Στάθη Ηλ. Παρασκευόπουλου- Γιάννη Γερ. Παυλόπουλου
Μια ακόμα σελίδα ηρωισμού γιά την Αρκαδιά, μα και γιά όλους τους Αρκαδινούς, είναι και η μάχη που έγινε, αμέσως μετά την μάχη στο Μανιάκι, με τον Ιμπραήμ, στα νότια υψώματα της πόλεως, στο μέσον του τριγώνου που σχηματίζεται με κορυφές, την Αρκαδιά, τον συνοικισμό του Ροντακίου και το χωριό Ξηρόκαμπο (Μαλενίτι).
Είχε πια πέσει, μεγαλόπρεπα μα και πένθιμα, η αυλαία στο θρυλικό Μανιάκι. Ο μπουρλοτιέρης των ψυχών, Παπαφλέσσας, σαν άλλος Λεωνίδας, είχε ξαναζωντανέψη με τον ηρωικό του θάνατο στην ελληνική μνήμη, του Λεωνίδα την θυσία. Το «φίλημα» του Ιμπραήμ προς τον γενναίο, μα νεκρό πια αντίπαλό του, ήταν ένα γεγονός, που και σήμερα αναντίρρητα συγκινεί.
Οι Αρκαδινοί μόνοι σχεδόν σύντροφοι στην μάχη- θυσία του Παπαφλέσσα στα «Ταμπούρια», που πιο κοντά στο χωριό Παιδεμένου (Φλεσσιάδα), παρά στο Μανιάκι, βρίσκονται, είχαν πληρώσει γιά μιά ακόμα, πολλοστή φορά, βαρύ φόρο σ’ αίμα.
Ο Ιμπραήμ, μετά από αυτή του την επικράτησι, έκοβε δρόμο γιά την πατρίδα των αντιπάλων ηρώων, την Αρκαδιά. «'Ηθελε να πάη και να πατήση την πρωτεύουσα εκείνων, που τόσο σκληρά τον πολέμησαν στο Μανιάκι». Ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης, ο Πλαπούτας και οι άλλοι δεν είχαν φτάσει γιά να συνδράμουν στην προσπάθεια του Παπαφλέσσα. Είχαν μείνει στις κορυφές των βουνών της Αρκαδίας και συγκεκριμένα στο χωριό της κορυφής, στην Μάλη.
Ένας ανώτερος αξιωματικός του Γρηγοριάδη, ο Αντώνης Χαλαζονίτης, τα χαράματα της 21ης Μαΐου, ξημέρωνε η γιορτή των ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, έφερνε από τις γραμμές των προφυλακών στην Μάλη στους καπεταναίους την είδησι, πώς φάνηκαν προελαύνοντα τα εχθρικά μιλιούνια, του Ιμπραήμ οι ορδές. Στόχος τους, δίχως άλλο η Αρκαδιά.
Αυτό ήταν αρκετό. Έφυγαν αμέσως για την πόλι, αφήνοντας πίσω τους τις κακοτράχαλες κορυφές και πλαγιές του αλλοτινού «Γειρήνιου» και σημερινού Γεράνιου. Στο μεταξύ ο εχθρός, είχε πλησιάσει και είχε φανή στην Λεντεκάδα.
Φτάνοντας ο Γρηγοριάδης στην Αρκαδιά, πρώτα ειδοποίησε τον πληθυσμό να έχη ετοιμότητα για να αδειάση την πόλι σε δεδομένη στιγμή. Η μάχη θα γινόταν οπωσδήποτα, αν και δεν υπήρχαν ελπίδες νίκης. Ωστόσο στα ντουφέκια της Αρκαδίας και της Τριφυλίας, δεν ταίριαζε η υποχώρησις, δίχως μάχη και πόλεμο.
Έτσι έγιναν όλα. Και η πόλις άδειασε, γιατί τα γυναικόπαιδα κινήθηκαν προς τα ορεινά, για περισσότερη ασφάλεια. Και οι αγωνιστές πήραν θέσι για μάχη στα νότια αντερίσματα της Αρκαδίας. Και ο Ιμπραήμ έφτασε, κατά πώς αναμενόταν και στρατοπέδευσε γύρω στον χώρο, που υπάρχει σήμερα το λατομείο (νταμάρι), στην συμβολή του δρόμου που οδηγεί από την Κυπαρισσία στα Καμποχώρια και φεύγει αριστερά γιά τον Ξηρόκαμπο. Το μέρος αυτό, οι χωρικοί του Ξηροκάμπου και της γύρω περιοχής το λένε και σήμερα «Μπράμ», από το όνομα του Ιμπραήμ. Στο χωράφι μάλιστα του Ξηροκαμπίτη χωρικού Γιάννη Αναστασόπουλου βγαίνει νερό, που ο ίδιος θυμάται χτισμένη βρύση (τώρα πια το κτισμα δεν υπάρχει) και την ονομάζει βρύση του "Μπράμ".
