Ενώνω, παρακάτω, δύο θλίψεις σε μία. Η πρώτη (εκ των υστέρων αριθμημένη ως «Νο 1» δημοσιεύτηκε στην Προοδευτική Εύβοια, 24-7-2020, σελ. 8. Η δεύτερη, αριθμημένη εξαρχής ως «Θλίψη Νο 2: οι πειρατές του χρόνου», δημοσιεύτηκε στην Προοδευτική Εύβοια, 9-10-2020, σελ. 1-2. Στην κοινή δημοσίευσή τους, ο αναγνώστης θα αποκομίσει, ίσως, μια αίσθηση επανάληψης. Όντως, η δομή του κειμένου αυτού είναι να διαβάσεις το πρώτο (μικρό) κομμάτι, και να επιστρέψεις, μετά από δυόμιση-τρεις μήνες να διαβάσεις το υπόλοιπο. Αν ο αναγνώστης δεν μπορεί να ακολουθήσει αυτή τη μέθοδο, ας το διαβάσει ολόκληρο μονομιάς. Έτσι κι αλλιώς, επαναλαμβανόμενη είναι και η αίσθηση που αποκομίζει ο εκδότης μιας εφημερίδας, όταν απευθύνεται σε φίλους. Κοντολογίς, αισθάνομαι να με εκφράζουν τα δύο κείμενα ιδιαίτερα, αυτή την περίοδο. Το πλάνο με τον Έρολ Φλυν πειρατή δημοσιεύτηκε με το δεύτερο από τα κομμάτια που ακολουθούν.
Κωστής Δεμερτζής
Θλίψη … (Νο 1)
Συνάδελφος (δικηγόρος, συνταξιούχος, ήδη τότε). Μέλος χορωδίας (κάπου στην Αθήνα. Τενόρος;). Τετράγωνη όψη, τον φέρνω στο νου μου με μαύρο παλτό (αυτός), και το πρόσωπό του επίσης τετράγωνο, και τα μαλλιά του μαύρα (παρά την ηλικία του), χτενισμένα προς τα πίσω, αφήνοντας μπροστά ένα μάλλον στενό και με οριζόντιες ρυτίδες μέτωπο. Όψη θλιμμένη, βλέμμα βαθύ, ένα υπόλειμμα επαγγελματικής επιθετικότητας του δικηγορικού επαγγέλματος μεστωμένης με μιαν απόχρωση πικρίας, στο στόμα. Πού βρεθήκαμε; Σε δικαστήριο; (τον είχα μάρτυρα σε μιαν υπόθεση). Αλλού; Στου Μπέη, μήπως; (το Κέντρο Δικανικών Μελετών, όταν λειτουργούσε). Σε μια στιγμή, πλησίασε εμένα, και κάποιον άλλον (δεν φέρνω στο νου μου ποιον, μάλλον συνάδελφο και εκείνον, δικηγόρο), και μας πρότεινε:
«Να βρεθούμε, σε μια στιγμή! Να σας κάνω το τραπέζι. Θέλω να σας δώσω τα βιβλία μου. Έχω εκεί τη λύση του προβλήματος της Ελλάδος! Είναι επτά! Τα έχω εκδώσει μόνος μου. Ξέρετε … δεν τα πουλάω. Να σας τα χαρίσω θέλω. Να κανονίσουμε, να συναντηθούμε…».
Κανείς μας δεν ενδιαφέρθηκε, ούτε εγώ, ούτε ο άλλος. Ούτε ο συνάδελφος (και τενόρος) επανήλθε. Εμένα, δι’ άλλης οδού, ίσως του πελάτη μου που τον είχε μάρτυρα, θα πρέπει (σε προγενέστερο χρόνο, αλλά, φαίνεται, το είχε ξεχάσει) να μου είχε στείλει ένα από τα επτά. Θα πρέπει να είχα διαβάσει μιάμιση περίπου σελίδα (από την αρχή). Ναι, φαίνεται ότι έδινε λύσεις για τα προβλήματα της Ελλάδος. Κάπου θα βρίσκεται (το βιβλίο).
