Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Στη ζώνη του λυκόφωτος των μνημονίων: Αξιολόγηση και απολογισμός



του Οικονομολόγου, Παναγιώτη (Τάκη) Μυλωνά.
Ακόμα σκαλίζει, επώδυνα, την πυορροούσα πληγή μας, η συμπλήρωση των εννέα χρόνων απ’ την ψήφιση του πρώτου, απ’ τα 3 Μνημόνια. Καθώς κι η θύελλα των αντιδράσεων που ακολούθησαν την ψήφισή του -κι ανέκοψε, δυο μέρες μετά την ψήφισή του 1ου Μνημονίου, η απίστευτη τραγωδία της 6ης Μαΐου του 2010- θα παραμείνει άσβεστη στην μνήμη μας. Παγώνει από ανατριχίλα κανείς μόνο με την εξιστόρηση του ιστορικού της φρίκης, με τους τρεις (συν ένα) νεκρούς της MARFIN, απ’ την εφιαλτική πυρκαγιά που έβαλαν οι κουκουλοφόροι στην οδό Σταδίου.
Μα οι «Συμβάσεις Δανειακής Διευκόλυνσης της Ελλάδας», των Μνημονίων, με τα αιματηρά οικονομικά Μέτρα που περιείχαν, υπήρξαν πλήρως ατελέσφορες, αφού αποσκοπούσαν μόνο στη διασφάλιση των πρόσκαιρων συμφερόντων των πιστωτών, για τα δυσθεώρητα Δάνεια των εκατοντάδων δις Ευρώ, απ’ τις χώρες του Ευρώ και του Δ.Ν.Τ.. Μέτρα, με αυστηρότατους όρους επιτήρησης, με «εσωτερική υποτίμηση» και με πολιτικές λιτότητας, που τις ονόμασαν «μεταρρυθμίσεις». Ενώ αυτές, εξαντλούνταν, κυρίως, στην αιματηρή εισοδηματική πολιτική, στους μισθούς, στις συντάξεις και στη φοροεισπρακτική αφαίμαξη, υπό την άμεση επίβλεψη της διαβόητης «Τρόικα».
Ωστόσο, τα Μνημόνια αυτά, απέτυχαν οικτρά. Όπως, ήδη αποτυγχάνει, επίσης και το -ανομολόγητο- «4ο Μνημόνιο», που εκτείνεται ως το 2060. Με τη νέα φοροληστεία, με τα πρωτογενή πλεονάσματα, του 3,5% & 2,2%, μέχρι το 2059, με τη χρόνια Αποεπένδυση -που υποβοηθά και το «Κ.Α.Σ.»- με την ατιθάσευτη ανεργία και την εξαθλίωση του μισού πληθυσμού, τουλάχιστον, με το Δημόσιο Χρέος, στο 190% του Α.Ε.Π., με υποχρεώσεις πλήρους εποπτείας, μα και παράδοσης του εθνικού μας πλούτου, έως το 2100. Αλλά και χωρίς Τραπεζικό Σύστημα κι άλλα, επιβαρυντικά, παρόμοια, που -περισσότερο από ποτέ άλλοτε- μας εισάγουν «σε μια σπείρα θανάτου» -σύμφωνα με την ορολογία του G. Soros- κι απειλούν πια, να μας αφανίσουν πρόωρα…

Η Χίμαιρα της μετα-μνημονιακής ανάπτυξης σε πρώτη ματιά
Όπως διαφαίνεται απ’ την παρούσα, διαχρονική και «δορυφορική» επισκόπηση του 2009-2019, και την πραγματεία των στοιχείων που συγκροτούν τις οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους της 9ετίας των Μνημονίων, αλλά και της σημειωθείσας ανασύνθεσης της «Συνάρτησης, Εισοδήματος-Παραγωγής», φτάσαμε, ήδη, στο «μη περαιτέρω». Στην άκρια εκείνη, όπου: το μακροβούτι μας, με το πέρασμά μας απ’ τη «ζώνη του λυκόφωτος των Μνημονίων» (αντί της «διάσωσής μας, με την κοινωνία όρθια»), κατέληξε να διαστρεβλώσει, ακόμα περισσότερο, το «παραγωγικό υπόδειγμά» μας. Αυτό που -προηγουμένως- μας οδήγησε στην κρίση και τώρα, μας παροχετεύει προς το σιφόνι μιας «μαύρης τρύπας» (της υπαρξιακής μας εξόντωσης). Κοντολογίς. Μέσα στη δεκαετία 2010-2019 των Μνημονίων, αντί μιας στασιμότητας -έστω- στην οικονομική μας μεγέθυνση, όταν κι η ανάπτυξη των άλλων χωρών της Ε.Ε., είχε ανέλθει στο +22% και η παγκόσμια, σημείωνε μεσοσταθμική αύξηση +34%, εμείς είχαμε -την αντίστοιχη αυτή περίοδο- μια μεγάλη καταβύθιση, με οικονομική συρρίκνωση, της τάξης του -25% του Α.Ε.Π.
