Χρήστος Γιανναράς
Παρά την πληθώρα των πολιτισμικών μειονεκτημάτων, πιστεύω πως η εποχή μας, σε σύγκριση με τους αιώνες της μεγάλης αιχμής της εκκλησιαστικής θεολογίας, επωφελείται από ένα διπλό προνόμιο. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην γνώση της φύσης που η σύγχρονη επιστήμη (και ιδιαίτερα η κβαντομηχανική) μας έχει χαρίσει με την γλώσσα και την μέθοδο της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας, καθώς και στους ορίζοντες που η σύγχρονη επιστήμης της ψυχολογίας-ψυχανάλυσης έχει ανοίξει για την μελέτη του ανθρώπινου υποκειμένου.
Είμαι της γνώμης ότι οι μεγάλοι Πατέρες και δάσκαλοι της Εκκλησίας δεν αγνόησαν της επιστημονική γνώση της εποχής του. Αντίθετα, την χρησιμοποίησαν για να φωτίσουν την ερμηνεία του υπαρκτού και πραγματικού που διακηρύσσει η εκκλησιαστική εμπειρία. Πείθεται κανείς για αυτό απλώς με την εξέταση των πατερικών σχολίων στην ομιλία εις την εξαήμερον, ή από την ορολογία και την μεθοδολογία που οι Πατέρες προσλαμβάνουν από το "περί ψυχής" του Αριστοτέλη: Η εκκλησιαστική θεολογία είναι η ζείδωρος συνέχεια του γεγονότος της ενσάρκωσης του Λόγου: λαμβάνει αδιάλειπτα σάρκα ιστορική, εμψυχώνοντας αυτό που έχει προσλάβει.
Θα επιχειρήσω να καταδείξω σύντομα πώς αυτή η διαδικασία της διανοητικής ενσωμάτωσης μπορεί να επιτευχθεί σήμερα, βασιζόμενη στα συμπεράσματα της ψυχοαναλυτικής έρευνας πάνω στην πρωτογενή συγκρότηση του ανθρώπινου υποκειμένου. Τι βαθμός αμοιβαίας συμπληρωματικότητας υπάρχει μεταξύ της ψυχαναλυτικής θεώρησης του ανθρώπινου υποκειμένου και της εκκλησιαστικής ερμηνείας του ανθρώπου ως προσώπου;. Μπορώ να προσφέρω μονάχα κάποιες νύξεις, αλλά πιστεύω πως προσφέρουν γόνιμο έδαφος για περαιτέρω έρευνα. Είναι κοινή γνώση ότι στην σύγχρονη επιστήμη δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Μπορούν να υπάρξουν μόνο διαψεύσιμες ερμηνευτικές προτάσεις οι οποίες γίνονται αποδεκτές υπό τον όρο ότι δεν υπάρχουν άλλες προτάσεις με ευρύτερες ερμηνευτικές δυνατότητες.
Αντλώ αυτές τις παρατηρήσεις από την γαλλική ψυχοαναλυτική έρευνα της λεγόμενες σχολής του Jacques Lacan, η οποία αναδεικνύεται ως η πιο πιστή στην λεγόμενη φροϊδική παράδοση. Τα κείμενα που με βοήθησαν είναι αυτά του Lacan, καθώς και βιβλία των Fracoise Dolto, Denis Vasse, Gerard Severin, και Daniel Lagache. Δεν είμαι ειδικός στο πεδίο της ψυχολογίας-ψυχαναάλυσης, οπότε όποιες ανακρίβειες, παρερμηνείες ή λάθη πρέπει να αποδοθούν στην προσωπική μου ανεπάρκεια και όχι στις πηγές μου.
Ποια είναι η θεώρηση της σύγχρονης ψυχολογίας για το ανθρώπινο υποκείμενο; Κατ’ αρχάς, ως υπαρκτό γεγονός διακριτό από ένα βιολογικό ον, όχι δίχως συνάφεια αλλά πάντα έτερο, διάφορο – όχι ταυτόσημο - του βιολογικού ατόμου. Αν επιχειρήσουμε να επισημάνουμε την βασική ποιοτική διάκριση μεταξύ του υποκειμένου και του βιολογικού εαυτού, θα πρέπει να να επιστρατεύσουμε τον όρο «αναφορικότητα»: το ενδεχόμενο της υπαρκτικής αναφοράς. Ένα βρέφος έρχεται στον κόσμο δίχως ομιλία, φαντασία ή κρίση. Είναι προικισμένο μόνο με την δυνατότητα της αναφοράς. Και αυτό στο οποίο αναφέρεται – η μορφή της αναφοράς – είναι η θεμελιώδης πρωτογενής επιθυμία. Η αναφορικότητα της επιθυμίας – η επιθυμιτή αναφορικότητα – είναι ο πρωταρχικός ορισμός της ύπαρξης του υποκειμένου. Επιθυμώ, άρα υπάρχω. «Desidero είναι το φροϋδικό cogito. Είναι οπωσδήποτε εκεί (στην επιθυμία), όπου καθορίζεται το ουσιώδες της πρωτογενούς διαδικασίας». [1].
Στην θετική γλώσσα του ρεαλισμού της ψυχαναλυτικής έρευνας, η επιθυμία δεν είναι απροσδιόριστη. Είναι η libido - ερωτική επιθυμία πληρωματικής σχέσης. Αυτό που αναζητά κάθε άνθρωπος, από την στιγμή του διαχωρισμού του από την μήτρα, είναι η αμεσότητα και πληρότητα της σχέσης-συνουσίας. Όχι πρώτα την ύπαρξη του βιολογικού εαυτού και μετά την σχέση, αλλά την άντληση της ύπαρξης του μέσα από την σχέση – να υπάρχει ως γεγονός σχέσης.
Η libido ως ερωτική επιθυμία για ολοκλήρωση σχέσης είναι ίδιο χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Υπερβαίνει, ως δεδομένη ορμή, τον βιολογικό σκοπό της αναπαραγωγής και συνιστά, κατά τον Lacan, «ατόφιο ένστικτο ζωής, με άλλα λόγια, ζωή αιώνια, ζωή δίχως όρια, μια ζωή δίχως την ανάγκη οργάνου, ζωή απλή και χωρίς τέλος». [2]
Η επιθυμία για ζωή είναι επιθυμία για ολοκλήρωση σχέσης και η ανταπόκριση στην επιθυμία είναι μόνο η δυνατότητα για σχέση. Αλλά με μια αφηρημένη υποθετική έννοια, η επιθυμία για ζωή διαμεσολαβείται πρώτα από την συγκεκριμένη επιθυμία για τροφή, η οποία είναι η ζωτική προϋπόθεση για την βιολογική επιβίωση του βρέφους. Το βρέφος επιθυμεί την ζωτική σχέση με την τροφή, αλλά όχι μόνο για να ικανοποιήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Έτσι ένα ψυχολογικά ανορεξικό βρέφος πεθαίνει από την ίδια του την διάθεση, καταδεικνύοντας πως η «ψυχή είναι» ουσιώδης για την ύπαρξη περισσότερο από τους ρυθμιστικούς μηχανισμούς των βιολογικών λειτουργιών του. [3]
Η ζωτική επιθυμία του βρέφους για τροφή βρίσκει την πρώτη δυνατή ανταπόκριση στο μητρικό στήθος. Το στήθος της μητέρας σημαίνει την δυνατότητα ανταπόκρισης στην ζωτική επιθυμία; είναι το πρώτο σημαίνον, το ιδρυτικό γεγονός σχέσης που σχηματίζει το υποκείμενο. Η εμφάνιση του σημαίνοντος είναι προαπαιτούμενο της σχέσης, η απαραίτητη απαρχή του υυποκειμένου. Το υποκείμενο γεννιέται όταν το σημαίνον εμφανίζεται στον τόπο του Άλλου [4] - αναδύεται η δυνατότητα ανταπόκρισης στην επιθυμία.
