Θέα της Κωνσταντινούπολης του 6ου αι. από τη θάλασσα. Πίνακας του Eric Chauvin.
του Μάριου Νοβακόπουλου* από το Άρδην τ. 130-31
Στη συγκρότηση της ανθρώπινης συνείδησης, τα ονόματα έχουν πάντα μεγάλη σημασία. Γίνονται ισχυρά σύμβολα συσπείρωσης των οικείων και διάκρισης των «άλλων». Ειδικά σε εποχές όπως η σημερινή, όπου οι λέξεις έχουν χάσει κάθε αγκύρωση και αλλάζουν σημασία από ημέρα σε ημέρα, το όνομα αποτελεί το κόσμημα της συλλογικότητας, η οποία κάνει κάθε τι για να το κατοχυρώσει. Η ονοματολογική διαμάχη μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων, η πρόσφατη απόφαση της Τουρκίας να μένει αμετάφραστο το όνομα Turkiye, αντί Turkey, σε διεθνή χρήση, οι αντίστοιχες σκέψεις της Ινδίας να υιοθετήσει ως διεθνή ονομασία το ιθαγενές Bharat, δείχνουν πόσο σημαντικά είναι τα ονόματα στην διεθνή πολιτική.
Από την άλλη, αυτή η ευκολία με την οποία μπορεί να αναδιαμορφωθεί το περιεχόμενο των ονομάτων, φανερώνει και τα όριά τους. Η σημερινή κατάσταση των κοινωνικών επιστημών, οι οποίες έχουν ανεξαρτητοποιήσει απόλυτα τις κατηγορίες με όρους απολυτότητας του αυτοπροσδιορισμού (στο έθνος, τη φυλή, το φύλο κ.λπ.), ευνοούν ιδιαίτερα αυτό το άδειασμα των συλλογικοτήτων από κάθε σταθερό, παρατηρήσιμο περιεχόμενο. Απομένουν μόνον οι ταυτότητες ως ρητορικές διακηρύξεις, ενώ η σύνδεσή τους με τα εσωτερικά τους στοιχεία θεωρείται πολιτικά αντιδραστική και κοινωνιολογικά ουσιοκρατική.
Η μακρά και πολυκύμαντη ιστορία του ελληνικού λαού αποτυπώνεται στη φυσιογνωμία και τις ταυτότητές του με τρόπο κατ’ εξοχήν σύνθετο. Ο Ελληνισμός, στην πάροδο του χρόνου, άλλαξε θρησκεία, πέρασε από την τοπική στην οικουμενική κλίμακα με τον Μέγα Αλέξανδρο, δέχθηκε τον Ρωμαίο κατακτητή, τη στιγμή που τον «κατέκτησε» πολιτισμικά, έγινε δομικό στοιχείο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διατηρώντας παράλληλα μορφές αντίστασης με βάση την πίστη και τη βυζαντινή ανάμνηση, ενώ ανέπτυξε με τη νεότερη Ευρώπη μία βαθιά οικειότητα, η οποία όμως ποτέ δεν έγινε ταύτιση. Στο περιβάλλον αυτό, η εναλλαγή των εθνικών ονομάτων είναι φυσιολογική – πόσο μάλλον, αφού η ποικιλία αυτή υπήρχε και στην αρχαιότητα (Αχαιοί, Αργείοι, Δαναοί, Γραικοί, Έλληνες).
Η παγκόσμια αφύπνιση των ζητημάτων ταυτότητας μετά το 1990 αποτελεί τομή στις διεθνείς σχέσεις. Η πτώση του κομμουνισμού στην ανατολική Ευρώπη και του αραβο-σοσιαλισμού στη Μέση Ανατολή άφησε ένα μεγάλο κενό το οποίο κάλυψαν οι αποσιωπημένοι εθνισμοί και ο ισλαμισμός. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων, η μαζική εισροή Βαλκανίων μεταναστών και ομογενών παλιννοστούντων προκάλεσαν βίαιη αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία κλήθηκε να ερμηνεύσει τη νέα πραγματικότητα με βάση την ιστορία, τη γλώσσα κ.λπ. Δημιουργήθηκαν μαχητικά δίπολα, μεταξύ παραδοσιακών και εκσυγχρονιστών, διαφωτιστών και αντιδιαφωτιστών, ανατολικών και δυτικών, αρχαιολατρών και ορθοδόξων κ.λπ.
Η διαδικασία αυτή ήταν γόνιμη, από την πλευρά ότι ορισμένα ζητήματα παραμερισμένα συζητήθηκαν έντονα για πρώτη φορά, ενώ δόθηκε η αφορμή για βαθύτερη έρευνα, π.χ. στην πατερική γραμματεία, τις παραδόσεις των Μικρασιατών ή τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, πολλαπλασιάστηκαν οι εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων κ.λπ. Όμως, η αποσπασματική χρήση ιστορικών πτυχών ως ρητορικών όπλων σε έναν αγώνα πολιτικής επικράτησης, με σοβαρές διεθνείς προεκτάσεις[1], εν τέλει οδηγεί στον φανατισμό, με τελικό χαμένο την ιστορία. Έτσι έγιναν και τα εθνικά ονόματα, Έλλην, Γραικός, Ρωμιός, πυρομαχικά στις διαμάχες αυτές, με τη μία ή την άλλη πλευρά να απορρίπτει μετά βδελυγμίας το τάδε ή το δείνα.
Το ζήτημα των ονομάτων των Ελλήνων σχετίζεται άμεσα με το Βυζάντιο, καθώς τότε προκύπτει η χρήση στον ελληνικό κόσμο των όρων Ρωμαίος/Ρωμιός. Ανάλογα με την περίσταση, στις πηγές εμφανίζονται και τα τρία ονόματα, που λειτουργούν άλλοτε ως συνώνυμα, άλλοτε ως ταυτόσημα, ενίοτε δε ως αντίθετα. Το ζήτημα είναι σίγουρα ανοικτό για τις επιστήμες των βυζαντινών και των νεοελληνικών σπουδών, με πολλές διαφορετικές απόψεις, και εδώ δεν θα γίνει παρά μία πολύ πρόχειρη προσπάθεια επισκόπησης[2].