Κι ενώ, μόλις το 2009, είμαστε ανάμεσα στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, κατέχοντας την 23η θέση, από άποψη βιοτικού επιπέδου (στοιχεία ΟΟΣΑ), σήμερα, μας ξεπερνούν 50 χώρες, τουλάχιστον και με τάσεις για περαιτέρω κατακρήμνιση μας. Ακριβώς επειδή, τη στιγμή που κι η παγκόσμια μεσοσταθμική μεγέθυνση κινείται στο 3,7% -για το 2017, τελευταία χρονιά που έχουμε οριστικά στοιχεία- κι αντί της δικής μας εκτίναξης, επί πλέον και της διεθνούς αυτής εύνοιας -λόγω του «ελατηρίου συμπίεσης», απ’ την προηγηθείσα απώλεια του -25% του Α.Ε.Π.- είχαμε μια μεγέθυνση, μόλις 1,36% του Α.Ε.Π, για το 2017 πάντα.
Έτσι που κι οι αποστάσεις μας -απ’ όσους προπορεύονταν οικονομικά- να μεγαλώνουν και να μας υπερβαίνουν κι άλλοι, όσο εμείς θα πηγαίνουμε προς τα πίσω, συγκριτικά με αυτούς. Αφού, ακόμα και στις περιόδους των «παχιών αγελάδων», που διανύουμε παγκοσμίως, εμείς βρισκόμαστε στα πατώματα μιας ανεμικής μεγέθυνσης, ενώ εξακολουθούν να προσπερνούν, ανύποπτα και χωρίς έλεος, τα τρένα των τεχνολογικών εξελίξεων της εποχής! Άλλωστε, το «κατά κεφαλήν Α.Ε.Π» μας, το οποίο, το 2009, ήταν τριπλάσιο του «μέσου κατά κεφαλήν παγκόσμιου Α.Ε.Π», τώρα, έχει μειωθεί σημαντικά κάτω απ’ το διπλάσιο του «παγκόσμιου κατά κεφαλή Α.Ε.Π». Αναφερόμαστε σ’ ένα Α.Ε.Π του 2009, που αποτελούσε το 0,00045% του «παγκόσμιου», όταν ο πληθυσμός μας ήταν: 0,00015% αυτού. Το σημερινό μας Α.Ε.Π., αντιπροσωπεύει πια, το 0,00026% του «παγκόσμιου Α.ΕΠ», υποχωρώντας κατά -42%, στην εκτίμηση μεταβολής της συγκριτικής του θέσης. Με απτή την πρόβλεψή μας, για ακόμα μεγαλύτερη πτώση στο μέλλον.
Επίσης, το σημερινό -μη βιώσιμο- «Δημόσιο Χρέος» της Ελλάδας, έφτασε, στο τέλος του 2018, στα 335 δις Ευρώ, ύψος που υπερβαίνει πλέον το 181,2% του Α.Ε.Π μας. Και συμπεριλαμβανομένου και του χρέους των Ν.Π.Δ.Δ., αυτό ξεπερνά τα 360 δις Ευρώ & το 190% του Α.Ε.Π της χώρας μας. Όταν, και το «κατά κεφαλή Δημόσιο Χρέος» του Έλληνα, βρίσκεται στη στρατόσφαιρα και είναι, περισσότερο από 11 φορές, υψηλότερο του «μέσου κατά κεφαλήν Δημόσιου Χρέους», παγκόσμια! Ετυμολογώντας έτσι και την ορολογία που αποδίδεται στη χώρα μας, ως «Αποικία Χρέους» και στους Έλληνες, ως οι «Σκλάβοι Χρέους» τους.
Μα και στο πλαίσιο της Ε.Ε., συγκρινόμενοι: Ενώ το 2009, το «κατά κεφαλή Α.Ε.Π» μας, προσέγγιζε το 90%, του «μέσου κατά κεφαλή Κοινοτικού Α.Ε.Π», σήμερα, έχει υποχωρήσει σε προενταξιακά επίπεδα,και σε μια στάθμη που βρίσκεται κοντά στο 65% του «μέσου κατά κεφαλή κοινοτικού Α.Ε.Π».