Το γεγονός της σχέσης «γεννά» το υποκείμενο, διακριβώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την πρωτογενή αναφορικότητα του τρόπου της ύπαρξης, ένας τρόπος που εκφράζεται στον λόγο. «Αν το υποκείμενο ορίζεται από την γλώσσα και τον λόγο, τότε αυτό σημαίνει πως το υποκείμενο, in initio, αρχίζει στον χώρο του Άλλου, υπό την προϋπόθεση πως το πρώτο σημαίνον εμφανίζεται εκεί.»
Αυτή είναι η πιο ριζική απόρριψη της θεώρησης του υποκειμένου ως έναν οντικό εαυτό αλλά και της θεώρησης του υποκειμένου ως μια ατομική διάνοια, ως μια μονάδα με την ικανότητα της λογικής σκέψης. Πριν την σκέψη υπάρχει η επιθυμία που συνιστά το υποκείμενο και το καθιστά ως λογική ύπαρξη. Με όποιο τρόπο και αν ονομάσουμε το υποκείμενο, αυτό είναι ένα ερωτικό γεγονός και επειδή είναι ερωτικό γεγονός είναι και λογική ύπαρξη. H ερωτική ορμή πραγματώνεται μέσω του λόγου, και αυτή η πραγμάτωση συνιστά το υποκείμενο. [5]
Το υποκείμενο γεννιέται από την στιγμή που το σημαίνον εμφανίζεται στον χώρο του Άλλου. Η εμφάνιση του σημαίνοντος καθιστά απτή την δυνατότητα ανταπόκρισης στην επιθυμία – την καθιστά σε Λόγο. Αλλά την ίδια στιγμή η λογική φύση του σημαίνοντος συγκεκριμενοποιεί την επιθυμία ως λογικό αίτημα. Αυτό που σημαίνει το σημαίνον είναι αυτό που φαίνεται στην επιφάνεια του. Είναι η δυνατότητα μιας ολοκληρωμένης σχέσης που είναι μια ολοκληρωμένη ζωή. Και το σημαινόμενο αναφέρεται εν δυνάμει στο υποκείμενο – είναι η λογική ανταπόκριση της πρωτογενούς επιθυμίας του υποκειμένου, η αμοιβαία αναφορικότητα που συγκροτούν την επιθυμία σε Λόγο – λογικό αίτημα.
Είναι η αμοιβαία αναφορικότητα που συγκροτεί το υποκείμενο σε υπαρκτικό γεγονός σχέσης, ως λογική ύπαρξη, ως ύπαρξη με τη δυνατότητα να προσλάβει την συλλογική λογική της ανθρώπινης κοινωνίας.
Το πρώτο σημαίνον ίσως να είναι το στήθος της μητέρας, καθότι αυτή η ζωτική σχέση στην οποία στοχεύει η πρωτογενής επιθυμία δεν είναι αφηρημένη. Αλλά, είναι μια σχέση κοινωνίας στην τροφή – μια πραγματική σχέση από την οποία εξαρτάται η ζωή. Πάραυτα η επιθυμία δεν εξαντλείται στην λήψη της τροφής, η επιθυμία δεν προσβλέπει μόνο στην βιολογική επιβίωση αλλά σε μια ζωή δίχως όρια, σε ζωή αθάνατη. «Αν η πρόσληψη τροφής δεν είναι συνδεδεμένη με την εμπειρία μιας παρουσίας η οποία μένει ή εξαφανίζεται χωρίς να παύει να σημαίνεται, αν το Άλλο της επιθυμίας δεν διαμεσολαβείται από την εναλλακτική παρουσία και απουσία του παρόχου της τροφής, τότε το βρέφος δεν θα εισέλθει ποτέ στον κόσμο του ανθρώπου, στο κόσμο της γλώσσας και των συμβόλων».[6]
Για αυτό τον λόγο, ο κεντρικός και αποφασιστικό παράγοντας στην ίδρυση και συγκρότηση του υποκειμένου δεν είναι το πρώτο σημαίνον αλλά το τελευταίο σημαινόμενο, στο οποίο κατευθύνεται η πρωτογενής επιθυμία για μια ολοκληρωμένη σχέση, αλλά η οποία θα είναι πάντα ανολοκλήρωτη. Το σημαίνον της ανταπόκρισης στην επιθυμία πάντα αναδύεται στον τόπο του Άλλου και αυτή η ανάδυσή του συγκροτεί το λογικό υποκείμενο. Πάντα όμως, το Άλλο παραμένει το υπερβατικό αντικείμενο της ολοκλήρωσης της σχέσης, της αθάνατης ζωής. Για αυτό τον λόγο ο Lacan , χωρίς προθέσεις μεταφυσικής και μόνο με τον ρεαλισμό της κλινικής εμπειρίας – αναφέρεται στο υπερβατικό Άλλο με κεφαλαίο «Α». Το υποκείμενο γεννιέται στον τόπο του Άλλου, δεν υπάρχει ανθρώπινο υποκείμενο παραμόνο ως ανταπόκριση στην επιθυμία μιας ολοκληρωμένης σχέσης με το υπερβατικό Άλλο που καλεί το υποκείμενο στην ύπαρξη.
Στην διαδρομή μιας εφήμερης ζωής, το Άλλο διαμεσολαβείται από το στήθος της μητέρας, από την παρουσία ή απουσία της μητέρας, μέσω του φαγητού, της στοργής, μέσω της γλώσσας επικοινωνίας, μέσω της επέμβασης της εικόνας του πατέρα – επέμβαση που κοινωνικοποιεί την ζωτική σχέση με την μητέρα και οικοδομεί την επίγνωση του Εγώ ως έναν αυτόνομο Τρίτο.
Το Άλλο διαμεσολαβείται ύστερα με την άφιξη της ωριμότητας, από το σώμα της επιθυμητής ερωτικής συνουσίας, από την έκπληξη της οικίας ετερότητας των απογόνων – μια έκπληξη που ελευθερώνει την σωματική ύπαρξη από την χωροχρονική ατομικότητα. Το άλλο μεσολαβείται επίσης πολυποίκιλα από την αυθεντία του νόμου, το ερωτικό κάλος της φύσης, της απεριόριστη δυναμική των σημαινόντων της σχέσης.
Το υποκείμενο καθίσταται υπαρκτικό γεγονός λόγω της ζωτικής του επιθυμίας για εκπλήρωσης σχέσης με το υπερβατικό Άλλο. Και η επιθυμία παραμένει ως υπαρκτικό αναφερόμενο διότι ο χώρος του Άλλου δεν ορίζεται ποτέ σε μια δεδομένη παρουσία αλλά διότι είναι ένας χώρος παρουσίας-απουσίας του πολύπλευρου σημαινόμενου. Ακόμη και σημαίνοντα που μεσολαβούν αναφέρονται μόνο στην παρουσία-απουσία της ανταπόκρισης στην ζωτική επιθυμία: αν η παρουσία της μητέρας ήταν μόνιμη, συνεχής και ελέγχετο από το βρέφος (αν η μητέρα κρατούσε το βρέφος συνεχώς στην αγκαλιά της και πρόσφερε το στήθος της), το βρέφος δεν θα μπορούσε ποτέ να συγκροτηθεί σε λογικό υποκείμενο. Δεν θα υπήρχε η ανάδυση του σημαίνοντος της επιθυμίας στο χώρο της μητέρας και για αυτό δεν θα υπήρχε συγκρότηση.
