Τετάρτη 14 Αυγούστου 2024

Τρίπτυχο για τον Μιχάλη Γκανά



*
Γεννημένος στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944, ο Μιχάλης Γκανάς, ποιητική φωνή κορυφαία της γλώσσας μας, γιορτάζει εφέτος τα 80 του χρόνια. Με αφορμή την επέτειο, αναδημοσιεύουμε εδώ τρία παλιότερα κείμενα του Κώστα Κουτσουρέλη αφιερωμένα στο έργο του, πρωτότυπο και μεταφραστικό.
~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ι. Τα ποίηματα 1978-2012

Τους σημερινούς ποιητές, και δικαίως, το ευρύ κοινό τους έχει πάρει από στραβό μάτι. Τους θεωρεί στριφνούς, δύσκολους, ακατάδεκτους. Δύσκολα τους πιάνει στο χέρι του. Αλλά και οι ποιητές από τη μεριά τους, δεν σκοτίζονται και πολύ για αναγνώστες κι απήχηση, μόνη ευγενική φιλοδοξία που τρέφουν είναι να εκφράσουν το ακατάβλητό τους εγώ. Τόσο που και όταν ακόμη, μία στις τόσες, κάποιος από τη συντεχνία κατορθώνει να σπάσει τον κλοιό, να γίνει γνωστός, οι συνάδελφοί του δεν του το συγχωρούν.


Τη δημοτικότητα της Κικής Δημουλά, λ.χ., πολλοί ομότεχνοί της τη θεωρούν ύποπτη, δεν είναι λίγοι όσοι της κουνούν το δάχτυλο δημόσια ότι στα τελευταία της βιβλία έχει βάλει νερό στο κρασί της, ότι επαναλαμβάνεται, ότι αυτοπροβάλλεται υπέρμετρα κ.ο.κ., κ.ο.κ… Από την άλλη, υπάρχουν ποιητές που στους κύκλους των μυημένων θεωρούνται σπουδαίοι, αλλά το όνομά τους κυκλοφορεί λίγο πολύ σαν έγγραφο διαβαθμισμένο, απρόσιτο στους πολλούς. Ο Βύρων Λεοντάρης είναι, αλίμονο, η πιο εξέχουσα τέτοια περίπτωση.

Ο Μιχάλης Γκανάς δεν ανήκει ούτε στη μια ούτε στην άλλη κατηγορία. Το αργότερο από την Παραλογή (1993), αν όχι ήδη από τα Γυάλινα Γιάννενα (1989), έδωσε βιβλία που και διαβάστηκαν και θαυμάστηκαν πολύ, από αναγνώστες κάθε λογής, επαΐοντες και κοινούς. Του απονεμήθηκαν βραβεία και έπαθλα αλλά τραγουδήθηκε κι από χιλιάδες. Κατόρθωσε να γίνει περίοπτος τόσο εντός όσο και εκτός του κλειστού λογοτεχνικού περιβόλου. Ποιος από τους νεώτερους, τους συνηλικιώτες του έστω, μπορεί να ισχυριστεί κάτι αντίστοιχο;

Υπάρχουν λόγοι που εξηγούν το επίτευγμα. Ο αναγνώστης θα τους βρει συγκεντρωμένους σ’ αυτόν τον τόμο, κοντά 300 σελίδες, που συγκεντρώνει το σύνολο σχεδόν του λυρικού έργου του ποιητή – επτά συλλογές δημοσιευμένες σε διάστημα 34 ετών, από το 1978 ώς το 2012. Γράφω «σχεδόν» επειδή ο Γκανάς επέλεξε να μη περιλάβει σ’ αυτόν μια επιλογή έστω από τα πάμπολλα και κοσμαγάπητα τραγούδια του. Κρίμα, νομίζω, κι αυτό όχι μόνο επειδή η ποιότητα αρκετών από αυτά δεν υστερεί από εκείνη των «επίσημων» ποιημάτων του. Ποίηση είναι ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι, έλεγε ο Παλαμάς, και το έργο του Γκανά στην ολότητά του, μελοποιημένο και «λόγιο», ελευθερόστιχο και έμμετρο, συνιστά λαμπρή απόδειξη του παλαμικού ορισμού. Αλλά και αποδεικνύει εκ του αντιθέτου ότι όπου η ποίηση τείνει να ξεκόψει από το τραγούδι, όπως το βλέπουμε να γίνεται σήμερα από αδυναμία ή ιδεασμό, κινδυνεύει να ξεπέσει στη στέγνια και τη σοβαροφάνεια.

Ο ίδιος ο Γκανάς δεν έπεσε ποτέ στην παγίδα αυτή. Όπως ποτέ του δεν πιάστηκε στο άδοξο δόκανο της εκφραστικής ακρότητας, της καινοθηρίας, του εντυπωσιασμού. Ενώ διαθέτει γλώσσα δική του απολύτως διακριτή, δεν έχασε την επαφή με την κοινή λαλιά, με την κοινή γλώσσα. Στα ποιήματά του περισώζεται ένας πανάρχαιος συμβολικός κόσμος, αυτός που γέννησε και συγκράτησε η ζωή της ελληνικής υπαίθρου. Ένας κόσμος που δεν γνώριζε ακόμη την κοφτή διάκριση μεταξύ συναισθήματος και διανοίας, φύσεως και πολιτισμού, ατόμου και συλλογικότητας, και που γι’ αυτό ήταν απαλλαγμένος και από τα δυο εκείνα άχθη που εφ’ όρου ζωής κουβαλάει στις πλάτες του ο νεωτερικός άνθρωπος: Της ουτοπίας από τη μια, και του μηδενός από την άλλη – ήτοι το βάρος του πόθου που επειδή ο κορεσμός του είναι ανέφικτος, στο τέλος γίνεται άρνηση και υπαρξιακός βραχνάς.

