Από τα αριστουργήματα του Κισλόφσκι μέχρι τη νέα ταινία με τον Σερβετάλη ως Άγιο Νεκτάριο, ο σπουδαίος Πολωνός συνθέτης μίλησε στον Θεοδόση Μίχο για την αστείρευτη δημιουργική του πορεία και το τέλος της που, καλώς ή κακώς, κοντοζυγώνει.
Από τις ταινίες του Κριστόφ Κισλόφσκι για τις οποίες συνέθεσε πρωτότυπη μουσική ο Ζμπίγκνιου Πράισνερ -ένα αξεπέραστο δημιουργικό σερί που ξεκίνησε το 1985 με το «Χωρίς τέλος» και ολοκληρώθηκε με την «Κόκκινη Ταινία» το 1994, δύο χρόνια πριν από τον πρόωρο θάνατο σε ηλικία μόλις 54 ετών του Πολωνού auteur που φιγουράρει σταθερά στις υψηλότερες θέσεις κάθε άξιας λόγου λίστας με τους σημαντικότερους σκηνοθέτες όλων των εποχών- είναι φυσικά πολύ περισσότερες εκείνες άλλων.
Με αφετηρία την αυγή των 80s, οπότε και ο νεαρός, τότε, απόφοιτος φιλοσοφικών και ιστορικών σπουδών έγινε συνθέτης κατά τύχη, όπως έχει πει πολλάκις στο παρελθόν και επαναλαμβάνει στη συνέντευξη που παραχώρησε στην Popaganda, μέχρι και σήμερα, στα 65 του, ο Πράισνερ έχει υπάρξει ένας από τους πιο παραγωγικούς δημιουργούς μουσικής για κινηματογράφο, χώρια τις δουλειές του για το θέατρο, την τηλεόραση ή τις υπόλοιπες συμφωνικές συνθέσεις του – ανάμεσά τους κατέχει προφανώς εξέχουσα θέση το έργο Requiem for My Friend, ο αποχαιρετισμός στον καρδιακό του φίλο και συνεργάτη.
Ο ίδιος όμως, όπως άλλωστε και ο κόσμος όλος, ξέρει καλά ότι τη θέση του στο πάνθεον την κέρδισε με τη μουσική που έγραψε κάποτε μεταξύ άλλων για τα «Τρία Χρώματα», για τη «Διπλή ζωή της Βερόνικα», για τη «Μικρή ιστορία για ένα φόνο», και για αυτά τα scores, πρώτα και κύρια, θα μνημονεύεται στο διηνεκές. Με την «αλεξίσφαιρη», σε αδιέξοδα συμπλέγματα, αυτογνωσία που θα έπρεπε να διακρίνει κάθε καλλιτέχνη που η ζωή τα έφερε έτσι ώστε σε κάποιο σημείο της να καταφέρει να δημιουργήσει ιστορία, όπως λέγεται, να αφήσει πίσω του ένα σημείο αναφοράς, ο Πράισνερ συνεχίζει να νιώθει ευγνωμοσύνη -«Τα χρόνια της συνεργασίας μας με τον Κισλόφσκι είναι μια αξέχαστη περίοδος της ζωής μου» λέει- και να προσθέτει νέα κεφάλαια στο βιβλίο της δημιουργικής ζωής του.
Όπως καλή ώρα κάνει έχοντας γράψει τη μουσική για το “Man of God” («Ο Άνθρωπος του Θεού» σε σκηνοθεσία και σενάριο Γελένα Πόποβιτς, αναμένεται να κυκλοφορήσει στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας το χειμώνα, έτος συμπλήρωσης 100 χρόνων από την κοίμηση του Αγίου Νεκταρίου), τη διεθνή κινηματογραφική παραγωγή που στάθηκε αφορμή για τη συνομιλία μας και που για ευνόητους λόγους έχει ήδη προκαλέσει συζητήσεις στην Ελλάδα, όμως στην ιστορία μπορεί τελικά να περάσει όχι μόνο γιατί ο Άρης Σερβετάλης υποδύεται τον Άγιο Νεκτάριο που, μεταξύ άλλων, θεραπεύει τον παράλυτο ήρωα του Μίκι Ρουρκ, αλλά και γιατί ίσως να αποδειχτεί η τελευταία ταινία για την οποία έγραψε μουσική αυτός ο σπουδαίος Πολωνός με το δυσπρόφερτο όνομα και την αστείρευτη έμπνευση.
