Άνθρωποι απλοί, άδολοι και απονήρευτοι, ταπεινοί και καταφρονεμένοι, κινούνται μυστικά μέσα στον κόσμο του Παπαδιαμάντη, σαν αληθινοί προφήτες, βοηθώντας τους πολλούς να ξεφύγουν από την πνευματική τους πενία και να υψωθούν στη θεία χάρη. Μια τέτοια φιγούρα, είναι ο Αγκούτσας, ο πραγματικός ήρωας του διηγήματος «Γλυκοφιλούσα», ένας, υποτίθεται, αφελής, «ευήθης» άνδρας, κάποιος στην πραγματικότητα ευλογημένος «σαλός». Ως συνήθως, η κοινότητα τον έχει περιθωριοποιήσει – η τεράστια διαφορά του Παπαδιαμάντη με την ηθογραφία είναι ότι οι ήρωες αυτοί δεν παίζουν καθόλου τον ρόλο του «τρελού του χωριού», όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά του προφήτη. Κρίνουν την κοινότητα, είναι κατά κάποιο τρόπο οι θεολόγοι της, στοιχείο που βέβαια δεν είναι επ’ ουδενί «θεσμισμένο» από αυτή, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον «τρελό» του χωριού και την ηθογραφία που τον περιβάλλει.
Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο τον δημιουργό να περιγράψει τον ήρωα του: «Ὁ Ἀγκούτσας δὲν ἦτο ἰδιοκτήτης ποιμνίων, οὔτε γεωργός, οὔτε κἂν βοσκός, οὔτε οἰκίαν εἶχεν, οὔτε φαμιλιάν, τίποτε. Ἦτο πλάνης, ἄστεγος. Πότε ἐδούλευε μὲ ἡμεροκάματον σιμὰ εἰς τοὺς κολλήγας, τοὺς καλλιεργητάς, πότε ἔμβαινε παραγυιὸς εἰς τοὺς βοσκοὺς διὰ νὰ φυλάγῃ τὰς αἶγας. Τὸν περισσότερον καιρὸν ἐγύριζεν ἀπὸ μάνδραν εἰς μάνδραν, ἀπὸ καλύβι εἰς καλύβι, ἀπὸ κατάμερον εἰς κατάμερον, χωρὶς ἐργασίαν, καὶ τοῦ ἔδιδαν οἱ ποιμένες ξινόγαλα κ᾽ ἔτρωγε. Κάποτε τοῦ ἔλεγαν: – Δὲν πᾷς, καημένε Ἀγκούτσα, νὰ βγάλῃς τίποτε πεταλίδες, κάτω στὸ γιαλό, ἢ τίποτε καβουράκια, στὸ ρέμα μέσα; Τοῦτο ἦτο ἀσφαλὲς σημεῖον ὅτι τὸν ἔδιωχναν. Ὁ Ἀγκούτσας τὸ ἐκαταλάβαινε κ᾽ ἔφευγε. – Καλὰ ποὺ μοῦ τὸ θύμισες, ἔλεγε.»
Ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι πραγματικός ασκητής, καθώς τον χαρακτηρίζει η απόλυτη ακτημοσύνη. Δεν έχει ούτε λίγα ζωντανά, τα οποία, σημειωτέον, αποφεύγουν και οι αγιορείτες πατέρες, γιατί απαιτούν μεγάλη δέσμευση και περισπασμό. Δεν έχει καν κάποιο μικρό αγροτεμάχιο. Όσον αφορά το σπίτι, μιμείται το παράδειγμα του Σωτήρος Χριστού, που είπε ότι «αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε υιός του ανρθώπου ουκ έχει πού την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. η, 20). Με τέτοια αντίληψη περι ιδιοκτησίας, με τέτοιο γενικότερο τρόπο ζωής, δεν ειναι παράξενο που δεν έχει και δική του οικογένεια. Είναι τελικά κάποιος «πλάνης», μια λέξη που μοιάζει αρκετά με το «πλάνος»: «πλάνος» είναι στην πραγματικότητα εκείνος ο ανεύσπλαγχνος καλόγερος, που γυρίζει από μέρος σε μέρος, για να στενοχωρεί και να απελπίζει τους ανθρώπους, στο διήγημα «η Φωνή του Δράκου». Εδώ όμως ο όρος έχει εντελώς αντίθετη σημασία, καθώς υποδηλώνει αυτόν που γυρίζει από εδώ και από εκεί, που ειναι πάντα παρών για να προσφέρει.