Στον δρόμο αυτόν, ας σημειωθεί, ο Γκανάς δεν είναι μόνος του. Μαζί του συνοδοιπορούν ορισμένοι από τους πιο αξιόλογους τεχνίτες που έβγαλε η ποίησή μας τα τελευταία χρόνια, ο Μάρκος Μέσκος λ.χ., ή ο τόσο πρόωρα χαμένος Χρήστος Μπράβος, ή ο πολύ νεώτερός τους Δημήτρης Κοσμόπουλος, για να αναφέρω λίγα μόνο ονόματα. Ο ίδιος ο Γκανάς μιλάει για ρίζα κοινή. Όμως συνοδοιπόρους του θα βρούμε κι αλλού, έξω απ’ την ποίηση· βασικά γνωρίσματα της αισθητικής του τα συναντούμε αλλιώς προσμεμειγμένα στην πεζογραφία του συντοπίτη του Σωτήρη Δημητρίου λ.χ., στον κινηματογράφο του Δήμου Αβδελιώδη, τη ζωγραφική του Σωτήρη Σόρογκα ή του Χρήστου Μποκόρου, στα τραγούδια του Νίκου Ξυδάκη, του Θοδωρή Γκόνη, του Θανάση Παπακωνσταντίνου κ.ά.

Η συνοδοιπορία αυτή προσθέτει στο έργο του Γκανά, δεν του αφαιρεί. Δείχνει ότι εκτός από ποιητής καθ’ όλα προσωπικός είναι και δημιουργός αντιπροσωπευτικός, εκφραστής ενός κόσμου πλατύτερου από τους ορίζοντες του εγώ ή τις αντιλήψεις της ποιητικής συντεχνίας. Μέσα απ’ το έργο του μπορεί να διακρίνει κανείς καθαρά ότι εκτός από φύλλα που αιωρούνται μονήρη στον άνεμο, υπάρχουν και δέντρα σωστά, ζωντανοί οργανισμοί ολόκληροι με πληθυντική παρουσία. Άλλωστε, σκέτα τα φύλλα μάς δίνουν σωρούς. Είναι τα δέντρα που κάνουν το δάσος.

Δίχως άλλο, τον πρώτο σπόρο αυτού του δέντρου, που στο ψηλότερο κλαδί του κάθεται τώρα ο Γκανάς, τον οφείλουμε στον Νίκο Γκάτσο. Ο Γκάτσος ήταν ο πρώτος που παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Φεδερίκο και τη μακρινή Ανδαλουσία, ένωσε σε νέο κράμα το παμπάλαιο λαϊκό έθος και την νεωτερική αισθητική. Πρώτα στην Αμοργό και μετά στα τραγούδια του, είδαμε να γίνεται πράξη αυτό που συναντούμε και στα ποιήματα, τα πεζά και τους στίχους του Γκανά, αυτήν την ευφρόσυνη σύζευξη της δημώδους φωνής με την πιο μοντέρνα και παράτολμη γλώσσα:

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα.


Και είναι πάλι, αντίστροφα, όταν διαβάζουμε τον Γκανά που καταλαβαίνουμε τι λογής γεφύρι έστησε για λογαριασμό μας ο Γκάτσος και τι βήματα βαριά ήχησαν έκτοτε πάνω του. Θα μπορούσα να τραβήξω αυτή τη σύγκριση κι άλλο, να δείξω λ.χ. πόσο ειδικά η τελευταία συλλογή του Γκανά, ο Άψινθος (2012), αυτό το καταλόγι του κατακλυσμού, έρχεται ν’ ανταμώσει με τον Γκάτσο της “Ελλαδογραφίας” και του “Εφιάλτη της Περσεφόνης”, πόσο εκείνα τα

φρένα της βαρειάς νταλίκας
που πάει ντουγρού για την μετωπική της


ο Γκάτσος τα είχε ακούσει νωρίς, πόσο εγκαίρως μας είχε προειδοποιήσει. Θα περιοριστώ μόνο να ρωτήσω, και ίσως ρητορικά: Μήπως η κληροδοσία του Γκάτσου σημάδεψε τελικά τη συλλογική μας ευαισθησία περισσότερο από εκείνην του Σεφέρη και του Ελύτη, του Ρίτσου και των υπερρεαλιστών; Μήπως εκείνος ο μονοκόμματος Μωραΐτης, όπως τον έλεγε ο Χατζιδάκις, ήξερε απ’ όλους καλύτερα;

Ποιητής της κοινής λαλιάς, εκφραστής της δικής μας λυρικής ιθαγένειας, ο Γκανάς έχει ένα ακόμη γνώρισμα που τον καθιστά αντιπροσωπευτικό: Αρθρώνει λόγο δημόσιο, είναι και ποιητής πολιτικός, με την πρώτη σημασία του όρου. Από το “Η Ελλάδα που λες” του μακρινού 1978 ώς τη χώρα του χαμού του 2012, είτε μιλάει για τις πληγές της συλλογικής μνήμης είτε για τ’ άλογα που αλαφιάζουν πια μόνο κάτω από το καπό του αυτοκινήτου, ο Γκανάς σφυγμομετρεί με τους στίχους του και τις τροπές του εντόπιου βίου, τη στάση μας απέναντι στην Ιστορία και τον φυσικό κόσμο:

Ποτάμια που κυλούν όπως κυλούσαν
και πέστροφες αμέτοχες στο δράμα
ρίζες τυφλές που μπήγονται στο χώμα
κοτσύφια που περνάνε και σφυρίζουν

κι αηδόνια αηδόνια λιγοθυμισμένα
και χάρτινα βουνά μέσα στην πάχνη
που τα φυσάει ο δριμύς Θρηίκιος
και σχίζονται μεριές μεριές και φρίσσουν

και φαίνεται το στίλβον χάος από πίσω
για ποιαν αγκάλη μου μιλάς για ποια μητέρα

Όταν βλέπει κανείς πόσο λίγο αντίκτυπο έχουν τα δημόσια πράγματα στην ποίηση που συνολικά γράφεται σήμερα, όταν βλέπει πόσο λίγη πραγματικότητα θάλλει μες στις πεντακόσιες τόσες ποιητικές συλλογές που εκδίδονται κάθε χρόνο, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί: Μια τέχνη που αγνοεί τόσο επιδεικτικά τον κόσμο που μας περιβάλλει, μπορεί ποτέ να έχει αξιώσεις καθολικότητας; Με τον τρόπο του, το σπουδαίο αυτό βιβλίο, έργο ζωής από τα ελάχιστα, μας δίνει την απάντηση.

Δεκέμβρης 2013


~.~

2. Άψινθος, 2012


Καμμιά εκατοστή χρόνια πριν, ένας σπουδαίος Ευρωπαίος, ο Αυστριακός Ούγκο φον Χόφμαννσταλ, έλεγε ότι ένας δημιουργός δυο πράγματα έχει ανάγκη. Το πρώτο είναι να πείσει τους ομότεχνούς του και τους κριτικούς. Το δεύτερο, ν’ αγγίξει το ευρύ κοινό. Το πρώτο είναι εκ των ων ουκ άνευ, αλλά και η επιδοκιμασία των πολλών επίσης. Χωρίς αυτήν, συμπλήρωνε ο Χόφμαννσταλ, πάει κανείς χαμένος.

Ο ποιητής που έχω τη χαρά και την τιμή να σας παρουσιάζω σήμερα, από καιρό τα έχει πετύχει και τα δύο. Έχει αποσπάσει τον έπαινο και του Δήμου και των Σοφιστών. Σ’ άλλες ίσως εποχές, αυτό δεν θα ’ταν κάτι εξαιρετικό, όμως στις μέρες μας, θέλω να το τονίσω, συνιστά επίτευγμα.

Βλέπετε, η ελληνική λογοτεχνία του καιρού μας μοιάζει με μπεδεμένο κουβάρι. Μ’ έναν δυσθεώρητο σωρό από τίτλους βιβλίων και ονόματα που ούτε η κριτική ούτε άλλος κανείς μπαίνει στον κόπο να βάλει σε τάξη, σε μια σειρά αξιολογική τέλος πάντων, αποδεκτή μέσες άκρες για τους περισσότερους. Σεφερογενείς και ελυτολάτρες, νεοσυμβολιστές και υπερρεαλίζοντες, πρωτοπορούντες και παραδοσιακοί, πειραματιζόμενοι και φορμαλιστές, ξενότροποι και ελληνοκεντρικοί ‒ το κατάστημα διαθέτει απ’ όλα. Στην προσπάθειά τους ν’ αποκτήσουν γλώσσα ιδιαίτερη, εντελώς δική τους, πολλοί ποιητές μας τις τελευταίες δεκαετίες διολίσθησαν τόσο προς τα άκρα, προς τη φτιαχτή, την πεποιημένη έκφραση, ώστε ενίοτε μοιάζει να μη μιλούν καν την ίδια γλώσσα αναμεταξύ τους. Εξατομίκευσαν τόσο τα εκφραστικά τους μέσα, ώστε αυτά να γίνουν απρόσιτα στον αμύητο, περίπου απωθητικά.

Αυτή η διασπορά των τάσεων και των τεχνοτροπιών κρύβει μέσα της βέβαια πολύ πλούτο, δημιουργεί όμως και σύγχυση. Πόσα επιτέλους ιδιώματα πρέπει να μάθει ο αναγνώστης, με πόσες γλώσσες ποιητικές πρέπει να αναμετρηθεί ώστε να αποκτήσει εικόνα; Και ανάμεσα σε πόσα αλληλοσυγκρουόμενα κριτήρια για το τι συνιστά σήμερα καλό ποίημα καλείται να διαλέξει;

Από το αγεωγράφητο αυτό χάος, ο Μιχάλης Γκανάς έμεινε πάντα μακριά. Η τέχνη του διατήρησε την αμεσότητα και την υψηλή συναισθηματική της θερμότητα, παρέμεινε γλώσσα οικεία. Και δεν θα συμφωνήσω καθόλου μαζί του όταν λέει ότι την ποίηση τη βρίσκεις, δεν σε βρίσκει εκείνη. Για να συναντήσεις κάτι, οτιδήποτε, πρέπει πρώτα πρώτα αυτό το κάτι να σου το επιτρέπει, να μη σε αποκλείει εκ των προτέρων, να μην σου κρύβεται πίσω από τεχνάσματα, πίσω από πόζες και κορδακισμούς. Αν ο Γκανάς σήμερα είναι από τους πιο πολυδιαβασμένους μας ποιητές, αν το έργο του είναι προσφιλές ακόμη και σε ανθρώπους που γενικά δεν διαβάζουν ποίηση, ή και την αποφεύγουν συστηματικά, αυτό οφείλεται σ’ εκείνον, στους εκφραστικούς του τρόπους, στη στάση του ως πνευματικού ανθρώπου, στον καθολικό χαρακτήρα των θεμάτων του.