Σε σχετική Έκθεση της «Παγκόσμιας Τράπεζας», διαπιστώνεται -εξ άλλου- ότι: «Ενώ ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης των χωρών – μελών της Ε.Ε., εμφανίζει συμπτώματα κόπωσης, το αναπτυξιακό χάσμα, από χώρα, σε χώρα, γίνεται ολοένα μικρότερο, με εξαίρεση την Ελλάδα η οποία συνεχίζει να αποκλίνει, υστερώντας αναπτυξιακά». Και με τη στάθμιση της φορολογίας, το «μέσο διαθέσιμο κατά κεφαλή Α.Ε.Π», θέτει τη χώρα μας ακόμα χαμηλότερα: στο 56% του αντίστοιχου «διαθέσιμου κατά κεφαλή Α.Ε.Π» των χωρών του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με δημοσίευμα Φεβρουαρίου, της «Οικονομικής Καθημερινής».
Ακόμα σκαλίζει, επώδυνα, την πυορροούσα πληγή μας, η συμπλήρωση των εννέα χρόνων απ’ την ψήφιση του πρώτου, απ’ τα 3 Μνημόνια. Καθώς κι η θύελλα των αντιδράσεων που ακολούθησαν την ψήφισή του -κι ανέκοψε, δυο μέρες μετά την ψήφισή του 1ου Μνημονίου, η απίστευτη τραγωδία της 6ης Μαΐου του 2010- θα παραμείνει άσβεστη στην μνήμη μας. Παγώνει από ανατριχίλα κανείς μόνο με την εξιστόρηση του ιστορικού της φρίκης, με τους τρεις (συν ένα) νεκρούς της MARFIN, απ’ την εφιαλτική πυρκαγιά που έβαλαν οι κουκουλοφόροι στην οδό Σταδίου.
Μα οι «Συμβάσεις Δανειακής Διευκόλυνσης της Ελλάδας», των Μνημονίων, με τα αιματηρά οικονομικά Μέτρα που περιείχαν, υπήρξαν πλήρως ατελέσφορες, αφού αποσκοπούσαν μόνο στη διασφάλιση των πρόσκαιρων συμφερόντων των πιστωτών, για τα δυσθεώρητα Δάνεια των εκατοντάδων δις Ευρώ, απ’ τις χώρες του Ευρώ και του Δ.Ν.Τ.. Μέτρα, με αυστηρότατους όρους επιτήρησης, με «εσωτερική υποτίμηση» και με πολιτικές λιτότητας, που τις ονόμασαν «μεταρρυθμίσεις». Ενώ αυτές, εξαντλούνταν, κυρίως, στην αιματηρή εισοδηματική πολιτική, στους μισθούς, στις συντάξεις και στη φοροεισπρακτική αφαίμαξη, υπό την άμεση επίβλεψη της διαβόητης «Τρόικα».
Ωστόσο, τα Μνημόνια αυτά, απέτυχαν οικτρά. Όπως, ήδη αποτυγχάνει, επίσης και το -ανομολόγητο- «4ο Μνημόνιο», που εκτείνεται ως το 2060. Με τη νέα φοροληστεία, με τα πρωτογενή πλεονάσματα, του 3,5% & 2,2%, μέχρι το 2059, με τη χρόνια Αποεπένδυση -που υποβοηθά και το «Κ.Α.Σ.»- με την ατιθάσευτη ανεργία και την εξαθλίωση του μισού πληθυσμού, τουλάχιστον, με το Δημόσιο Χρέος, στο 190% του Α.Ε.Π., με υποχρεώσεις πλήρους εποπτείας, μα και παράδοσης του εθνικού μας πλούτου, έως το 2100. Αλλά και χωρίς Τραπεζικό Σύστημα κι άλλα, επιβαρυντικά, παρόμοια, που -περισσότερο από ποτέ άλλοτε- μας εισάγουν «σε μια σπείρα θανάτου» -σύμφωνα με την ορολογία του G. Soros- κι απειλούν πια, να μας αφανίσουν πρόωρα…
Τα δίδυμα ελλείμματα κι ο αποκλεισμός των αγορών
Οι -μέσω Μνημονίων- επιδιωχθείσες εξισορροπήσεις, των δυσκαμψιών, των στρεβλώσεων, και των λοιπών κακοδαιμονιών κι ελλειμμάτων, που προκάλεσαν την αδήριτη αυτή κρίση της ελληνικής οικονομίας, του 2009, δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα που «ανέμιζαν» οι υπερφίαλοι εργολάβοι των Μνημονίων. Αν αυτοί δεν ήταν συνειδητοί ψεύτες κι απατεώνες, ήταν -οπωσδήποτε- αυταπατηθέντες, που δεν είχαν συνειδητοποιήσει, ως φαίνεται, πως τα τραύματα που μας έφεραν την ελληνική κρίση, δεν ήταν επιδερμικά και στιγμιαία. Αλλά ήταν βαθύτερα, πολυεπίπεδα και διαχρονικά, που μοιραία μας εκτροχίασαν, προς τον οικονομικό γκρεμό, την κρίσιμη στιγμή.