Αφημένος στο έλεος του Θεού, ο ήρωάς μας που και που κάνει κανένα μεροκάματο, άλλες φορές του δίνουν οι τσομπάνηδες λίγο ξινόγαλα, ενώ αδιαμαρτύρητα φεύγει όταν εκείνοι τον διώχνουν. Πάνω από όλα είναι ταπεινός, ανεξίκακος. Όλα αυτά τον μεταβάλλουν σε προφήτη, όπως είπαμε, της κοινότητας, τον καθιστούν ικανό να την ανυψώσει πνευματικά, να την σώσει. Πολύ περισσότερο που, λόγω της «ευήθειάς» του, δεν απασχολεί τον νου του κανένας «μάταιος» λογισμός, του είναι άγνωστη η «πολυπραγμοσύνη» (δεν ξέρω κατά πόσο ο Παπαδιαμάντης είχε διαβάσει την Φιλοκαλία ή φιλοκαλικά γραπτά). Και έτσι, η «φαντασία» του δεν περιπλανιέται, αντίθετα από τον ίδιο, που περιπατεί παντού, λειτουργώντας όμως «καρδιακά», ως «ο πλησίον».
Το πρόβλημα που έχει ανακύψει στο διήγημα, όταν καταφθάνει ο Αγκούτσας, αφορά κάποιες εγκλωβισμένες κατσίκες. Πρέπει όμως να πούμε ότι προηγείται μια αριστουργηματική περιγραφή της καταιγίδας, μια υποβλητικότατη «πάλη τῶν στοιχείων», βαθύτερα ίσως του Καλού και του Κακού. Και το καλό καθαίρει και ξεπλένει τα πάντα. Όσον αφορά τις κατσίκες του Στάθη του «Μπόζα», του βοσκού, αυτές ξέφυγαν από το κοπάδι τους (ως ανυπότακτα, θα λέγαμε, «κακά ερίφια») και εγκλωβίστηκαν («βραχώθηκαν») σε ένα φοβερό γκρεμό. Αυτό όμως συνιστά αληθινό δαιμονικό πειρασμό, τον οποίο ο Θεός παραχωρεί εξαιτίας της ασέβειας του Στάθη, που δεν διστάζει να σταβλίζει τα ζώα του μέσα στο εσωτερικό των μικρών εκκλησιών της εξοχής. Ο διάβολος, λοιπόν, εκμεταλλευόμενος αυτήν την περίσταση, θέλει να σπρώξει τον Στάθη στο μεγαλύτερο αμάρτημα, στην αυτοκτονία, να τον «κολάσει»- η πάλη με το δαιμονικό είναι σταθερό θέμα των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, καθώς το συναντάμε π.χ. στο «Αμαρτίας Φάντασμα», στα «Δαιμόνια στο Ρέμα», στους «Αλαφροΐσκιωτους», επίσης στη «Φόνισσα» κ.λπ. Εδώ ο εχθρός δρα υποβάλλοντάς στον τσοπάνη την ιδέα να αψηφήσει τον κίνδυνο και να κατεβεί στο βάραθρο. Για να τα καταφέρει, «πατά» πάνω στην φιλοκτημοσύνη του Στάθη, στην τσιγκουνιά του, ωστόσο, επειδή δεν αρκεί αυτό, βρίσκει έναν «εκ δεξιών» συνεργό, κάποιο πρόσωπο που του ψιθυρίζει κουβέντες της ψευδοελάβειας, ότι, δηλαδή, αν κάνει τον σταυρό του, θα τα καταφέρει. Πρόκειται για μια γυναικεία μορφή, υποτίθεται ευλαβέστατη και αγία ψυχή, την οποία ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει στον ανυποψίαστο αναγνώστη με τον γνωστό του, τόσο χαριτωμένο, τόσο διακριτικό, «δόλο»: ήταν, μας λέει, καλή χριστιανή, γιατί ερχόταν πολύ τακτικά σε όλα τα εξωκλήσια «διὰ ν᾽ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια καὶ νὰ προσευχηθῇ εἰς τοὺς Ἁγίους». Ήταν άνθρωπος της προσευχής. Και λέγει γι’ αυτήν ακόμη: «Ἡ θεια-Ἀρετὼ ἦτο καλὴ χριστιανή, καὶ δὲν εἶχε κάμει κακὸ εἰς καμμίαν γειτόνισσαν, καὶ ὅμως ὑπέφερε πολλὰς δυστυχίας εἰς τὴν ζωήν της.»
