Άνθρωποι απλοί, άδολοι και απονήρευτοι, ταπεινοί και καταφρονεμένοι, κινούνται μυστικά μέσα στον κόσμο του Παπαδιαμάντη, σαν αληθινοί προφήτες, βοηθώντας τους πολλούς να ξεφύγουν από την πνευματική τους πενία και να υψωθούν στη θεία χάρη. Μια τέτοια φιγούρα, είναι ο Αγκούτσας, ο πραγματικός ήρωας του διηγήματος «Γλυκοφιλούσα», ένας, υποτίθεται, αφελής, «ευήθης» άνδρας, κάποιος στην πραγματικότητα ευλογημένος «σαλός». Ως συνήθως, η κοινότητα τον έχει περιθωριοποιήσει – η τεράστια διαφορά του Παπαδιαμάντη με την ηθογραφία είναι ότι οι ήρωες αυτοί δεν παίζουν καθόλου τον ρόλο του «τρελού του χωριού», όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά του προφήτη. Κρίνουν την κοινότητα, είναι κατά κάποιο τρόπο οι θεολόγοι της, στοιχείο που βέβαια δεν είναι επ’ ουδενί «θεσμισμένο» από αυτή, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον «τρελό» του χωριού και την ηθογραφία που τον περιβάλλει.
Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο τον δημιουργό να περιγράψει τον ήρωα του: «Ὁ Ἀγκούτσας δὲν ἦτο ἰδιοκτήτης ποιμνίων, οὔτε γεωργός, οὔτε κἂν βοσκός, οὔτε οἰκίαν εἶχεν, οὔτε φαμιλιάν, τίποτε. Ἦτο πλάνης, ἄστεγος. Πότε ἐδούλευε μὲ ἡμεροκάματον σιμὰ εἰς τοὺς κολλήγας, τοὺς καλλιεργητάς, πότε ἔμβαινε παραγυιὸς εἰς τοὺς βοσκοὺς διὰ νὰ φυλάγῃ τὰς αἶγας. Τὸν περισσότερον καιρὸν ἐγύριζεν ἀπὸ μάνδραν εἰς μάνδραν, ἀπὸ καλύβι εἰς καλύβι, ἀπὸ κατάμερον εἰς κατάμερον, χωρὶς ἐργασίαν, καὶ τοῦ ἔδιδαν οἱ ποιμένες ξινόγαλα κ᾽ ἔτρωγε. Κάποτε τοῦ ἔλεγαν: – Δὲν πᾷς, καημένε Ἀγκούτσα, νὰ βγάλῃς τίποτε πεταλίδες, κάτω στὸ γιαλό, ἢ τίποτε καβουράκια, στὸ ρέμα μέσα; Τοῦτο ἦτο ἀσφαλὲς σημεῖον ὅτι τὸν ἔδιωχναν. Ὁ Ἀγκούτσας τὸ ἐκαταλάβαινε κ᾽ ἔφευγε. – Καλὰ ποὺ μοῦ τὸ θύμισες, ἔλεγε.»
Ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι πραγματικός ασκητής, καθώς τον χαρακτηρίζει η απόλυτη ακτημοσύνη. Δεν έχει ούτε λίγα ζωντανά, τα οποία, σημειωτέον, αποφεύγουν και οι αγιορείτες πατέρες, γιατί απαιτούν μεγάλη δέσμευση και περισπασμό. Δεν έχει καν κάποιο μικρό αγροτεμάχιο. Όσον αφορά το σπίτι, μιμείται το παράδειγμα του Σωτήρος Χριστού, που είπε ότι «αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε υιός του ανρθώπου ουκ έχει πού την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. η, 20). Με τέτοια αντίληψη περι ιδιοκτησίας, με τέτοιο γενικότερο τρόπο ζωής, δεν ειναι παράξενο που δεν έχει και δική του οικογένεια. Είναι τελικά κάποιος «πλάνης», μια λέξη που μοιάζει αρκετά με το «πλάνος»: «πλάνος» είναι στην πραγματικότητα εκείνος ο ανεύσπλαγχνος καλόγερος, που γυρίζει από μέρος σε μέρος, για να στενοχωρεί και να απελπίζει τους ανθρώπους, στο διήγημα «η Φωνή του Δράκου». Εδώ όμως ο όρος έχει εντελώς αντίθετη σημασία, καθώς υποδηλώνει αυτόν που γυρίζει από εδώ και από εκεί, που ειναι πάντα παρών για να προσφέρει.