Όταν αποφασίσατε να αναλάβετε την μουσική επένδυση της ταινίας «Ο άνθρωπος του Θεού» πόσο γνώριμη σας ήταν η ιστορία του Αγίου Νεκταρίου;
Μου είναι οικεία γενικά η ελληνική κουλτούρα, ιδιαίτερα η αρχαία. Γνώριζα λοιπόν κάποια πράγματα για τον Άγιο Νεκτάριο, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν τόσο αγαπητός και σημαντικός στην Ελλάδα. Διάβασα πολλές ιστορίες και δεν άργησα να καταλάβω ότι ήταν ένας ασυνήθιστος, καλός άνθρωπος που ανακηρύχθηκε άγιος. Το να είσαι άγιος είναι κάτι παγκόσμιο, δεν γνωρίζει σύνορα, ξεφεύγει από τα κατά τόπους στενά θρησκευτικά όρια. Είναι η ίδια η ζωή ενός ανθρώπου, η συμπεριφορά του προς τους συνανθρώπους του, που τον κάνει άγιο. Κατά τη γνώμη μου οι λαοί και όχι οι θεσμοί αποφασίζουν ότι κάποιος γίνεται άγιος.
Είστε θρησκευόμενος; Επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίσατε τη δημιουργική διαδικασία το γεγονός ότι η ταινία πραγματεύεται τα έργα και τις ημέρες μιας εμβληματικής, για την ορθοδοξία, προσωπικότητας;
Μπορώ να σας πω ότι δεν είμαι μεν θρησκευόμενος, πιστεύω δε. Δεν χρειάζομαι κάποιον αγγελιοφόρο ανάμεσα σε μένα και την Πρόνοια. Αλλά η πίστη μου δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τη δουλειά μου για αυτή την ταινία, η οποία αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που έκανε πολλές καλές πράξεις και έγινε άγιος. Πρόκειται για ένα παγκόσμιο μήνυμα, ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα, σε μια εποχή που ο κόσμος φαντάζει ολοένα και πιο απάνθρωπος, μία δυστοπία όπου ο καταναλωτισμός, το χρήμα και το προσωπικό συμφέρον μετράνε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Είναι η κριτική προσέγγισή σας στα οργανωμένα εκκλησιαστικά συστήματα απόρροια των σπουδών σας στα πεδία της Ιστορίας και της Φιλοσοφίας;
Δεν είναι θέμα ακαδημαϊκών σπουδών, αλλά αξιολόγησης της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζούμε. Όπως και σήμερα έτσι και στο παρελθόν η χριστιανική θρησκεία στις οργανωμένες της μορφές δεν ήταν πάντα συνυφασμένη με την αφοσίωση, παλιότερα όμως υπήρχε τουλάχιστον και αυτός ο παράγοντας στην εξίσωση. Επίσης γνωρίζω πώς ήταν και πώς είναι η εκκλησία στην Πολωνία. Είναι μια μίξη μπίζνες και πολιτικής, σήμερα περισσότερο από ποτέ. Δεν μπορώ να αναζητήσω ούτε καν ίχνος αφοσίωσης εκεί μέσα.
Θα μπορούσατε να συμπυκνώσετε σε λίγες λέξεις αυτό που σας κινητοποιεί δημιουργικά;
Είναι αυτό που έγραψε κάποτε ο Μποντλέρ: Η φαντασία είναι το βασίλειο της αλήθειας. Ο ρόλος ενός καλλιτέχνη δεν είναι να περιγράψει τον κόσμο που είναι ορατός με τα μάτια, αλλά εκείνον που αντιλαμβανόμαστε με τα αισθήματά μας. Υπό μία έννοια, εμείς οι καλλιτέχνες είμαστε οι δημιουργοί αυτού του συναισθηματικού κόσμου. Είναι κάτι που εσείς οι Έλληνες θα έπρεπε να κατανοείτε εύκολα. Εσείς, άλλωστε, ήσασταν που δώσατε στον κόσμο τόσες σπουδαίες τέχνες, πολιτισμό και -φυσικά- την ιδέα της δημοκρατίας.