Στα υψώματα της «Καργιούτας», μπροστά στο γραφικό εκκλησάκι της Παναγίας της Γελλούδα (Γελλουδιώτισσα), δόθηκε η μεγάλη μάχη. Το ιππικό του Ιμπραήμ, δεν κατάφερε πολλά πράγματα. Εμποδίσθηκε από το ανώμαλο και το δασωμένο του εδάφους. Η μάχη κράτησε πολλές ώρες. Άρχισε από το πρωί και κράτησε ως τ’ απόγιομα. Υπήρξε δηλαδή, πολύωρη και πολύνεκρη. Οι απώλειες κατά τον Γρηγοριάδη, ήταν αυτές: «Κατά την εν Κυπαρισσία γενομένην έξοδον και την συγκροτηθείσαν μάχην εφονεύθησαν από τους Αρκαδίους 230, επληγώθησαν 43 και εζογρίθησαν 27. Μεταξύ των φονευθέντων ήτο και ο πιστός ιπποκόμος του Αθανασίου Γρηγοριάδου, Στάμος Χιώτης και ο Ιωάννης Σακελλάριος, στενός συγγενής των Γρηγοριαδών διατελών γραμματεύς του Γενικού αρχηγού Άθ. Γρηγοριάδου. Επίσης εφονεύθησαν 9 αξιωματικοί, ηχμαλωτίσθησαν δε καίι περί τα 1800 γυναικόπαιδα και γέροντες εν οις και 3 ιερείς και 2 καλογραίαι. Και άλλοι μεν εσφάγησαν ανηλεώς παρά των εχθρών, άλλοι ελιθοτριβήθησαν, άλλοι απηγχονίσθησαν, άλλοι επριονίσθησαν και άλλοι ασπλάγχνως εκάησαν εντός πεπυρακτωμένων κλιβάνων. Έκ των γυναικοπαίδων διεσώθησαν έξ όλων των αδυνάτων ψυχών από Κυπαρισσίας, έως 7.200 υπό την προστασίαν του γενικού αρχηγού Αθανασίου Γρηγοριάδου. Από τους Τούρκους εφονεύθησαν 500 στρατιώτου και 200 επληγώθησαν, οι πλείστοι θανασίμως επίσης και πολλοί αξιωματικοί εφονεύθησαν».
Οι Αρκαδινοί υπεχώρησαν, εγκατέλειψαν την ωραία τους Αρκαδιά στα νύχια του γερακιού και τράβηξαν για τα ορεινά. Ο Ιμπραήμ με τον στρατό του μπήκε στην ερημωμένη από ανθρώπους πολιτεία. Έκαψε κι ελεηλάτησε. Άρπαξε και ρήμαξε. Κάηκαν ο Αη- Δημήτρης και η Αγία Τριάδα. Λεηλατήθηκαν τ’ αρχοντόσπιτο του Γρηγοριάδη και τα σπίτια άλλων καπεταναίων, όπως των Πονηροπουλαίων, του Κατσαρού, του Τομαρά και άλλων. Οι Μαμελούκοι περπάτησαν όλες τις γειτονιές κι’ όλα τα καλντερίμια και δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Η Αρκαδία, πλήρωσε άλλη μιά φορά, ακολουθώντας την βάσκανη μοίρα της, μιά μοίρα πού οι αιώνες της την φόρτωσαν.
Και ο Ιμπραήμ; «Στις 23 του Μάη, κι’ ενώ όλα τα γύρω είχαν λεηλατηθεί άγρια από τους Τούρκους κι’ από τους αραπάδες, ο Ιμπραήμ, μάζεψε ξανά το στρατό του, και σαρώνοντας κυριολεκτικά τον κάμπο των Φιλιατρών, των Γαργαλιάνων και της Χώρας, γύρισε γιά να ανασυγκροτηθή και γιά να εφοδιασθή στα κάστρα και στη γή του Νέστορα».
Αυτή υπήρξε του ηρωισμού η σελίδα και η σελίδα της συμφοράς όμως, γιά την θρυλική Αρκαδία, την σημερινή Κυπαρισσία.
• Οι Αρκαδινοί πολεμούν τον Ιμπραήμ
Το κάψιμο της Αρκαδιάς, από τον Ιμπραήμ, δεν το συγχώρεσαν ποτέ οι Αρκαδινοί. Συσπειρώθηκαν και με αρχηγό τους τον Αθανάσιο Γρηγοριάδη, τον πολέμησαν παντού, όπου επεχείρησε να περάση και να σταθή, μέσα στον Μοραΐτικο χώρο.
Και πρώτα πρώτα στην Δραμπάλα της Πολιανής στην ομώνυμη μάχη, πού έγινε στις 5 - 6 Ιουνίου του έτους 1825. Στην μάχην αυτή, πήραν μέρος γύρω στα 1.500 Αρκαδινά ντουφέκια, που τα διηύθυναν με θαυμαστή επιτυχία, ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης και ο αδελφός του Γεώργιος, ο Δημήτριος Παπατσώρης με τους γυιούς του Αδάμ και Αναγνώστη, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο Κώστας Μέλιος, ο Γιώργης Συράκος και άλλοι καπεταναίοι. Όλοι πολέμησαν με θαυμαστή τόλμη και αντοχή και διακρίθηκαν.
Τον ίδιο μήνα και συγκεκριμένα στις 20 Ιουνίου, ο Ιμπραήμ συναντήθηκε στους Μύλους της Λέρνης μέ τούς Αρκαδινούς. Στο πλευρό τους ήσαν, Λάκωνες, Αργείοι και Κυνούριοι. Ο Ιμπραήμ, πλήρωσε την συνάντησι αυτή, που εξελίχθηκε σε μάχη, με 250 Τουρκοαιγυπτίους.
Τον επόμενο μήνα, οι Αρκαδινοί, πάλι με τον Γρηγοριάδη -σαν αρχηγό τους, τον Παπατσώρη και τους άλλους, καπεταναίους, σμίγουν με όλους τους Πελοποννησίους- στους οποίους όλους, αρχηγός ήταν ο Κολοκοτρώνης- κι πολεμούν στα Τρίκορφα. Ο Ιμπραήμ χάνει κι’ εκεί μισή χιλιάδα περίπου μαχίμους. Οι Αρκαδικοί και πάλι αριστεύουν και συνεχίζουν τους αγώνες τους. Αγώνες, που συνεχίζονται στις 22 Ιουλίου, στις Καρυές. Αρχηγός τους κι εκεί, πάλιν ο Γρηγοριάδης, ο οποίος και αρίστευσε και κέρδισε τον τίτλο του «ήρωος των Καρύων». Στην μάχην αυτή νίκησαν οι 'Έλληνες. Οι εχθροί είχαν μεγάλες απώλειες. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και οι δυο αντιστράτηγοι. Ο Αλβανός Βελή Γκέκας και ο Τούρκος Αγάς Μουσταφάς.