Υπέμεινε τα πάντα, μαθαίνουμε, με υπομονή, και το στόμα της έσταζε πάντα μέλι. Μέσα στα πολλά πάθια της, αλίμονο, ήταν ότι είχε χάσει και την κόρη της, γιατί, δυστυχώς, κάποια φορά, ενώ πάντα συμβούλευε τους άλλους, «ζήσης χρονίσεις, να μην καταραστείς κανένα», της ξέφυγε κάποτε μια κακιά κουβέντα: «τὴν ἡμέραν καθ᾽ ἣν ἔγινε νύμφη…, ὀργισθεῖσα ἡ μήτηρ ἀπὸ περισσὰς ἴσως ἀπαιτήσεις τοῦ γαμβροῦ ὡς πρὸς τὴν προῖκα, ἀπὸ διφορουμένην ἴσως καὶ παθητικὴν στάσιν τῆς κόρης, τίς οἶδεν ἀπὸ τί, τέλος, τῆς εἶπεν εἰς τὸν θυμόν της ἐπάνω, «Νὰ μὴ χρονίσῃ!» Καὶ πράγματι δὲν ἐχρόνισε.» Ο συγγραφέας έχει εν τω μεταξύ φροντίσει να μας εξηγήσει ότι οι κατάρες της πιάνουν πάντα. Τόσο κοντά στο δαιμονικό είναι αυτή η γυναίκα! Η κόρη της λοιπόν πέθανε πράγματι ακριβώς λίγο πριν «χρονίσει», ενώ ήταν δέκα ημερών λεχώνα, και λίγο μετά χάθηκε και το παιδί, «δωδεκαήμερον». Αυτός είναι και ο λόγος τελικά που αυτή την αγία δήθεν γυναίκα «τινὲς τῶν καλῶν γειτονισσῶν τὴν εἶχαν ἐπονομάσει ‘‘ἡ Χρονίστρα’’, καὶ ἄλλαι πάλιν τὴν ἔλεγαν ἀπαισίως ‘‘ἡ Ἀχρόνιαστη’’, καὶ πάλιν ἄλλαι τὴν ὠνόμαζον εὐφήμως ‘‘ἡ Χρονιάρα’’.
Η γριά Αρετώ, μόλις μαθαίνει για το συμβάν, διαισθάνεται με την ιδιαίτερη ικανότητα που έχει να στέλνει τις ψυχές στον κάτω κόσμο, ότι οι γίδες είναι το «δόλωμα» του εχθρού, για να διαπραχθεί το μέγα αμάρτημα της αυτοκτονίας (Τα ζώα «ἐβραχώθησαν καθὼς βραχώνεται ἡ μεγάλη χονδρὴ ἀπετουνιὰ μὲ τὸ μέγα ἄγκιστρον καὶ μὲ τὸ γενναῖον δόλωμα εἰς τὸ θαλάμι, κάτω εἰς τὸν πυθμένα εἰς τὰ ἀνεξερεύνητα βάθη, ἀνάμεσα εἰς βράχους ριζωμένους καὶ εἰς φύκη καὶ ὄστρακα…»). Στην αρχή, με την γνωστή υποκρισία της, αποτρέπει τον Στάθη από τον κίνδυνο, για να τον εξαπατήσει αργότερα πολύ ευκολότερα. Και πρέπει εδώ να πούμε ότι, καθώς διακυβεύεται το θέμα της σωτηρίας μιας ψυχής, το διήγημα στην ουσία παίρνει αφορμή μόνο από ηθογραφικά γεγονότα, αλλά τα υπερβαίνει όλα αυτά και ανυψώνεται σε εντελώς διαφορετική ηθική και οντολογική διάσταση. « Ἡ θεια-Ἀρετὼ ἤρχισε νὰ κάμνῃ πολλοὺς σταυρούς, ἐξισταμένη διὰ τὸν τολμηρὸν λόγον τοῦ βοσκοῦ. – Ποῦ νὰ σὲ κατεβάσουν, γυιέ μ᾽, Στάθη μ᾽, ἔλεγε· πῶς νὰ σὲ κατεβάσουν! Ποῦ θὰ πᾷς; Ποῦ θὰ πατήσῃς; ». Ωστόσο, «συγχρόνως … κατέβη εἰς τὸν νοῦν της μία ἰδέα. – Ἀμμὴ σὰν τὸ ἀποφασίσῃς, γυιέ μ᾽, κάμε τὸ σταυρό σ᾽ καὶ τάξε τίποτε στὴν Παναγιά, νὰ σὲ φυλάξῃ.» Με άλλα λόγια, η αμαρτία στην οποία προτρέπει η θεια – Αρετώ τον Στάθη είναι το να εκπειράσει τον Κύριο τον Θεό του. Ο διάβολος, όπως λέγει στο Ευαγγέλιο, είπε στον Χριστό να πέσει στον γκρεμό, για να δει αν ο Θεός θα τον σώσει. Και ο Κύριος απάντησε: «ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου» (Ματθ. δ, 7). Είναι βέβαιο ότι, ως ασεβής και ιερόσυλος, δεν έχει καθόλου «δικαίωμα» να προβεί σε ανάλογο τόλμημα – το δικαίωμα για τέτοια ανδραγαθήματα και παράτολμα ρίσκα το παραχωρεί ο Χριστός, και πάλι σε επείγουσες περιστάσεις, μόνο στους δικαίους. Ο Στάθης θα προκαλέσει λοιπόν τον Θεό και θα ξεσπάσει επάνω του, λίαν δικαίως, η τιμωρία. Ένας αγαθός ιερέας, όμως, ο παπα- Μπεφάνης, που έχει φθάσει εν τω μεταξύ και αυτός εκεί (σε αυτόν τον ιερέα σημειωτέον κατέληξε η νυφιάτικη στολή της νεκρής κόρης της γριάς, αφού πρώτα μεταποιήθηκε σε ιερά άμφια), γνωρίζοντας τα έργα και το ποιόν του βοσκού, του το επισημαίνει. Καταλαβαίνει όμως και το πείσμα του, εφόσον ο τσοπάνης λέγει ότι θα τάξει μια ασημένια «γίδα» στην Παναγία και θα κατεβεί στην άβυσσο. Ο ιερέας, γνωρίζοντας όλα αυτά, τον επαναφέρει στην τάξη, λέγοντάς του ότι δεν πρέπει να τάξει τίποτε άλλο, εκτός από του να σέβεται στο εξής τον ιερό χώρο των ναών και να παύσει επίσης, μαζί με τους άλλους βοσκούς, να καταπατούν τα κτήματα της φτωχολογιάς. Και κατόπιν, μην μπορώντας στην ουσία να κάνει τίποτε περισσότερο, του δίνει την ευχή του, ενώ η Αρετώ, με μεγάλη βιασύνη, λέγει: «-Ἡ εὐχή σ᾽, παπά μ᾽.». Ίσως, σκέπτεται κατά βάθος, μπορεί και να μην πιάσει… Ο ιερέας όμως διευκρινίζει ότι δεν τον παρακινεί καθόλου σε τέτοιο τόλμημα, καθώς «Ὁ ἴδιος θὰ δώσῃ λόγον». Και ακολουθεί τότε ο εξής διάλογος ιερέως και Στάθη: «- Κὶ λές, παπά μ᾽, σὰν πάθω τίποτα, θὰ πάω κολασμένος; ἠρώτησεν ὁ Στάθης. – Αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει, εἶπεν ὁ ἱερεύς. Ἐσεῖς, οἱ πλειότεροι, εἶσθε ἀλιβάνιστοι. Δὲν ζυγώνετε σ᾽ ἐκκλησία!».
