώπων θυσιάστηκαν πρόθυμα κάτω από τις σημαίες των εθνών τους. Παρατηρεί ότι η θυσία κάποιου για μια πατρίδα δεν έχει επιλέξει εμπεριέχει ηθικό μεγαλείο και προϋποθέτει την αγάπη γι’ αυτήν. Η αγάπη για την πατρίδα δεν διαφέρει από άλλα συναισθήματα αγάπης: και στη μεν και στα δε ενυπάρχει το φαντασιακό στοιχείο. Η αγάπη αυτή κοινωνείται πρωτίστως μέσω της γλώσσας, μέσω της οποίας «ανασυγκροτούμε το παρελθόν, φαντασιώνουμε τις συντροφικότητες και ονειρευόμαστε το μέλλον». Ο συγγραφέας, αντιπαρατιθέμενος στην τάση «προοδευτικών» διανοουμένων να ταυτίζουν τις δύο έννοιες, διαχωρίζει τον εθνικισμό από τον ρατσισμό, ο οποίος αναφέρεται όχι σε εθνικά αλλά σε βιολογικά χαρακτηριστικά, και συνδέθηκε κυρίως με την ευρωπαϊκή αποικιακή κυριαρχία.

Αντίθετα με τους Gellner και Anderson, ο Anthony D. Smith, στο (μη μεταφρασμένο στα ελληνικά) θεμελιώδες έργο του “The Ethnic Origins of Nations” αντιπαρατίθεται στη διαδεδομένη άποψη ότι τα έθνη είναι προϊόντα αποκλειστικά των τελευταίων δύο αιώνων.

Δεν αμφισβητεί κατ’ αρχήν το γεγονός ότι τα έθνη όπως τα γνωρίζουμε είναι σχηματισμοί των Νέων Χρόνων. Βασική παραδοχή του όμως είναι ότι το σύγχρονο έθνος, το οποίο έχει ορίσει στο έργο του «Εθνική Ταυτότητα» έχει ορίσει ως έναν «επώνυμο ανθρώπινο πληθυσμό που μοιράζεται μια ιστορική επικράτεια, κοινούς μύθους και ιστορικές μνήμες, μια μαζική δημόσια κουλτούρα, μια κοινή οικονομία και κοινά δικαιώματα και υποχρεώσεις για όλα τα μέλη του», βασίζεται σε μια εξέλιξη πιο μακροχρόνια απ’ ό,τι γίνεται γενικά δεκτό.

Ειδικότερα θεωρεί ότι τα σύγχρονα έθνη (nations) ανάγονται σε πολύ αρχαιότερες πολιτισμικές ομάδες – προγόνους, τις οποίες ονομάζει ethnie. Τα ethnie καθορίζουν τα όρια, μέσα στα οποία μπορούν να δημιουργηθούν τα σύγχρονα έθνη και χαρακτηρίζονται από μια σειρά “μονιμότερες πολιτισμικές ιδιότητες”, όπως μνήμη, αξίες, μύθους και συμβολισμούς. Η μνήμη είναι απαραίτητη για τη συλλογική ταυτότητα και ο μύθος για το συλλογικό σκοπό. Δεδομένου ότι τόσο για το σύγχρονο έθνος όσο και για τα ethnie η συλλογική ταυτότητα και ο συλλογικός σκοπός είναι απαραίτητα, αποβαίνουν απαραίτητα και οι μνήμες και οι μύθοι.

Ο βασικός προβληματισμός του συγγραφέα αφορά στην έκθεση των χαρακτηριστικών των εθνοτικών ομάδων (ethnie), στη διερεύνηση των ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ εθνών (nations) και ethnie και στην ανίχνευση ή μη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ύπαρξης προϋφισταμένων ethnie και της ανάπτυξης σύγχρονου έθνους.

Αρχικά παρατίθενται τα βασικά χαρακτηριστικά των ethnie, που περιλαμβάνουν ένα συλλογικό-κοινό όνομα, έναν κοινό καταγωγικό μύθο-κληρονομιά-κοινή ιστορία, μια ευδιάκριτη κοινή κουλτούρα, ένα δεσμό με συγκεκριμένο έδαφος και μια αίσθηση αλληλεγγύης που πηγάζει κυρίως από την ελίτ. Στη δημιουργία της «αίσθησης του συνανήκειν» συμβάλλουν η μετάβαση από νομαδικό σε αγροτικό τρόπο ζωής που δημιουργεί τη νοσταλγία, η περιοδικότητα της αγροτικής ζωής, μέσα από την οποία δημιουργούνται οι παραδόσεις, η αντιπαράθεση με εξωτερικούς εχθρούς που οξύνει την αλληλεγγύη και ο ρόλος της θρησκείας και των ιερατείων ως θεματοφυλάκων.

Ο Smith αναφέρεται επίσης στη λειτουργία των «κινητήριων μύθων», που μπορεί να είναι δυναστικοί, κοινοτικοί, ή θρησκευτικοί και συμβάλλουν στη συνοχή της εθνοτικής ομάδας. Η μνήμη είναι απαραίτητη για τη συλλογική ταυτότητα και ο μύθος για το συλλογικό σκοπό. Δεδομένου ότι τόσο για το σύγχρονο έθνος όσο και για τα ethnie η συλλογική ταυτότητα και ο συλλογικός σκοπός είναι απαραίτητα, αποβαίνουν απαραίτητα και οι μνήμες και οι μύθοι. Ακόμα και το τοπίο της περιοχής όπου ζει η κάθε εθνοτική ομάδα μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση και διατήρηση των ιδιαίτερων χαρακητριστικών της.

Η αίσθηση του συνανήκειν σε μια τέτοια εθνοτική ομάδα εμπεριέχει τα στοιχεία της διάκρισης από τους ξένους και της μοναδικότητας έναντι αυτών, αλλά επιτελεί και εσωτερική λειτουργία, προσδίδοντας στην ομάδα την αναγκαία αίσθηση συνέχειας, συγκρότησης, αυτοσυντήρησης και πίστης. Ο εθνικισμός ορίζεται υπό αυτό το πρίσμα ως η τάση αντίστασης και συντήρησης της εθνοτικής ομάδας απέναντι στις εξωτερικές απειλές αλλά και την εσωτερική διάβρωση.

Εν κατακλείδι, η «εκσυγχρονιστική» θέση περί των εθνών ως «μύθων», «κατασκευασμάτων» και «φαντασιακών κοινοτήτων» δεν είναι τόσο αδιαμφισβήτητη, όσο παρουσιάζεται από την ελληνική «προοδευτική» διανόηση. Η πολιτισμική σύνδεση των σύγχρονων εθνών με προγονικά «ethnie» είναι θέση επιστημονικά τεκμηριωμένη διεθνώς, και στην περίπτωση του ελληνικού Έθνους αυταπόδεικτη από την γλωσσική συνέχεια. Αλλά και αν υπεισέρχεται ένα στοιχείο φαντασίας, αυτό είναι αδιάφορο. Αδιάφορο πολιτικά γιατί, όπως το έθεσε ο Κονδύλης σημασία έχει η απόφαση ενός ανθρώπινου συνόλου να ταυτιστεί με μια ταυτότητα (πραγματική ή φαντασιακή) και να θυσιαστεί γι’ αυτήν. Και αδιάφορο προσωπικά γιατί, όπως το έθεσε ο Anderson, το φαντασιακό στοιχείο ενυπάρχει σε κάθε αγάπη – επομένως και στην αγάπη για την πατρίδα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.