Του Νίκου Προσκεφαλά
Είχε στηθεί ένα μικρό βιβλιοπωλείο στα Γιάννενα την δεκαετία του 90. Κάποιοι φοιτητές και κάποιοι μεγαλύτεροι ήμασταν, χωρίς εμπορικές φιλοδοξίες, ένα μικρό εντευκτήριο, ένας χώρος συνάντησης για καφέ τσίπουρο και κουβέντα. Το λέγαμε "Στέκι". Καλούσαμε ενίοτε ομιλητές ξεχωριστούς με κοινά, ή παραπλήσια ενδιαφέροντα. Ανάμεσά τους τον Χρήστο Γιανναρά για μια διάλεξη στην ΕΗΜ εκείνη την εποχή. "Όχι διάλεξη" ξεκαθάρισε, ξεκινώντας να μιλά. "Να καταφέρουμε να βιώσουμε την ομορφιά και την συναρπαγή του γεγονότος της κοινωνίας το βιωματικό, ει δυνατόν, φορτίο που κουβαλά η λέξη, αυτό είναι το καίριο". Απέναντί του σε γόνιμη αντιπαράθεση ο Παναγιώτης Νούτσος και κάτω διψασμένο ένα φοιτητικό κατεξοχήν κοινό.
Δύο τρία χρόνια νωρίτερα, σε τηλεοπτική εκπομπή με τον Δημήτρη Μαυρόπουλο, τον άκουγα με έμφαση να υποστηρίζει πως δεν αρκεί σήμερα η παραδοσιακή ελεημοσύνη, μα πρέπει επειγόντως πια να πολεμήσουμε εκείνους τους μηχανισμούς που παράγουν φτώχια...
Σκόρπιες μνήμες αλλά ισχυρότατες από ένα εκκλησιαστικό φρόνημα που εξέπεμπε ο χυμώδης λόγος του χαρμόσυνο, αναστάσιμο, επαναστατικό, κοινωνικό, δυναμικό, οραματικό. Η σχέση ως παραδείσια αποκάλυψη, εντός της έλεγε αναδύεται το υποκείμενο, η προτεραιότητα του ήθους έναντι της ηθικής, ο απελπισμός από σχήματα και ιδέες στους υπαρξιακους μας δρόμους, το αληθινό ως εκείνο που δεν πεθαίνει, το ευαγγελικό μήνυμα δοσμένο με ένα δυναμικό ουτοπισμό, να ιδρύει μια νεα πραγματικότητα ενάντια σε εκείνη που καθημερινά μας φθείρει και με οδύνη υπομένουμε, κι ακόμα η εμμονική του προσήλωση στην ποιητική και υπερβατική φωτοχυσία του Ελύτη, αλλά και η αμείλικτη κριτική του στις καρικατούρες του τάχα πολιτικού μας βίου.
Είναι αλήθεια πως το καλούπι έσπασε μπρος στην μοναδικότητα του, στην μαγεία της γλώσσας του, στην ζωντάνια του προφορικού και γραπτού του λόγου, στην ακάματη αναζήτηση της ποιότητας παντού και πάντα γύρω του, τόσο δυσεύρετης, σχεδόν ανύπαρκτης πια, στον νεοελληνικό μας βίο.
Ακόμα αγγίζω με αγάπη τα πολυδιαβασμένα βιβλία του, ακόμα χαμογελώ με την κριτική που άσκησε στην Δύση, απαράλλαχτα ίδια με εκείνη που όλη η δυτική, υπαρξιστική κυρίως, φιλοσοφία άσκησε από τον Νίτσε και τον Κίρκεργκωρ ως τον Σάρτρ τον Χάιντεγκερ και τον Καμύ, κριτική για την οποία τόσο κατηγορήθηκε.
Λυπάμαι που δεν κατάφερα, αν και παρών σε τόσες διαλέξεις, να του σφίξω με συγκίνηση το χέρι κι έμεινα απλώς ένας φανατικός ακροατής, ένας θερμός αναγνώστης, ένας εσαεί μαθητής. Αλλά κι αυτό λίγο δεν ειναι. Άλλωστε το πνεύμα πνέει όπου θέλει και το δικό του σίγουρα πνέει στα δικά μου νερά.
Ας είναι η έσχατη πτήση του φωτεινή και καθάρια κι ας ανταμώσει την αγκαλιά που τόσο επιθυμούσε και που με βεβαιότητα θα του χαριστεί.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.