Σε παλιότερη περίσταση, θυμάμαι τον Νάσο Βαγενά να αποκαλεί τον Γκανά ποιητή «ειλικρινή». Η φράση του εκείνη με είχε τότε εντυπωσιάσει και έκτοτε με απασχόλησε για καιρό. Διότι δεν είναι καθόλου προφανής. Τι σημαίνει άραγε ειλικρίνεια στην τέχνη, στην ποίηση ειδικότερα; Υπάρχει και τέχνη ανειλικρινής; Και γιατί όλα αυτά έχουν σημασία για την αποτίμηση ενός έργου;

Σήμερα θα έλεγα το εξής. Υπάρχουν έργα που καμώνονται ότι είναι πιο έξυπνα απ’ όσο είναι, που θέλουν πάση θυσία να μας κάνουν εντύπωση. Υπάρχουν άλλα πάλι που κοιτάζονται διαρκώς στον καθρέφτη, που αυτοθαυμάζονται τόσο ώστε ξεχνούν ότι και άλλοι τα βλέπουν. Μερικά απ’ αυτά μπορεί να είναι και επιτυχημένα στο είδος τους, αναπαράγουν κι εκείνα μια όψη, μια εικόνα της ανθρώπινης κατάστασης, που ασφαλώς ενδιαφέρει. Μερικές φορές μας παρασύρουν και μας σαγηνεύουν κατά τρόπο αναπόδραστο. Στο τέλος όμως η επίγευσή τους στο στόμα είναι γλυκόπικρη, αποσύρονται και μας αφήνουν αμφίθυμους. Σκέφτομαι τώρα τη μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Μεγαλειώδης, ποιος αντιλέγει; Δεν μοιάζει όμως κάπως μ’ εκείνη τη μάσκα που περιγράφει σ’ ένα του ποίημα ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, που πιο πολύ κι απ’ την γκριμάτσα της, μας συγκινεί με τον κόπο που ο σχηματισμός της προϋποθέτει;

Η ειλικρινής τέχνη είναι άλλη. Είναι εκείνη που μιλάει στον εαυτό της και στον θεατή με τον ίδιο τρόπο, που δεν αλλάζει ένδυμα και καλλωπισμό κάθε φορά, αναλόγως διαθέσεως ψυχικής ή συνθέσεως του επισκεπτηρίου. Η τέχνη του Γκανά είναι τέτοια. Διακρίνεται για τη θαυμαστή ενότητα του τόνου της πρώτα απ’ όλα, ενός τόνου που σε όλες τις εκδιπλώσεις του, είτε μας μιλάει για τον έρωτα είτε για την καταστροφή, παραμένει ευθύς και διάφανος. Όμοιος ομοίω, όπως θα έλεγε ο Μαλαρμέ, σύμφωνος με τον εαυτό του και γι’ αυτό σε αρμονία με όλα τ’ άλλα γύρω του. Η φωνή του Γκανά μάς κερδίζει περίπου αυτόματα, με τον τρόπο που μόνο η αυθεντικότητα, πάει να πει: η φωνή της αυθεντίας, γνωρίζει να κάνει.

Πολλοί είναι αυτοί που έχουν τονίσει και σωστά ότι ο Γκανάς πατάει γερά πάνω στο ήθος του δημοτικού τραγουδιού. Δεν θα τους επαναλάβω. Όμως στους στίχους του υπόκειται και η προηγούμενη ελληνική παράδοση, η αρχαιοελληνική και η βιβλική γραμματεία. Ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του λ.χ. (Άψινθος, Μελάνι 2012) παραπέμπει στις σελίδες της Αποκάλυψης, στο δυσοίωνο εκείνο αστέρι που είναι να πέσει από τον ουρανό για να πικράνει τους ποταμούς και να μολύνει «τας πηγάς των υδάτων». Αλλά και στο φυτό αψιθιά, απ’ όπου το αψέντι, ποτό απαγορευμένο ώς πρόσφατα σχεδόν, για τις παραισθησιογόνες του ιδιότητες. (Λένε ότι ο βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του όντας υπό την επήρειά του.)

Ο Άψινθος είναι ποίημα συνθετικό. Με αυτή την έννοια ισχύει και γι’ αυτόν ό,τι ισχύει για το άλλο συνθετικό ποίημα του Γκανά, την Παραλογή, αλλά και για όλα τα συνθετικά έργα εν γένει: το όλον υπερτερεί του απλού αθροίσματος των μερών. Στο πρώτο τμήμα του βιβλίου, ο Γκανάς είναι σαν να μας αφηγείται αποσπασματικές στιγμές απ’ τον Αρμαγεδδώνα: τη μπόρα που έρχεται, το έσχατο χορτάρι, τον έσχατο άνεμο, την απληστία των πολλών και το αλάφιασμα της πυρκαγιάς. Με ένα μοντάζ σχεδόν κινηματογραφικό, ξεδιπλώνει εμπρός μας τις εικόνες της ύβρεως:

Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός·
γλυκύς βραστός με αραιό χαρμάνι.
Χιόνισε ζάχαρη Ζαχάρω και Σοχό
μα στο Ντομπρίνοβο του Σκουρογιάννη
(Ντουμπρίνοβο το λεν οι χωριανοί
κι ας γράφουν οι ταμπέλες Ηλιοχώρι)

αρκούδες άυπνες αλλάζανε πλευρό
και δέρνονταν τα φίδια στο Ζαγόρι.
Νύσταξε κι η αρκούδα του Χατζή
μα πώς να κοιμηθεί με πανωφόρι

αφού τη γούνα της να βγάλει δεν μπορεί
κι ας λιώνει από τη ζέστη η καημένη
γραμμένο της στο Γράμμο να καεί
κι όχι στα γουναράδικα γδαρμένη.

Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός·
γλυκύς πικρός σε πλαστικό κουπάκι.
Το ’στρωσε θάνατο στη χώρα του χαμού
ετούτο το μακρύ καλοκαιράκι
.

Το θέμα του Άψινθου είναι παλιό: η κατακυριάρχηση της φύσης από τον άνθρωπο. Σε μια πρώτη ματιά μοιάζει να πηγαίνουμε αναπόταμα, κόντρα στο ρέμα της βιβλικής επιταγής: «πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινών τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς». Στην πραγματικότητα, η Αποκάλυψη του Ιωάννη είναι η λογική επίρρωση της Γενέσεως, όχι η αναίρεσή της. Έρχεται για να κλείσει τον Κύκλο που άνοιξε η αποπομπή του Αδάμ και της Εύας από την Εδέμ. Οι διωγμένοι επιστρέφουν στον Παράδεισο, όχι ως μετανιωμένοι αλλά ως κατακτητές ‒ για να τον καταστρέψουν.

Όλ’ αυτά κάνουν νομίζω προφανές γιατί ο Άψινθος είναι ποίηση δημόσια, όχι ιδιωτική. Η περσόνα του ποιητή, το ποιητικό εγώ, κι ας αχνοφαίνεται συχνά, υποχωρεί για να δώσει φωνή στο καίριο και το ώριμο, πάει να πει στο ζητούμενο του καιρού και της ώρας. Και μην ξεγελιέστε από την συγκυρία και όλα τ’ άλλα που καθ’ ημέραν μας πολιορκούν απ’ την οθόνη, θέμα σημαντικότερο, συγκλονιστικότερο, ουσιωδέστερο σήμερα από την προϊούσα καταστροφή του πλανήτη, δεν υπάρχει. Εμπρός της, τα σκαμπανεβάσματα της οικονομικής μας κατάντιας, μοιάζουν μικροεπεισόδια γραμμένα στο περιθώριο της ιστορίας.

Είτε μιλώντας για τις πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2007, είτε για την όξινη βροχή και τα αλαφιασμένα μαύρα άλογα ενός μοτέρ αυτοκινήτου, ο Γκανάς αρθρώνει λόγο δημόσιο, γίνεται ποιητής πολιτικός, με την πιο πλατιά, την πιο βαθιά σημασία του όρου. Κι αυτό είναι κάτι που ό,τι και να πούμε, δεν μπορούμε να το εξάρουμε αρκετά.

Όλοι το ξέρουμε, υπάρχουν δημιουργοί, σημαντικοί καλλιτέχνες που στο έργο τους είναι εσωστρεφείς. Αυτό πρέπει να το σεβαστούμε. Ωστόσο, μια τέχνη που αποκλείει τη δημόσια σφαίρα, αντικειμενικά, η σημασία της συρρικνώνεται. Η ελληνική ποίηση στις μεγάλες της στιγμές ήταν ταυτόχρονα τέχνη του Εγώ και του Εμείς, του ανθρώπου και του φυσικού κόσμου. Μ’ αυτή την παράδοση μας καλεί να ανασυνδεθούμε ο Γκανάς. Και ο Άψινθος είναι ένα βιβλίο πολύτιμο, γιατί εκεί εξωτερικεύονται όσα κι εμείς διαισθάνομαστε ίσως, αλλά δεν είμαστε πάντα σε θέση να διατυπώσουμε με ακρίβεια.

Μολονότι βίβλος Αποκαλύψεως, ο Άψινθος δεν κλείνει απαισιόδοξα. Τον κύκλο του θανάτου συμπληρώνει σε διαλογική αντιστοίχιση, ο κύκλος της αγάπης: πέντε ποιήματα επιτάφια ή ερωτικά, γραμμένα για τους προσφιλείς, εξίσου πένθιμα όμως. Ίσως γιατί και η Αγάπη, τον καιρό της Απειλής, πρέπει να μοιάζει, δεν μπορεί παρά να μοιάζει με το πένθος.

Ο Γκανάς εμμένει σε μια γλώσσα ποιητική ανοιχτή, μια γλώσσα οικεία, απέριττη και άμεση που περικλείει, δεν αποκλείει τον αναγνώστη. Μας θυμίζει έτσι ότι στις μεγάλες της στιγμές η ελληνική ποίηση ήταν ταυτόχρονα η τέχνη του Εγώ και του Εμείς, του ανθρώπου και του φυσικού κόσμου. Και μας υποδεικνύει έναν δρόμο ώστε αυτή πάλι σήμερα να αφήσει πίσω της την αυτάρεσκη ιδιώτευση των τελευταίων δεκαετιών και να επανέλθει εκεί που ανήκει: στην Πολιτεία και την Αγορά.

Θα κλείσω με μια παραβολή. Σε μια σελίδα του βιβλίου, ο αναγνώστης θα πέσει πάνω στον στίχο, «μια πιπεριά να γίνεται λιμπελούλα». Ο Γκανάς μνημονεύει εδώ τον περίφημο Ματσούο Μπασό, τον μεγάλο Ιάπωνα ποιητή του 17ου αιώνα και σημαντικότερο ίσως δάσκαλο του χαϊκού, της ολιγοσύλλαβης αυτής απωανατολίτικης μορφής. Ο θρύλος λέει ότι μαθητής του Μπασό κάποτε έτρεξε να του δείξει χαρούμενος το τελευταίο του ποίημα:

Μια λιμπελούλα
βγάλε της τις φτερούγες
και νά! μια πιπεριά.