Αν το Άλλο της δεδομένης λογικής κλήσης για σχέση, το Άλλο του ποθούμενου τέλους της σχέσης, ήταν μια δεδομένη και κατοχυρωμένη νευτώνεια παρουσία, δεν θα ήταν δυνατό για τα σημαίνοντα της κλήσης και τα σημαίνοντα της σχέσης να αναδυθούν, δεν θα υπήρχε ανθρώπινη λογική ύπαρξη. Η αληθινή απόσταση από την φυσική και την μεταφυσική, η άρνηση της υποταγής του Θεού σε οριστικές βεβαιότητες, είναι η υπαρκτική προϋπόθεση του λογικού υποκειμένου.
Ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο ως φορέας επιθυμιών, επιθυμίας για αιώνια και ολοκληρωμένη ζωή. Και για την ανθρώπινη επιθυμία, η ολοκληρωμένη ζωή είναι η ολοκλήρωση, πληρότητα της σχέσης, η ερωτική κοινωνία. Για αυτό τον λόγο η δυνατή ανταπόκριση στην επιθυμία – τα σημαίνοντα της εκπλήρωσης της επιθυμίας – αναδύονται μόνο στον χώρο του Άλλου. Οι δυνατότητες είναι πάντα παροδικές και κατακερματισμένες σε σύγκριση με την επιθυμία ολοκλήρωσης της σχέσης. Δεν παύουν να σημαίνονται ως δυνατότητα για σχέση. Τα σημαίνοντα της σχέσης είναι τα πρωτογενή στοιχεία του λόγου. Η εμφάνιση των σημαινόντων γεννά το υποκείμενο, το συγκροτεί ως λογική ύπαρξη. Το υποκείμενο υπάρχει με τον τρόπο του Λόγο, με τον τρόπο της αναφορικότητας. Η λογική αναφορικότητα εκφράζεται και οικοδομείται μέσω της γλωσσικής σύνταξης και συμβολισμού.
Η λογική αναφορικότητα είναι αυτή της επιθυμίας, αλλά η επιθυμία δεν εξαντλεί τον εαυτό της με τα σημαινόμενα των παροδικών και κατακερματισμένων σημαινόντων. Η συγκρότηση της επιθυμίας σε αίτημα δεν εξαντλεί την ποθούμενη αναφορικότητα του υποκειμένου. Πάντα υπάρχει υπόλοιπο επιθυμίας, μια ένδειξη του αιτήματος για οποιαδήποτε σχέση, άλλη μια φορά ως επιθυμία.
Το υπόλοιπο προσδιορίζεται από την λογική – με άλλα λόγια, από την αναφορικότητα της επιθυμίας: είναι ένα υπόστρωμα της επιθυμίας που διαφυλάττει τον τρόπο του λόγου, τον τρόπο ή την δομή του λόγου. Είναι ασυνείδητο. Με τον όρο «ασυνείδητο» εννοούμε αυτό που παραμένει ως επιθυμία (με τον τρόπο του λόγου) όταν η αναφορικότητα της επιθυμίας έχει συγκροτηθεί σε αίτημα μέσω του σημαίνοντος. [7]
Το ασυνείδητο συγκροτείται από τις συνέπειες των σημαινόντων, δηλαδή, από τις συνέπειες του γεγονότος ότι το σημαινόμενο εκφράζει την επιθυμία που έχει συγκροτηθεί σε αίτημα, χωρίς να εξαντλεί την αναφορικότητα της επιθυμίας. Η επιθυμία παραμένει ένα κοσμικό υπόστρωμα όλων των σημαινομένων αιτήσεων, ένα υπόστρωμα που και το ίδιο είναι αναφορικό (αναφέρεται στην υπερβατική πλήρωση, που είναι ο σκοπός της επιθυμίας).
Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Lacan στην ψυχαναλυτική επιστήμη συνοψίζεται στον παρακάτω αφορισμό: «Το υποσυνείδητο δομείται ως γλώσσα ».[8] Αυτό το συμπέρασμα εκφράζει καταρχάς τον αναφορικό χαρακτήρα του υποσυνείδητου υποστρώματος της υποκειμενικότητας. Εκφράζει τόσο τον αναφορικό τρόπο με τον οποίο συγκροτείται το υποσυνείδητο όσο και το αναφορικό , το οποίο θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε ως το περιεχόμενο (ή υπόλοιπο) του ασυνείδητου. Συνεπώς, τόσο η δομή όσο και αυτό που συγκροτείται είναι ομόλογα ως προς την γλώσσα: η γλώσσα είναι το σύνολο των σημαινόντων ως σύνθεση των σημαινόντων. Η γλώσσα είναι ο τρόπος της αναφοράς και της σχέσης.
Το ασυνείδητο συγκροτείται όπως η γλώσσα διότι είναι «υπόλοιπο» ή «υπόστρωμα» της επιθυμίας και η επιθυμία αναφέρεται μόνο από τον λόγο, την λογική άρθρωση, δομή της γλώσσας. Το υποσυνείδητο είναι η ανεξευρεύνητη αλλά πραγματική απόσταση μεταξύ του διαρκώς ανεκπλήρωτου της επιθυμίας και της επιθυμητής ολοκλήρωσης της ερωτικής συνουσίας με το υπερβατικό Άλλο. Το ασυνείδητο αυτό καθαυτό παραμένει μια επιθυμία που αρθρώνεται μέσω του λόγου, φανερώνοντας την βασική και θεμελιώδη λογική της αναφοράς που κάνει το υποκείμενο να είναι υποκείμενο.
Ο τρόπος με τον οποίο το ασυνείδητο αναδύεται (μέσω της ψυχαναλυτικής μεθόδου) εκφράζει την αναφορική φύση της συγκρότησης του υποκειμένου σε κάθε επίπεδο. Υποθέτουμε κάποιον πυρήνα υποκειμενικότητας, ακόμη και αν το υποκείμενο εκφράζεται και προσεγγίζεται μόνο με τον τρόπο του λόγου.
Ο υποστατικός «πυρήνας» της υποκειμενικότητας δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί μέσω νοητικών συλλήψεων καθώς την ίδια στιγμή αντικειμενοποιείται και κατακτάται από το υποκείμενο, δεν ταυτίζεται με αυτό. Τότε, ποια είναι η εναλλακτική στην νοητική σύλληψη όταν πρόκειται για τον αυτοκαθορισμό του υποκειμένου; Ο Lacan αποκρίνεται: «το είναι του υποκειμένου, αυτό που βρίσκεται πίσω από την νοητική σύλληψη».
