Του Γιώργη Παπανικολάου
Τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που συνιστούν τον συντελεστή κόστους εργασία, στη παγκόσμια παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών της πραγματικής οικονομίας, αποτελούν ταυτόχρονα και τον κύριο όγκο των ανθρώπων που συνιστούν τον παράγοντα κατανάλωση, για χάρη του οποίου συντελείται η παραγωγή.
Αυτή η απόλυτα λογική σχέση, που φαντάζει τόσο απλή και αναγκαία, για την επιβίωση και τη καλυτέρευση της ζωής του ανθρώπου, αποτέλεσε κι εξακολουθεί ν’ αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στήθηκαν και στήνονται όλες οι θεωρίες και οι πρακτικές εφαρμογές τους, που αφορούν τη διαχείριση αυτής της σχέσης.
Το χρήμα προέκυψε ως αναγκαία συνθήκη, για να καλύψει την μονάδα αποτίμησης της ανταλλακτικής αξίας κάθε αγαθού και υπηρεσίας, και κατά συνέπεια και της ίδιας της εργασίας.
Η εγκυρότητα της αξίας του χρήματος διασφαλιζόταν πάντοτε από την εγγύηση της κρατικής οντότητας που ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για την κοπή και την κυκλοφορία του νομίσματος.
Η εγγύηση αυτή είχε άμεση ανταπόκριση με το κρατικό θησαυροφυλάκιο, το οποίο, μεταξύ των άλλων περιείχε το πολύτιμο μέταλλο του χρυσού, που, σχεδόν απ’ την αρχή της ιστορίας του ανθρώπου, είχε αναγνωρισθεί ως μια αναμφισβήτητη μονάδα μέτρησης του πλούτου μιας χώρας.
Όμως το γέμισμα των θησαυροφυλακίων με χρυσό, πολύτιμα μέταλλα και πετράδια, δεν έγινε πάντα με την ελεύθερη βούληση της ανθρώπινης εργασίας, αλλά, σχεδόν κατά κανόνα, με την άσκηση βίας και την ισχύ των όπλων.
Ανέκαθεν, άρχοντες και κράτη εφάρμοσαν μια σκληρή και πολλές φορές απάνθρωπη αποικιοκρατική πολιτική, εναντίον κοινωνιών, κρατών και λαών, προκειμένου να απομυζήσουν και να οικειοποιηθούν τον πλούτο τους (ορυκτό, ενεργειακό, πρώτες ύλες και φθηνό ανθρώπινο δυναμικό).
Η μεταφορά του κλεμμένου πλούτου στις μητροπόλεις των αποικιοκρατών, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάδειξη μιας πολύ πλούσιας άρχουσας τάξης και ισχυρών κρατικών οντοτήτων.
Το χρήμα, από αναγκαίο μέσο διευκόλυνσης των ανταλλαγών αγαθών και υπηρεσιών, μετατράπηκε σε παγκόσμιο μέσο αναγνώρισης δύναμης, εξουσίας και επιβολής.
Η σχέση «Εργασία – Παραγωγή – Κατανάλωση» άρχισε να ανταποκρίνεται πλέον σε μια και μόνο έννοια, που δεν ήταν άλλη από την έννοια τουκέρδους.
Το κέρδος, όχι σαν τη προκύπτουσα διαφορά από την προστιθέμενη αξία του ανθρώπινου μόχθου στη προσπάθεια δημιουργίας και παραγωγής προϊόντων, για την ικανοποίηση των απαιτήσεων και αναγκών διαχείρισης της καθημερινότητας, αλλά μόνο σαν αυτοσκοπός συσσώρευσης πλούτου.
Το δόγμα: «το δυνατόν καλύτερο αποτέλεσμα με τη δυνατόν μικρότερη προσπάθεια», μετατράπηκε σε: «το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος με το δυνατόν μικρότερο κόστος».
Απ’ την αρχή έγινε φανερό πως η μείωση του κόστους του συντελεστή «εργασία», θα είχε ευνοϊκή επίπτωση και στη μείωση του κόστους των άλλων συντελεστών, διότι η «εργασία» ήταν αναγκαίο στοιχείο κόστους και για τη προμήθεια ενέργειας και πρώτων υλών.