Βυζαντινοί: Τι λογής Ρωμαίοι, και τι λογής Έλληνες
Οι Έλληνες ήταν πάντα κάτι περισσότερο από ένας από τους λαούς που υποτάχθηκαν στις ρωμαϊκές λεγεώνες. Η λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, καθώς και τμήματα της ίδιας της Ιταλίας, κατοικούνταν σε μεγάλο βαθμό από ελληνικούς ή ελληνίζοντες πληθυσμούς. Η ελληνική γλώσσα, εκτός από κοινή γλώσσα της διοίκησης και του εμπορίου στην Ανατολή, έγινε απαραίτητο εφόδιο της ρωμαϊκής άρχουσας τάξης, συνώνυμο της εκλέπτυνσης και του πολιτισμού. Ο εξελληνισμός του «αγροίκου Λατίου» υπήρξε εκτεταμένος, σε βαθμό που προκάλεσε τον φόβο μήπως αλλοτριωθούν εντελώς τα πάτρια ήθη των Ρωμαίων[3]. Η ρωμαϊκή κατάκτηση υπήρξε αρχικά σκληρή, η επικράτηση όμως της ειρήνης, από τον Οκταβιανό και μετά, βοήθησε στην αποδοχή του νέου καθεστώτος. Η συνείδηση όμως της πολιτισμικής διαφοροποίησης και της πνευματικής ανωτερότητας παρέμεινε πολύ ισχυρή. Οι Έλληνες συγγραφείς της εποχής, αν και πολιτικώς νομιμόφρονες, τονίζουν τα πολιτισμικά πρωτεία των Ελλήνων έναντι των Ρωμαίων[4], όπως και τη μυθική ελληνική καταγωγή των Λατίνων κοσμοκρατόρων (από την Τροία, την Αρκαδία κ.λπ)[5]. Ο Γάλλος ιστορικός Paul Veyne τονίζει το γεγονός πως στον θρόνο της Ρώμης δεν κάθισε ποτέ Έλληνας, ούτε αφού η ρωμαϊκή υπηκοότητα άνοιξε για όλους τους κατοίκους (διάταγμα Καρακάλλα, 212 μ.Χ.) ενώ αναδείχθηκαν Ισπανοί, Ιλλυριοί, Βέρβεροι κλπ.[6]
Οι υποβόσκουσες αντιπαλότητες φάνηκαν μετά τη διαίρεση της Αυτοκρατορίας σε ανατολικό και δυτικό τμήμα, τον 4ο αι., και τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κων/πολη. Την εποχή εκείνη, ο υποταγμένος ελληνικός κόσμος μένει ουσιαστικά διάδοχος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κατακλυζόμενης από τους βαρβάρους. Τούτο δεν έγινε βέβαια συνειδητά – άλλωστε ως τον 6ο αιώνα η λατινική γλώσσα συνέχισε να επικρατεί. Με εξαίρεση το αναστηλωτικό όραμα του Ιουστινιανού, η πτώση της ρωμαϊκής Δύσης άφησε μάλλον ασυγκίνητη την Ανατολή[7], ενώ οι πικραμένοι δυτικοί κατήγγειλαν την προδοσία και τη νωθρότητά της – μοτίβο που ακολουθούσε τα παλαιά ρωμαϊκά στερεότυπα εις βάρος των Γραικύλων, και απέβη κοινός τόπος του Μεσαίωνα[8]. Έτσι, «η ανεξαρτησία που αρχίζει για τους Έλληνες τον 5ο αιώνα δεν απέρριψε την ρωμαϊκότητα προς όφελος του ελληνισμού, αλλά αντίθετα όπλισε τον ελληνισμό με τα όπλα της ρωμαϊκής εξουσίας»[9]. Η κρατική αυτή «ρωμαϊκότητα» συνδέεται και με την απειλή των βαρβαρικών εισβολών του 3ου-5ου αιώνα, οπότε η άμυνα της Αυτοκρατορίας γίνεται και υπόθεση των Ελλήνων[10].
Την ίδια εποχή όμως που οι Έλληνες γίνονταν Ρωμαίοι, η σύγκρουση μεταξύ χριστιανισμού και αρχαίων θρησκειών οδήγησε σε μία δεύτερη αλλαγή. Ως συνώνυμο της ειδωλολατρίας, η λέξη Έλλην πήρε μία αρνητική φόρτιση, και ως τέτοια εγκαταλείφθηκε από τους χριστιανούς[11]. Η ελληνική παιδεία, ως θεμέλιο της δημόσιας διοίκησης αλλά και της εκκλησιαστικής σταδιοδρομίας, διατηρήθηκε στο ακέραιο, η νέα θρησκεία όμως έφερε μία ριζικά διαφορετική κατανόηση του κόσμου και της ιστορίας, υπό το πρίσμα της θείας πρόνοιας και της εσχατολογίας, με τον χριστιανό προσανατολισμένο στην «ανέωθεν πατρίδα». Από εκεί προκύπτει η μακρά παύση της χρήσης του Έλληνος ως εθνικού αυτοπροσδιορισμού, και όχι από κάποιο είδος εθνικού μίσους ενός λαού στον άλλον (οι θρησκευτικές παρατάξεις των Ελλήνων και των Χριστιανών άλλωστε αποτελούντο από εθνοτικά Έλληνες, Λατίνους, Αιγυπτίους κ.λπ.). Και βέβαια, κατά τη λεγόμενη ως βυζαντινή εποχή, δεν υπήρχε κανένας ελληνικός λαός υποταγμένος στους Βυζαντινούς Ρωμαίους, διότι δεν υπήρχε διάκριση αυτών των ομάδων σε κανένα επίπεδο, γεωγραφικό, εθνολογικό ή κοινωνικό[12].