Στα τέλη του Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, οι νικητές των Καρυών αντιμετώπισαν τους Τουρκοαιγυπτίους στην κώμη Δραγουμάνου. Στην μάχην αυτή, για την οποία γίνεται λόγος, πολέμαρχος όχι μόνον στους Αρκαδινούς αλλά και στους άλλους Μοραΐτες, ήταν ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης, ο οποίος έδειξε για μιά ακόμα φορά τις πολεμικές, αλλά και τις στρατηγικές του ικανότητες.
Στις αρχές του Αυγούστου, ένα μέρος των Αρκαδινών, υστέρα από σχετική διαταγή του Γρηγοριάδη, άφησε το στρατόπεδο των Καρύων για να βρεθή στο ορεινό χωριό Ίσαρι, πού βρίσκεται βορειοανατολικά της Τριφυλίας και να πολεμήση εκεί τον εχθρό.
Στην συνέχεια οι Αρκαδινοί και οι άλλοι Πελοποννήσιοι, επολέμησαν τους Τουρκοαιγυπτίους και σ’ άλλα μέρη της Αρκαδίας, για να γυρίσουν στο στρατόπεδο των Καρύων και από εκεί, στο τέλος του Σεπτεμβρίου να κατηφορίσουν και πάλι στην Τριφυλία, προκειμένου ν’ αντίμετωπισθή ο Ιμπραήμ στης Τριφυλίας τα βουνά, αφού μετά την άκαρπη περιπλάνησί του στον Μοριά, ξαναβρέθηκε στα νότια, για να ξαναρχίση πάλι από κει που είχε ξεκινήσει, όταν είχε ρθή στην Ελλάδα, με τον στόλο του, το πεζικό του και τους ιππείς του.
Αλλά και αυτή τη φορά, οι Αρκαδινοί που τον πολέμησαν σ’ όλα τα σημεία της Πελοπόννησου, δεν ήταν δυνατόν, να τον υποδεχτούν στην ιδιαίτερή τους πατρίδα, με καλύτερα αισθήματα. Πάλαιψαν μαζί του σαν ίσοι προς ίσους και τον «τσάκισαν» στην κυριολεξία της λέξεως.
• Ο Ιμπραήμ και πάλι στην Τριφυλία
Ύστερα από τους ανεπιτυχείς του αγώνες σε διάφορα μέρη του Μοριά, ο Ιμπραήμ «επανέκαμψεν» στην Μεθώνην. Άφησεν όμως ισχυρές δυνάμεις στην περιοχή της Τριπόλεως, με σκοπό και ο ίδιος να ξαναγυρίση.
Τις δυνάμεις αυτές τις Αλβανο-τουρκο-αιγυπτιακές, βρήκαν την ευκαιρία να τις χτυπήσουν, στην Πιάνα και στην Αλωνίσταινα, τα ελληνικά κλέφτικα σώματα με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη και τον Γρηγοριάδη. Τους προξένησαν μάλιστα μεγάλες απώλειες.
Εκείνη την εποχήν οι Αρκαδινοί, είχαν μόνιμο στρατόπεδο στις Καρυές, το οποίον ακόμα και κατά το διάστημα των πολεμικών επιχειρήσεων, το διοικούσε και το φρόντιζε ο αδερφός του Αθανασίου Γρηγοριάδη, ο Γεώργιος.
Ο Ιμπραήμ ξαναγύρισε στης Τριπολιτσάς τα μέρη. Οργίσθηκε εναντίον των Ελλήνων, γιά τις ζημιές που τους προξένησε. Δεν του στάθηκε όμως δυνατόν να τους βλάψη. Και πάλι ξανακατηφόρισε.
Ήρθε στο Νιόκαστρο. Ήθελε γιά μια ακόμα φορά να εφαρμόση την πολεμική του: Να κάψη, να αιχμαλωτίση, να λεηλατήση, να σκοτώση. Και μάλιστα μέρη απροστάτευτα. Περιοχές που είχαν γεννήσει παλληκάρια, που τον πολεμούσαν στα κράκουρα του Μοριά. Και μια τέτοια περιοχή, ήταν και η Αρκαδία (Τριφυλία) με την πρωτεύουσα της την Αρκαδιά (Κυπαρισσία).
Στο μεταξύ και ο Γρηγοριάδης, άφησε τις Καρυές. Κατέβηκε στην Ζούρτσαν. Οργανώθηκε όσο πιό καλά μπορούσε. Και περίμενε. Γνώριζε πώς ο αιμοβόρος Αιγύπτιος θα επανερχόταν. Δριμύτερος. Ήξερε ακόμα, πως στον κάμπο, δεν τα «βγάζει πέρα» με το ιππικό του Ιμπραήμ. Μονάχα στα βουνά, πολεμιόταν ο εχθρός.
Πραγματικά ο Ιμπραήμ, στις αρχές του Οκτωβρίου του 1825, άφηνε το Νιόκαστρο και με μιά δύναμι 23000 πεζών και ιππικού, σαν αφρικανικός σιμούν, άρχισε να ποδοπατά την Αρκαδία (Τριφυλία) του Κάμπου. Πέρασε την Λιγούδιστα. Άφησε τα Φιλιατρά. Έκοβε και ξερρίζωνε τις ελιές. Έκαιγε τα χωριά του Κάμπου. Άρπαζε και προχωρούσε.
