«Μα γιατί να πιεστώ να μισήσω εγώ
που σχεδόν ευγνωμονώ τον κόσμο για τη δυστυχία μου, για
το ότι είμαι διαφορετικός –και γι᾽ αυτό μισήθηκα–
και που όμως δεν ξέρω παρά ν᾽ αγαπώ, πιστά και στενάχωρα;»1
Πιέρ Πάολο Παζολίνι
Η αντίφαση, ή μάλλον το παράδοξο μοιάζει να είναι το άλλο όνομα της δημιουργίας. Γιατί τι πιο παράδοξο για τον δεσμώτη του πεπερασμένου και του θανάτου άνθρωπο απ’ το να δημιουργεί; Τι πιο παράδοξο στον άνθρωπο, εν τέλει, από την πίστη; Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι δεν ήταν πιστός. Αλλ’ όταν σε μια συνέντευξη τύπου, το 1966, κάποιος τον είπε άπιστο, εκείνος σχολίασε: «εάν γνωρίζεις ότι είμαι άπιστος, τότε με γνωρίζεις καλύτερα απ’ όσο γνωρίζω εγώ τον εαυτό μου. Πιθανόν να είμαι ένας άπιστος, αλλά είμαι ένας άπιστος με νοσταλγία για μία πίστη»[2]. Είναι μ’ άλλα λόγια ένας βέρος ποιητής.
Ο Παζολίνι, γεννημένος στη Μπολόνια, στις 5 Μαρτίου του 1922, όταν το 1963 καταπιάνεται με το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, είναι 41 ετών και έχει ήδη δώσει τις μεγάλες του ταινίες Ακατόνε (1961) και Μάμα Ρόμα (1962), ταινίες-πρόζα, όπως τις χαρακτηρίζει ο ίδιος, όπου ακολουθεί το δρόμο που είχε χαράξει από νέος με τα μυθιστορήματά του. Τότε θα κάνει μια μεγάλη στροφή προς τον κινηματογράφο της ποίησης, όπως εκείνος τον εμπνεύστηκε. Κι ως ποιητής θα μπει στο δρόμο με τις μεγάλες αφηγήσεις, τους μεγάλους μύθους. Συνέβη τότε (2 Οκτωβρίου 1962) να ακολουθήσει μαζί με άλλους διανοούμενος τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ’ σε προσκύνημα στην Ασσίζη. Εκείνος όμως, απ’ τα γενοφάσκια του μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, άθεος και με σκανδαλώδη την ομοφυλοφιλία του, προτίμησε να μην βγει από το δωμάτιό του, «ενώ», όπως λέει, «οι κωδωνοκρουσίες βούιζαν στο κεφάλι μου, ξαφνικά η επιθυμία μου να τον δω (τον Πάπα) εξαφανίστηκε […] Αυτή η ταινία γεννήθηκε σ’ εκείνο το χώρο, εκείνη τη μέρα, εκείνες ακριβώς τις στιγμές»[3], όταν από μια «Καινή Διαθήκη» που βρήκε στο κομοδίνο του, διάβασε απνευστί το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο».
Αυτή ήταν η σύλληψη ενός από τα παραδοξότερα έργα του κινηματογραφου, κι ο Παζολίνι φτάχνει την πιο πετυχημένη διασκευή του Ευαγγελίου στο σινεμά, την πιο δική του ταινία. «Δεν πιστεύω ότι έχω κάνει ποτέ έργο πιο προσωπικό, που να μου ταιριάζει περισσότερο από το Ευαγγέλιο»[4]. Στον Ματθαίο, ο Παζολίνι ανακάλυψε έναν όμοιό του, έναν ποιητή: «Αν και ο άγιος Ματθαίος δε γράφει σε στίχους, θα μπορούσε το έργο του να έχει ρυθμό επικό και λυρικό» και γι’ αυτό απέρριψε για την ταινία του εξ’ αρχής «κάθε είδος ρεαλιστικής ή νατουραλιστικής αναπαράστασης» κι έμεινε μακρυά από «κάθε είδος αρχαιολογίας και φιλολογίας. […] Προτίμησα», λέει, «να αφήσω τα πράγματα στο θρησκευτικό τους πλαίσιο, που είναι το μυθικό τους πλαίσιο. Το επικό-μυθικό.»[5].