Έτσι, σε πάρα πολλές περιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής ιστορίας, η «παραγωγή» επιτεύχθηκε με σχεδόν μηδαμινή αποτίμηση κόστους του συντελεστή «εργασία».
Αυτό έγινε με τη καθιέρωση και διατήρηση καταστάσεων σκλαβιάς, δουλείας, παιδικής εργασίας και της ελάχιστης αμοιβής της εργασίας στις διατηρούμενες υπανάπτυκτες χώρες.
Όμως το κέρδος δεν αρκούσε να ήταν μόνο από τη μείωση του κόστους της «εργασίας» και των άλλων συντελεστών της παραγωγής, αλλά και από την «κατανάλωση» που αποτελούσε τον κύριο σκοπό της παραγωγής.
Έτσι, ταυτόχρονα με την αύξηση των δυνατοτήτων για μαζική παραγωγή προϊόντων, αυξήθηκε και η αμοιβή της «εργασίας», προκειμένου να δημιουργηθεί το απαραίτητο «εισόδημα» που θα επέτρεπε την αύξηση της «ζήτησης», και θα δρούσε «πολλαπλασιαστικά» στην αύξηση του εισοδήματος και των κερδών μέσω της «ροπής για κατανάλωση».
Εδώ λοιπόν αρχίζουν να υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες της οικονομικής επιστήμης, όπως: Αποταμίευση, αποθεματοποίηση, επένδυση, πρόσοδος, δανεισμός, τόκος, επιτόκιο, πληθωρισμός, ανάπτυξη.
Κι όλα αυτά φαντάζουν απόλυτα λογικά σε καθεστώς ανταγωνιστικής «ελεύθερης οικονομίας», που κυριαρχεί ο βασικός νόμος της Προσφοράς και της Ζήτησης που συντελεί στη διαμόρφωση των Τιμών των αγαθών και υπηρεσιών.
Όμως, όλ’ αυτά συντελούν στο να μετατραπεί το χρήμα σε απόλυτο σκοπό της όποιας παραγωγικής διαδικασίας.
Τα πάντα πλέον κινούνται γύρω απ’ την επίτευξη αυτού του σκοπού.
Η εργασία και η παραγωγή δεν αφορούν μόνο τη δημιουργία προϊόντων για τη κάλυψη πρώτων και άμεσων αναγκών, αλλά περισσότερο έχουν να κάνουν με προϊόντα που αφορούν συνεχείς επικαλύψεις προηγούμενων αναγκών, και συντηρούν το πνεύμα ενός ορισμένου κοινωνικού καταναλωτικού status.
Μ’ αυτούς τους τρόπους, η αμοιβή της εργασίας επιστρέφει σχεδόν στο ακέραιο σε όσους κατέχουν και διαχειρίζονται σε μεγάλη κλίμακα τα Κεφάλαια και τα Μέσα Παραγωγής.
Εδώ όμως δημιουργείται το μεγάλο πρόβλημα, γιατί ταυτόχρονα με την προτεραιότητα συσσώρευσης κερδών, υπάρχει η πρωταρχική ανάγκη διατήρησης της αξίας του χρήματος, ως το πρώτο σε ανεπάρκεια «αγαθό».
Εξ’ άλλου, στο δόγμα αυτό στηρίζεται όλο το οικοδόμημα του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος.
Μάλιστα, από την δεκαετία του 1930, που η αξία των «σκληρών» νομισμάτων έπαψε να έχει άμεση ανταπόκριση με τα αποθέματα χρυσού, η ανάγκη διατήρησης ή και αύξησης αυτής της αξίας έγινε περισσότερο επιτακτική.
Κάθε περίοδος ανάπτυξης, που, εκτός των άλλων, σημαίνει αύξηση της καταναλωτικής ευχέρειας, μέσω αύξησης της αμοιβής της εργασίας, και κατά συνέπεια αύξηση της κερδοφορίας μέσω της αύξησης των Τιμών, σημαίνει ταυτόχρονα και την αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος και τη δημιουργία πληθωριστικών πιέσεων, που θέτουν σε άμεση αμφισβήτηση τη δυσκολία απόκτησης και την «αξία» αυτού του «ύψιστου αγαθού».