Έχετε πια συμπληρώσει τέσσερις δεκαετίες ως συνθέτης, μια ξακουστή πορεία που ξεκίνησε, όπως έχετε επανειλημμένα τονίσει, κατά τύχη. Υπήρξαν μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια περιπτώσεις που πιάσατε τον εαυτό σας να παλεύει για να ξεφύγει από αυτό που ενδεχομένως οι άλλοι περίμεναν από εσάς όταν μάθαιναν ότι θα υπογράφατε τη μουσική για μια ταινία;
Είναι αλήθεια ότι έγινα συνθέτης κατά τύχη. Είναι ακόμη μεγαλύτερη αλήθεια ότι δεν έχω καμία μεθοδολογία. Αντιμετωπίζω την κάθε ταινία σαν μια ξεχωριστή περίπτωση. Αυτό που τελικά έχει σημασία για μένα είναι να δημιουργώ με γνώμονα την αυθεντικότητα, ή έστω το κυνήγι της. Γι’ αυτό και το ένστικτό μου είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας, η κινητήρια δύναμη της δημιουργικότητάς μου.
Φαντάζομαι ότι έχετε πια συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι είναι πρακτικά αδύνατο να μην υπάρξει, αργά ή γρήγορα, μια αναφορά του ονόματος του Κριστόφ Κισλόφσκι πλάι στο δικό σας. Αυτό που βρίσκω συναρπαστικό, πέρα φυσικά από καθαυτή την ποιότητα της μουσικής που γράψατε για τις ταινίες του, είναι ότι δύο άνθρωποι, ιδιοσυγκρασιακοί και ασυμβίβαστοι, επικοινώνησαν με ένα τρόπο που τους επέτρεψε να δουλέψουν μαζί για πάνω από μία δεκαετία, δημιουργώντας έργα τέχνης των οποίων ο κόσμος θα γίνεται κοινωνός στο διηνεκές. Είναι αυτή η ιδεατή, σχεδόν μεταφυσική συνθήκη της καλλιτεχνικής δημιουργίας;
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια. Για να είμαι όμως ειλικρινής όλο αυτό που περιγράφετε δεν είναι κάτι που σκέφτομαι, δεν περνάει καν από το μυαλό μου. Θυμάμαι ότι κάτι αντίστοιχο ρώτησαν κάποτε τον Κισλόφσκι και η απάντησή του ήταν ότι όσα προλάβαμε να κάνουμε μαζί ήταν απλώς αποτέλεσμα συμπτώσεων. Μερικές φορές μια σύμπτωση είναι το καλύτερο στο οποίο μπορεί να ελπίζει κανείς. Αν συμβεί, οφείλεις να δουλέψεις πάνω σε αυτή τη σύμπτωση, να χτίσεις κάτι. Εμείς οι δύο τα καταφέραμε. Τα χρόνια της συνεργασίας μας με τον Κισλόφσκι είναι μια αξέχαστη περίοδος της ζωής μου.
Σε μια ραδιοφωνική συνέντευξή σας στο BBC δηλώσατε ότι κατά τη γνώμη σας η κινηματογραφική μουσική στο πέρασμα των χρόνων χάνει τη σημαντικότητά της στο παζλ της ολοκλήρωσης μιας ταινίας. Μπορείτε να γίνετε λίγο πιο σαφής;
Θα σας παρακαλούσα να παρακολουθήσετε με προσοχή τις νέες ταινίες, να ακούσετε την μουσική που κάποιος έχει συνθέσει, να προσέξετε πόσα λεπτά ακούγεται πραγματικά και αν τελικά επηρεάζει με κάποιο τρόπο το οπτικοακουστικό έργο τέχνης που παρακολουθείτε. Και μετά μπορείτε να ανατρέξετε σε παλιότερες ταινίες. Ακούγοντας την αυθεντικότητα της μουσικής που έγραψαν κάποτε συνθέτες σαν τον Νίνο Ρότα, τον Ένιο Μορικόνε, τον Vangelis, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μπέρναρντ Χέρμαν και τον Μισέλ Λεγκράν μεταξύ άλλων, θα καταλάβετε αμέσως τι εννοώ.
Αν είναι αποκαρδιωτικό για έναν σκηνοθέτη να γνωρίζει ότι μια μεγάλη μερίδα, αν όχι η πλειοψηφία, του κόσμου θα δει τη νέα του ταινία στη μικρή οθόνη -δεν σας κρύβω ότι έχω στο μυαλό μου την περίπτωση του Μάρτιν Σκορσέζε με το πρόσφατο παράδειγμα του «Ιρλανδού»- ισχύει κάτι αντίστοιχο και για έναν συνθέτη του δικού σας βεληνεκούς; Σκέφτεστε ποτέ ότι είναι κρίμα που η μουσική σας θα ακουστεί σε πολλές περιπτώσεις από τα ηχεία ενός laptop;
Καταρχάς, μιας και αναφερθήκατε στον Σκορσέζε, να πω ότι κατά τη γνώμη μου η συγκεκριμένη ταινία δεν είναι καλή, είναι μια μίξη των παλιότερων έργων του με σκηνές από το Νονό. Είτε τη δεις σε ένα σινεμά με dolby atmos είτε στο σπίτι με δυο ηχεία μια σταλιά, δεν θα αλλάξουν πολλά. Γενικά όμως είναι φυσικά κρίμα αυτό που επισημαίνετε. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι τρομακτικό ότι ίσως εκλείψει η εμπειρία της θέασης μιας ταινίας σε σινεμά, ίσως να μην πηγαίνουν καν αυτοί που το κάνουν εδώ και χρόνια μόνο για το ποπ κορν.
Με το πέρασμα του χρόνου γίνεται για εσάς ολοένα και πιο δύσκολο ή εύκολο να νιώσετε ικανοποιημένος και χαρούμενος με ένα καινούριο έργο που έχετε μόλις δημιουργήσει; Ταλαιπωρείστε, αν θέλετε, λιγότερο ή περισσότερο μέχρι να βεβαιωθείτε ότι κάνατε ότι μπορούσατε και ότι ήρθε η ώρα να προχωρήσετε και να διοχετεύσετε τη δημιουργικότητά σας ένα επόμενο εγχείρημα;
Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Έχω 40 χρόνια εμπειρίας, είναι μια πολύ μεγάλη περίοδος κατά την οποία έμαθα πολλά. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Όταν είσαι νέος, είσαι πιο θαρραλέος. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ ότι έχω χάσει όλο μου το θάρρος. Μέχρι πρότινος ήμουν σίγουρος ότι θα συνέχιζα να γράφω μουσική για κινηματογράφο για όσο ακόμη ο κόσμος θα ήθελε να την ακούει ή για όσο ακόμη με κινητοποιεί δημιουργικά η ιδέα μιας ταινίας. Από τον Ιούλιο όμως, και με αφορμή τον κορωνοϊό, έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι αν πρέπει να αποσυρθώ καλλιτεχνικά. Ίσως αυτή η ταινία, «Ο άνθρωπος του Θεού», να είναι η τελευταία μου. Εξαιτίας του κορονοϊού συνειδητοποίησα πόσο όμορφη είναι η ζωή στο σπίτι μου. Δεν μου λείπουν καθόλου τα φλας των φωτογράφων, τα κόκκινα χαλιά και το να θεωρούμαι δημόσιο πρόσωπο. Έχω αρχίσει να νιώθω ότι κοντοζυγώνει η ώρα μου να αποχωρήσω από τη σκηνή.
Τελικά όμως προτιμάτε τον εαυτό σας σήμερα που είστε πιο ήρεμος ή τότε που είχατε το άπλετο, όπως λέτε, θάρρος της νιότης σας;
Τότε πάλευα διαρκώς με αυτή την περίεργη αναζήτηση: να ζει κανείς ή να μη ζει; Σήμερα νιώθω απελευθερωμένος και είναι κάτι που έχω καταφέρει με τη δύναμη της θέλησής μου. Γιατί να το αλλάξω;
preisner.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.