Τη στιγμή της υπέρβασης των ορίων αντοχής «του συστήματος των διεθνών αγορών», όπως αυτή καταγράφονταν απ’ τους «Οίκους Αξιολόγησης». Τραύματα που -επί πλέον- αποτελούσαν τη συνέπεια & συνέχεια και των τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, επίσης, που επισωρεύτηκαν απ’ το 2008, μα και η επιβαρυντική επίδραση, στη χώρα μας -του πιο ευάλωτου κρίκου της διεθνούς οικονομίας- της παγκόσμιας κρίσης του 2008. Προφανώς αναφερόμαστε στην οικονομική κρίση που σηματοδότησε η κήρυξη πτώχευσης της Lehman Brothers. Κι αντί τα Μνημόνια να επουλώσουν τις πληγές και προβλήματά μας, εξυγιαίνοντας τις παθογένειες που προηγήθηκαν -όπως μας διαβεβαίωναν οι εφαρμοστές τους και Ταγοί μας- αυτά επιδείνωσαν κι άλλο τις ανημπόριες μας, οδηγώντας, πολλούς τομείς της οικονομίας, σε κατάσταση «ανεπανόρθωτης βλάβης».
Εξ αιτίας, ακριβώς, της οδυνηρής συνταγής των Μνημονίων, τα οποία μας είχαν υποδειχθεί -τί ειρωνεία;- για τη θεραπεία τους. Αναφερόμαστε κι υπογραμμίζουμε, ειδικά, τον μονοσήμαντο εκείνο τρόπο, με τον οποίο επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση, τόσο των διπλών ελλειμμάτων (όπως του δημοσιονομικού, με -15,4% του Α.Ε.Π, αλλά και των εξωτερικών συναλλαγών, με -14,5% του Α.Ε.Π, επίσης), όσο και της -σταδιακής, έστω- αντιμετώπισης του δυσθεώρητου Δημόσιου Χρέους μας, του 127,9% του Α.Ε.Π., το 2009. Ήταν μια επώδυνη -πράγματι- «θεραπεία» που αποσκοπούσε να αποκρούσει τον αποκλεισμό μας, απ’ τις διεθνείς αγορές και την -επαπειλούμενη τότε- «επίσημη στάση πληρωμών». Ώστε, στη συνέχεια -όπως μας δήλωναν όλα τα επίσημα Κυβερνητικά χείλη- να πορευτούμε προς την οικονομική εξυγίανση, την παραγωγική ανασυγκρότηση και σε έξοδο από την κρίση, με την ανάταξη και των συνθηκών εκείνων που -προηγουμένως- μας είχαν οδηγήσει σε μια τόσο κρίσιμη, πανεθνικά, περίσταση.
Όμως, οι στόχοι που επιδιώχθηκαν, μόνο με τις πολιτικές «εσωτερικής υποτίμησης» (λόγω του κοινού νομίσματος), όπως και τις λοιπές αιματηρές πολιτικές λιτότητας, όπως εκείνες της αδέξιας δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησαν, απέτυχαν ολοσχερώς. Επειδή, οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν, ήταν χωρίς την αναγκαία και ικανή πρόβλεψη, για αποφυγή της επελθούσας -εξ αιτίας των μνημονίων- βαριάς και παρατεταμένης «Αποεπένδυσης», κάτω από το χρόνιο και ασφυκτικό πλαίσιο, των «αρνητικών καθαρών επενδύσεων» που μας έπνιγε. Μια απουσία επενδύσεων, δηλαδή, που παρέλυσε την οικονομία, εκτόξευσε την ανεργία, σε ανεξέλεγκτα ύψη και εξώθησε σε μαζική μετανάστευση το πιο παραγωγικό τμήμα του πληθυσμού, ενώ ενεργοποίησε, νομοτελειακά, την παγίδευση μας στο «υφεσιακό σπιράλ».