Ενώ λοιπόν παλεύει το κακό με το καλό, η πλεονεξία, η «αποκοτιά», το θράσος ενώπιον του Θεού με την προσπάθεια να έλθει ο αμαρτωλός σε συναίσθηση και να μετανοήσει αληθινά, ενώ διακυβεύεται ό,τι πολυτιμότερο, να μην χαθεί η ψυχή ενός ανθρώπου, εμφανίζεται ο Αγκούτσας, αυτός ο «σαλός» ήρωας, που δεν ξέρει τι θα πει ιδιοκτησία. Λόγω της αγίας στην ουσία βιωτής του, αυτός έχει το δικαίωμα να κάνει το σταυρό του και να κατέβει στον γκρεμό. «Εὗρε δὲ τὴν ὁμάδα τῶν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἀνθρώπων, ἔξω τῆς θύρας τοῦ ναΐσκου τῆς Παναγίας, ἀκριβῶς καθ᾽ ἣν στιγμὴν ἡ θειὰ τ᾽ Ἀρετὼ ηὔχετο εἰς τὸν Στάθην νὰ εἶναι ἄξιος ὁ μισθός του.» Προτείνει λοιπόν αμέσως στον Στάθη να κατεβεί αυτός να πιάσει τα ζώα, γιατί, όπως του λέγει, «- Τουλόου σ᾽, Στάθη, ἔεις γ᾽ναῖκα καὶ πιδιά… Ἄφσε νὰ κατιβῶ ἰγὼ ἁπ᾽ δὲν ἔχου στοὺν ἥλιο μοῖρα.». Η αυτοθυσία του είναι συγκινητική: τόσο απλά, τόσο αθόρυβα, η καρδιά ενός ανθρώπου φθάνει στην μεγάλη αρετή. Ο Παπαδιαμάντης, εν τω μεταξύ, πιστεύει ότι ο ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει σωστική ναυς για τον άλλον. Ο Αγκούτσας μπορεί να σώσει τον αδελφό του, ακριβώς γιατί στο βάθος είναι ένα άκακο «παιδί», ένα αθώο νήπιο και ισχύει το βιβλικό: «των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών».
***********
Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να σταθούμε λίγο περισσότερο, για να εξηγήσουμε ότι το διήγημα διακρίνει στην πραγματικότητα βαθιά συνοχή, που δεν φαίνεται όμως με την πρώτη ματιά. Ας το δούμε από πιο κοντά. Η «Γλυκοφιλούσα», λοιπόν, είναι το μεγάλο παραμύθι των βρεφών, καθώς σχεδόν τα πάντα περιστρέφονται γύρω από αυτό το θέμα. Το ξωκλήσι της Παναγίας, που γιορτάζει την 26η Δεκεμβρίου, στα «Επιλόχια» της Θεομήτορος (μαζί με το θέμα του παιδιού, κυρίαρχο είναι και το συναφές θέμα της «λεχώνας», της μητέρας), έχει ως πιο σημαντική εικόνα του την Παναγιά, που φιλά γλυκά τον μικρό Χριστό, ενώ γίνεται λόγος και για τη σημασία της μητρική στοργής. « Ἡ ὡραία μικρὰ εἰκών, μὲ τὸ ὠχρὸν πρόσωπον τῆς Παναγίας, ἑνούμενον κατὰ παρειὰν μὲ τὸ λευκὸν καὶ ἔνθεον πρόσωπον τοῦ λατρευτοῦ Βρέφους