Στο χωριό Στασιό έκανε «στάσι»! Βεβήλωσε το μοναστήρι του Αη- Γιάννη, που είναι στον κόρφο του Γεράνιου. Στη βρύση του «Μπράμ», σταμάτησε και θυμήθηκε τους νεκρούς, που είχε θάψει κει, μετά την μάχη της Αρκαδίας, την περασμένη χρονιά. Έφθασε στην Αρκαδιά. Η πολιτεία τον είχε ξαναγνωρίσει, πριν λίγους μήνες. Τον ξαναγνώριζε άλλη μιά φορά.
Η βάσκανη μοίρα της, έτσι το ήθελε. Να ξαναπληρώση. Και πλήρωσε. Μισή χιλιάδα ανθρώπων βρήκαν το θάνατο από τα σπαθοντούφεκα των Μαμελούκων. Και ήταν όλοι, άνθρωποι αδύνατοι και απροστάτευτοι. Έτσι εκδικιόταν.
Και η προέλασίς του, συνεχίστηκε. Κοντά στην Νέδα, οι άνθρωποι του, αιχμαλώτισαν κάποιο Τουρκόπουλο και το σκότωσαν. Το μέρος και ο συνοικισμός κατοπινά ονομάστηκαν «Τουρκάκι». Ο Ιμπραήμ εκδικήθηκε αμέσως. Έκαψε πιό κάτω μιά γυναίκα. Και το χωριό της περιοχής πήρε την ονομασία «Καημένη Γυναίκα». Με την αλλαγή των τοπωνυμίων, το πρώτο έγινε «Πανόραμα» και η δεύτερη «Πρόδρομος».
Πέρασε την Νέδα. Και ανηφόρισε στην Ζούρτσα. Σκαρφάλωσε στην Παύλιτσα (Φυγαλία), στην Βερβίτσα (Πετράλωνα), Γάρδιτσα (Περιβόλια), για να καταλήξη στου Σκληρού και να λοξοδρομήση στην Άλβαινα (Μίνθη), όπου τον περίμενε ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης με τους Παπαθεοδωραίους (αυτή ήταν και η πατρίδα των τελευταίων και του Επισκόπου Μεθώνης Γρηγορίου, του οποίου αδελφή είχε πάρει ο πολέμαρχος Γρηγοριάδης).
Όσους «χάλασε» στην Αρκαδία ο Ιμπραήμ, τόσους άφησε στην Άλβαινα στην διήμερη μάχη που έγινε εκεί. Πεντακόσιους οπλοφόρους. Μάταιος όμως ο κόπος του. Κατηφόρισε υποχωρώντας έφθασε μέχρι τον Αλφειό και ξαναγύρισε στην αποτεφρωμένη Αρκαδία (Τριφυλία), για να βρεθή ξανά στο Νιόκαστρο, πού το είχε σαν ορμητήρι.
Ο ανταρτοπόλεμος κατά των ορδών του Ιμπραήμ συνεχίστηκε και την επόμενη χρονιά (1826).
Οι Αρκαδινοί έπιασαν τα μεσσηνιακά δερβένια που οδηγούν προς την Τριπολιτσά, γιά να εμποδίσουν τις εφοδιοπομπές του Ιμμπραήμ προς τις δυνάμεις που είχε αφήσει στην καρδιά του Μοριά. Τρείς- τέσσερες φορές τον αντιμετώπισαν οι Αρκαδινοί και αυτή την χρονιά, πότε τον ίδιο, και άλλοτε δικούς του με άλλους αρχηγούς. Αλλά η ώρα της εκδικήσεως στα ίδια τα χώματα της Αρκαδίας (Τριφυλίας), για τους Αρκαδινούς είχε σημάνει. Ο Ιμπραήμ θα πλήρωνε. Έπρεπε.
Από το καλοκαίρι του 1826, πρώτα ο Γρηγοριάδης και ύστερα ο Δημήτρης Παπατσώρης με τους γυιούς του Αδάμ και Αναγνώστην, ο Παπαθεοδώρου και ο αδερφός του Γρηγοριάδη, αφού κατέβηκαν στην Αρκαδία (Κυπαρισσία), ανέβηκαν πάλι στην Ζούρτσα και ανασυγκροτήθηκαν. Κάπου 3.500 πολεμιστές, ετοιμάσθηκαν γιά την συνέχεια του αγώνος, ο οποίος δεν φαινόταν να παίρνη τέλος.
• Οι Αρκαδινοί χτυπούν παντού τον Ιμπραήμ
Οι Αρκαδινοί ζητούσαν εκδίκησι γιά τις ωμότητες του Ιμπραήμ. Άλλωστε η απόφασις ήταν μιά, οριστική και αμετακίνητη. «Ελευθερία ή θάνατος». Και ο πόλεμος θα συνεχιζόταν, «μέχρις εσχάτων».
Από το άλλο μέρος ο υπερόπτης Αιγύπτιος, ήθελε να τιμωρήση και να καθυποτάξη τους αδούλωτους κλέφτες και καπεταναίους των βουνών. Και σαν πρώτους, «καρφιά» στα αλαζονικά του μάτια, έβλεπε τους Αρκαδινούς καπεταναίους, που πολύ τον είχαν ενοχλήσει και όχι λίγες απώλειες του είχαν προξενήσει. Αυτούς τους λογαριασμούς του, θέλησε να ξεκαθαρίση ο Ιμπραήμ, το 1827.