Έτσι λοιπόν, προκειμένου να επανέλθουν τα πράγματα στη «σωστή» τους θέση, κι αφού εν τω μεταξύ έχει επιτευχθεί η υπερκερδοφορία για τους λίγους, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για το «μάζεμα» της κατανάλωσης με την επαναφορά της δυσκολίας ή της μεγάλης δυσκολίας απόκτησης του χρήματος για τους πολλούς.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου εφαρμόζονται πολιτικές που έχουν σαν άμεσο αντίκτυπο την υποβάθμιση της αξίας του παράγοντα «εργασία».
Δηλαδή, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, η αναβάθμιση της αξίας του χρήματος εξαρτάται κι απ’ την υποβάθμιση της αξίας της εργασίας.
Κι αυτή η υποβάθμιση πραγματοποιείται με τη δημιουργία συνθηκών οικονομικής κρίσης, που ξεκινάει με το έλλειμμα που παρουσιάζεται στη ζητούμενη ποσότητα για τη κάλυψη της κεκτημένης ταχύτητας κυκλοφορίας του χρήματος.
Η οικονομική ασφυξία που δημιουργείται από την ελλειμματική χρηματοδότηση των αναγκών κίνησης της αγοράς, λειτουργώντας αλυσιδωτά, καταλήγει στη μείωση της απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, με συνέπεια την απαξίωση της εργασίας λόγω υπερβολικής αύξησης της προσφοράς της.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, το δυσεύρετο χρήμα για τους πολλούς, αποκτάει μεγαλύτερη αξία και προσθέτει μεγαλύτερη δύναμη στους λίγους που το κατέχουν, γιατί η επανακίνηση της οικονομίας και η επιθυμητή «ανάπτυξη» θα εξαρτηθούν από τη διάθεση του συσσωρευμένου χρήματος για επενδύσεις.
Έτσι, γίνεται φανερό πλέον ότι το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου στην εργασία, για επιβίωση και καλυτέρευση της ζωής του, βρίσκεται υπό την αίρεση και τον άμεσο έλεγχο των μεγάλων κατόχων του χρήματος, στου οποίου το όνομα και για τη διαφύλαξη της αξίας και της ισχύος του, μπορούν να διαπράττονται κάθε είδους πόλεμοι με θύματα αυτούς που βρίσκονται στην ασθενέστερη θέση.
Μια ανάλυση των σχετικών ιστορικών γεγονότων, μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα της επανάληψης ενός κύκλου Ανάπτυξης – Ύφεσης – Ανάπτυξης, που προσδιορίζεται από βίαιες ανατροπές κοινωνικών δεδομένων με πολέμους και οικονομικές κρίσεις, που δημιουργούν τις βάσεις και τις «ευκαιρίες» για ένα νέο ξεκίνημα προς την «Ανάπτυξη».
Οι καταστροφές που επέρχονται από τα βίαια αυτά γεγονότα έχουν να κάνουν αποκλειστικά και μόνο με τη ζωή των πολλών, οι οποίοι τα υφίστανται χωρίς να έχουν τρόπο ουσιαστικής αντίδρασης.
Παρ’ όλα αυτά, τα δισεκατομμύρια των καταναλωτών, που συνιστούν τον συντελεστή κόστους «εργασία» στην όλη παραγωγική διαδικασία, διαθέτουν «εν δυνάμει» πολύ σημαντικούς τρόπους αντίδρασης απέναντι στα οργανωμένα συμφέροντα της διεθνούς κερδοσκοπίας. Μόνο που, επί της ουσίας, αυτές οι δυνατότητες παραμένουν σε αδράνεια, γιατί δεν βρήκαν τρόπο έκφρασης μέσα από το συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο αρκείται συνήθως σε κλαδικές διαπραγματεύσεις για την αμοιβή και τις συνθήκες εργασίας.
Αλλά, στις περιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, αυτός ο συνδικαλισμός υποβαθμίζεται σχεδόν μέχρι ανυπαρξίας, ακολουθώντας την υποβάθμιση του παράγοντα «εργασία», και οι όποιες αντιδράσεις φαντάζουν μάταιες, σα να εναντιώνονται απέναντι σ’ ένα φυσικό φαινόμενο.