Βέβαια, αν η έννοια αντικειμενοποιεί το είναι, αφήνοντας έξω «αυτό που βρίσκεται πίσω από διανοητική σύλληψη», η επιλογή του είναι ως αυτοπροσδιορισμού του πυρήνα της υποκειμενικότητας χάνεται στην απροσδιοριστία της μη-σύλληψης. «Ό,τι και να επιλέξουμε, το αποτέλεσμα δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Επιλέγουμε το είναι, και το υποκείμενο εξαφανίζεται, μας διαφεύγει και η σύλληψή του γίνεται αδύνατη. Επιλέγουμε, την νοητική σύλληψη, και η σύλληψη επιβιώνει παραμορφωμένη από αυτό το κομμάτι το νοητικά απροσδιόριστο, το οποίο είναι προφανώς αυτό που εγκαθιδρύει το ασυνείδητο μέσω της πραγμάτωσης του υποκειμένου».[9]
Τελικά ούτε η σύλληψη, ούτε το είναι. Υπάρχει μια τρίτη επιλογή αναφορικά με τον αυτο-ορισμό του υποκειμένου; Η Εκκλησία απαντά: «Αρχή μοι και υπόστασις το πλαστουργών σου γέγονε πρόσταγμα». Ο πυρήνας, η η υπόσταση του υποκειμένου, είναι κλήση από το μη-είναι στο είναι. Και η υπόσταση είναι προσωπική, όταν ο Θεός καλεί τα όντα από το μη-όν, όντα με την ικανότητα της λογικής σχέσης/κοινωνίας με Αυτόν. Το θέλημα του Θεού να κοινωνήσει την άκτιστη ύπαρξή του με την προσωπική κτιστή ύπαρξη είναι ενεργό θέλημα(active will), και είναι ένα έργο και το έργο του Θεού είναι ο λόγος Του: «In the case of God, the work is Iogos » [10].
Ο άνθρωπος είναι μια προσωπική ύπαρξη επειδή το δημιουργικό κάλεσμα του Θεού προϋποθέτει την ανθρώπινη ανταπόκριση όχι απλά ως έκφραση θέλησης αλλά ως τρόπο του είναι, ως υπαρκτικό γεγονός. Έτσι, η αναφορικότητα, του τρόπου της σχέσης, ο τρόπος του λόγου δεν είναι ένα από τα «γνωρίσματα» ή «ικανότητες» του υποκειμένου αλλά η υπό όρους δυνατότητα ίδρυσης και δημιουργίας του υποκειμένου.
Συνεπώς η ψυχαναλυτική ορολογία μας επιτρέπει να επαναδιατυπώσουμε τον εκκλησιαστικό ορισμό του ανθρώπινου προσώπου: ο άνθρωπος είναι προσωπική ύπαρξη διότι ιδρύεται, δημιουργείται και ενεργεί ως γεγονός σχέσης. Δεν είναι απλά τοποθετημένο, όπως κάθε βιολογικό ον, στο δίκτυο των αλληλοσχετισμών και στις αλληλοσυνδεδεμένες ανταλλαγές ενέργειας που συνιστούν την βιόσφαιρα. Αλλά η ύπαρξή του αυτή καθαυτή είναι μια δυναμική πραγμάτωση σχέσεων, η ορμή της επιθυμίας για μια ολοκληρωμένη υπαρξιακή σχέση.
Το ανθρώπινο πρόσωπο γεννιέται στον χώρο του Θεού. Η ορμή της επιθυμίας για μια ολοκληρωμένη υπαρξιακή σχέση με Αυτόν είναι η ζωοδότης κλήση Του, η οποία εγκαθιδρύει και δημιουργεί το ανθρώπινο πρόσωπο ως υπαρξιακό γεγονός ερωτικής αναφοράς. Η σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού δεν είναι μια διανοητική απόφαση ή μια συνειδητή ηθική απόπειρα. Είναι το γεγονός του προσωπικού τρόπου της ύπαρξης, ο τρόπος της ύπαρξης που περικλείει τόσο συνειδητές όσο και ασυνείδητες εκφάνσεις της ύπαρξής Του. Για αυτό τον λόγο ,η Εκκλησία απορρίπτει την ηθικότητα (η οποία αναφέρεται μόνο στην συνειδητή θέληση) και επιμένει στην άσκηση (η οποία αποβλέπει στο σύνολο της ύπαρξης, συνειδητής και ασυνείδητης). Δεν είναι η λογική και συνειδητή θέληση που καθορίζει το υπαρκτικό γεγονός της σχέσης. Είναι η σχέση που γεννά τον λόγο και όχι ο λογος την σχέση. Ο τρόπος της σχέσης διαμορφώνει τόσο την συνείδηση όσο και το ασυνείδητο του υποκειμένου.
Αν ο άνθρωπος είναι μια υποστατική απάντηση στην θεϊκή κλήση για σχέση, αν χρωστά την υπαρκτική αρχή του στην κλητική ενέργεια του Ακτίστου, τότε ο προσωπικός χαρακτήρας του έχει την ελευθερία να πραγματώσει ή να απορρίψει την ύπαρξη ως αμοιβαία σχέση, ως αγαπητική κοινωνία του είναι. Αν το ανθρώπινο πρόσωπο έρχεται στην ύπαρξη χάρη της κλητικής ενέργειας του Θεού, η οποία είναι μόνο αγαπητική, και αν η υπαρκτική απάντηση στην κλήση Του δεν είναι καταφατική αλλά αρνητική, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής δύο: η ελεύθερη απόρριψη του κτιστού αναιρεί και ακυρώνει την αγαπητική ενέργεια του Ακτίστου, ειδάλλως η αγαπητική κλητική ενέργεια του Ακτίστου, η οποία είναι άχρονη, καθιστά άχρονη και την υπαρξιακή άρνηση του κτιστού.
Η δεύτερη πιθανότητα αναφέρεται στο απόλυτο της αγάπης, η οποία σέβεται την ελευθερία, ακόμα και αν η ελευθερία υποστασιάζει την άρνηση της αγαπητικής αμοιβαιότητας. Μια τέτοια άρνηση σημαίνει μια περιστολή, παραμόρφωση, και ελάττωση των υπαρκτικών δυνατοτήτων της επιθυμίας, δυνατότητες της ύπαρξης ως ολοκληρωμένης, αγαπητικής σχέσης. Δεν προέρχεται από ανεπαρκή «χάρη» (το δώρο της ζωοδότη ενέργειας του Θεού) αλλά από την ελεύθερη άρνηση του παραλήπτη να υποστασιάσει την χάρη ως υπαρκτικό γεγονός σχέσης. Και η μετάπτωση της επιθυμίας σε ναρκισσιστικούς εγωκεντρικούς στόχους είναι μόνο μια αυτο-τιμωρία: το βασανιστήριο μιας ύπαρξης η οποία ενεργώς αρνείται την ίδια, χωρίς όμως είναι ικανή να ακυρώσει την υποστατική της σύνθεση.
Μια ακόμη συνεισφορά της μοντέρνας ψυχολογίας-ψυχανάλυσης στην οντολογική συζήτηση είναι ότι φωτίζει αυτή το βασανιστήριο του ναρκισσιστικού εγωκεντρισμού με την ρεαλιστική γλώσσα της κλινικής εμπειρίας σε σχέση με την νεύρωση και την ψύχωση. [11]
Σημειώσεις
1.Jacques Lacan, Le Séminaire, vol. II : Les quatre concepts fondamentaux de la psychanalyse, texte établi par Jacques-Alain Miller (Paris; Editions du Seuil. 1973), 141.
2. Ibid., 180.
3. Cornelius Castoriadis, L' institution imaginaire de la société (Paris: Editions du Seuil. 1975), 392.
4. Lacan, Le Séminaire, vol. II, 181.
5. Ibid., 180.
6. Denis Vasse, Le Temps du désir ( Paris : Editions du Seuil, 1%9)
7. Lacan, Le Séminaire, vol. II, 141.
8. Ibid., 23: «L' inconscient est structure comme un langage ».
9. Ibid., 191-192.
10. Gregory of Nyssa, On the Hexameron. P.G 44, 73A.
11. Igor Caruso, Psychoanalyse und Synthese der Exist ε nz (Vienna: Herder Verlag, 1952), είναι αντιπροσωπευτικό και ιδιαίτερα σημαντικό για την σύνδεση μεταξύ κλινικής εμπειρίας και εκκλησιαστικής ανθρωπολογίας.