Όμως ο δάσκαλος τον επιτίμησε. Δεν είναι αυτό χαϊκού, του απάντησε. Αν θες να γίνει, θα έπρεπε να γράψεις:

Μια πιπεριά
βάλ’ της φτερούγες
και νά! μια λιμπελούλα.


Ποιο το επιμύθιο; Θα σας το πω με τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη: 
Ούτε καν στα ποιήματα «δεν πρέπει να βασανίζουμε τα πλάσματα του Θεού».
Ομιλία στο Ναύπλιο, 1 Δεκεμβρίου 2012

~.~

ΙΙΙ. Άσμα Ασμάτων,

το ποίημα του Μιχάλη Γκανά
Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη
ΠΑΡΑΛΟΓΗ, 1993

Δεν γράφονται στις μέρες μας ερωτικά ποιήματα εκτενή, σημειώνει στον σύντομο επίλογο του Άσματος Ασμάτων (Μελάνι, Αθήνα 2005) ο Μιχάλης Γκανάς. Και πράγματι. Ήδη το μακροσκελές ενός τέτοιου ποιήματος, η ποιητική σύνθεση «ενός κάποιου μάκρους», όπως θα την έλεγε ο Πάουντ, έχει από τη φύση του χαρακτήρα επισημότερο, απαιτητικότερο, προγραμματικό. Ομολογημένα ή υπόρρητα, απαιτεί από τη μεριά του δημιουργού του μιαν εικόνα των πραγμάτων κατά το μάλλον ή ήττον συμπαγή, μια προσωπική φωνή ρωμαλέα και δραστική, που και όταν ακόμη αντιπολιτεύεται τον υπάρχοντα κόσμο, ιδίως τότε, δεν παραιτείται από τη φιλοδοξία να γεφυρώσει τα διεστώτα, να υπερβεί τον κατακερματισμό.

Μια τέτοια ποίηση, ανεξαρτήτως θέματος, τείνει προς το καθολικό. Ψυχική προϋπόθεσή της είναι η αυτοπεποίθηση του ομιλούντος, η πίστη του πρώτα απ’ όλα στον εαυτό του και στη σημασία του έργου του. Να γιατί τα εκτενή ποιήματα αυτού του είδους είναι κατά κανόνα δυνατά μόνο στις περιόδους εκείνες κατά τις οποίες η ηθική και η κοινωνική σπουδαιότητα της ποίησης θεωρείται αυτονόητη. Ένα εκτενές ποίημα με την υπογραφή του Καρυωτάκη, φέρ’ ειπείν, θα ερχόταν σε αντίφαση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του, που αποστρεφόταν τα συνθετικά εγχειρήματα, και ως τέτοιο δεν θα έμενε παρά σχήμα οξύμωρο.

Από την άλλη πλευρά, και της ερωτικής ποίησης η εσώτερη συνάφεια με την πίστη είναι αυτόδηλη. Μιλάω βεβαίως για την ερωτική ποίηση στην ευρύτερη δυνατή της σημασία, για εκείνην την ποίηση δηλαδή που δεν ταυτίζει τον έρωτα αποκλειστικά με την γενετήσια ομιλία ή δεν τον αφυδατώνει σε ψυχογραφικό ρεπορτάζ για τις σχέσεις των φύλων. Αυτή η εν ευρεία εννοία ερωτική ποίηση, από την εποχή του Δάντη ώς τους τροβαδούρους της μεσημβρινής Γαλλίας και από τον μαγικό ιδεαλισμό του Νοβάλις ώς τον διονυσιακό πανσεξουαλισμό των υπερρεαλιστών, έχει απ’ τη φύση της κάτι το θρησκευτικό. Στους κόλπους της, ερωτική εξομολόγηση και ομολογία πίστεως συνωνυμούν, ο ατομικός πόθος και το δημόσιο όραμα συμπίπτουν. Όπως ακριβώς η ποίηση των μεγάλων οραμάτων, θρησκευτική, πολιτική ή άλλη, έτσι και η ποίηση η ερωτική αφορμάται από μια δοτικότητα ενδιάθετη στο ποιητικό Εγώ. Από ένα Εγώ δηλαδή που ζητά να άρει τους φραγμούς μεταξύ υποκειμένου και αντικείμενου, και υπερβαίνοντας την ίδια του την εαυτότητα να ταυτιστεί με τον Άλλο. Σ’ αυτόν τον Άλλο, ο ερωτικός ποιητής αντικρίζει πάντοτε κάτι πολύ περισσότερο από το αγαπημένο πρόσωπο ή σώμα· συχνά, τον ίδιο τον Κόσμο.

Αν λογαριάσουμε στην αλληλοσυσχέτισή τους τα δύο αυτά φαινόμενα των τελευταίων τριών ή τεσσάρων δεκαετιών, την παρακμή του οραματικού δημόσιου λόγου αφ’ ενός, και την υποχώρηση της αυτοπεποίθησης των ποιητών στο εσωτερικό της λογοτεχνικής συντεχνίας αφ’ ετέρου, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί η περίοδος αυτή δεν υπήρξε γόνιμη για την καλλιέργεια μιας πράγματι μεγαλόπνοης, πόσω μάλλον συνθετικής και αρχιτεκτονικά φιλόδοξης, ερωτικής ποίησης. Ο Γκανάς μνημονεύει ως τελευταίο τέτοιο «εκτενές ερωτικό ποίημα» το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη. Και μιλώντας για την δική του μακροχρόνια ενασχόληση με το Άσμα Ασμάτων λέει τα εξής:

αποφάσισα ότι δεν με ενδιέφερε να προσθέσω άλλη μια μετάφραση ή μεταγραφή του Άσματος. Μ’ ενδιέφερε όμως, όλο και περισσότερο, μια προσωπική ανάγνωση του Άσματος με προσωπικές ελευθερίες, ώστε να προτείνω στον σημερινό αναγνώστη ένα εκτενές ερωτικό ποίημα –που ίσως ήθελα να γράψω– από αυτά που δεν γράφονται στις μέρες μας.