της, εἶχεν ἄφατον γλυκύτητα, καὶ ἦτο καλλίστη ἔκφρασις τῆς μητρικῆς στοργῆς, τῆς γεννωμένης, ὡς ἐκ πικρᾶς ρίζης γλυκέος καρποῦ, εὐθὺς μὲ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, καὶ συναυξανομένης μὲ τῆς ἀνατροφῆς τοὺς κόπους καὶ τὰς μερίμνας…». Παρακάτω, κατονομάζεται ο προστάτης των βρεφών Άγιος Στυλιανός, «ὁ φίλος καὶ φρουρὸς τῶν νηπίων». Πιο πέρα αναφέρεται ότι παριστάνεται ο Άγιος Ελευθέριος, αυτός που ελευθερώνει τις γυναίκες απο τις ωδίνες του τοκετού, αλλά και «ἡ Ἁγία Μαρίνα, ἡ προστάτις τῶν ὠδινουσῶν». Φτάνουμε κατόπιν στον Αββά Ποιμένα και την τρομακτική του ασκητική ρήση «ὁ Ποιμὴν τέκνα οὐκ ἐγέννησε», ενώ το διήγημα βρίσκει τρόπο, ακόμη και όταν μιλά για ένα φαινομενικά άσχετο θέμα, τον άγιο Μωυσή τον Αιθίοπα, να αναφερθεί και πάλι στην βρεφοκτονία («Καὶ ὁ λήσταρχος ἔγινεν ἅγιος, καὶ ὑπῆγε νὰ εὕρῃ τὸν ἄλλον παλαιὸν ὁμότεχνόν του, ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον, ὡς λέγει ἡ παράδοσις, εἶχε θηλάσει ποτὲ εἰς τὴν ἔρημον, κατὰ τὴν εἰς Αἴγυπτον φυγήν, ἐν καιρῷ τῆς βρεφοκτονίας ἡ Παναγία.»)
Εκτός από τους αγίους που σχετίζονται με τα παιδιά, υπάρχουν και τάματα, που και πάλι όλα απεικονίζουν βρέφη: «Κάτωθεν τῆς εἰκόνος, ἐπὶ λευκῆς μεταξοϋφοῦς ποδιᾶς, ἐφαίνοντο ἀνηρτημένα παιδάκια, καὶ μόνον παιδάκια ἀσημένια, ἐξαιρέσει ἑνὸς μόνου ἀργυροῦ τεμαχίου, τὸ ὁποῖον ἔφερεν ἄλλο σχῆμα ζῴου, ὁμοίου σχεδὸν μὲ ἄρνα κερασφόρον ἢ μὲ ἔριφον. Ἐπί τινος ἀφράκτου ἑρμαρίου, εἰς τὸν ἀριστερὸν τοῖχον, ἔβλεπέ τις διάφορα ἀντικείμενα, οἷον στεφάνους ἀνδρογύνων (νεκρῶν ἴσως ἀνδρογύνων) τυλιγμένους ἐντὸς λευκῆς σκέπης, τεμάχια βαπτιστικῶν καὶ κουκουλίων ἀπὸ τὸ βάπτισμα βρεφῶν, ὡς καὶ γυμνὰ κόκκαλα ἀκόμη, καὶ τρυφερὰ λευκὰ κρανία μικρῶν παιδίων.» Και όλα αυτά δεν είναι επίσης άσχετα με την υπόθεση, καθώς μέρος από αυτά τα είχε κουβαλήσει στο ναό η θεια – Αρετώ, αυτή που μετά την κατάρα της, ξαπόστειλε στο θάνατο κόρη και βρέφος. Ο Κύριος δέχθηκε τα λείψανα του μικρού παιδιού, του εγγονού της γερόντισσας: «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με, καὶ μὴ κωλύετε αὐτά», λέγει ο Παπαδιαμάντης, ερμηνεύοντας συγκλονιστικά το θάνατο των νηπίων.