Μετέφρασε ο φίλος της ιστοσελίδας Αθανάσιος Αλεξανδρής από την αγγλική έκδοση του κειμένου στο περιοδικού Θεολογία, Τόμος ΟΔ' (2003), Τεύχος 1.
πηγή: Aντίφωνο
Είμαι της γνώμης ότι οι μεγάλοι Πατέρες και δάσκαλοι της Εκκλησίας δεν αγνόησαν της επιστημονική γνώση της εποχής του. Αντίθετα, την χρησιμοποίησαν για να φωτίσουν την ερμηνεία του υπαρκτού και πραγματικού που διακηρύσσει η εκκλησιαστική εμπειρία. Πείθεται κανείς για αυτό απλώς με την εξέταση των πατερικών σχολίων στην ομιλία εις την εξαήμερον, ή από την ορολογία και την μεθοδολογία που οι Πατέρες προσλαμβάνουν από το "περί ψυχής" του Αριστοτέλη: Η εκκλησιαστική θεολογία είναι η ζείδωρος συνέχεια του γεγονότος της ενσάρκωσης του Λόγου: λαμβάνει αδιάλειπτα σάρκα ιστορική, εμψυχώνοντας αυτό που έχει προσλάβει.
Θα επιχειρήσω να καταδείξω σύντομα πώς αυτή η διαδικασία της διανοητικής ενσωμάτωσης μπορεί να επιτευχθεί σήμερα, βασιζόμενη στα συμπεράσματα της ψυχοαναλυτικής έρευνας πάνω στην πρωτογενή συγκρότηση του ανθρώπινου υποκειμένου. Τι βαθμός αμοιβαίας συμπληρωματικότητας υπάρχει μεταξύ της ψυχαναλυτικής θεώρησης του ανθρώπινου υποκειμένου και της εκκλησιαστικής ερμηνείας του ανθρώπου ως προσώπου;. Μπορώ να προσφέρω μονάχα κάποιες νύξεις, αλλά πιστεύω πως προσφέρουν γόνιμο έδαφος για περαιτέρω έρευνα. Είναι κοινή γνώση ότι στην σύγχρονη επιστήμη δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Μπορούν να υπάρξουν μόνο διαψεύσιμες ερμηνευτικές προτάσεις οι οποίες γίνονται αποδεκτές υπό τον όρο ότι δεν υπάρχουν άλλες προτάσεις με ευρύτερες ερμηνευτικές δυνατότητες.
Αντλώ αυτές τις παρατηρήσεις από την γαλλική ψυχοαναλυτική έρευνα της λεγόμενες σχολής του Jacques Lacan, η οποία αναδεικνύεται ως η πιο πιστή στην λεγόμενη φροϊδική παράδοση. Τα κείμενα που με βοήθησαν είναι αυτά του Lacan, καθώς και βιβλία των Fracoise Dolto, Denis Vasse, Gerard Severin, και Daniel Lagache. Δεν είμαι ειδικός στο πεδίο της ψυχολογίας-ψυχαναάλυσης, οπότε όποιες ανακρίβειες, παρερμηνείες ή λάθη πρέπει να αποδοθούν στην προσωπική μου ανεπάρκεια και όχι στις πηγές μου.
Ποια είναι η θεώρηση της σύγχρονης ψυχολογίας για το ανθρώπινο υποκείμενο; Κατ’ αρχάς, ως υπαρκτό γεγονός διακριτό από ένα βιολογικό ον, όχι δίχως συνάφεια αλλά πάντα έτερο, διάφορο – όχι ταυτόσημο - του βιολογικού ατόμου. Αν επιχειρήσουμε να επισημάνουμε την βασική ποιοτική διάκριση μεταξύ του υποκειμένου και του βιολογικού εαυτού, θα πρέπει να να επιστρατεύσουμε τον όρο «αναφορικότητα»: το ενδεχόμενο της υπαρκτικής αναφοράς. Ένα βρέφος έρχεται στον κόσμο δίχως ομιλία, φαντασία ή κρίση. Είναι προικισμένο μόνο με την δυνατότητα της αναφοράς. Και αυτό στο οποίο αναφέρεται – η μορφή της αναφοράς – είναι η θεμελιώδης πρωτογενής επιθυμία. Η αναφορικότητα της επιθυμίας – η επιθυμιτή αναφορικότητα – είναι ο πρωταρχικός ορισμός της ύπαρξης του υποκειμένου. Επιθυμώ, άρα υπάρχω. «Desidero είναι το φροϋδικό cogito. Είναι οπωσδήποτε εκεί (στην επιθυμία), όπου καθορίζεται το ουσιώδες της πρωτογενούς διαδικασίας». [1].
Στην θετική γλώσσα του ρεαλισμού της ψυχαναλυτικής έρευνας, η επιθυμία δεν είναι απροσδιόριστη. Είναι η libido - ερωτική επιθυμία πληρωματικής σχέσης. Αυτό που αναζητά κάθε άνθρωπος, από την στιγμή του διαχωρισμού του από την μήτρα, είναι η αμεσότητα και πληρότητα της σχέσης-συνουσίας. Όχι πρώτα την ύπαρξη του βιολογικού εαυτού και μετά την σχέση, αλλά την άντληση της ύπαρξης του μέσα από την σχέση – να υπάρχει ως γεγονός σχέσης.
Η libido ως ερωτική επιθυμία για ολοκλήρωση σχέσης είναι ίδιο χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Υπερβαίνει, ως δεδομένη ορμή, τον βιολογικό σκοπό της αναπαραγωγής και συνιστά, κατά τον Lacan, «ατόφιο ένστικτο ζωής, με άλλα λόγια, ζωή αιώνια, ζωή δίχως όρια, μια ζωή δίχως την ανάγκη οργάνου, ζωή απλή και χωρίς τέλος». [2]
Η επιθυμία για ζωή είναι επιθυμία για ολοκλήρωση σχέσης και η ανταπόκριση στην επιθυμία είναι μόνο η δυνατότητα για σχέση. Αλλά με μια αφηρημένη υποθετική έννοια, η επιθυμία για ζωή διαμεσολαβείται πρώτα από την συγκεκριμένη επιθυμία για τροφή, η οποία είναι η ζωτική προϋπόθεση για την βιολογική επιβίωση του βρέφους. Το βρέφος επιθυμεί την ζωτική σχέση με την τροφή, αλλά όχι μόνο για να ικανοποιήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Έτσι ένα ψυχολογικά ανορεξικό βρέφος πεθαίνει από την ίδια του την διάθεση, καταδεικνύοντας πως η «ψυχή είναι» ουσιώδης για την ύπαρξη περισσότερο από τους ρυθμιστικούς μηχανισμούς των βιολογικών λειτουργιών του. [3]
Η ζωτική επιθυμία του βρέφους για τροφή βρίσκει την πρώτη δυνατή ανταπόκριση στο μητρικό στήθος. Το στήθος της μητέρας σημαίνει την δυνατότητα ανταπόκρισης στην ζωτική επιθυμία; είναι το πρώτο σημαίνον, το ιδρυτικό γεγονός σχέσης που σχηματίζει το υποκείμενο. Η εμφάνιση του σημαίνοντος είναι προαπαιτούμενο της σχέσης, η απαραίτητη απαρχή του υυποκειμένου. Το υποκείμενο γεννιέται όταν το σημαίνον εμφανίζεται στον τόπο του Άλλου [4] - αναδύεται η δυνατότητα ανταπόκρισης στην επιθυμία.
