Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Μαρία Πολυδούρη (Καλαμάτα 1 Απριλίου 1902 – Αθήνα 29 Απριλίου 1930)





Δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες
στὰ περασμένα χρόνια.
Καὶ σὲ ἥλιο, σὲ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καὶ σὲ βροχή, σὲ χιόνια,
δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες.

Μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου
μία νύχτα καὶ μὲ φίλησες στὸ στόμα,
μόνο γι᾿ αὐτὸ εἶμαι ὡραῖα σὰν κρίνο ὁλάνοιχτο
κ᾿ ἔχω ἕνα ρίγος στὴν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου.

Μόνο γιατὶ τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν
μὲ τὴν ψυχὴ στὸ βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τὸ ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν.

Μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες
καὶ στὴ ματιά σου νὰ περνάη
εἶδα τὴ λυγερὴ σκιά μου, ὡς ὄνειρο
νὰ παίζει, νὰ πονάη,
μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες.

Γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες
καὶ μοῦ ἅπλωσες τὰ χέρια
κ᾿ εἶχες μέσα στὰ μάτια σου τὸ θάμπωμα
- μία ἀγάπη πλέρια,
γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες.

Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε
γι᾿ αὐτὸ ἔμεινεν ὡραῖο τὸ πέρασμά μου.
Σὰ νὰ μ᾿ ἀκολουθοῦσες ὅπου πήγαινα,
σὰ νὰ περνοῦσες κάπου ἐκεῖ σιμά μου.
Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε.

Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα,
γι᾿ αὐτὸ ἡ ζωή μου ἐδόθη.
Στὴν ἄχαρη ζωὴ τὴν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωὴ πληρώθη.
Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου
μοῦ χάρισε ἡ αὐγὴ ρόδα στὰ χέρια.
Γιὰ νὰ φωτίσω μία στιγμὴ τὸ δρόμο σου
μοῦ γέμισε τὰ μάτια ἡ νύχτα ἀστέρια,
μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου.

Μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες
ἔζησα, νὰ πληθαίνω
τὰ ὀνείρατά σου, ὡραῖε ποὺ βασίλεψες
κ᾿ ἔτσι γλυκὰ πεθαίνω
μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες.

Το ποίημα «Γιατί μ’ αγάπησες»  περιλαμβάνεται  στην πρώτη ποιητική συλλογή της Μαρίας Πολυδούρη με τίτλο : «Οι τρίλλιες που σβήνουν» που κυκλοφόρησε το 1928, τη χρονιά που αυτοκτόνησε ο μεγάλος της έρωτας ο Κώστας Καρυωτάκης ενώ η ίδια  βρισκόταν νοσηλευόμενη από φυματίωση στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Ο νεαρός τότε ποιητής και συντοπίτης της Μαρίας Πολυδούρη από την Μεσσηνία, Μιχάλης Δ. Στασινόπουλος (μετέπειτα καθηγητής, ακαδημαικός και πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας), έγραψε μια κριτική για την ποιητική της συλλογή που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ στο τεύχος 49 την 1η Ιανουαρίου 1929. 

«Αν διάβαζε κανείς τα ποιήματα αυτά σκορπισμένα εδώ και κει, ασφαλώς σε θα τους έδινε καμμιά προσοχή και θα περνούσαν απαρατήρητα κάθε φορά που θα τα συναντούσε. Αλλά έτσι καθώς είναι τυπωμένα όλα μαζί, παίρνουν μια παράξενη επίδραση τόνα από τάλλο, αλληλοσυμπληρώνονται και συνδυάζονται τόσο, ώστε να δημιουργούν κάποιαν ατμόσφαιρα δική τους, η οποία δε μπορεί ν’ αφήσει αδιάφορο τον αναγνώστη. Κι εν τούτοις στην αρχή παίρνει κανείς και φυλλομετρά το βιβλίο ολότελα ασυγκίνητος κι αδιάφορος. Διαβάζει κάτι από δω κάτι από κει κι η προσοχή περνά ξεκούραστη πίσω από ένα πλήθος αθώων και αβλαβών κοινοτοπιών, που δεν ξαφνιάζουν ούτε με την ομορφιά τους, ούτε την με  ασχημιά.