Η οριστική απώλεια των δυτικών επαρχιών, η κατάκτηση της Ανατολής από τους Άραβες και η σλαβική εισβολή στα Βαλκάνια περιόρισε τον χώρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην ελλαδική χερσόνησο και τη Μικρά Ασία. Το κράτος έχασε μεγάλο μέρος του πολυπολιτισμικού του χαρακτήρα, και αναπτύχθηκε μία ταυτότητα η οποία, ναι μεν διατηρούσε τα παγχριστιανικά στοιχεία της, συνδεόταν όμως άμεσα με τη συνείδηση της κοινής πατρίδας και της ελληνικής γλώσσας[13]. Η λατινική γλώσσα ξεχάστηκε, και η ιδεολογική σχέση μαζί της κυμαινόταν από μία εκ του μακρόθεν τιμή ως «πάτριο φωνή»[14], μέχρι την απόρριψή της ως «βάρβαρη και σκυθική»[15], Ο όρος Ρωμαίος, που εννοούσε τον ελληνόφωνο κάτοικο της Αυτοκρατορίας, συνυπήρχε με τον Ρωμάνο, τα λατινόφωνα δηλαδή υπολείμματα των Βαλκανίων[16].
Παράλληλα, ενώ όπως αναφέρθηκε η λέξη Έλληνας είχε λάβει αρνητική χροιά, οι μεσοβυζαντινές πηγές χρησιμοποιούσαν τον όρο Γραικός, όταν ήθελαν να κάνουν κυρίως ειδική αναφορά στο γλωσσικό επίπεδο (ο Λέων ο Σοφός χρησιμοποιεί τη μετοχή «γραικώσας», για να περιγράψει τον εξελληνισμό των Σλάβων της Πελοποννήσου από τον πατέρα του Βασίλειο Α΄), ή όταν πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των Ρωμαίων της Ανατολής και της Δύσης. Ο όρος Γραικός, αρχαίας ελληνικής προέλευσης, χρησιμοποιείται από τους αρχαίους Ρωμαίους κυρίως (Graecus) και δεν έχει εγγενή αρνητική σημασία. Στα πλαίσια βέβαια των ανταγωνισμών, πρώτα οι αρχαίοι Ρωμαίοι και έπειτα οι βάρβαροι που κατέλαβαν τη Δύση τον χρησιμοποίησαν υποτιμητικά (ο ψεύτης, άνανδρος, δολοπλόκος, αιρετικός Βυζαντινός και Νεοέλληνας), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτό γινόταν πάντοτε έτσι αντιληπτό στην Ανατολή. Το ζήτημα απέκτησε μεγαλύτερη βαρύτητα όταν, πρώτα με τον Καρλομάγνο και έπειτα με τους Οθωνίδες, οι γερμανικές φυλές ισχυροποιήθηκαν και άρχισαν να διεκδικούν τον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό τίτλο. Η τάση αυτή συνέπεσε με την απομάκρυνση του πάπα της Ρώμης από την ανατολική επιρροή και τη θεολογική διαφοροποίηση της δυτικής Εκκλησίας[17].
Οι διαδοχικές «αναγεννήσεις» των ελληνικών γραμμάτων στο Βυζάντιο, τον 9ο-12ο αιώνα, δημιουργούν ένα μεγάλο κύμα θαυμασμού και μίμησης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και τέχνης. Αυτός ο κλασικισμός βοηθά στην αθόρυβη «απενοχοποίηση» του ελληνικού ονόματος: όπως οι λαοί του Βορρά αποκαλούνται συλλήβδην Σκύθες, και οι γερμανικές φυλές της Δύσης, Κέλτες, έτσι και οι Βυζαντινοί θα αρχίσουν να αποκαλούνται Έλληνες. Πρώιμες, σποραδικές αναφορές φαίνονται στον Μιχαήλ Ψελλό, την Άννα Κομνηνή, τον Νικήτα Χωνιάτη, το σατιρικό έργο Τιμαρίων και αλλού. Θα ήταν ίσως υπερβολικό να χαρακτηριστούν ως αρχές ελληνικής εθνικής συνείδησης, είναι όμως το υπέδαφος, όπου το φαινόμενο του Νέου Ελληνισμούγονιμοποιήθηκε και άρχισε να θάλλει μετά τη Δ΄ Σταυροφορία και την άλωση του 1204[18] .
Υπό την ασφυκτική πίεση της λατινικής Δύσης και του τουρκικού ισλάμ, και την παλαιά υπερεθνική οικουμενικότητα περισσότερο κολοβωμένη από ποτέ, οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν έναν πιο περιορισμένο αλλά και συνεκτικό εθνισμό, με έμφαση στην ορθόδοξη πίστη και την υψηλή πολιτισμική υπερηφάνεια του ελληνικού ονόματος. Η επιστολή του αυτοκράτορα της Νίκαιας, Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, στον πάπα της Ρώμης, και οι αντιλατινικές πραγματείες του λογίου υιού του, Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη, αποτελούν μνημεία αυτής της αρχόμενης ταυτότητας, των Ρωμαίων που υπερήφανα αποκαλούνται Έλληνες, και ονομάζουν το βασίλειό τους Ελλάς[19].
Οι αναφορές στο ελληνικό όνομα, αλλά και ο συνειδητός πλέον προβληματισμός γύρω από την ταυτότητα και προέλευση, γνωρίζουν αληθινή έκρηξη την εποχή της Παλαιολόγειας Αναγέννησης. Είναι εσφαλμένο να τονίζεται μόνο η στάση του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος, ο οποίος συνδύαζε την ελληνική συνείδηση με την άρνηση του χριστιανισμού. Ούτε μόνον οι ενωτικοί και φιλοδυτικοί, επηρεασμένοι από τον ιταλικό ανθρωπισμό και τη διάθεση αποδέσμευσης από την ορθοδοξία, ανέπτυξαν ελληνική ταυτότητα. Το ρεύμα αυτό ήταν κοινό σε λογίους διαφορετικών αποκλίσεων, και η σύγκριση και συσχέτιση αρχαίων και νέων Ελλήνων, παλαιάς και νέας Ρώμης, ή ρωμαϊκότητας και ελληνικότητας, συναντάται στο έργο του Μετοχίτη, του Χρυσολωρά, του Πλανούδη, του Κυδώνη, του Νικολάου Καβάσιλα, ως και του Σχολάριου[20]. Αυτό δεν σήμαινε κάποια επιθυμία ή ανάγκη αποκήρυξης του ονόματος Ρωμαίος, το οποίο όχι μόνο ήταν κοινό και αγαπητό ως συνώνυμο της ελληνορθόδοξης Ανατολής[21], αλλά τηρούσε και το συμβολικό μεγαλείο της κοσμοκρατορικής μοναρχίας, το οποίο με έναν παράδοξο τρόπο ενέπνεε σέβας σε πείσμα της βυζαντινής αθλιότητας του 14ου-15ου αι.[22].