Το γεγονός της σχέσης «γεννά» το υποκείμενο, διακριβώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την πρωτογενή αναφορικότητα του τρόπου της ύπαρξης, ένας τρόπος που εκφράζεται στον λόγο. «Αν το υποκείμενο ορίζεται από την γλώσσα και τον λόγο, τότε αυτό σημαίνει πως το υποκείμενο, in initio, αρχίζει στον χώρο του Άλλου, υπό την προϋπόθεση πως το πρώτο σημαίνον εμφανίζεται εκεί.»
Αυτή είναι η πιο ριζική απόρριψη της θεώρησης του υποκειμένου ως έναν οντικό εαυτό αλλά και της θεώρησης του υποκειμένου ως μια ατομική διάνοια, ως μια μονάδα με την ικανότητα της λογικής σκέψης. Πριν την σκέψη υπάρχει η επιθυμία που συνιστά το υποκείμενο και το καθιστά ως λογική ύπαρξη. Με όποιο τρόπο και αν ονομάσουμε το υποκείμενο, αυτό είναι ένα ερωτικό γεγονός και επειδή είναι ερωτικό γεγονός είναι και λογική ύπαρξη. H ερωτική ορμή πραγματώνεται μέσω του λόγου, και αυτή η πραγμάτωση συνιστά το υποκείμενο. [5]
Το υποκείμενο γεννιέται από την στιγμή που το σημαίνον εμφανίζεται στον χώρο του Άλλου. Η εμφάνιση του σημαίνοντος καθιστά απτή την δυνατότητα ανταπόκρισης στην επιθυμία – την καθιστά σε Λόγο. Αλλά την ίδια στιγμή η λογική φύση του σημαίνοντος συγκεκριμενοποιεί την επιθυμία ως λογικό αίτημα. Αυτό που σημαίνει το σημαίνον είναι αυτό που φαίνεται στην επιφάνεια του. Είναι η δυνατότητα μιας ολοκληρωμένης σχέσης που είναι μια ολοκληρωμένη ζωή. Και το σημαινόμενο αναφέρεται εν δυνάμει στο υποκείμενο – είναι η λογική ανταπόκριση της πρωτογενούς επιθυμίας του υποκειμένου, η αμοιβαία αναφορικότητα που συγκροτούν την επιθυμία σε Λόγο – λογικό αίτημα.
Είναι η αμοιβαία αναφορικότητα που συγκροτεί το υποκείμενο σε υπαρκτικό γεγονός σχέσης, ως λογική ύπαρξη, ως ύπαρξη με τη δυνατότητα να προσλάβει την συλλογική λογική της ανθρώπινης κοινωνίας.
Το πρώτο σημαίνον ίσως να είναι το στήθος της μητέρας, καθότι αυτή η ζωτική σχέση στην οποία στοχεύει η πρωτογενής επιθυμία δεν είναι αφηρημένη. Αλλά, είναι μια σχέση κοινωνίας στην τροφή – μια πραγματική σχέση από την οποία εξαρτάται η ζωή. Πάραυτα η επιθυμία δεν εξαντλείται στην λήψη της τροφής, η επιθυμία δεν προσβλέπει μόνο στην βιολογική επιβίωση αλλά σε μια ζωή δίχως όρια, σε ζωή αθάνατη. «Αν η πρόσληψη τροφής δεν είναι συνδεδεμένη με την εμπειρία μιας παρουσίας η οποία μένει ή εξαφανίζεται χωρίς να παύει να σημαίνεται, αν το Άλλο της επιθυμίας δεν διαμεσολαβείται από την εναλλακτική παρουσία και απουσία του παρόχου της τροφής, τότε το βρέφος δεν θα εισέλθει ποτέ στον κόσμο του ανθρώπου, στο κόσμο της γλώσσας και των συμβόλων».[6]
Για αυτό τον λόγο, ο κεντρικός και αποφασιστικό παράγοντας στην ίδρυση και συγκρότηση του υποκειμένου δεν είναι το πρώτο σημαίνον αλλά το τελευταίο σημαινόμενο, στο οποίο κατευθύνεται η πρωτογενής επιθυμία για μια ολοκληρωμένη σχέση, αλλά η οποία θα είναι πάντα ανολοκλήρωτη. Το σημαίνον της ανταπόκρισης στην επιθυμία πάντα αναδύεται στον τόπο του Άλλου και αυτή η ανάδυσή του συγκροτεί το λογικό υποκείμενο. Πάντα όμως, το Άλλο παραμένει το υπερβατικό αντικείμενο της ολοκλήρωσης της σχέσης, της αθάνατης ζωής. Για αυτό τον λόγο ο Lacan , χωρίς προθέσεις μεταφυσικής και μόνο με τον ρεαλισμό της κλινικής εμπειρίας – αναφέρεται στο υπερβατικό Άλλο με κεφαλαίο «Α». Το υποκείμενο γεννιέται στον τόπο του Άλλου, δεν υπάρχει ανθρώπινο υποκείμενο παραμόνο ως ανταπόκριση στην επιθυμία μιας ολοκληρωμένης σχέσης με το υπερβατικό Άλλο που καλεί το υποκείμενο στην ύπαρξη.
Στην διαδρομή μιας εφήμερης ζωής, το Άλλο διαμεσολαβείται από το στήθος της μητέρας, από την παρουσία ή απουσία της μητέρας, μέσω του φαγητού, της στοργής, μέσω της γλώσσας επικοινωνίας, μέσω της επέμβασης της εικόνας του πατέρα – επέμβαση που κοινωνικοποιεί την ζωτική σχέση με την μητέρα και οικοδομεί την επίγνωση του Εγώ ως έναν αυτόνομο Τρίτο.
Το Άλλο διαμεσολαβείται ύστερα με την άφιξη της ωριμότητας, από το σώμα της επιθυμητής ερωτικής συνουσίας, από την έκπληξη της οικίας ετερότητας των απογόνων – μια έκπληξη που ελευθερώνει την σωματική ύπαρξη από την χωροχρονική ατομικότητα. Το άλλο μεσολαβείται επίσης πολυποίκιλα από την αυθεντία του νόμου, το ερωτικό κάλος της φύσης, της απεριόριστη δυναμική των σημαινόντων της σχέσης.
Το υποκείμενο καθίσταται υπαρκτικό γεγονός λόγω της ζωτικής του επιθυμίας για εκπλήρωσης σχέσης με το υπερβατικό Άλλο. Και η επιθυμία παραμένει ως υπαρκτικό αναφερόμενο διότι ο χώρος του Άλλου δεν ορίζεται ποτέ σε μια δεδομένη παρουσία αλλά διότι είναι ένας χώρος παρουσίας-απουσίας του πολύπλευρου σημαινόμενου. Ακόμη και σημαίνοντα που μεσολαβούν αναφέρονται μόνο στην παρουσία-απουσία της ανταπόκρισης στην ζωτική επιθυμία: αν η παρουσία της μητέρας ήταν μόνιμη, συνεχής και ελέγχετο από το βρέφος (αν η μητέρα κρατούσε το βρέφος συνεχώς στην αγκαλιά της και πρόσφερε το στήθος της), το βρέφος δεν θα μπορούσε ποτέ να συγκροτηθεί σε λογικό υποκείμενο. Δεν θα υπήρχε η ανάδυση του σημαίνοντος της επιθυμίας στο χώρο της μητέρας και για αυτό δεν θα υπήρχε συγκρότηση.