Κι ενώ -με τα τρία (plus) αιματηρά Μνημόνια- η διόρθωση του δημοσιονομικού, επιτεύχθηκε, με ωμόκοινωνικά ανάλγητο και φοροληστρικό τρόπο. Και παρ’ ότι, λειάνθηκε σημαντικά και το έλλειμμα του «ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών» -μέσω μιας μακρόσυρτης προσαρμογής του, την οποία κατέστησε εφικτή, η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική μας ύφεση- ο αντικειμενικός και κεντρικός σκοπός, διόρθωσης της  «ρότας μας, για την αποφυγή της πρόσκρουσης μας με το θανάσιμο -για την ίδια την ύπαρξή μας- παγόβουνο», δεν επιτεύχθηκε. Κι απεναντίας: ως στοχευμένα απειλούμενος στόχος, «κλειδωθήκαμε στην πορεία μας, προς το μοιραίο κι ακροτελεύτιο κύκνειο άσμα μας», εκείνο του αβίωτου Δημόσιου Χρέους μας…
Και το Δημόσιο αυτό Χρέος, συνάμα, εκτινάχθηκε, αντί της επιδιωχθείσας μείωσης του (αν και είχε προηγηθεί το «κούρεμά» του, με το PSI του 2012, που μας έκοψε τα πόδια, αφού υπήρξε υπονομευτικό, για πολλούς, κρίσιμους, «Εθνικούς Λογαριασμούς»). Προσεγγίζοντας, πλέον, το 2019, ένα Δημόσιο Χρέος, στο 190% του Α.Ε.Π.. Αξίζει εδώ να υπογραμμίσουμε πως: το μη βιώσιμο Δημόσιο Χρέος της χώρας, αυτό που μας έσυρε στα Μνημόνια, είναι εκείνο που σφραγίζει, ακυρωτικά, κάθε παράθυρο αναπτυξιακής μας ευκαιρίας και τώρα και στο μέλλον, όταν είναι εκείνο που μας υποχρεώνει στα -επίσης- μη βιώσιμα, για πολύ ακόμα, «Πρωτογενή Πλεονάσματα», του 3,5% σήμερα και 2,2%, από το 2023 και μετά. Παράλληλα, την ίδια αυτή περίοδο των Μνημονίων, μειώθηκαν οι καταθέσεις του Τραπεζικού Συστήματος, στο μισό του ύψους που είχαν προηγουμένως, παρά τις εκτιμούμενες ισόποσες, των 300 δις Ευρώ, καταθέσεις Ελλήνων στο εξωτερικό. Σε βαθμό μάλιστα ώστε, οι σημερινές τραπεζικές καταθέσεις, να υπολείπονται ως κι αυτού του «Ιδιωτικού Χρέους», το οποίο, σήμερα, έχει τριπλασιαστεί.
Καθιστώντας έτσι, το Τραπεζικό μας Σύστημα -παρά και τις δυο «Ανακεφαλαιοποιήσεις» που προηγήθηκαν- ένα «άδειο πουκάμισο». Και τα «Πιστωτικά Ιδρύματά» μας, χωρίς ουσιαστική πιστωτική λειτουργία. Συγχρόνως, με την αδυναμία αυτή των Τραπεζών, το διαρκώς απειλητικότερο «Ιδιωτικό Χρέος» που αναδύεται, έχει φθάσει ήδη στο 180% του Α.Ε.Π. (σύμφωνα με σχετική αρθρογραφία του οικονομικού αναλυτή, Βασίλη Βιλιάρδου). Το οποίο, πάντως, εκτός του ότι διπλασιάζει -εκ των πραγμάτων- και το σημερινό -υπερβολικό και μη βιώσιμο- Δημόσιο Χρέος μας και πριν απ’ την πρόσκρουσή μας με το οικονομικό μας τέλμα, καθιστά, τα χρέη αυτά, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, όχι απλώς «μη βιώσιμα», αλλά «πλήρως εξοντωτικά»… Όταν μάλιστα, τα χρέη μας αυτά, μας αναβιβάζουν πλέον, στην πιο χρεοκοπημένη χώρα στην παγκόσμια ιστορία. Πιστοποιούν κι αποκαλύπτουν, ταυτόχρονα, πλέον και της τραπεζικής ανεπάρκειας που προεκθέσαμε και την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας του υπερ-φορολογούμενου Έλληνα. Ώστε, να καθίσταται ανέφικτη, στο εξής, όχι μόνο, η -έως τώρα- επίτευξη των υποχρεωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά κι αυτή ακόμα η διατήρηση των ανεπαρκών δαπανών, για Επενδύσεις του Δημόσιου τομέα, προκειμένου να συντηρηθεί το ήδη χαμηλό επίπεδο λειτουργίας της κρατικής μηχανής, του κοινωνικού κράτους, μα και αυτό της εθνικής μας άμυνας, στο άμεσο μέλλον…
Ακόμα σκαλίζει, επώδυνα, την πυορροούσα πληγή μας, η συμπλήρωση των εννέα χρόνων απ’ την ψήφιση του πρώτου, απ’ τα 3 Μνημόνια. Καθώς κι η θύελλα των αντιδράσεων που ακολούθησαν την ψήφισή του -κι ανέκοψε, δυο μέρες μετά την ψήφισή του 1ου Μνημονίου, η απίστευτη τραγωδία της 6ης Μαΐου του 2010- θα παραμείνει άσβεστη στην μνήμη μας. Παγώνει από ανατριχίλα κανείς μόνο με την εξιστόρηση του ιστορικού της φρίκης, με τους τρεις (συν ένα) νεκρούς της MARFIN, απ’ την εφιαλτική πυρκαγιά που έβαλαν οι κουκουλοφόροι στην οδό Σταδίου.