Οι Αρκαδινοί, θέλησαν αυτή την φορά να πολεμήσουν στα δικά τους βουνά, στης Τριφυλίας τα χαμηλόβουνα. Και αν ήταν να βρουν τον θάνατο από τα βόλια των Αιγυπτίων, να πεθάνουν στα δικά τους χώματα. Και αν ήταν να νικήσουν -και αυτό ακράδαντα πίστευαν- να δείξουν στους εμπρηστές της Τριφυλιακής γης, τι αξίζει το "αρκαδινό τουφέκι" και πως εκδικείταιο τόπος αυτός, που δεν τον είχε σεβαστή.
Κάτω από το Σουλιμά, προς την Αρκαδιά, στην προσηλιακή μεριά των βουνών του συγκροτήματος των Σουλιμοχωριών, βρισκόταν το Λάπι. Σήμερα, η εκκλησιά του μονάχα φαντάζει, σαν απολιθωμένο περιστέρι, στις λαπαίϊκες λάκκες, καθώς ο ταξιδιώτης περνά με το τραίνο και το αυτοκίνητο και πλησιάζει προς το Κοπανάκι, βλέποντας πάντα αριστερά. Στα ριζά του βουνού κατέβασαν τα σπίτια τους οι Λαπαΐοι και το χωριό τους ονομάζεται σήμερα Ριζοχώρι.
Εκεί στο Λάπι οχυρώθηκαν οι Αρκαδινοί. Πολέμαρχος και αρχηγός του στρατοπέδου ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης. Κοντά του, όλοι οι καπεταναΐοι της Αρκαδίας (Τριφυλίας).
Είχε πιά προχωρήσει ο Απρίλης. Η άνοιξις ήταν στις δόξες της. Μια τέτοιαν ώρα, 22 του Απριλίου, έφθασε εκει ο Ιμπραήμ με 15.000 πεζούς, 2.000 Αλβανούς, 1.500 Μαμελούκους και 25 τηλεβόλα. Έγραψε στους ταμπουρωμένους Αρκαδινούς και τους κάλεσε σε παράδοσι, τάζοντας τους «λαγούς και πετραχήλια». Τρεις αντιστράτηγοι πήγαν την επιστολή στον αρχηγό Γρηγοριάδη και στους άλλους «πρώτους» των Αρκαδινών.
Οι Αρκαδινοί, σαν άλλοι Σπαρτιάτες, απάντησαν, κατά πως το πρόσταζε, από τα βάθη των αιώνων, του τόπου τους η ιστορία και της στιγμής η επιταγή. Λακωνική ήταν η απάντησις. Και κατέληγε έτσι, αφού απέκρουε τις δελεαστικές του Ιμπραήμ προτάσεις: "Λοιπόν σε περιμένωμεν προθύμως διά να σε πολεμήσωμεν και να μάθης και πάλιν τι είναι Αρκαδίων τουφέκι. Από του εν τη κώμει Λάπι γενικού στρατοπεδαρχείου των Αρκαδίων.
Ο γενικός στρατιωτικός αρχηγός: Αθανάσιος Γρηγοριάδης.
Οι υπαρχηγοί: Δ. Παπατσώρης, Δ ΠαπαΘεοδώρου, Γεώργιος Γρηγοριάδης, Αδάμ Παπατσώρης, Αναγνώστης Παπατσώρης, Γεώργιος Συράκος και Γεώργιος Γκότζης".
Κοντά τους όμως ήσαν και οι Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο Κώστας Μέλιος, ο Αντώνης Συράκος, ο Γιώργης Μεγάλης, ο Αναγνώστης Σαμπρής, οι Πιπιλαίοι, οι Μπουντουραίοι, ο Κούκιας, ο Χαλαζονίτης, ο Κόντος, ο Γότσης και ο Καλαμπόκης.
Η μάχη υπήρξε πολύωρη και μαζί φονική, όπως όλες οι μάχες στις οποίες έπαιρναν μέρος και κρατούσαν τ’ Αρκαδινά ντουφέκια. Εφτακόσιους νεκρούς άφησε ο Ιμπραήμ, μπροστά στους προμαχώνες του Λάπι και άλλους μισούς περίπου τραυματίες.
Οι Αρκαδινοί είχαν περίπου πενήντα φονευθέντες και καμμιά τριανταριά τραυματίες ανάμεσα στους οποίους και ο Αδάμ Παπατσώρης -πληγωμένος στο χέρι.
«Ο Ιμπραήμ απελπισθείς του να αλώση την κώμην Λάπι και συνάμα φέρει εις υποταγήν τους Αρκαδίους, ως εκείνος ήθελε, υποχωρήσας μετ’ αισχύνην μετά την δύσιν του ηλίου, εστρατοπέδευσεν επί τίνος πεδιάδος εν αποστάσει μιας και ημισείας ώρας από των Σούλιμοχωρίων. Μετά δε ταύτα οι Αρκάδιοι υπό τον γενικόν αρχηγόν Γρηγοριάδην εστρατοπέδευσαν εις την κώμην Ψάρι, απέχουσαν μίαν περίπου ώραν από του Λάπι, προσέχοντες αγρύπνως τας στρατιωτικάς κινήσεις του Ιμπραήμ Πασά». Ήταν του Άη- Γιωργιού. Η μέρα που ο μεγάλος της Ρούμελης σταυραϊτός, ο Καραϊσκάκης, αποχαιρετούσε τους Ελληνες και την ζωή, στο Φάληρο, στην γιορτή του ανήμερα.
Την άλλη μέρα, 24 Απριλίου, ο Ιμπραήμ έστειλε με 7.000 περίπου άνδρες τον Ασλάν Μπέη κατά των Αρκαδινών των οχυρωμένων στο Ψάρι. Ο ίδιος βάδισε προς το Σιδηρόκαστρο, γιά να κτυπήση την εκεί δύναμι των Αρκαδινών (Τριφυλίων).