Τούτα βέβαια ήταν εξελίξεις στον χώρο μίας σχετικά περιορισμένης λογιοσύνης. Στο λαϊκό επίπεδο, συντηρείτο η εικόνα των αρχαίων Ελλήνων ως μυθικών, υπερφυσικών γιγάντων, οι οποίοι συσχετίζονταν με τα μυστηριώδη μνημεία της αρχαιότητας[23]. Στους ποντιακούς θρήνους της Άλωσης πρωταγωνιστεί ο «Ἕλλεν» Κωνσταντίνος με το «ἑλλενικὸν κοντάριν», με τον όρο, πέρα από την εθνική σημασία, να λειτουργεί και ως συνώνυμο του γενναίου και ισχυρού[24]. Πέρα από τα ονόματα όμως, υπήρχαν άλλες μορφές της «ελληνικότητας» οι οποίες επεβίωναν στον δημώδη χώρο. Ήταν, πρώτα από όλα, αυτονόητο πως Ρωμαίοι ήταν οι Βυζαντινοί-Έλληνες, στη μεταβυζαντινή μάλιστα περίοδο επεκράτησε ο όρος «Ρωμάνοι» για τους αρχαίους Ρωμαίους και τους καθολικούς της εποχής. Όταν μεταφράστηκε στην ελληνική το δημοφιλές προβηγκιανό μυθιστόρημα, Πόλεμος της Τρωάδος, πέραν της απαραίτητης επεξεργασίας ώστε να μη δοξάζεται ο Έκτωρ και οι Τρώες (πρόγονοι των Ρωμαίων και των Φράγκων), αλλά ο Αχιλλέας, έχει τεράστιο ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι Γραικοί του δυτικού κειμένου μεταφράζονται ως Ρωμαίοι – οι αρχαίοι Έλληνες δηλαδή, πρόγονοι και πρόδρομοι των Βυζαντινών Ρωμαίων, ήταν εκείνοι που νίκησαν, στην Τροία, τους προγόνους των δυτικών αιρετικών και βαρβάρων[25]. Στην περίφημη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, τη μυθιστορηματική βιογραφία του Μακεδόνα κατακτητή, αναφέρεται πως ο Αλέξανδρος υπέταξε τους Ρωμάνους, όχι τους Ρωμαίους. Διαφοροποίηση αυτονόητη, καθώς οι Έλληνες αναγνώστες ονόμαζαν Ρωμαίους τους εαυτούς τους[26]. Το 1602, στο εγκώμιο του Μιχαήλ του Γενναίου της Βλαχίας για τις αντιτουρκικές του εκστρατείες, ο Βεστιάρης Σταυρινός εμφανίζει τους 300 Μακεδόνες στρατιώτες των Βλάχων να δίνουν θάρρος ο ένας στον άλλον, καυχώμενοι πως[27] «Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς ὅλην τὴν οἰκουμένη, με τοὺς Ῥωμαίους ὥρισεν γιατ’ ἤσαν ανδρειωμένοι». Τούτο δείχνει ότι η λαϊκή Ρωμιοσύνη είναι κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο, από μία άεθνη χριστιανική συνείδηση, ή μία ταύτιση με το ρωμαϊκό κράτος του Αυγούστου και του Τραϊανού[28].
Ρωμιοσύνη και Νέος Ελληνισμός
Η πορεία των Ελλήνων λογίων στην Ιταλία και τη Δύση μετά την άλωση, και η καίρια συμβολή τους στην Αναγέννηση, είναι γενικώς αναγνωρισμένη. Στα καθ’ ημάς, παρά τα λεγόμενα ότι στην Τουρκοκρατία υπήρχε μία αδιαφοροποίητη μάζα χριστιανών των Βαλκανίων, με πλήρη άγνοια της εθνικότητάς τους, υπό την εθναρχία του οικουμενικού πατριαρχείου[29], η κατάσταση ήταν πολύ πιο σύνθετη. Η εξαφάνιση βέβαια των συγκεκριμένων κρατών και η επανένωση όλης της Ανατολής σε μία αυτοκρατορία βοήθησε την εκκλησιαστική ενότητα, και είναι αλήθεια ότι το γένος των Ρωμαίων περιέκλειε, πέρα από τους «καθαυτό» Ρωμαίους –μεταβυζαντινούς Έλληνες– κάθε ορθόδοξο[30]. Όμως, η παράλληλη μέριμνα για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στους ξενόγλωσσους είχε ευρύτερες πολιτισμικές συνέπειες, εξ ου και η διογκούμενη αντίσταση Σέρβων, Βουλγάρων και Ρουμάνων, οι οποίοι από τον 18ο αιώνα (πριν τη γαλλική και την ελληνική Επανάσταση) πίεζαν για αποκατάσταση της εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας και τη δημιουργία δικών τους σχολείων. Η Σλαβοβουλγαρική Ιστορία του Παϊσίου του Χιλανδαρηνού, η οποία καταγγέλλει τον εξελληνισμό, γράφτηκε μόλις το 1742[31].