Ένα όμως από αυτά τα παιδιά, το ίδιο άκακο και άδολο στην καρδιά, είναι, όπως φαίνεται, ο Αγκούτσας, που έρχεται να αποσοβήσει την αμαρτία. Εν πάση περιπτώσει, ο «σαλός» ήρωας, που προθυμοποιείται, όπως είπαμε, με αυτοθυσία, να κατεβεί αυτός στο βάραθρο, «γιατί δεν έχει γυναίκα και παιδιά», ζητά πάντως για τον κόπο του μια γίδα. Σκέπτεται μήπως βγάλει λίγο χαρτζιλίκι. Αν δεν τα καταφέρει να την πουλήσει για λίγα χρήματα, για να μην μείνει καμιά υπόνοια ότι ο ήρωας έγινε φιλοχρήματος, συνεχίζει τον λόγο του ως εξής: « (τότε) τὴν ξεφαντώνουμε κανένα μεσ᾽μέρι μὲ τὴν παρέα ἐδῶ.» Ο Στάθης αρνείται, με ένα λόγο που συνδέει την ζωντανή αίγα γίδα με το τάμα: «-Ἔταξα ἐγὼ μέσα μου, εἶπεν ὁ Στάθης· ἔταξα νὰ τῆς τὴν πάγω ἀσημένια τὴ μιὰ τὴ γίδα, σὰν τὴν γλυτώσω, τὴν Ψαρή. Τὴν Ψαρὴ ἂς γλύτωνα!». Ως τσιγκούνης πάντως που είναι, αποτολμά το ρίσκο. Κάνει το σταυρό του, μια στοιχειώδη κίνηση ευλάβειας, ζώνεται με μια «θηλιά» (ίσως συμβολική), και τότε, εντελώς γενναιόψυχα και ανεξίκακα, ο Αγκούτσας, που θα έπρεπε να τον έχει αφήσει στη μοναξιά του, επειδή «δὲν ἐμνησικάκει διὰ τὴν ἀπόρριψιν τῆς προσφορᾶς του», σπεύδει ολοπρόθυμα να τον βοηθήσει στην κάθοδο, που μοιάζει με πραγματική κατάβαση στην Άδη. Η περιγραφή είναι λίαν εύγλωττη: «…ἰλιγγιῶδες κενόν, … τρομακτικὸν κρημνόν, αἰώραν τῆς ἀβύσσου… εἶχεν ὠχριάσει κατ᾽ ἀρχάς. Κατέβαινε κάτω, ταλαντευόμενος, προσπαθῶν νὰ ψαύῃ μὲ τὰς χεῖρας… ἐκτύπησε τὸ δεξιὸν πλευρόν, σφίγγων τοὺς ὀδόντας, ἄνοιγοκλείων τὰ ὄμματα, κρατούμενος σφιχτὰ ἀπὸ τὸ σχοινίον… ὑπέφερε φοβερῶς. Ὁ ἴλιγγος ἤρχισε νὰ τὸν καταλαμβάνῃ. Ἔκλειε τὰ ὄμματα διὰ νὰ μὴ ζαλίζεται. Ἔσφιγγε τὰ δόντια.». Ενώ βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, αναγκάζεται επιτέλους να προσευχηθεί αληθινά, αφήνει πίσω του όλη την υποκριτική ευσέβεια. «Ἔλεγε τὸ Πάτερ ἡμῶν, τὸ Θεοτόκε Παρθένε, καὶ δύο ἀκόμη προσευχάς, ὅσας ἤξευρε.». Ωστόσο, «ὁ ἄνεμος, ὁ σφοδρὸς ἄνεμος τοῦ μεγάλου κενοῦ καὶ τοῦ πελάγους, ἐφύσα μετὰ βοῆς εἰς τὰ ὦτά του…». Ο αγέρας σφυρίζει σαν δαιμονικό στοιχειό μέσα στα αυτιά του, απειλώντας να τον πνίξει ακόμη και έσωθεν, ενώ ο Αγκούτσας από ψηλά, με επιδέξιους χειρισμούς, τον βοηθά σε όλα. «Ἐξέχασε (ο Σταθης) νὰ σείσῃ τὸ σχοινίον, διὰ νὰ δώσῃ σημεῖον εἰς τοὺς ἄνδρας. Πλὴν ἐκεῖνοι ᾐσθάνθησαν τὸ βάρος, καὶ ἤρχισαν νὰ τραβοῦν». Και πάλι ο Στάθης προσεύχεται ακόμη πιο βαθιά, παραδομένος τώρα στο θείο έλεος, αποδυναμωμένος, απελπισμένος, έντρομος: «… ἀνέπεμψεν ἔνθερμον, ἐσχάτην προσευχήν, προσευχὴν ἀγωνίας, ἐκρατήθη μὲ τρεμούσας χεῖρας ἀπὸ τὸ σχοινίον, καὶ ἀφέθη εἰς τὸ κενόν.»