Μα οι «Συμβάσεις Δανειακής Διευκόλυνσης της Ελλάδας», των Μνημονίων, με τα αιματηρά οικονομικά Μέτρα που περιείχαν, υπήρξαν πλήρως ατελέσφορες, αφού αποσκοπούσαν μόνο στη διασφάλιση των πρόσκαιρων συμφερόντων των πιστωτών, για τα δυσθεώρητα Δάνεια των εκατοντάδων δις Ευρώ, απ’ τις χώρες του Ευρώ και του Δ.Ν.Τ.. Μέτρα, με αυστηρότατους όρους επιτήρησης, με «εσωτερική υποτίμηση» και με πολιτικές λιτότητας, που τις ονόμασαν «μεταρρυθμίσεις». Ενώ αυτές, εξαντλούνταν, κυρίως, στην αιματηρή εισοδηματική πολιτική, στους μισθούς, στις συντάξεις και στη φοροεισπρακτική αφαίμαξη, υπό την άμεση επίβλεψη της διαβόητης «Τρόικα».
Ωστόσο, τα Μνημόνια αυτά, απέτυχαν οικτρά. Όπως, ήδη αποτυγχάνει, επίσης και το -ανομολόγητο- «4ο Μνημόνιο», που εκτείνεται ως το 2060. Με τη νέα φοροληστεία, με τα πρωτογενή πλεονάσματα, του 3,5% & 2,2%, μέχρι το 2059, με τη χρόνια Αποεπένδυση -που υποβοηθά και το «Κ.Α.Σ.»- με την ατιθάσευτη ανεργία και την εξαθλίωση του μισού πληθυσμού, τουλάχιστον, με το Δημόσιο Χρέος, στο 190% του Α.Ε.Π., με υποχρεώσεις πλήρους εποπτείας, μα και παράδοσης του εθνικού μας πλούτου, έως το 2100. Αλλά και χωρίς Τραπεζικό Σύστημα κι άλλα, επιβαρυντικά, παρόμοια, που -περισσότερο από ποτέ άλλοτε- μας εισάγουν «σε μια σπείρα θανάτου» -σύμφωνα με την ορολογία του G. Soros- κι απειλούν πια, να μας αφανίσουν πρόωρα…
Οικονομικές συνέπειες της μνημονιακής αποεπένδυσης
Η αρχική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που σημειώθηκε στην οικονομία, ευρύτερα, με την έναρξη των πολιτικών λιτότητας των Μνημονίων, ήταν οριακή κι επιτεύχθηκε μόνο πρόσκαιρα, ως προσωρινό αποτέλεσμα που οφειλόταν στη συμπίεση του μισθολογικού κόστους και μόνο. Στη συνέχεια, όμως, αναιρέθηκε από την πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αφού κι αυτή, δεν μπορούσε να στηριχθεί σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού, καινοτομιών και νέας τεχνολογίας, που όχι μόνο δεν υπήρξαν, αλλά επικράτησε ένα πλήρως αντιοικονομικό περιβάλλον, μιας παραλυτικής οικονομικής λειτουργίας σε όλους τους τομείς. Ενώ απουσίαζαν εντελώς: το πλαίσιο, οι ειδικές πολιτικές και το συνολικό κλίμα, για την προσέλκυση επενδύσεων.