Ο όρος Έλληνας βρισκόταν σε ευρεία χρήση από εκκλησιαστικούς παράγοντες πολύ πριν τον Διαφωτισμό, ο οποίος υποτίθεται έφερε έξωθεν και εκ του μηδενός την εθνική συνείδηση στα προνεωτερικά, αυτοκρατορικά Βαλκάνια (Ματθαίος Μυρέων[32], Δοσίθεος Ιεροσολύμων[33], Κύριλλος Λούκαρις[34], Μελέτιος Πηγάς[35], Ηλίας Μηνιάτης[36], Ευγένιος Γιαννούλης[37], Αναστάσιος Γόρδιος[38] κ.ο.κ.). Ούτε είναι ορθό να λέγεται πως ο συχνός όρος Γραικοί αφορά μόνον την Γραικική Εκκλησία (δηλαδή τους ορθοδόξους αδιακρίτως)[39], ούτε πως ελληνική γλώσσα ήταν μόνον η αρχαία[40]. Στο αποκορύφωμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο Ρήγας έκανε λόγο για Έλληνες, ο Κοραής προτιμούσε τον όρο Γραικοί, ενώ ο δημοτικιστής Καταρτζής επέμενε στη ρωμαίικη γλώσσα, όλα αυτά όμως μέσα στην προβληματική του ιδίου και ήδη υπάρχοντος λαού[41]. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν διέφεραν οι προτεραιότητες της παραδοσιακής, βυζαντινής κοπής, συνείδησης του γένους, που περιελάμβανε και υπερεθνικά στοιχεία, από το σύγχρονο εθνικό κράτος, πράγματι επιρροή της γαλλικής Επανάστασης[42]. Αυτές οι υπαρκτές αντιφάσεις φάνηκαν μετά την Επανάσταση του 1821, στις συγκρούσεις για το ζήτημα της αυτοκεφαλίας της ελλαδικής Εκκλησίας από την Πόλη[43], και τις αντιδράσεις των Ελλήνων στην αφύπνιση των άλλων βαλκανικών εθνικισμών[44].
Στο νεοελληνικό κράτος, όπου επικράτησε η στάση του Κοραή και των μαθητών του, είναι αλήθεια ότι η ρωμαίικη διάσταση του ελληνισμού παρασιωπήθηκε. Η καταστροφή δεκάδων βυζαντινών μνημείων της Αθήνας[45], για να μη «μιανθεί» ο αρχαίος χαρακτήρας της πόλης, μαρτυρεί του λόγου το αληθές. Αφού η λόγια βυζαντινή παράδοση είχε προ πολλού εκλείψει, απέμενε η δημώδης μορφή της, στον πολιτισμό του απλού λαού, ο οποίος δεν είχε αλλοιωθεί από τον εξευρωπαϊσμό. Ο Ρωμιός έγινε το συνώνυμο του απλού Έλληνα και της γλώσσας του, σε αντίθεση με τον καθαρευουσιάνο. Σε αυτό το πλαίσιο συναντάμε τον Ρωμιό, τη σατιρική εφημερίδα του Σουρή, την Ιστορία της Ρωμιοσύνης, του Αργύρη Εφταλιώτη, και τη σχετική διαμάχη Κωστή Παλαμά – Νικολάου Πολίτη[46], τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου, τον Ρωμιό που αγάπησε Ρωμιά ή έχει φιλότιμο κ.ο.κ. Πιο διάσημος εκπρόσωπος της λέξης ήταν ο Φώτης Κόντογλου, ο οποίος ύμνησε την Πονεμένη Ρωμιοσύνη[47], την σφαγμένη από τον Τούρκο και την υπνωτισμένη από τα «φώτα» της Δύσης. Στο ποίημά του για τον Νεόφυτο τον έγκλειστο της Κύπρου, ο Γιώργος Σεφέρης μίλησε για τον καημό της Ρωμιοσύνης[48], όρο τον οποίο χρησιμοποίησε ο Κωστής Μοσκώφ για να περιγράψει την εκκρεμή προσαρμογή του ελληνισμού στη νεοτερικότητα[49].
Τι προσπαθεί να δείξει η έκθεση των παραπάνω; Πως το ζήτημα των ονομάτων ήταν πάντοτε περίπλοκο και δεν συνδέεται με μανιχαϊκά αντιτιθέμενες παρατάξεις. Την ακρίβεια και την ενότητα (όπου υπάρχει) διασώζει η διερεύνηση του περιεχομένου. Ακόμα και η χρήση του όρου «Βυζάντιο» για την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν αποτελεί μόνον αυθαιρεσία των νεότερων σπουδών, οι οποίες ήθελαν να ξεχωρίσουν το ανατολικό κράτος από την «αληθινή», λατινική Ρώμη της αρχαιότητας[50]. Οι ίδιοι οι «Βυζαντινοί», στα πλαίσια του κλασικισμού τους, αποκαλούσαν την Κωνσταντινούπολη με το όνομα της μεγαρικής αποικίας, Βυζάντιον, και τους κατοίκους της Βυζαντίους[51]. Παρ’ ότι στις βυζαντινές σπουδές το θέμα έχει ξανά ανοίξει και δεν είναι άνευ σημασίας[52], γνώμη του γράφοντος είναι πως, τη σημερινή εποχή, οι όροι Βυζάντιο και Βυζαντινός δεν είναι πλέον υποτιμητικοί[53], καθώς προσφέρουν την απαραίτητη διάκριση ανάμεσα στη Ρώμη της αρχαιότητας (πολυθεϊστική, λατινόγλωσση, ιταλική) και τη Νέα Ρώμη των μέσων χρόνων (χριστιανική, ελληνόγλωσση, αιγαιακή), ειδικά σε κλάδους όπου η βυζαντινή γενεαλογία δεν κατευθύνεται τόσο προς το Λάτιο (νόμοι, στρατός, διοίκηση), αλλά κυρίως προς την Ελλάδα (παιδεία, λαογραφία, ακόμη και σε πτυχές του δικαίου και της πολιτικής ιδεολογίας) και την Ανατολή (θεολογία).