Θλίψη …
Θλίψη (Νο 2)
Οι πειρατές του χρόνου
Είχα πει για πόλη με σπασμένους δρόμους
Γιάννης Σκαρίμπας
Είχα πει, σε προηγούμενο φύλλο αυτής της εφημερίδας, για τον συνάδελφο δικηγόρο εκείνο, τενόρος, μου φαίνεται, καλή του ώρα, αν ζει, σαν να τον βλέπω εμπρός μου, με το τετράγωνο πρόσωπό του, με το κατάμαυρο μαλλί – παρά την ηλικία του – χτενισμένο πίσω, με το μαύρο παλτό, και την πικρή απόχρωση στο στρίψιμο των λεπτών χειλιών του. Είχε βγάλει – πόσα; – επτά βιβλία, είχε λύσει το πρόβλημα της Ελλάδας, και τα χάριζε. Να βρισκόμασταν, να μας κερνούσε έναν καφέ, να μας χάριζε τα βιβλία του. Έλυνε, εκεί, το πρόβλημα της Ελλάδας. Κανείς μας δεν ενδιαφέρθηκε – όντως το έλυνε, εκτιμώ. Απ’ ό,τι διάβασα, κάτι σελίδες, τις πρώτες, από ένα που μου είχε χαρίσει (και το είχε ξεχάσει ότι μου το είχε χαρίσει), όντως το έλυνε. Θα πρέπει να ήταν, η συνάντηση, σε κάποιο από τα σεμινάρια στου Μπέη. Τον ίδιο τον συνάδελφο – συνταξιούχο, πλέον – τον είχα και μάρτυρα σε μιαν υπόθεση. Την είχαμε – ανεξαρτήτως τούτου – κερδίσει.
* * *
Ίσως δεν γίνεται απόλυτα συνειδητό, καθώς κάποιοι από εμάς διαβάζουμε – κι εγώ, προσωπικά, έχω διαρκώς δύο με τρία βιβλία υπό επεξεργασία – και, πού και πού, οι σημειώσεις μου απ’ αυτά, βρίσκουν τον δρόμο τους για τις στήλες αυτής εδώ της εφημερίδας. Ωστόσο, κάποτε διαλογιζόμουν πάνω από μιαν ολόκληρη βιβλιοθήκη – δύο μπαούλα – βιβλία φιλοσοφικά, και ορισμένα οικονομολογικά, πολλά του περασμένου αιώνα – είχε πεθάνει ένας φίλος του πατέρα μου, και ο πατέρας μου είχε σώσει την βιβλιοθήκη του – και την είχε ενσωματώσει στην δική του. Έπιανα και μετακινούσα τα βιβλία – δύο μπαούλα – σκεφτόμουν, τώρα, αν ήθελα – που ήθελα – να τα διαβάσω, πόσος χρόνος θα χρειαζόταν; Και πού θα βρισκόταν; Είναι κάτι που θα έκανα ευχαρίστως. Θα έπρεπε να σταματήσει ο χρόνος, για όλους εκτός από εμένα, πάνω από εκείνη την βιβλιοθήκη. Κι όταν θα την τέλειωνα, να ξαναξεκινούσε.
Καθώς ξαναενώνομαι μ’ αυτή την βιβλιοθήκη, και την ξαναγνωρίζω, βρίσκω αυτό το, δεμένο με πολύχρωμο χαρτόνι, βιβλίο «Ο Μπετόβεν». Διαβάζω, βιβλιοθήκη «Μητροκώστας». Κι αυτό από την βιβλιοθήκη κάποιου φίλου, πεθαμένου – τότε – ή ζωντανού. Αυτό, το είχα διαβάσει. Όπως και ένα άλλο βιβλίο, όμοια δεμένου με χαρτόνι, επενδεδυμένου με ύφασμα, πράσινο, αν θυμάμαι καλά: «Ο Βάγκνερ». Κι αυτά τα διαβάσματα, με καθόρισαν σε όλη μου τη ζωή.
* * *
Ωστόσο, το (ελεύθερο) διάβασμα βιβλίων δεν είναι παρά μία από τις εξελίξεις ενός συστήματος εξελίξεων, που περιλαμβάνει γράψιμο (στην περίπτωσή μου), πράξη διαφόρων ειδών, ενημέρωση (λ.χ. ειδήσεις), επαγγελματική δραστηριότητα, ανθρώπινες σχέσεις (από την πιο «εσωτερική» στην πιο «εξωτερική όψη» του πράγματος, περιλαμβανομένης και της αλληλογραφίας) και μια σειρά άλλες εξελίξεις, που βρίσκονται σε μια ιδιότυπη – και εν μέρει αυθόρμητη – ισορροπία μεταξύ τους. Αν θέλει να τα δει κανείς αυτά, σε μια «πολιτική οικονομία» του πράγματος, το διάβασμα – και όλα τα άλλα – υπάγονται σε μια ιδιότυπη λογική ισορροπίας, ενός «οριακού οφέλους»: είναι το σημείο όπου η ανάγνωση ενός (συγκεκριμένου) βιβλίου αποδίδει «κάτι» (να το πούμε «όφελος»; – αλλά δεν είναι ωφελιμιστικός ο λογισμός – πώς θα το πούμε; Ας μείνει για άλλη φορά!), το οποίο προωθεί την εξέλιξη του συστήματος εκεί που αυτό τραβάει. «Προσφέρει», συνεπώς. Σε σημασία, σημαντικότητα. Ας το πούμε «σημασιολογική συνεισφορά», συνεπώς. Αυτό δεν ισχύει μόνο το διάβασμα, αλλά για όλες τις παράλληλες εξελίξεις, οι οποίες καταλαμβάνουν τον χρόνο – που είναι, τελικά, ο χρόνος της ζωής σου.
