Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο για ένα κράτος, από την κατάρρευση της αγοραστικής αξίας του νομίσματος του ενώ, στην περίπτωση της Ελλάδας, η υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χρεοκοπία – με τη στάση πληρωμών δηλαδή ή με τη διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους
«Κάθε κράτος, στην προσπάθεια του να βελτιώσει την οικονομική του θέση, παίρνει μέτρα επιβλαβή για την ευημερία των γειτόνων του. Αφού αυτή η τακτική δεν περιορίζεται μόνο σε ένα κράτος, ο καθένας υφίσταται πολύ περισσότερες συνέπειες παρόμοιων λογικών που εφαρμόζουν οι γείτονες του, από τα οφέλη που έχει ο ίδιος, λόγω των επιλογών του.
Πρακτικά όλα τα «λαοφιλή φάρμακα» που κυκλοφορούν σήμερα, είναι «αλληλοεξοντωτικού» χαρακτήρα. Ανταγωνιστικές μειώσεις μισθών, ανταγωνιστικοί δασμοί, ανταγωνιστική ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό, ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, ανταγωνιστικά οικονομικά προγράμματα – η κατάσταση του «θα κάνω τον γείτονα ζητιάνο».
Η αιτία είναι το ότι, τα έξοδα του ενός είναι κανονικά τα έσοδα κάποιου άλλου. Έτσι, καθώς προσπαθούμε να βελτιώσουμε το δικό μας περιθώριο, μειώνουμε το περιθώριο κάποιου άλλου. Εάν λοιπόν η ίδια πρακτική ακολουθηθεί παντού, θα χειροτερεύσει η κατάσταση όλων.
Οιοσδήποτε ιδιώτης, οδηγούμενος από την προσωπική κατάσταση, στην οποία ευρίσκεται, μπορεί να μειώσει τις συνηθισμένες του δαπάνες – κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει γι’ αυτό. Όμως, ας μη νομίζει κανείς ότι, με αυτόν τον τρόπο υπηρετεί κάποιο συλλογικό συμφέρον.
O μοντέρνος καπιταλισμός είναι «πλεύση καλού καιρού». Όταν ξεσπάσει η καταιγίδα, ο καπιταλιστής εγκαταλείπει τα καθήκοντα του καπετάνιου, ενώ μπορεί να βουλιάξει ακόμα και τις βάρκες που θα τον γλύτωναν – από τη μανία του να σπρώξει τον κοντινό του έξω από την βάρκα για να μπει ο ίδιος ….. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο για ένα κράτος, από την κατάρρευση της αγοραστικής αξίας του νομίσματος του» (Keynes, σε ελεύθερη απόδοση).
Άποψη
Οι συζητήσεις που αφορούν τη δραχμή είναι μάλλον περιττές, κρίνοντας τόσο από αυτά που συμβαίνουν στηνΕυρώπη, όπου η εμπιστοσύνη στο νόμισμα καταρρέει, όσο και από τις δυσοίωνες εξελίξεις στην Ελλάδα – όπου δεν είναι καθόλου απίθανο, να οδηγηθεί ξαφνικά στην «εκούσια» έξοδο της από την Ευρωζώνη.
Εν τούτοις, είναι ίσως σωστό να μην αφήνει κανείς ασχολίαστα κάποια πράγματα, έτσι ώστε να μην δημιουργούνται παρανοήσεις – ενώ η ιδανικότερη λύση για όλους θα ήταν η επιστροφή στην αφετηρία (άρθρο μας).
Στα πλαίσια αυτά, είναι ανοησία η απάντηση που ακούσαμε στην ερώτηση, σχετικά με την πλέον κατάλληλη ισοτιμία μίας νέας δραχμής (η παλαιά έχει πεθάνει πια οριστικά, ενώ δεν μπορεί να αναστηθεί με κανέναν τρόπο),σύμφωνα με την οποία η ισοτιμία οφείλει να καθοριστεί στο ένα ευρώ προς 2 δραχμές (1:2) – αφού κάτι τέτοιο δεν έχει καμία απολύτως σημασία, είναι εντελώς αδιάφορο από οικονομικής πλευράς.