Και, σε κάθε περίπτωση, δεν αξίζει το ονοματολογικό να γίνεται έριδα, η οποία αποπροσανατολίζει από αυτό που αληθινά μετρά στην ιστορική διάσταση ενός λαού, δηλαδή τη μόρφωση, την έμπνευση και την πρωτότυπη ανασύνθεση των παραδόσεων. Υπάρχει ήδη αρκετή «ποδοσφαιρική» αντιπαλότητα στη δημόσια ιστορία και δεν χρειαζόμαστε περισσότερη.
*διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Βυζαντινής Ιστορίας
[1] Η κατάταξη της Ελλάδας στον ορθόδοξο και όχι τον δυτικό πολιτισμό από τον Samuel Huntington στη διαβόητη Σύγκρουση των Πολιτισμών,που συνέπεσε με τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, προκάλεσε μεγάλη αναταραχή. Βλ. Άρδην, τ. 3, 1996, σσ. 35-57∙ Χρ. Γιανναράς, Πολιτιστική Διπλωματία: Προθεωρία ελληνικού σχεδιασμού, Ίκαρος, Αθήνα 2001, σσ. 128-141.
[2] Ενδεικτικές πρόσφατες συμβολές: «Έλλην Ρωμηός Γραικός: Συλλογικοί Προσδιορισμοί και Ταυτότητες», Ιστορήματα 7, Ευρασία, Αθήνα 2018∙ A. Kaldellis, Romanland: Ethnicity and Empire in Byzantium, Harvard UP 2019∙ Ιωάννης Στουραΐτης, «Roman Identity in Byzantium: A critical approach», Byzantinische Zeitschrift, 2014, 107 (1).
[3] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, ΕΑ έκδ. 2021, τ. 15, σσ. 186-187, τ. 16, σ. 150.∙ Σαράντος Καργάκος, Το Θαύμα των Ελλήνων, Περί Τεχνών, Αθήνα 2012, σ. 271-275.
[4] Απ. Βακαλόπουλος, Ο χαρακτήρας των Ελλήνων: Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα, Θεσ/νίκη 1983, σσ. 62-65∙ ΙΕΕ, 2021, τ. 15, σσ. 187, 191-192, τ. 16, σσ. 152-163, 170-171∙ Paul Veyne, Ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία, Εστία, 2013, σσ. 198-199.
[5] Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Αρχαιολογία Α’, Κάκτος, Αθήνα 2003∙ Ι. Σ. Ρωμανίδης, Ρωμηοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Πουρνάρας, 2002, σσ. 23-45.
[6] Ρ. Veyne, ό.π., σ. 238.
[7] Ό.π., σσ. 308, 872.
[8] Βακαλόπουλος, Ο χαρακτήρας σσ. 65-68∙ ΙΕΕ, τ. 16, σσ. 163-164.
[9] Ρ. Veyne, ό.π., σ. 309.
[10] Ό.π., σσ. 207-208, 258-259.
[11] Παναγιώτης Κ. Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 74-84.
[12] Ν. Σβορώνος, Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, Θεμέλιο, 1995, σσ. 102 -114∙ Δ. Ζακυθηνός, «Ο Ελληνισμός άνευ πρωτογενούς εξουσίας – Δύο Ιστορικά παράλληλα: Ρωμαιοκρατία και Τουρκοκρατία», στο Μεταβυζαντινά και Νέα Ελληνικά, Δωδώνη, 1978, σσ. 1-22.
[13] Ελ. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, Ψυχογιός, 2015, σσ. 41-48∙ Γ. Ταχόπουλος, «Μερικές σκέψεις για τη Βυζαντινή Ταυτότητα», Ν. Ερμής ο Λόγιος, τ. 13, Άνοιξη 2016, σσ. 117-129.
[14] Johannes Koder, «Ῥωμαϊστί. Παρατηρήσεις για τη γλωσσική romanitas των Βυζαντινών», στο Έλλην, Ρωμηός,.., σσ. 77-78.
[15] Γ. Κοντογιώργης, Ελληνικό Κοσμοσύστημα, τ. Γ΄: Η Βυζαντινή περίοδος της οικουμένης, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2020, σσ. 382-391.
[16] Koder, «Ῥωμαϊστί…», σ. 75.
[17] Ευ. Χρυσός, «Γραικοί και Ρωμαίοι στην αναμέτρηση Ανατολής και Δύσης τον 9ο αι. », Έλλην, …, σσ. 103-118∙ Θ.. Παπαδοπούλου, Συλλογική ταυτότητα και αυτογνωσία στο Βυζάντιο κατά το τέλος της μεσοβυζαντινής περιόδου, ΔΔ, Ιόνιο Παν/μιο, 2007, σσ. 215-223∙ Θ. Κωτσάκης, «Δυτικά αρνητικά στερεότυπα για τους Έλληνες από τον Μεσαίωνα έως σήμερα», Ν. Ερμής ο Λόγιος, τ. 4, 2012, σσ. 71-75.
[18] Κ. Παπαρρηγόπουλος, ΙΕΝ, Νίκας, χ.χ., τ. 6, σσ. 17-24∙ Σβορώνος, Ανάλεκτα…, σσ. 145-162∙ Βακαλόπουλος, INE, τ. Α΄ 1974, σσ. 46-61∙ του ιδίου, “Byzantinism and Hellenism: Remarks on the Racial Origin and the Intellectual Continuity of the Greek Nation”, Balkan Studies, 9, 1969, σσ. 101-126∙ του ιδίου, «Views on the origins of Neo-Hellenism and related problems», Balkan Studies, 14, 1, 1973, 201-207∙ Στ. Ξύδης, «Mediaeval origins of Modern Greek Nationalism», Balkan Studies, τ. 9, 1, 1968, σσ. 1-20.