Ούτε η μάχη στο Ψάρι, ούτε η κρουσις στο Σιδηρόκαστρο, είχαν για τον Ιμπραήμ κανένα αποτέλεσμα. Άφησε μονάχα μερικές εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες και ο ίδιος «αποπερατωθείσης της γενομένης εν τω τμήματι του Σουλιμά μάχης, ο Ιμπραήμ Πασάς, ώδευσε μετά του στρατού του διά ν’ απέλθη κατ’ ευθείαν εις τας Π. Πάτρας, λεηλατών δε και αφανίζων τα καθ’ οδόν μείναντα λείψανα των Κωμοπόλεων και κωμών των επαρχιών Τριφυλίας και Ολυμπίας, έφτασεν εις Ήλιδα τα αυτά πράττων, κακείθεν δε μετέβη είς τας Π. Πάτρας» κατά τον Φρατζήν.
Στο τέλοςς του Απριλίου και αφού ο Ιμπραήμ πια είχε εγκαταλείψει ντροπιασμένος την Τριφυλίαν, ένα μέρος του στοατού του, γύρω στις 7.000 με τον Ομέρ- Χουσείν Μπέην αρχηγό και με διαταγή του Ιμπραήμ κατευθύνθηκε προς τα Κοντοβούνια, που βρίσκονται απέναντι από τα Σουλιμοχώρια με στόχον αντικειμενικό να προσβάλη τον Αετό. Εκεί βρισκόταν οχυρωμένος, με καμμιά χιλιάδα κλέφτες, ο ντόπιος κλεφτοκαπετάνιος Γεώργιος Γκότσης με τον άλλο συντοπίτη του κλεφταρχηγό Γιάννη Καλαμπόκη, πού ήταν ταμπουρωμένος στο κάστρο του Αετού, πού βρίσκεται προς το μέρος του ερημωμένου πιά χωριού Βηδίσοβα (Δροσοπηγή). Στην μάχην αυτή, πληγώθηκε ο Καλαμπόκης.
Σαν γοργοπόδαροι μαραθωνοδρόμοι, έφθασαν σε βοήθεια, ο πανταχού παρών Παπατσώρης με τα λεβεντόπαιδά του (Αδάμ και Αναγνώστη), ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο Αντώνης Ντάρας (η άξια συνέχεια των Νταραίων), ο Μέλιος (Κώστας) και ο Συράκος (Αντώνης). Όλοι μαζί, σε μάχη μισής ημέρας περίπου, νίκησαν και πάλι τους Τουρκο-αλβανο-αιγυπτίους, που άφησαν στον Αετό, γύρω στους διακόσιους νεκρούς.
Οι εχθροί θέλησαν να προχωρήσουν προς την Αρκαδιά. Τους παρέσυραν όμως ξανά οι Αρκαδινοί, κατά τα ορεινά. Και στο Λυκουδέσι, τους ξαναχτύπησαν. Πρωταγωνιστής κι’ εδώ ο Παπατσώρης με τους Σουλιμοχωρίτες καπεταναίους (Γκρίτζαλη, Ντάρα, Μέλιο, Συράκο) και οπωσδήποτα και με τους γυιούς του. Το αποτέλεσμα της μάχης, όπως το σημειώνει ο Γρηγοριάδης, πού δεν επήρε μέρος σ’ αυτήν, ήταν τούτο: "Εφόνευσαν 70 και επλήγωσαν 38, 26 εζώγρησαν, εκυρίευσαν 2 σημαίας, υπέρ τας 8.000 γιδοπρόβατα, διακοσίους ημιόνους, 60 ίππους, 145 βόας, και απηλευθέρωσαν από τας χείρας των εχθρών 700 γυναικόπαιδα αιχμαλωτισθέντα εις διάφορα χωριά των Κοντοβουνίων και τέλος τους ηνάγκασαν να φύγουν είς Νεόκαστρον».
Φοβερός πραγματικά ο απολογισμός του Ιμπραήμ σ’ αυτές τις μάχες, που έδωσε στην Τριφυλία, με τους Αρκαδινούς. Και τι κρίμα, η ιστορία να τις έχη περάσει «με ψιλά γράμματα» στις σελίδες της... Να μη τις έχει καν σημειώσει.
Στην συνέχεια, το ίδιο πάντα έτος (1827) και στις αρχές του καλοκαιριού, οι Αρκαδινοί, αφού επεκοινώνησαν με τον Κολοκοτρώνη, έπιασαν και πάλι τα Δερβένια που οδηγούν από την Μεσσηνία στην Αρκαδία -την σημερινήν Αρκαδία, για ν’ ανακόπτουν διάφορες αποστολές σε τρόφιμα και πολεμοφόδια πού έστελνε κάθε τόσο το Νιόκαστρο του Ιμπραήμ στις δυνάμεις του που βρίσκονταν στην Τριπολιτσά. Και «δούλεψαν» κι’ εκεί, αυτό τον καιρό, πολύ καλά.
Στις 30 Ιουνίου, ο Ιμπραήμ βρισκόταν στην περιοχή των Καλαβρύτων. Όχι ασφαλώς για προσκύνημα στα γειτονικά μοναστήρια της Λαύρας και του Σπηλαίου. Σκοπός του να καταλάβη το δεύτερο, πού είχε ισχυρή δύναμι καλογήρων και να το πυρπολήση κατά την συνήθειά του, που ήταν φαίνεται και «αδυναμία» του, σαν άλλος Νέρων.
Ο Κολοκοτρώνης, διέταξε να κινηθούν Καλαβρυτινοί και Καρυτινοί. Απαραίτητοι όμως κρίθησαν και οι Αρκαδινοί. Πήραν διαταγή στα Δερβένια πού ήσαν. Και ταχύποδες καθώς ήσαν, βρέθηκαν στο Μέγα Σπήλαιο με άρχηγούς τον Κώστα Μέλιο, τον Α. Συράκο και Α. Ντάρα. Ο Ιμπραήμ και πάλι έστειλε γράμμα στο μοναστήρι. Πήρε την συνηθισμένη ελληνική απάντησι! Έδωσε μάχη. Πλήρωσε ακριβά...