Είναι βιβλιοθήκες, ακόμα και ιδιωτικές, που θέλεις δυο-τρεις ζωές να τις διαβάσεις μόνο. Το διάβασμα, η συνεισφορά του, δεν είναι κάτι «μετρήσιμο», κατά τις υποθέσεις της Πολιτικής Οικονομίας, πάλι. Το αν το βιβλίο θα σου προσφέρει την «συνεισφορά σε σημασία» που θα δικαιολογούσε την ανάγνωσή του δεν το ξέρεις παρά αφού το διαβάσεις. Έτσι, στην ίδια την πράξη του να πιάσεις ένα βιβλίο και να το ανοίξεις, συναντιώνται πολλά πράγματα: Ανοίγοντας και μόνο το βιβλίο, ενημερώνεσαι για το ότι το βιβλίο αυτό υπάρχει, μπορείς να δεις τους τίτλους, τα στοιχεία, να το περάσεις «διαγώνια», να σταματήσεις σε αποσπάσματα, ή να το περάσεις με επιμέλεια, να το σχολιάσεις, να το απομνημονεύσεις, ή να το αναλύσεις, ή να το κριτικάρεις, κι αυτός ο κατάλογος είναι μόνον ενδεικτικός.
* * *
Έτσι, και σ’ αυτή την λογική, καταλαβαίνω εκείνον που πας να του «σπρώξεις» το βιβλίο σου (ή οποιοδήποτε κείμενο) και σε κάνει να αισθάνεσαι σαν πειρατής του χρόνου του. Σαν να κάνεις ρεσάλτο. Εσύ γράφεις. Αλλά ο χρόνος είναι δικός του. Ισχύει και για εφημερίδα. Ισχύει ακόμα και για ένα άρθρο.
Ακόμα και ο πιο καλοπροαίρετος αποδέκτης, φίλος ή όχι, λειτουργεί σύμφωνα με το δικό του σύστημα, τις δικές του ισορροπίες, τις οποίες μπορεί και ο ίδιος να μην οργανώνει με σκόπιμο τρόπο. Πολλές φορές αφήνεις την τυχαιότητα να σου μάθει τι γίνεται σ’ αυτόν τον – τυχαίο – κόσμο μας, και τα βιβλία που έρχονται τυχαία μπαίνουν, κι αυτά, μέσα σε μια τέτοια λογική, τύχης / ατυχίας, κατά κάποιον τρόπο. Αλλά το σύστημά του, ισορροπεί με τον δικό του τρόπο, μάλλον αυθόρμητα παρά οργανωμένα, κι όταν «σπρώχνεις» στο σύστημα αυτό ένα βιβλίο, διαταράσσεις μιαν ισορροπία. Ο άλλος, ανάλογα με το πώς αισθάνεται την πίεση, μπορεί να αισθάνεται να τρελαίνεται. Η ισορροπία του διαταράσσεται.
Θυμάμαι, σχεδόν διασκεδάζοντας, κάποιον – φίλο – προφανώς κορεσμένο από διαβάσματα και γραψίματα, που του είχα πάει ένα βιβλίο μου, και το δέχτηκε με συγκρατημένη … υστερία! Προφανώς, το ότι τον είχα επισκεφθεί στο σπίτι του να του αφήσω το βιβλίο μου είχε υπερβεί, εκείνη την στιγμή, κάποια όριά του. Μετά βίας συγκρατιόταν – όσο συγκρατήθηκε.
Εγώ, στα πρώτα μου βήματα της ξυγγραφής, τότε, τον κοίταζα με εμφανή αμηχανία.
* * *
Από την θλίψη, έτσι, περάσαμε στο χαμόγελο; Δεν ήταν ο σκοπός μου. Επτά βιβλία … (ή ήταν δεκατρία;) Υπάρχει περίπτωση να τα έχει διαβάσει έστω κι ένας απ’ όσους προσπαθούσε να τα σπρώξει ο φίλος, συνάδελφος και μάρτυρας (καλή του ώρα, τώρα, αν ζει – αν έχει φύγει, καλό κατευόδιο) – κι ας έλυναν, μέσα, το πρόβλημα της Ελλάδας;
***
Κωστής Δεμερτζής
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.