[19] Βακαλόπουλος, INE, τ. Α΄…, σσ. 66-91∙ Παπαδοπούλου, Συλλογική ταυτότητα…, σσ. 335-345∙ Dimiter Angelov, The Byzantine Hellene: The Life of Emperor Theodore laskaris of Byzantium in the 13th Century, Cambridge UP 2019, σσ. 202-216∙ Koder, «Ῥωμαϊστί…», σ. 83∙ M. Angold, «Byzantine “nationalism” and the Nicaean empire», Byzantine and Modern Greek Studies, 1, 1975, σσ. 49-70∙ Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η Πολιτική…, σσ. 125-139∙ Ι.Δ. Σαρρής, Βυζάντιον: Ιστορία, Ταυτότητα, Πολιτισμός, Ζήτρος, Αθήνα 2022, σσ. 273-275.
[20] Γ. Στείρης, «History and Religion as Sources of Hellenic Identity in Late Byzantium and the Post-Byz. Era», Genealogy, 4.1, 2020, σσ. 1-17∙ του ιδίου, «Byzantine Philosophers of the 15th on Identity and Otherness», στο The Problem of Modern Greek Identity: from the Εcumene to the Nation-State (επ. Στείρης, Μητραλέξης, Αραμπατζής), Cambridge S.P, Νιούκαστλ 2016, 173-199∙ Σ. Μεργιαλή-Σαχά, «Συλλογικές και εξατομικευμένες ταυτότητες βυζαντινών διανοουμένων στον απόηχο της δύσκολης επικαιρότητας του 14ου αι.», Έλλην…, σσ. 119-136∙ Γ. Κεκαυμένος, «Ο Γεννάδιος και το Ελληνικό Έθνος», Ν. Ερμής ο Λόγιος, τ. 11, σσ. 156-175.
[21] Από την άποψη αυτή, η κρίση πως η επιμονή στο όνομα Ρωμαίοι ήταν μία «αδικαιολόγητη εμμονή» που συνέβαλε στην πτώση του Βυζαντίου, μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική. Καργάκος, Ιστορία του Ελληνικού…, τ. 1, σ. 650.
[22] Dimitri Oboleknsky, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία: Η Ανατολική Ευρώπη 500-1453, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2022, σ. 359-368.
[23] Ν. Πολίτης, «Οι παραδόσεις του Ελληνικού λαού», Το Βήμα, 2015, σ. 83 κ.εξ.∙ Χρήστου, Οι περιπέτειες…, σσ. 126-128.
[24] Ν. Πολίτης, Έλληνες ή Ρωμιοί;, Αθήνα 1901, σ. 15-17∙ Γ. Καραμπελιάς, Το Δημοτικό Τραγούδι: ΕΕ, 2017, σ. 53, 59-61.
[25] Γ. Καραμπελιάς, 1204-1922 Η Διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού, τ. Α΄, 1204 Η Γένεση, ΕΕ, 2011, σσ. 242-244.
[26] Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου. Γαλαξίας, 1961, σσ. 86-91.
[27] Ν. Δημητριάδης, «Ιστορικές αφηγήσεις για τον ηγεμόνα Μιχαήλ τον Γενναίο: Τρεις Έλληνες λόγιοι των Ηγεμονιών στις αρχές του 17ου αι.», Ν. Ερμής ο Λόγιος, τ. 22, 2021, σ. 169.
[28] Μια κριτική σχετικά με το «ρωμαϊκό» περιεχόμενο της ρωμαϊκής ταυτότητας των Βυζαντινών, στο Ταχόπουλος, «Μερικές…», σσ. 129-148. Bλ. Αλ. Σαββίδης, Benjamin Hendrickx, Εισαγωγή στην Βυζαντινή Ιστορία (284-1461), Ηρόδοτος, 2008, σ. 39.
[29] Κ.ς Σ. Σοκόλης, Αυτοκρατορία, Άγκυρα, Αθήνα 1916, σσ. 3-15∙ Γ. Δ. Μεταλληνός, Ελληνισμός Μετέωρος: Η Ρωμαίικη ιδέα και το όραμα της Ευρώπης, Απ. Δ, Αθήνα 1999, σσ. 19-29. Για τις απόψεις των C. Mango και R. Jenkins, βλ. Γ. Καραμπελιάς, «Από τον Φαλμεράυερ στον Χομπσμπάουμ, Η γένεση της αποδομητικής ιστοριογραφίας», Ν. Ερμής ο Λόγιος, τ. 15, Καλοκαίρι 2017, σσ. 102-126.
[30] Για τη διττή σημασία του Ρωμιού, ελληνική-εθνική και πανορθόδοξη-υπερεθνική, βλ. Φωκίων Κοτζαγεώργης, «Αναζητώντας του Έλληνες μέσα σε οθωμανικές διοικητικές πηγές», Έλλην…, σσ. 188-193∙ Lidia Cotovanu, «Πολλαπλές αναπαραστάσεις των Ρωμαίων/Γραικών στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες: η μαρτυρία του Ματθαίου Μυρέων», Έλλην…, σ. 442. Συγκινητική επιβίωση αυτής της υπερεθνικής, ορθόδοξης Ρωμιοσύνης είναι η περίπτωση των αραβόφωνων Rum της Εγγύς Ανατολής.
[31] Ελ. Οικονόμου, Παϊσίου Χιλανδαρηνού Σλαβοβουλγαρική Ιστορία, ΔΔ, ΑΠΘ 1999, σσ. 33-35, 48-49.
[32] Ν. Δημητριάδης, «Ιστορικές…», σ. 174∙ Ελ. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, “Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀφοῦ ἐχάσαμε τὸ βασίλειον ἐχάσαμεν ὅλα. Πώς αυτοπροσδιορίζονταν οι υπό ξένη κυριαρχία Έλληνες: η μαρτυρία των κειμένων”, Έλλην…. σ. 256.
[33] Δοσιθέου Πατρ. Ιεροσολύμων Τόμος Χαράς (επ. Κ. Σιαμάκης), Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/νίκη 1985, Διονυσίου Επιλεγόμενα, σ. 424.
[34] Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής 1989, σ. 4∙ Γ. Καραμπελιάς, Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία, Ε Ε, 2018, σ. 92∙ Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, ό.π. , σ. 255.