Οι Αρκαδινοί, γιά μιά ακόμα φορά, έδρασαν και σε κείνη την ημερήσια μάχη. Ύστερα ξαναγύρισαν πάλι στα μέρη τους, αφού έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους.
Τον Σεπτέμβριο, του ίδιου έτους, ο Γρηγοριάδης με τον Πλαπούτα και μ’ άλλους πολέμησαν και έπληξαν τις αιγυπτιακές ορδές στην Καυκαριά των Καλαβρύτων που τις διηύθυνε ο Δελή Αχμέτ Πασάς. Ο τελευταίος, αφού νικήθηκε ήρθε στην Ηλεία. Αλλά κι’ εκεί δεν βρήκε ησυχία. Οι Αρκαδινοί, με τούς λοιπούς Πελοποννησίους, τον χτύπησαν και στην Ηλεία.
Στο τέλος του Οκτωβρίου, τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις, με τους Αχμέτ Μπέη και Γαλίπ Μπέην, άφηναν το Νιόκαστρο. Ο Ιμπραήμ τους είχε διατάξει να πλήξουν την Τριφυλία και να ισοπεδώσουν ότι είχε απομείνει όρθιο, από τις προηγούμενες επιδρομές των Αράβων. Πέρασαν την Λιγούδισταν. Ανέβηκαν στους Γαργαλιάνους, κατέβηκαν στα Φιλιατρά. Ήρθαν και πάλι στην «καταχτημένη » Αρκαδιά Σκαρφάλωσαν στο Σιδηρόκαστρο και στην Ζούρτσα. Αναδιπλώθηκαν κατά τα Σαυλιμοχώρια και τα Κοντοβούνια. Παντού συναντούσαν ένοπλη αντίστασι από τούς Αρκαδινούς και σε κάθε γωνιά, άφηναν νεκρούς και πληγωμένους. Πέρασαν και πάλι από την Αρκαδιά. Στις υπώρειες του Γερανιού, πλευροκοπήθηκαν οι Τουρκοαιγύπτιοι, από τους Αρκαδινούς. Έτσι γύρισαν στο Νιόκαστρο και μ’ άλλες απώλειες. Παράλληλα, οι Αρκαδινοί, στρατοπέδευσαν στην Λιγούδισταν, έτσι πού να έχουν επαφή με τον εχθρό.
Για την χρονιά αυτή (5) (1827- 17 Αυγούστου) γράφει ο Φρατζής ένα χαριτωμένο στιγμιότυπο που έγινε ανάμεσα σε 55 Οθωμανούς, που άφησαν το Νιόκαστρο, για να πάνε στην Π. Πάτρα. Βρίσκονταν κοντά στο ποτάμι της Αρκαδίας, όταν μπροστά τους βρέθηκαν τρεις Αρκαδινοί, ο Ανδρέας Μπαρμπαγιαννόπουλος με τον αδερφό του Ευσταθούλη (από την Λεντεκάδα) και ο Αντώνης Μπαρτζελετόπουλος πού έρχονταν στην Αρκαδιά. Οι τρεις ντόπιοι «έδραμον επ’ αυτούς με τα ξίφη» και τους απείλησαν. Τους ζήτησαν να παραδοθούν. Οι Τούρκοι έπιασαν θέσι γιά μάχη. Τότε «ο Ανδρέας Μπαρμπαγιαννόπουλος, είπε Τουρκιστί: «εάν παραδοθήτε εις εμέ θέλω σας χαρίσει την ζωήν και θέλω σας διασώσει όπου αγαπάτε, άλλως δε όπισθεν φθάνει ο Κολοκοτρώνης με 5.000 και τότε δεν θέλει μείνει από σας μηδέ κόκκαλον». Φοβήθηκαν οι ΟΟθωμανοί. Παρέδωσαν τα όπλα. Και οι πενηνταπέντε! Τους ελαφυραγώγησαν υστέρα. Δεν τους θανάτωσαν όμως. Και τέλος τους διεμοίρασαν σαν υπηρέτες σε διάφορα γειτονικά μέρη.
• Το τέλος των αγώνων...
Η αυλαία του μεγάλου και ιερού αγώνος, θα έπεφτε σε λίγο. Ο Ιμπραήμ με τον τουρκοαιγυπτιακό του στόλο, στις 8 Οκτωβρίου 1827, είχε νικηθή στο θεόκτιστο λιμάνι της Πύλου από τις τρεις δυνάμεις, πού ήρθαν επί τέλους να βοηθήσουν τους αγωνιζομένους Έλληνες.
Ωστόσο και τον επόμενο χρόνο, 1828, οι Αρκαδινοί πολεμούν τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα που ξαναμπαίνουν στην Τριφυλία.