Όμως, αν σκεφτούμε ότι ταυτόχρονα με τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις μπορούσε να υπάρχει κι ένα καλά οργανωμένο καταναλωτικό κίνημα, τα πράγματα μπορεί να μην ήταν όπως είναι σήμερα στη παγκόσμια οικονομική σκακιέρα.
Κι αυτό, γιατί ένα κίνημα υπεράσπισης των συμφερόντων των δισεκατομμυρίων καταναλωτών, δεν θα είχε να κάνει αποσπασματικά με την υπεράσπιση των εργατικών δικαιωμάτων, αλλά θα μπορούσε να αποτελέσει το αντίπαλο δέος απέναντι στις μονομερείς ενέργειες και «ρυθμίσεις» των τεκταινομένων από τα οικονομικά κέντρα.
Ένα πραγματικό, σοβαρό και ακηδεμόνευτο Κίνημα των καταναλωτών, ακόμα και σε συνθήκες μιας καπιταλιστικής «ελεύθερης οικονομίας», θα μπορούσε να παρεμβαίνει αποτελεσματικά στο όλο οικονομικό γίγνεσθαι, διαμορφώνοντας συνθήκες επηρεασμού ακόμα και της καθαρά κερδοσκοπικής πλασματικής οικονομίας.
Δυστυχώς όμως, μέχρι σήμερα δεν έχει εκδηλωθεί η βούληση για τη σοβαρή οργάνωση και δράση ενός τέτοιου κινήματος, κι όπου υπάρχουν κάποιες οργανώσεις καταναλωτών η δράση τους είναι περιορισμένη και δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν σθεναρά απέναντι στα οργανωμένα κέντρα κερδοσκοπίας.
Ένας από τους βασικούς λόγους αυτής της αδυναμίας είναι ότι η πλειοψηφία των καταναλωτών δεν έχει πεισθεί για τη μεγάλη αναγκαιότητα αυτοοργάνωσής τους, διότι η εντύπωση που επικρατεί είναι ότι ο καθένας είναι από μόνος του σε θέση να αξιολογεί την ποιότητα, την αξία και την αναγκαιότητα προμήθειας των προσφερομένων αγαθών και υπηρεσιών.
Η άποψη αυτή αποτελεί μια προέκταση του βασικού μύθου του συστήματος, που λέει ότι ο καθένας είναι ελεύθερος κι έχει τη δυνατότητα να δρα έτσι που να μπορεί να γίνει «αφέντης στη θέση του αφέντη».
Έτσι λοιπόν το σύστημα, αξιοποιώντας στο έπακρο αυτή την εντύπωση και προβάλλοντας με πολλούς τρόπους αυτόν τον μύθο ως πραγματικότητα, μπορεί να δρα σχεδόν ανενόχλητα και να διαμορφώνει μονομερώς την οικονομική πραγματικότητα προς το συμφέρον του.
Ταυτόχρονα, είναι φανερό ότι η δύναμη που κρύβεται στον κόσμο της κατανάλωσης είναι τεράστια, και μπορεί όταν εκδηλωθεί οργανωμένα να επηρεάσει ή και να ματαιώσει τα σχέδια της διεθνούς κερδοσκοπίας απέναντι στον κόσμο της εργασίας.
Προς το παρόν όμως η δύναμη αυτή βρίσκεται σε αδράνεια.
πηγή: Aντίφωνο, Αύγουστος 2013 - Μαρούσι
Γι αυτό και η Εκκλησία από τις απαρχές της μεριμνά για τις υλικές ανάγκες του εκκλησιάσματος, δεν προτείνει την ασκητική στέρηση σαν τιμωρία, ούτε την επιβάλλει καταναγκαστικά, ούτε έχει την ψευδή εντύπωση ότι η συμφορά αποτελεί ευκαιρία για την αγιότητα.
Στην ορθοδοξία ο υλικός παράγοντας είναι πρωταρχικός, όπως και η κατανόηση και η εκούσια δράση. Ούτε τυφλή υπακοή, ούτε πειθαναγκασμός.
Ο Χριστός πρώτα τάιζε τους μαθητές του και μετά τους δίδασκε. Το ίδιο έγινε και κατά τον μυστικό δείπνο, σε αυτή την βάση θεμελιώθηκε η Ευχαριστία.