Αν το Άλλο της δεδομένης λογικής κλήσης για σχέση, το Άλλο του ποθούμενου τέλους της σχέσης, ήταν μια δεδομένη και κατοχυρωμένη νευτώνεια παρουσία, δεν θα ήταν δυνατό για τα σημαίνοντα της κλήσης και τα σημαίνοντα της σχέσης να αναδυθούν, δεν θα υπήρχε ανθρώπινη λογική ύπαρξη. Η αληθινή απόσταση από την φυσική και την μεταφυσική, η άρνηση της υποταγής του Θεού σε οριστικές βεβαιότητες, είναι η υπαρκτική προϋπόθεση του λογικού υποκειμένου.
Ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο ως φορέας επιθυμιών, επιθυμίας για αιώνια και ολοκληρωμένη ζωή. Και για την ανθρώπινη επιθυμία, η ολοκληρωμένη ζωή είναι η ολοκλήρωση, πληρότητα της σχέσης, η ερωτική κοινωνία. Για αυτό τον λόγο η δυνατή ανταπόκριση στην επιθυμία – τα σημαίνοντα της εκπλήρωσης της επιθυμίας – αναδύονται μόνο στον χώρο του Άλλου. Οι δυνατότητες είναι πάντα παροδικές και κατακερματισμένες σε σύγκριση με την επιθυμία ολοκλήρωσης της σχέσης. Δεν παύουν να σημαίνονται ως δυνατότητα για σχέση. Τα σημαίνοντα της σχέσης είναι τα πρωτογενή στοιχεία του λόγου. Η εμφάνιση των σημαινόντων γεννά το υποκείμενο, το συγκροτεί ως λογική ύπαρξη. Το υποκείμενο υπάρχει με τον τρόπο του Λόγο, με τον τρόπο της αναφορικότητας. Η λογική αναφορικότητα εκφράζεται και οικοδομείται μέσω της γλωσσικής σύνταξης και συμβολισμού.
Η λογική αναφορικότητα είναι αυτή της επιθυμίας, αλλά η επιθυμία δεν εξαντλεί τον εαυτό της με τα σημαινόμενα των παροδικών και κατακερματισμένων σημαινόντων. Η συγκρότηση της επιθυμίας σε αίτημα δεν εξαντλεί την ποθούμενη αναφορικότητα του υποκειμένου. Πάντα υπάρχει υπόλοιπο επιθυμίας, μια ένδειξη του αιτήματος για οποιαδήποτε σχέση, άλλη μια φορά ως επιθυμία.
Το υπόλοιπο προσδιορίζεται από την λογική – με άλλα λόγια, από την αναφορικότητα της επιθυμίας: είναι ένα υπόστρωμα της επιθυμίας που διαφυλάττει τον τρόπο του λόγου, τον τρόπο ή την δομή του λόγου. Είναι ασυνείδητο. Με τον όρο «ασυνείδητο» εννοούμε αυτό που παραμένει ως επιθυμία (με τον τρόπο του λόγου) όταν η αναφορικότητα της επιθυμίας έχει συγκροτηθεί σε αίτημα μέσω του σημαίνοντος. [7]
Το ασυνείδητο συγκροτείται από τις συνέπειες των σημαινόντων, δηλαδή, από τις συνέπειες του γεγονότος ότι το σημαινόμενο εκφράζει την επιθυμία που έχει συγκροτηθεί σε αίτημα, χωρίς να εξαντλεί την αναφορικότητα της επιθυμίας. Η επιθυμία παραμένει ένα κοσμικό υπόστρωμα όλων των σημαινομένων αιτήσεων, ένα υπόστρωμα που και το ίδιο είναι αναφορικό (αναφέρεται στην υπερβατική πλήρωση, που είναι ο σκοπός της επιθυμίας).
Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Lacan στην ψυχαναλυτική επιστήμη συνοψίζεται στον παρακάτω αφορισμό: «Το υποσυνείδητο δομείται ως γλώσσα ».[8] Αυτό το συμπέρασμα εκφράζει καταρχάς τον αναφορικό χαρακτήρα του υποσυνείδητου υποστρώματος της υποκειμενικότητας. Εκφράζει τόσο τον αναφορικό τρόπο με τον οποίο συγκροτείται το υποσυνείδητο όσο και το αναφορικό , το οποίο θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε ως το περιεχόμενο (ή υπόλοιπο) του ασυνείδητου. Συνεπώς, τόσο η δομή όσο και αυτό που συγκροτείται είναι ομόλογα ως προς την γλώσσα: η γλώσσα είναι το σύνολο των σημαινόντων ως σύνθεση των σημαινόντων. Η γλώσσα είναι ο τρόπος της αναφοράς και της σχέσης.
Το ασυνείδητο συγκροτείται όπως η γλώσσα διότι είναι «υπόλοιπο» ή «υπόστρωμα» της επιθυμίας και η επιθυμία αναφέρεται μόνο από τον λόγο, την λογική άρθρωση, δομή της γλώσσας. Το υποσυνείδητο είναι η ανεξευρεύνητη αλλά πραγματική απόσταση μεταξύ του διαρκώς ανεκπλήρωτου της επιθυμίας και της επιθυμητής ολοκλήρωσης της ερωτικής συνουσίας με το υπερβατικό Άλλο. Το ασυνείδητο αυτό καθαυτό παραμένει μια επιθυμία που αρθρώνεται μέσω του λόγου, φανερώνοντας την βασική και θεμελιώδη λογική της αναφοράς που κάνει το υποκείμενο να είναι υποκείμενο.
Ο τρόπος με τον οποίο το ασυνείδητο αναδύεται (μέσω της ψυχαναλυτικής μεθόδου) εκφράζει την αναφορική φύση της συγκρότησης του υποκειμένου σε κάθε επίπεδο. Υποθέτουμε κάποιον πυρήνα υποκειμενικότητας, ακόμη και αν το υποκείμενο εκφράζεται και προσεγγίζεται μόνο με τον τρόπο του λόγου.
Ο υποστατικός «πυρήνας» της υποκειμενικότητας δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί μέσω νοητικών συλλήψεων καθώς την ίδια στιγμή αντικειμενοποιείται και κατακτάται από το υποκείμενο, δεν ταυτίζεται με αυτό. Τότε, ποια είναι η εναλλακτική στην νοητική σύλληψη όταν πρόκειται για τον αυτοκαθορισμό του υποκειμένου; Ο Lacan αποκρίνεται: «το είναι του υποκειμένου, αυτό που βρίσκεται πίσω από την νοητική σύλληψη».
Βέβαια, αν η έννοια αντικειμενοποιεί το είναι, αφήνοντας έξω «αυτό που βρίσκεται πίσω από διανοητική σύλληψη», η επιλογή του είναι ως αυτοπροσδιορισμού του πυρήνα της υποκειμενικότητας χάνεται στην απροσδιοριστία της μη-σύλληψης. «Ό,τι και να επιλέξουμε, το αποτέλεσμα δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Επιλέγουμε το είναι, και το υποκείμενο εξαφανίζεται, μας διαφεύγει και η σύλληψή του γίνεται αδύνατη. Επιλέγουμε, την νοητική σύλληψη, και η σύλληψη επιβιώνει παραμορφωμένη από αυτό το κομμάτι το νοητικά απροσδιόριστο, το οποίο είναι προφανώς αυτό που εγκαθιδρύει το ασυνείδητο μέσω της πραγμάτωσης του υποκειμένου».[9]
Τελικά ούτε η σύλληψη, ούτε το είναι. Υπάρχει μια τρίτη επιλογή αναφορικά με τον αυτο-ορισμό του υποκειμένου; Η Εκκλησία απαντά: «Αρχή μοι και υπόστασις το πλαστουργών σου γέγονε πρόσταγμα». Ο πυρήνας, η η υπόσταση του υποκειμένου, είναι κλήση από το μη-είναι στο είναι. Και η υπόσταση είναι προσωπική, όταν ο Θεός καλεί τα όντα από το μη-όν, όντα με την ικανότητα της λογικής σχέσης/κοινωνίας με Αυτόν. Το θέλημα του Θεού να κοινωνήσει την άκτιστη ύπαρξή του με την προσωπική κτιστή ύπαρξη είναι ενεργό θέλημα(active will), και είναι ένα έργο και το έργο του Θεού είναι ο λόγος Του: «In the case of God, the work is Iogos » [10].