Την άνοιξι, ο Γαλίπ Μπέη, μπήκε στην Τριφυλία, για να πάη προς την Πάτρα, μεταφέροντας τρόφιμα στον εκεί Δελή Αχμέτ Πασά. Ανήμερα τ’ Άη- Γιωργιού, οι Παπατσωραίοι με τον αδερφό του Γρηγοριάδη, κοντά στην Ζούρτσα, χτύπησαν την εφοδιοπομπή και άρπαξαν τρεις εκατοντάδες περίπου «ζωντανά» φορτωμένα με τρόφιμα και πολεμοφόδια. Ο Γαλίπ Μπέης, αναγκάστηκε ν’ αποσυρθή στην Βερβίτσα (Πετράλωνα). Μετά δύο μέρες ο Γαλίπ Μπέης, ξαναχτυπήθηκε κοντά στο ναό του Επικούρειου Απόλλωνος και αναγκάστηκε στου Σκληρού ν’ αποσυρθή. Στο μεταξύ «δρομαίοι» κατά τον Γρηγοριάδη, έφθασαν στην Ζούρτσα και άλλοι Αρκαδινοί με τον Γρηγοριάδη. Ο Γαλίπ Μπέης και πάλι χτυπήθηκε ύστερα από ένα τριήμερο. Κυνηγήθηκε μέχρι την Αρκαδία και περνώντας από τα Φιλιατρά τράβηξε για το Νιόκαστρο,
Τον Μάϊο (για το 1828 γίνεται λόγος), ο Ιμπραήμ, ξαναμπήκε στην Τριφυλία. Για τελευταιαν όμως φορά. Και στην Τριφυλίαν έμελλε να χτυπηθή, όχι μόνον από τους Αρκαδινούς αλλά και από τους Αλβανούς που ήταν κάτω από τις διαταγές του. Συγκεκριμένα, ενώ ο Ιμπραήμ είχε στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα του στενού που οδηγεί, από την Τριφυλία στην Μεσσηνία, μπροστά από τα Σουλιμοχώρια, αντιμετώπισε ανταρσίαν από τους Αλβανούς.
Οι αρχηγοί των Αλβανών (Αχμέτ, Ασάν, Γαλίπ, Μουστά, Μουσταφά, και Οσμάν Μπέηδες) με τέσσερεις χιλιάδες οπλοφόρους, διεμαρτυρήθησαν στον Ιμπραήμ γιά την τρίμηνη καθυστέρησι των «λουφέδων» (μισθών) και έφυγαν. Αλλά αυτό ίσως περνούσε, απαρατήρητο.
Οι Αλβανοί ενώθηκαν με τους Αρκαδινούς, που βρίσκονταν στρατοπεδευμένοι στα Γουβαλάρια.
Αρχηγός των Αρκαδινών, που πήραν θέσι γιά μάχη μαζί με τους Αλβανούς, ήταν ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης και υπαρχηγός ο Δημήτρης Παπατσώρης. Ο Ιμπραήμ φρένιασε δυο φορές. Και γιά τους Αρκαδινούς και γιά τους Αλβανούς. Η μάχη κράτησε όλη σχεδόν την ημέρα. Ο Ιμπραήμ υποχώρησε. Οι Αρκαδινοί με τους Αλβανούς, ταμπουρώθηκαν στο Σουλιμά. Κάθε προσπάθεια γιά επίθεσι στο Σουλιμά, φάνηκε στον Ιμπραήμ μάταιη. Το Σουλιμά, έμεινε απάτητο, όπως και όλους τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Η ιστορία θα έπρεπε να το έχη γράψει μαζί με το Σούλι, την Μάνη και τα Σφακιά...
Ο Ιμπραήμ, αναδιπλώθηκε. Στις 20 Μαΐου, ξαναβρέθηκε στην Αρκαδιά. Ύστερα έφυγε για να γυρίση στο Νιόκαστρο. Οι Αρκαδινοί, έδειξαν καλή διαγωγή στους Αλβανούς και έγιναν συνεννοήσεις με τον Κυβερνήτη. Πήγε στο Σουλιμά και ο διοικητής (κυβερνητικές επίτροπος της επαρχίας) που είχε σαν έδρα του την Αρκαδιά, και οι Αλβανοί φυγαδεύτηκαν μέχρι την Αχαΐα, για να περάσουν στην Ρούμελη με πλοία και να φύγουν στα Βόρεια.Έτσι τελείωσαν τους αγώνες τους, οι Αρκαδινοί, με τους Τουρκοαιγυπτίους, που ρήμαξαν την πρωτεύουσα της Τριφυλίας την Αρκαδιά και όλη την περιοχήν. Οι αγώνες άλλωστε, πλησίαζαν στο τέλος τους.
Ο Γρηγοριάδης στις «Ιστορικές του Αλήθειες» σημειώνει γι’ αυτούς τους αγώνες και σαν πρωταγωνιστής, γράφει όλη την ωμή αλήθεια:
«Κατά τους μάλλον ασφαλεστέρους ιστορικούς υπολογισμούς, καθ’ όλον το διάστημα των παρά των Αρκαδίων γενομένων διαφόρων ενεδρών, εφονεύθησαν και επληγώθησαν πλείονες των 5.000 Αιγυπτίων και Αλβανών. Προς επικουρίαν δε των Αρκαδίων, προσήρχοντο τότε και άλλοι πολλοί Μεσσήνιοι, ήτοι Ανδρουσάνοι, Ιμπλακιώται, Φαναρίται, Νεοκαστρίται, Μεθωναίοι και Κορωναίοι.
Είναι ιστορικώς αληθές ότι η επαρχία Αρκαδίας (Τριφυλίας) από του έτους 1825 μέχρι του τέλους του ιερού Ελληνικού αγώνος, υπέστη τας περισσοτέρας επιδρομάς, λεηλασίας και σφαγάς από τας των άλλων επαρχιών της Πελοποννήσου. Και τούτο ως κείμενη πλησίον των Μεσσηνιακών φρουρίων, των κατεχομένων παρά των στρατευμάτων του Ιμπραήμ Πασά».
Στάθη Ηλ. Παρασκευόπουλου- Γιάννη Γερ. Παυλόπουλου
"Η Κυπαρισσία (Αρκαδιά) και η ιστορία των αιώνων της".
Κυπαρισσία 1971. Τύποις Όθωνος Καγιάφα.
• Χρόνια πολλά 🇬🇷
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.