Ο αναγνώστης θα πρέπει να πάρει τοις μετρητοίς τις διευκρινίσεις αυτές. Το κατά Γκανά Άσμα είναι βεβαίως μετάφραση, «ελεύθερη απόδοση» το αποκαλεί ο ίδιος. Εξίσου όμως είναι και εκείνο το εκτενές ερωτικό ποίημα που ο Γκανάς θέλησε ίσως να γράψει. Και το οποίο τελικά ενδέχεται να διαπιστώσουμε ότι πράγματι έγραψε.

Σε άρθρο μου γραμμένο μερικά χρόνια πριν, αναρωτιόμουν αν είναι καν δυνατή η πειστική μετάφραση στα σύγχρονα ελληνικά εκείνων των κειμένων της παλαιότερης γραμματείας μας που για λόγους ιστορικούς, εκκλησιαστικούς ή άλλους, εξακολουθούν να μας είναι οικεία στην πρωτότυπή τους εκδοχή. Μήπως η ζωντανή παρουσία του πρωτοτύπου δεν υπονομεύει ήδη εκ προοιμίου τις προσπάθειές μας να κάνουμε τα παλαιά κείμενα να μιλήσουν τη σημερινή μας γλώσσα;

Σήμερα, θα ήμουν πολύ λιγότερο κατηγορηματικός. Χωρίς τον ομφάλιο λώρο που το ενώνει με το πρωτότυπο, δεν χωρεί αμφιβολία ότι κανένα μετάφρασμα δεν θα μπορούσε να συντελεστεί. Ωστόσο, ο ομφάλιος λώρος είναι τέτοιος επειδή προορίζεται να κοπεί:

Η πρώτη μαχαιριά είναι του ομφάλιου λώρου.
Κι όποιος τη στερηθεί πεθαίνει προτού ζήσει.


γράφει κάπου ο Χάινερ Μύλλερ. Με την έννοια αυτή, η «ελεύθερη απόδοση» του Γκανά έχει το δικαίωμα να κριθεί πράγματι ελεύθερα, πάει να πει αυτοτελώς. Όχι, εννοείται, ως αυστηρή μεταγλώττιση επιστημονικού χαρακτήρα, όπως είναι λ.χ. οι μεταφράσεις της Βιβλικής Εταιρείας, ούτε καν ως μια ακόμη απόπειρα συγκερασμού λογοτεχνικότητας και ακριβολογίας, από τις αρκετές που διαθέτουμε, με πρώτη ανάμεσά τους εκείνη του Σεφέρη. Αλλά ως έργο ενός ποιητή που ο φυσικός και εκφραστικός του κόσμος συγγενεύει ουσιωδώς με τον φυσικό και εκφραστικό κόσμο που γέννησε το Άσμα. Και που γι’ αυτό, μεταφράζοντάς το, έχει πράγματι κάτι δικό του να πει.

Τρία είναι τα γνωρίσματα που δείχνουν παραστατικά αυτή την ουσιώδη, όπως την αποκάλεσα, συγγένεια. Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Γκανάς είναι από τους, λίγους τώρα πια, ποιητές μας που γνώρισαν σε βάθος τον αγροτικό πολιτισμό της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και τον λαϊκό πολιτισμό των μεγάλων αστικών κέντρων, που προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τον πρώτο. Τα οφέλη που ο Γκανάς ως μεταφραστής του Άσματος αντλεί από τις καταβολές του αυτές είναι σημαντικά. Ένας ποιητής περισσότερο λόγιος θα μπορούσε εύκολα να παρασυρθεί στα ταραγμένα νερά των αλληγορικών ερμηνειών που αιώνες θεολογίας επισώρευσαν στο ποίημα. Πολλές από αυτές τις ερμηνευτικές συλλήψεις, είναι αλήθεια, υπήρξαν μεγαλοφυείς, στο τέλος ωστόσο συνέτειναν πάντα στην επισκίασή του ερωτικού χαρακτήρα του Άσματος. Ο Σεφέρης δεν τις αποκάλεσε άδικα «προσχώσεις». Από την άλλη πλευρά, ένας μεταφραστής περισσότερο «αστός», περισσότερο εξαστισμένος δηλαδή, ίσως να παραγνώριζε την βιωματική αδρότητα των συμβόλων της αγροτοποιμενικής κοινότητας από την οποία ξεβλάστησε το ποίημα, και να τα υποβάθμιζε σε παρεμπίπτον σκηνικό ή νοσταλγικό διάκοσμο.

Η δεύτερη ευτυχής σύμπτωση αφορά στην παλαιά σχέση του Γκανά με το τραγούδι. Αν όλη η ποίηση δεν είναι παρά «λόγος που πάει να γίνει τραγούδι», κατά τον παλαμικό ορισμό, ο λόγος της ερωτικής ποίησης είναι από μιας αρχής τραγούδι. «Τραγουδάμε», γράφει ο Ώντεν,

όταν τα συναισθήματά μας φτάνουν σε μια τέτοια ένταση που ο κοινός λόγος δεν μπορεί να τα εκφράσει. Όταν οι ποιητές μιλούν για την αγάπη, τραγουδούν, άσχετα από το πόση μουσικότητα ή μη ήθελαν να προσδώσουν αρχικά στον λόγο τους.