Μας έλειψε, επί πλέον, στο μεταξύ κι ένας σημαντικός αριθμός λειτουργουσών -προηγουμένως- επιχειρήσεων, οι οποίες έκλεισαν λόγω της κρίσης. Κι η επελθούσα μακροχρόνια «Αποεπένδυση», με τις μεικτές επενδύσεις να είναι -για τα οκτώ τελευταία χρόνια συνεχώς- σαφώς μικρότερες των αποσβέσεων, κατέστησαν πολύ αρνητικές και τις καθαρές επενδύσεις, μειώνοντας δραματικά το παραγωγικό μας δυναμικό. Έτσι ώστε, να ματαιωθεί, εξ αιτίας της και η προσδοκούμενη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, και να ακυρωθεί η βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς μας, όταν η αποεπένδυση αυτή, μας στερεί την επαρκή -σε ποιότητα και ποσότητα- εθνική παραγωγική ικανότητα και τις συναφείς «οικονομίες κλίμακας», στην αναπτυξιακή μας διαδικασία. Αποστέρησή μας, ακριβώς, από μια παραγωγή, που θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της χώρας μας, αυξάνοντας και την προστιθέμενη αξία της εγχώριας παραγωγής, με υποκατάσταση των εισαγωγών και εξασφάλιση, με παραγωγική επάρκεια αγαθών -ποσότητας και ποιότητας- της τροφοδότησης των εξαγωγικών μας στόχων.
Καθώς, επίσης, μπορούσε να εξασφαλίσει κι όρους της εξάλειψης των λόγων που εξαναγκάζουν σε μετανάστευση, στο εξωτερικό, τους πλέον μορφωμένους και παραγωγικούς από τους νέους μας. Ως γνωστόν, 500.000 Έλληνες νέοι επιστήμονες, μετανάστευσαν στην περίοδο των Μνημονίων στο εξωτερικό. Και στο μεταξύ, οι μακροχρόνια άνεργοι, όσοι δεν έχουν μεταναστεύσει ακόμα, αρχίζουν να χάνουν τις δεξιότητες που κατείχαν προηγουμένως. Με συνέπεια, ο ανθρώπινος, τεχνολογικός κι υλικοτεχνικός πλούτος της χώρας, είτε να μειώνεται, είτε και να απαξιώνεται, μέχρι την οριστική αχρηστία του, παραμένοντας ανενεργός επί πολύ. Ενώ εγκαταλείπεται, σε μεγάλο βαθμό κι η όποια -ισχνή έστω- διασύνδεση προϋπήρχε, του τομέα της μεταποίησης, με τον πρωτογενή τομέα παραγωγής.
Κι όσες λίγες επενδύσεις έγιναν, στο μεταξύ, ήταν στραμμένες μόνο στο τουρισμό κι αφορούσαν σε ειδικότητες εργασίας χαμηλής βάσης εξειδίκευσης. Η «αποεπένδυση» αυτή, λοιπόν, ήταν εκείνη που απέτρεψε την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιώνκαινοτομιών και σύγχρονων μεθόδων οργάνωσης και παραγωγής. Στην ίδια περίοδο και η παραγωγικότητα της εργασίας, άλλοτε παρέμενε υποτονική, κι άλλοτε έφθινε ραγδαία, ενώ βρισκόταν κάτω από συνθήκες παντελούς απουσίας νέων παραγωγικών επενδύσεων κι «επενδύσεων εντάσεως τεχνολογίας».
Απ’ την άλλη πλευρά, και οι ιδιωτικές επιχειρηματικές επενδύσεις ήταν στην περίοδο των Μνημονίων και εξακολουθούν και σήμερα, να είναι πολύ χαμηλότερες από το επίπεδο που είχαν πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Όσον αφορά τις επενδύσεις σε κατοικίες, αυτές έχουν -κυριολεκτικά- καταρρεύσει προ πολλού και συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης του «Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου» (ΑΣΠΚ.). Ενός ΑΣΠΚ στις κατοικίες, δηλαδή, που προσέφερε ετησίως πάνω από 20 δις ευρώ, στις συνολικές επενδύσεις, προ κρίσης. Και σήμερα, ενώ και οι ιδιωτικές επενδύσεις σπανίζουν, οι δημόσιες έχουν συμπιεσθεί σε ανεπίτρεπτα χαμηλά επίπεδα. ‘Ώστε, πολλές δημόσιες υποδομές να έχουν μεγάλη ανάγκη αναβάθμισης, αλλά ακόμα κι απλής συντήρησής τους, για τη διατήρησή τους σε λειτουργία. Εδώ όμως, εξακολουθούν να υπάρχουν, τόσο οι αντικειμενικοί περιορισμοί (έλλειψη πόρων του δημοσίου), όσο και υποκειμενικοί (ανάγκη δημιουργίας υπερπλεονασμάτων, από την «αριστερή» κυβέρνηση, σε βάρος των δημόσιων επενδύσεων, προκειμένου να αυξηθεί η επιδοματική πολιτική).