 Σταματά ως τόσο περίεργα κάπου – κάπου, σα να διαισθάνθηκε το κοντινό πέρασμα μιας ποιητικής πνοής. Ύστερα προχωρεί πάλι αδιάφορα ως που να φτάσει στο τέλος, και τότε κλίνει φυσικότατα το βιβλίο. Αλλά τότε μόνο νοιώθει ξαφνικά ότι έχει συνδεθεί ήδη με τις σελίδες αυτές μι ότι τόσην ώρα δε φυλλομετρούσε ένα βιβλίο, αλλά μια καρδιά. Η καρδιά αυτή είναι γυναικεία κι οι εκφραστικοί της τρόποι θερμοί, άφοβοι, άφθονοι. Τα αισθήματά της, ποτισμένα με μια γνήσια μελαγχολική διάθεση, που ως τόσο δεν είναι νοσηρή, παραμένουν πηγαία, γιατί είναι φανερό ότι έχουν χάσει κάποιο χρώμα, εκεί όπου η διανοητική επεξεργασία επεχείρησε να αναχαιτίσει την ορμή τους. Ίσως είναι ακατάλληλα να προσαρμοσθούν σε τελειότερη μορφή. Εν τούτοις διατηρούν μια βαθύτατη ευγένεια, μιαν άνεση κ’ ελευθερία κινήσεως μέσα σε μουσικούς κ’ εύκολους στίχους. Τα αισθήματα αυτά τα γνωστά, η ερωτική μελαγχολία, η νοσταλγία, η περιπάθεια, διατρέχουν απ’ άκρη σ’ άκρη το βιβλίο, το ενοποιούν, του δίνουν μιαν ολόκληρη προσωπικότητα, ένα χαρακτήρα και μια δική του ψυχική ατμόσφαιρα, γεμάτη παλμούς, συγκινήσεις και αισθηματικήν αγωνία. Γι’ αυτό είναι αδύνατο να βρει κανείς ένα τραγούδι που να το παραθέσει εδώ ως αυτοτελές αντιπροσωπευτικό δείγμα του έργου της ποιήτριας Πολυδούρη.

 Ποιήματα άρτια και τελειωμένα δεν υπάρχουν στην ποιητική αυτή συλλογή, η οποία εν τούτοις ως σύνολο είναι κάτι άρτιο κι ικανοποιητικό. Γιατί όλα έχουν τον προορισμό τους και τη δικαιολογία τους μέσα σ’ αυτό το βιβλίο. Δεν ξέρω αν και το τελευταίο τετριμμένο αισθηματικό τραγουδάκι του, καθώς κ’ η πιο ασήμαντη ρομαντική κοινοτοπία του, δεν συντελούν στη δημιουργία της ελαφριάς αυτής πνοής που αισθάνεται κανείς πάνω από τις αισθηματικές σελίδες του βιβλίου, σαν να πνέει ένα φύσημα ζωής και αγάπης, κάτι σαν ξύπνημα και σαν ρίγος, κάτι που το αναγνωρίζει κανείς χωρίς να γελιέται: Είναι η ποίηση! Κι’ όταν το διάβασμα μιας ποιητικής συλλογής οδηγήσει ως την ευτυχή αυτήν αναγνώριση, όλοι, και κριτικοί και αναγνώστες πρέπει να είναι ικανοποιημένοι. Γιατί, αυτό μόνο έχει αξία, τα δε λοιπά είναι «φιλολογία», δηλαδή το πιο μάταιο και πιο ανόητο πράγμα».

Το μάταιο και  το ανόητο της «φιλολογίας» για την ποίηση είναι πράγματι σωστό όταν προσπαθείς μ’ αυτή να ερμηνεύσεις και να αναλύσεις κάτι χαώδες που είναι η ψυχή, τα αισθήματα,  ο εξωραισμός του έρωτα από τον θάνατο ή του θανάτου από τον έρωτα, ενός ανθρώπου.

ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/100008784723245/posts/pfbid0S6ax5nEVAfyWWy7WaF4MqBzPcqu8hipRXzf4aMK4aaUVU6zWZN9C4DT5jHC4aEH6l/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.