Παρέλκει εδώ εντελώς να μνημονεύσω την θητεία του στιχουργού Γκανά στο έντεχνο τραγούδι – είναι σε όλους γνωστή. Εξίσου λίγο πρωτότυπη θα ήταν μια αναφορά στους δεσμούς που ενώνουν το έργο του με τη μήτρα του δημοτικού τραγουδιού. Ωστόσο, η ευεργετική τους επήρεια στη μετάφραση ενός έργου που φέρει τον τίτλο του Άσματος, και μάλιστα στον υπερθετικό βαθμό, είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Εδώ, θα αρκεστώ να παραθέσω ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της πρώτης κιόλας συλλογής του Γκανά, που τιτλοφορείται ακριβώς «Τραγούδι»:

Να σ’ έχω δίπλα μου, να σ’ ανασαίνω
σα δημητριακό Ιούλη μήνα,
να ‘σαι κοντά μου θημωνιά, πουλί
έκπληξη καθημερινή, έτσι που ανεβαίνεις
από τα μπάζα της φωνής σου
στο λυγμό.

Τραγούδι μου
κι εσύ μανάβη της φωνής μου,
ανάβεις σπίρτα μες στο αίμα μου,
ανάβεις το ξερό χορτάρι,
πέτρινο το γεφύρι πέτρινο,
δεν καίγεται μαυρίζει.

Ακάθιστος δείπνος, 1978

Και ακόμη, ένα εξίσου χαρακτηριστικό δίστιχο, γραμμένο και μελοποιημένο περίπου είκοσι χρόνια αργότερα:

Χάλκινο το τραγούδι μας στο στόμα
τίποτε δεν το φίμωσε ακόμα.

Στίχοι, 2002

Τέλος, ο τρίτος λόγος που καθιστά ευτυχή την συνεύρεση του Γκανά με το σολομώντειο Άσμα, έχει να κάνει με το ερωτικό περιεχόμενο της ποίησης του ίδιου του μεταφραστή. Η λέξη του Γκανά για τον έρωτα είναι «αγάπη»: αυτήν τη λέξη θα συναντήσουμε λ.χ. στο ποίημα το επιγραφόμενο «Της Αγάπης» (Ακάθιστος δείπνος, 1978), στο αριστουργηματικό «Προσωπικό» (Γυάλινα Γιάννενα, 1989· «ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης» ο ακροτελεύτιος στίχος), στα ερωτικά αποσπάσματα της Παραλογής (1993), αλλά και σε ένα πλήθος τραγουδιών που φέρουν την υπογραφή του.

Σ’ αγαπώ με το σώμα δίχως νου,
με το μπλε και το μαύρο τ’ ουρανού,
σ’ αγαπώ με τον τρόμο του κενού

Στίχοι, 2002

λέει ο Γκανάς σε ένα από αυτά, με έναν τρόπο που φέρνει στον νου ένα από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα του Κωστή Παλαμά:

Σ’ αγαπώ με τη γλώσσα
του πουλιού τ’ αηδονιού

Σ’ αγαπώ μ’ όλα τ’ άστρα
του βαθιού μου ουρανού.


Με όλες αυτές τις συγγένειες, μοιάζει φυσικό ότι η περιχώρηση, η ώσμωση της ελεύθερης απόδοσης του Άσματος με το υπόλοιπο ποιητικό έργο του Γκανά είναι συχνά τέτοια, ώστε στίχοι που παρουσιάζονται ως μεταφρασμένοι να είναι στην πραγματικότητα πρωτότυποι, στίχοι όπως

Θα το νηστέψω το φιλί ώσπου να με φιλήσεις

ή

Είσαι ταμένος στην αγάπη

ή ακόμα

Ποτίστε με γλυκό κρασί
κι αφήστε την αγάπη σαν σημαία
επάνω μου να κυματίζει
Άσμα ασμάτων, 2005


Αντίστροφα, στα τελευταία βιβλία του Γκανά, στίχοι του Άσματος, αυτούσιοι ή μεταφρασμένοι, συμπλέκονται αξεδιάλυτα με τους δικούς του:

Αγαπημένη εσύ εν γυναιξί
γυναίκα μου πανέμνοστη κυρά […]

Δώσ’ μου το χέρι σου να το κοιμίσω.
Είναι παλτό ξεκούμπωτο η νύχτα
προβιά σφαγμένου ζώου που ανασαίνει ακόμα.
Κοιμήσου· η καρδιά μου ξαγρυπνά
Ο Ύπνος του καπνιστή, 2003


Και αλλού:

Η καρδιά μου απόψε ξαγρυπνά
και το σώμα μου θυμάται.

Στίχοι, 2002

Οι στίχοι αυτοί επιβεβαιώνουν πόσο ομαλή, πόσο αβίαστη υπήρξε η σύγκραση του βιβλικού τραγουδιού με τη γλώσσα του μεταφραστή του. 

Και με τον τρόπο τους, μας επιτρέπουν να μιλάμε πράγματι για το Άσμα ασμάτων, το ποίημα του Μιχάλη Γκανά.
Χειμώνας 2007


ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/2024/08/12/triptyxo-gia-ton-m-gana/?fbclid=IwY2xjawEn1GpleHRuA2FlbQIxMQABHbY1SvIfSOTYBQX0ePQi5tKetX6YnlpMrkwsMeCPet239LQUO3lilMqHGQ_aem_TxSk5MJTMh5y5HpKwTfO2A
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.