Αυτό που έχει αποκλειστικά και μόνο σημασία είναι το τι θα αγοράζει κανείς με τις δύο δραχμές – η αγοραστική αξία του νομίσματος δηλαδή και όχι η ισοτιμία που θα επιλεχθεί, είτε αυτή είναι ένα ευρώ προς δύο δραχμές, είτε προς είκοσι δύο ή 322 δραχμές.
Για παράδειγμα, η νέα τουρκική λίρα, η οποία αντικατέστησε την παλαιότερη (ανάλυση μας) το 2006, είχε έξι μηδενικά λιγότερα, επειδή η ισοτιμία της ορίσθηκε στο 1:1 με το δολάριο (ουσιαστικά 1 νέα λίρα για κάθε 1.000.000 παλαιές). Σήμερα, η ισοτιμία της λίρας ευρίσκεται ήδη στο 1:2 σε σχέση με το δολάριο – γεγονός που σημαίνει ότι έχει υποτιμηθεί κατά 100% ως προς το δολάριο, συγκριτικά με την ημερομηνία εισαγωγής της.
Επειδή τώρα οι μισθοί δεν έχουν διπλασιασθεί σε σχέση με το 2005, η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού της Τουρκίας έχει μειωθεί – αν και οι πολίτες πιστεύουν ότι έχει αυξηθεί, επειδή βλέπουν την ονομαστική άνοδο των μισθών τους και όχι την πραγματική (αφαιρουμένου του πληθωρισμού). Εν τούτοις, τα ακίνητα ενοικιάζονται με «ρήτρα ευρώ» ή δολαρίου – ακριβώς επειδή οι ιδιοκτήτες τους γνωρίζουν τι συμβαίνει και δεν θέλουν να εκτίθενται στις «διακυμάνσεις» της λίρας.
Επομένως, η ισοτιμία της ενδεχόμενης υιοθέτησης της νέας δραχμής θα ήταν η οποιαδήποτε επιλεγόταν– ενώ, από πολλές πλευρές, προτιμότερη θα ήταν 1:1 με το ευρώ. Η ισοτιμία αυτή θα διευκόλυνε τη χώρα πρακτικά, αλλά και τους πολίτες της – αφενός μεν επειδή έχουν μάθει να συναλλάσσονται με το ευρώ, αφετέρου για να διαπιστώνουν εύκολα, ως οφείλουν, την υποτίμηση της.
Όσον αφορά το δημόσιο εξωτερικό χρέος, το οποίο είναι της τάξης των 300 δις € (περί τα 330 δις € το δημόσιο χρέος στα τέλη του 2013, όπου όμως ένα μέρος του είναι στο εσωτερικό) και δεν μπορεί να μετατραπεί σε δραχμές, μετά την υπογραφή του PSI, θα γινόταν 300 δις δραχμές (ή όσο θα ήταν μέχρι τότε) – αλλά με την υποχρέωση πληρωμής του σε ευρώ.
Στη συνέχεια, εάν υποθέσουμε εύλογα ότι η δραχμή θα υποτιμούταν κατά 50%, τότε το δημόσιο εξωτερικό χρέος θα γινόταν αυτόματα 450 δις δραχμές - παραμένοντας βέβαια στα 300 δις €. Απλούστερα, θα χρειαζόμαστε 450 δις δραχμές για να εξοφλήσουμε 300 δις €.
Επειδή δε υπολογίζουμε πως ούτε το ονομαστικό ΑΕΠ θα αυξανόταν σημαντικά, τουλάχιστον στην αρχή, για λόγους που εξηγούνται παρακάτω (χρεοκοπία), παραμένοντας στα επίπεδα των 190 δις δραχμών, το δημόσιο χρέος (450 δις δραχμές εξωτερικό συν 30 δις δραχμές εσωτερικό, 480 δις δραχμές συνολικά – υποθέτοντας ότι το εσωτερικό θα μετατρεπόταν σε δραχμές), θα διαμορφωνόταν στο 250% του ΑΕΠ.
Εάν η υποτίμηση έφθανε στο 1:2 (100%), τότε το εξωτερικό δημόσιο χρέος θα γινόταν 600 δις δραχμές - θα διπλασιαζόταν δηλαδή σε δραχμές, συνεχίζοντας να παραμένει στα 300 δις ευρώ (ή όσο θα ήταν τότε, αν υποθέσουμε ότι θα δάνειζαν το δημόσιο ακόμη, ελπίζοντας με κάποιο βιώσιμο επιτόκιο ή πως θα μηδενιζόταν τα ελλείμματα του τακτικού προϋπολογισμού).