Αυτό το «άφημα στο κενό», συνιστά στην ουσία την εγκατάλειψη του εαυτού του, τον οντολογικό μετεωρισμό του, την βαθύτερη κίνησή του να εμπιστευτεί ειλικρινά τους άλλους και να «κρεμαστεί» πάνω τους, από το θέλημά τους. Αυτή η αυτοεγκατάλειψη, η εμπιστοσύνη, είναι που τελικά επιτρέπει και την άνοδό του, έστω και με κάποιες «ταλαντεύσεις», προς τον κόσμο του πνεύματος, τη χάρη. Χτυπά βέβαια σε όλο του το σώμα, αλλά τελικά φτάνει ψηλά. «Ἦτο λιπόθυμος, ἀδρανὲς σῶμα, ὠχρὸς καὶ μόλις ἀναπνέων. Οἱ ἄνδρες τὸν ἔλυσαν, τὸν ἐπλάγιασαν ὑπὸ τὸν σχοῖνον, τοῦ ἔδωκαν νὰ πίῃ ρούμι, τὸν ἔβρεξαν μὲ νερόν.».
Σημειωτέον, μέσα σε όλα αυτά, ενώ καταβαλλόταν μεγάλη προσπάθεια για να ανεβεί σώος ψηλά, κάποιος από τους άλλους άνδρες, που υπήρχαν εκεί, μνημόνευσε το όνομα του διαβόλου. « ‘‘Ποῦ ἔμαθες πῶς μιλοῦν οἱ καραβάδες, διαόλ᾽ Ἀγκούτσα;’’ εἶπεν ὁ Περηφανάκιας», σχολιάζοντας τα ναυτικά παραγγέλματα του «σαλού». Ο τελευταίος όμως απαντά: «-Σιώπα, μὴ βλαστημᾷς· λάσκα, λάσκα». Το πιο πιθανό είναι ο πλάνης ήρωας να μην είχε ακούσει πολλά κηρύγματα, δεν αποκλείεται να ήταν και «αλιβάνιστος». Ωστόσο, επειδή είχε γνήσια ταπείνωση και αυτοθυσία, ο Θεός βρήκε τρόπο να μιλήσει μες στην απλοϊκή του καρδιά, να τον φέρει σε ευλάβεια. «Σιώπα, μὴ βλαστημᾷς», διδάσκει την κοινότητα.
Και έτσι ο Στάθης, για τον οποίο ο ιερέας διάβαζε εν τω μεταξύ την Παράκληση, σώζεται υπό διπλή έννοια. Αφενός μεν επιβιώνει, δεν χάνει τη ζωή του, μεταμορφώνεται όμως και ηθικά, γίνεται πάλι ευσεβής και γενναιόδωρος. Αποφασίζει να φιλέψει μάλιστα ένα κατσικάκι την καλή ομήγυρη, που τον έσωσε. «Μά, ὣς τόσο, ἕνα κατσικάκι ποὺ μοῦ βρίσκεται ἀκόμα ἀπ᾽ τὰ πρῶτα γεννητούρια, ἀξίζετε, θὰ σᾶς τὸ θυσιάσω. Ἐλᾶτε, παιδιά, πᾶμε στὸ μαντρὶ νὰ σᾶς φιλέψω.» Έμαθε και αυτός ότι αξίζει τελικά να «θυσιάζεις» κάτι.
*********
«Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε». «Τα μωρά του κόσμου εξελέξατε ο Θεός», για να γίνουν οδηγοί στους άλλους, και μάλιστα ανεπιγνώστως. Βοηθούν την κοινότητα να εισέλθει στον ιερό χώρο της καρδίας, της ταπείνωσης και της αυτοθυσίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: άντλησα το κείμενο της «Γλυκοφιλοῦσας» από τον Τρίτο Τόμο των «Απάντων» του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (κριτική έκδοση του μεγάλου μας παπαδιαμαντολόγου Ν. Τριανταφυλλόπουλου, Εκδόσεις «Δόμος», Αθήνα 1984, σελ. 71-88.)
Η ζωγραφική παράσταση που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη. Από την ενότητα “Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες” (1995).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.