Ο άνθρωπος είναι μια προσωπική ύπαρξη επειδή το δημιουργικό κάλεσμα του Θεού προϋποθέτει την ανθρώπινη ανταπόκριση όχι απλά ως έκφραση θέλησης αλλά ως τρόπο του είναι, ως υπαρκτικό γεγονός. Έτσι, η αναφορικότητα, του τρόπου της σχέσης, ο τρόπος του λόγου δεν είναι ένα από τα «γνωρίσματα» ή «ικανότητες» του υποκειμένου αλλά η υπό όρους δυνατότητα ίδρυσης και δημιουργίας του υποκειμένου.
Συνεπώς η ψυχαναλυτική ορολογία μας επιτρέπει να επαναδιατυπώσουμε τον εκκλησιαστικό ορισμό του ανθρώπινου προσώπου: ο άνθρωπος είναι προσωπική ύπαρξη διότι ιδρύεται, δημιουργείται και ενεργεί ως γεγονός σχέσης. Δεν είναι απλά τοποθετημένο, όπως κάθε βιολογικό ον, στο δίκτυο των αλληλοσχετισμών και στις αλληλοσυνδεδεμένες ανταλλαγές ενέργειας που συνιστούν την βιόσφαιρα. Αλλά η ύπαρξή του αυτή καθαυτή είναι μια δυναμική πραγμάτωση σχέσεων, η ορμή της επιθυμίας για μια ολοκληρωμένη υπαρξιακή σχέση.
Το ανθρώπινο πρόσωπο γεννιέται στον χώρο του Θεού. Η ορμή της επιθυμίας για μια ολοκληρωμένη υπαρξιακή σχέση με Αυτόν είναι η ζωοδότης κλήση Του, η οποία εγκαθιδρύει και δημιουργεί το ανθρώπινο πρόσωπο ως υπαρξιακό γεγονός ερωτικής αναφοράς. Η σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού δεν είναι μια διανοητική απόφαση ή μια συνειδητή ηθική απόπειρα. Είναι το γεγονός του προσωπικού τρόπου της ύπαρξης, ο τρόπος της ύπαρξης που περικλείει τόσο συνειδητές όσο και ασυνείδητες εκφάνσεις της ύπαρξής Του. Για αυτό τον λόγο ,η Εκκλησία απορρίπτει την ηθικότητα (η οποία αναφέρεται μόνο στην συνειδητή θέληση) και επιμένει στην άσκηση (η οποία αποβλέπει στο σύνολο της ύπαρξης, συνειδητής και ασυνείδητης). Δεν είναι η λογική και συνειδητή θέληση που καθορίζει το υπαρκτικό γεγονός της σχέσης. Είναι η σχέση που γεννά τον λόγο και όχι ο λογος την σχέση. Ο τρόπος της σχέσης διαμορφώνει τόσο την συνείδηση όσο και το ασυνείδητο του υποκειμένου.
Αν ο άνθρωπος είναι μια υποστατική απάντηση στην θεϊκή κλήση για σχέση, αν χρωστά την υπαρκτική αρχή του στην κλητική ενέργεια του Ακτίστου, τότε ο προσωπικός χαρακτήρας του έχει την ελευθερία να πραγματώσει ή να απορρίψει την ύπαρξη ως αμοιβαία σχέση, ως αγαπητική κοινωνία του είναι. Αν το ανθρώπινο πρόσωπο έρχεται στην ύπαρξη χάρη της κλητικής ενέργειας του Θεού, η οποία είναι μόνο αγαπητική, και αν η υπαρκτική απάντηση στην κλήση Του δεν είναι καταφατική αλλά αρνητική, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής δύο: η ελεύθερη απόρριψη του κτιστού αναιρεί και ακυρώνει την αγαπητική ενέργεια του Ακτίστου, ειδάλλως η αγαπητική κλητική ενέργεια του Ακτίστου, η οποία είναι άχρονη, καθιστά άχρονη και την υπαρξιακή άρνηση του κτιστού.
Η δεύτερη πιθανότητα αναφέρεται στο απόλυτο της αγάπης, η οποία σέβεται την ελευθερία, ακόμα και αν η ελευθερία υποστασιάζει την άρνηση της αγαπητικής αμοιβαιότητας. Μια τέτοια άρνηση σημαίνει μια περιστολή, παραμόρφωση, και ελάττωση των υπαρκτικών δυνατοτήτων της επιθυμίας, δυνατότητες της ύπαρξης ως ολοκληρωμένης, αγαπητικής σχέσης. Δεν προέρχεται από ανεπαρκή «χάρη» (το δώρο της ζωοδότη ενέργειας του Θεού) αλλά από την ελεύθερη άρνηση του παραλήπτη να υποστασιάσει την χάρη ως υπαρκτικό γεγονός σχέσης. Και η μετάπτωση της επιθυμίας σε ναρκισσιστικούς εγωκεντρικούς στόχους είναι μόνο μια αυτο-τιμωρία: το βασανιστήριο μιας ύπαρξης η οποία ενεργώς αρνείται την ίδια, χωρίς όμως είναι ικανή να ακυρώσει την υποστατική της σύνθεση.
Μια ακόμη συνεισφορά της μοντέρνας ψυχολογίας-ψυχανάλυσης στην οντολογική συζήτηση είναι ότι φωτίζει αυτή το βασανιστήριο του ναρκισσιστικού εγωκεντρισμού με την ρεαλιστική γλώσσα της κλινικής εμπειρίας σε σχέση με την νεύρωση και την ψύχωση. [11]
Σημειώσεις
1.Jacques Lacan, Le Séminaire, vol. II : Les quatre concepts fondamentaux de la psychanalyse, texte établi par Jacques-Alain Miller (Paris; Editions du Seuil. 1973), 141.
2. Ibid., 180.
3. Cornelius Castoriadis, L' institution imaginaire de la société (Paris: Editions du Seuil. 1975), 392.
4. Lacan, Le Séminaire, vol. II, 181.
5. Ibid., 180.
6. Denis Vasse, Le Temps du désir ( Paris : Editions du Seuil, 1%9)
7. Lacan, Le Séminaire, vol. II, 141.
8. Ibid., 23: «L' inconscient est structure comme un langage ».
9. Ibid., 191-192.
10. Gregory of Nyssa, On the Hexameron. P.G 44, 73A.
11. Igor Caruso, Psychoanalyse und Synthese der Exist ε nz (Vienna: Herder Verlag, 1952), είναι αντιπροσωπευτικό και ιδιαίτερα σημαντικό για την σύνδεση μεταξύ κλινικής εμπειρίας και εκκλησιαστικής ανθρωπολογίας.
Μετέφρασε ο φίλος της ιστοσελίδας Αθανάσιος Αλεξανδρής από την αγγλική έκδοση του κειμένου στο περιοδικού Θεολογία, Τόμος ΟΔ' (2003), Τεύχος 1.
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.