Το χρέος ως προς το ΑΕΠ θα ήταν τότε της τάξης του 330% του ΑΕΠ – προφανώς εκτός κάθε ορίου, αφού με ένα ελάχιστο επιτόκιο της τάξης του 5%, οι τόκοι θα απορροφούσαν πάνω από το 50% των εσόδων, χωρίς να πληρώνονται καν δόσεις.
Όσον αφορά το συνολικό (δημόσιο και ιδιωτικό) εξωτερικό χρέος, στο οποίο δεν δίνεται δυστυχώς η απαιτούμενη σημασία, είναι σήμερα περίπου 420 δις € (διάγραμμα που ακολουθεί) – οπότε θα γινόταν αυτόματα 420 δις δραχμές. Στη συνέχεια, με υποτίμηση 50% της δραχμής, θα γινόταν 630 δις δραχμές – με 100% υποτίμηση 840 δις δραχμές κοκ.
Εξωτερικό χρέος της Ελλάδας. Στο τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2013 ήταν 421,247 δις €, σύμφωνα με την ΤτΕ.
Η υποτίμηση θα οφειλόταν (εύλογη ερώτηση), αφενός μεν στην έλλειψη εμπιστοσύνης στο νέο νόμισμα(συμβαίνει παντού, ενώ η έλλειψη εμπιστοσύνης στη χώρα μας είναι πλέον δεδομένη), αφετέρου στην προβλεπόμενη ραγδαία μείωση του πραγματικού ΑΕΠ, τουλάχιστον στην αρχή – αφού το νόμισμα (ποσότητα) αντιπροσωπεύει συνήθως το ΑΕΠ μίας χώρας.
Στη συνέχεια, στα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (διάγραμμα), επειδή η πατρίδα μας έχει σχεδόν εντελώς αποβιομηχανοποιηθεί – οπότε είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις εισαγωγές, διαθέτοντας ελάχιστα ανταγωνιστικά προϊόντα για να εξάγει (θεωρούμε αδύνατον να αναπληρωθεί το κενό από τον τουρισμό, ο οποίος ναι μεν θα αυξανόταν αριθμητικά, λόγω του φθηνού νομίσματος, αλλά με μικρότερο τζίρο, για τον ίδιο λόγο).
Ισοζύγιο τρεχουσών-συναλλαγών της Ελλάδας.
(*Πατήστε στην εικόνα για μεγέθυνση)
Περαιτέρω, είναι σημαντικό σε κάθε περίπτωση το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος (νοικοκυριά, επιχειρήσεις, τράπεζες), το οποίο υπολογίζεται πάνω από τα 120 δις € – ειδικά αυτό των τραπεζών απέναντι στην ΕΚΤ και στο μηχανισμό διακανονισμού πληρωμών (ELA).
Αν και έχει μειωθεί σε σχέση με το παρελθόν, στα 70,36 δις € (τέλη Οκτωβρίου), εάν οι τράπεζες αναγκάζονταν από το κράτος να μετατρέψουν τα δάνεια τους στο εσωτερικό σε δραχμές, έχοντας την υποχρέωση να εξοφλούν τα δικά τους σε ευρώ, μάλλον θα χρεοκοπούσαν - οπότε θα έπρεπε να εθνικοποιηθούν, με το κράτος είτε να αθετεί τις υποχρεώσεις τους, είτε να τις αναλαμβάνουν οι πολίτες του (φορολογία).
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, τυχόν αθετήσεις πληρωμών απέναντι στους δανειστές, οι οποίοι είναι σήμερα κυρίως οι χώρες της Ευρωζώνης, καθώς επίσης απέναντι στην ΕΚΤ, μέτοχοι της οποίας είναι οι εταίροι μας, δεν θα ήταν θετικές ούτε για τον τουρισμό, ούτε για τις εξαγωγές μας - οπότε το ΑΕΠ, καθώς επίσης τα έσοδα του δημοσίου, θα παρουσίαζαν σημαντικότατη πτώση, η ανεργία θα αυξανόταν, η ύφεση θα «βάθαινε» κοκ.