[35] Γ. Καραμπελιάς, Εκκλησία…, σσ. 87-88.
[36] Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γνώση, Αθήνα 2000, σ. 143.
[37] Στυλιανή Β. Τσίγκου, «Ο Ευγένιος ο Αιτωλός και η προσφορά του στην Παιδεία κατά τον 17ο αι.», ΔΕ, ΑΠΘ, Θεσ/νίκη 2018, σ. 63.
[38] Ιωάννης Γ. Νεραντζής, «Ευγένιος Γιαννούλης, Αναστάσιος Γόρδιος και το γλωσσικό ζήτημα: μία άδηλη σχέση», στο Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός και αι σχολαί των Αγράφων κατά την Τουρκοκρατίαν, Πρακτ. Συνεδρίου, Αθήνα 2014, τ. Α΄, σσ. 204-205.
[39] Χ. Μηνάογλου, «Grecian sculptοrs, Greek Emperors, Greek sailors…», Ν. Ερμής ο Λόγιος, τ. 2, 2011, σσ. 44-54∙ Αν. Παπαδία-Λάλα, «Οι Greci στον ελληνοβενετικό κόσμο. Ο λόγος των πολλαπλών εξουσιών», Έλλην.., σσ. 168-174∙ Ι. Χασιώτης, «Αναζητώντας εσωτερικές και εξωτερικές μαρτυρίες για τον εθνικό προσδιορισμό των Ελλήνων κατά την πρώιμη Τουρκοκρατία», Έλλην…, , σσ. 306-315.
[40] Περί το 1400, ο Μ. Καλλέκας σκεπτόταν να επισκεφθεί τον Μανουήλ Ράλλη στην Κύπρο, με την παρότρυνση «τῆς ἑλληνίδος γλώττης τῶν ἐνοικούντων»∙ Correspondance de Manuel Calécas (επ. R.-J. Loenertz), Studi e Testi 152, Βατικανό 1950, επ. 60, σσ. 252-254. Διαλέκτους της ελληνικής λογίζει τα ιδιώματα του 16ου αι. ο μοναχός Παχώμιος Ρουσάνος∙ Patrologia Graeca, τ. 98, στ. 1349. Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έλεγε: «Να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μαθαίνουν ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν και το Γένος μας είναι ελληνικόν», πάσχιζε δε να εκριζώσει τα βλάχικα και τα αρβανίτικα. Συγχρόνως χρησιμοποιούσε και την παλιά έννοια του Έλληνα ως ειδωλολάτρη∙ Φ. Μιχαλόπουλος, Κοσμάς ο Αιτωλός, ΕΕ, 2011, σσ. 49-50.
[41] Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, σσ. 257-63.
[42] Αλ. Παπαδερός, Μετακένωσις: Ελλάδα- Ορθοδοξία – Διαφωτισμός κατά τον Κοραή και τον Οικονόμο, 2010, 112-128.
[43] Χρ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, Ίκαρος 2021, σσ. 262-378, 281-302.
[44] Έ. Σκοπετέα, Το “Πρότυπο Βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα: Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, Αθήνα 1988, σ. 325 κ.εξ.
[45] Γιανναράς, Ορθοδοξία…, σσ. 220-227 κ.εξ.
[46] Αργύρης Εφταλιώτης, Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Εστία, 1901, σσ. 3-14∙ Ν. Πολίτης, Έλληνες ή Ρωμιοί; Αθήνα 1901. Ο Εφταλιώτης ξεκινά λέγοντας: «Τόσο στενά συγγενεύουν οι αρχαίοι οι Έλληνες κ’ οι κατοπινοί, δηλαδή οι Ρωμιοί, που για να ιστορηθή η εικόνα της πολύχρονης Ρωμιοσύνης έπρεπε, θαρρώ, ναρχίσουμε από τους Αργοναύτες» .
[47] Φ. Κόντογλου, Η πονεμένη Ρωμιοσύνη, Άγκυρα, 2015, σσ. 11-16, 86-98, 111-151∙ του ιδίου, Μυστικά Άνθη, 2016, σσ. 93-99, 126-130.
[48] Γ. Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος, σ. 259.
[49] Κ.Μοσκώφ, Η Εθνική και Κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα (1830-1909): Ιστορία του Μεταπρατικού Χώρου, Θεσ/νίκη 1972, σσ. 269-271 [βλ Άρδην, τ. 54 2005, σσ. 42-43].
[50] Georg Ostrogorsky. Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Σ. Δ. Βασιλόπουλος, 1978, τ. Α΄, σσ. 48, 84-86∙ Αλ. Σαβίδης, The Beginning and Foundation of Byzantine Studies: A survey with a bibliographical appendix, Ηρόδοτος, Αθήνα 2018, σσ. 64-69.
[51] Σαββίδης, Hendrickx, Εισαγωγή…, σ. 38. Για τις συνέπειες της χρήσης του όρου Βυζάντιο για την Πόλη, και την ταύτιση Βασιλεύουσας και αυτοκρατορίας, ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία στο Κοντογιώργης, Ελληνικό Κοσμοσύστημα, τ. Γ΄…, σσ. 180-196.
[52] Anthony Kaldellis, The case for East Roman studies, Arc Humanities Press 2024. Γενικά, ο αγγλόφωνος χώρος ήταν πάντα πιο απρόθυμος από τον ηπειρωτικό ευρωπαϊκό να αποδεχθεί την ύπαρξη ενός «Βυζαντίου» διαφορετικού από τη Ρώμη (Gibbon, Bury). Βλέπε G. Ostrogorsky. Ιστορία …, τ. Α΄, σσ. 52-53, 60∙ Σαββίδης, Hendrickx, Εισαγωγή…, σ. 38∙ Al. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453), Πάπυρος, Αθήνα 1995, τ. 1, σσ. 21-25, 36-39.
[53] Ως και τον βυζαντινισμό, συνώνυμο της διαφθοράς και της άσκοπης περιπλοκότητας, ο Καβάφης τον έκανε «ένδοξο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.