Περαιτέρω, κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί, όπως πολύ σωστά αναφέρεται στο «Τοποθέτηση στο άρθρο δραχμή» ότι, η Ελλάδα θα μείνει χωρίς πετρέλαιο, φάρμακα κλπ. Φυσικά και θα υπάρχουν όλα αυτά, σε επαρκείς πιστεύουμε ποσότητες, αφού ο εισαγωγέας τους δεν είναι το κράτος, αλλά οι ιδιώτες – οπότε, ακόμη και αν χρεοκοπούσε η «Ελλάδα της δραχμής» (στάση πληρωμών), κάτι μάλλον βέβαιο, οι ιδιώτες θα μπορούσαν να εισάγουν, πληρώνοντας βέβαια σε συνάλλαγμα και πιθανότατα προκαταβολικά.
Το θέμα λοιπόν δεν είναι σε καμία περίπτωση η έλλειψη πετρελαίου ή φαρμάκων – αλλά το πόσο θα κοστίζουν και ποιοί θα μπορούν να τα αγοράζουν. Άλλωστε αυτή είναι η αιτία που τα αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούν σε χρεοκοπημένες χώρες, τα καλοριφέρ παραμένουν κλειστά, οι συγκοινωνίες νεκρώνονται, τα φώτα των πόλεων δεν ανάβουν και τα νοσοκομεία υπολειτουργούν, όπως στο Ντιτρόιτ σήμερα – όχι η έλλειψη λοιπόν, αλλά το κόστος αγοράς, το οποίο συνήθως εκτοξεύεται στα ύψη.
Ολοκληρώνοντας (θα επανέλθουμε με άλλες απορίες, εάν προλάβουμε φυσικά την «εκούσια προσφυγή» στη νέα δραχμή), οι συγκρίσεις με την Αργεντινή δεν είναι αυτονόητες – αφού η χώρα
(α) ευρίσκεται σε μία εντελώς διαφορετική περιοχή του πλανήτη, από γεωπολιτικής πλευράς, με μηδαμινούς κινδύνους – γεγονός που σημαίνει, μεταξύ άλλων, περιορισμένες δαπάνες εξοπλισμού,
(β) ήταν κάποτε (τέλη του 19ου αιώνα), η έκτη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, ενώ σήμερα συνεχίζει να υποφέρει,
(γ) είχε ανέκαθεν δικό της νόμισμα – η «αποσύνδεση» του από το δολάριο ήταν πολύ εύκολη, συγκριτικά τουλάχιστον με την εισαγωγή ενός νέου νομίσματος από μία χώρα (πρώην) μέλος μίας νομισματικής ένωσης, ενώ
(δ) το δημόσιο χρέος της ήταν της τάξης του 60% του ΑΕΠ της, ενώ είχε συναλλαγματικά αποθέματα που δεν έχουμε εμείς σήμερα.
Τονίζοντας ακόμη μία φορά ότι δεν είμαστε εναντίον της δραχμής, αλλά υπέρ της αλήθειας, της σωστής πληροφόρησης και του ρεαλισμού, έχουμε την άποψη ότι, παρά τις όποιες αντιθέσεις μας, η Ελλάδα πρέπει να έχει έτοιμο ένα πραγματοποιήσιμο σχέδιο τυχόν επιστροφής της στο εθνικό νόμισμα – αφού η ανεξέλεγκτη υιοθέτηση του, θα ήταν κάτι παραπάνω από καταστροφική.
Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι ένας σύγχρονος οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – όπου και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, με ιδιόκτητες επιχειρήσεις.
Έχει γράψει το βιβλίο “Υπέρβαση Εξουσίας”, το οποίο αναφέρεται στο φορολογικό μηχανισμό της Γερμανίας, ενώ έχει εκδώσει τρία βιβλία αναφορικά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, με τον τίτλο “Η κρίση των κρίσεων”.
Έχει ασχοληθεί με σημαντικές έρευνες και αναλύσεις επί του αντικειμένου του (μακροοικονομία), επί διεθνούς επιπέδου, οι οποίες φιλοξενούνται τακτικά σε ημερήσιες εφημερίδες, περιοδικά και ηλεκτρονικές ιστοσελίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.