Ταυτόχρονα, η ανεπαρκής κι ανεκδιήγητα μυωπική διοίκηση & διαχείριση των Δημόσιων Οργανισμών κι Επιχειρήσεων, με τις πελατειακές λογικές που ασκούνταιαντεδείκνυνται, ιδιαίτερα, για περιόδους κρίσης και υπονομεύουν, ολοένα κι αυτή την ίδια την ύπαρξη πολλών βασικών δημόσιων υποδομών, ενώ θέτουν σε αμφισβήτηση βασικούς πυλώνες στήριξης λειτουργίας, της κοινωνίας και της εθνικής μας παραγωγής. Χαρακτηριστικό σχετικό παράδειγμα, είναι αυτό της ΔΕΗ. Όπου, η μικρή και δυναμική -υποτίθεται- ΔΕΗ, με διαχειριστικά κέρδη 400 εκατ. ευρώ, μόλις το 2014, έφτασε να κλείνει το 2018, με ζημιές 540 εκατ. ευρώ. Ύψος το οποίο, όχι μόνο δεν υπολείπεται, αλλά αντίθετα, υπερβαίνει σαφώς και της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών της. Αξία την οποία -θεωρητικά- θα μπορούσαν να την εξαγοράσουν, έως και εφτά φορές, οι οφειλές των οφειλετών της, προς αυτήν…
Και σε γενικότερο επίπεδο. Απ’ τα στοιχεία που έχει δημοσιοποιήσει η Ελληνική Στατιστική Αρχή, αποκαλύπτεται η εξής εικόνα, συνολικά: ο «Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου» (Α.Σ.Π.Κ.), στη χώρα μας, το 2018, έχει υποχωρήσει στα επίπεδα προ του 1996, τόσο σε τρέχουσες, όσο και σε σταθερές τιμές. Η δε αναλογία Επενδύσεων, προς Α.Ε.Π., το 2018, περιορίστηκε στο εντυπωσιακά χαμηλό ποσοστό του: 11,1% του Α.Ε.Π, όταν στην Ευρωζώνη διαμορφώνεται -ακριβώς- στο διπλάσιο. Αξίζει εδώ να συνεκτιμήσει κανείς πως, αυτός ο «Α.Σ.Π.Κ.», που το 2018, στην Ελλάδα, διαμορφώθηκε στα 20,4 δις ευρώ ή στο 11,1% του Α.Ε.Π, αντικρίζεται με το 2007, όπου, οι επενδύσεις, αντιστοιχούσαν στο 26% του Α.Ε.Π. Και συγκρινόμενοι διεθνώς: στην Κύπρο, που το 2007, ο «Α.Σ.Π.Κ.», έφτανε το 25%, το 2018, βρέθηκε, στο ανεκτό, 21% του Α.Ε.Π της. Και στην Πορτογαλία, που το 2007, ήταν στο 22,5% του Α.Ε.Π της, το 2018, βρέθηκε στο 17% του Α.Ε.Π., επίσης. Όσον δε αφορά στη γειτονική μας Ιταλία, στην οποία, το 2007, οι επενδύσεις της βρισκόταν στο 28,7% -κι έχασε ήδη σημαντικό οικονομικό έδαφος, με την πρόσφατη οικονομική της πτώση- διατήρησε ένα σημαντικό ποσοστό και σήμερα, με τον «Α.Σ.Π.Κ.», να είναι της τάξης του 23,5% του Α.Ε.Π. της.
Και επειδή, δεν μας έφταιγαν πάντα και μόνο, τα Μνημόνια και οι δανειστές μας, ακόμα κι όταν υπήρχαν, έστω, κάποιες θετικές τους πλευρές, αυτές αποδεικνύονταν ανίκανες προκειμένου να αντιμετωπίσουν την μίζερη και την παραλυτικά καθυστερημένη ελληνική γραφειοκρατία, η οποία εχθρεύονταν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, έχουμε κι απ’ την πρόσφατη αρθρογραφία του Κώστα Καλλίτση, με τίτλο: «Fast track ακύρωση επενδύσεων». Ο αρθρογράφος αυτός, αρθρογραφεί αναφερόμενος στο μνημονιακό νόμο του 2010, που προέβλεπε ότι: οι επενδύσεις που θα εθεωρούντο “στρατηγικές”, θα υπάγονταν σε καθεστώς «ταχείας αδειοδότητσης» (Fast track), προκειμένου να μην «μπλοκάρονται» στα γρανάζια μιας κακής γραφειοκρατίας…
Το αποτέλεσμα, σήμερα, 2019, με το νόμο, 3984/΄10, είναι το εξής: Από τις 19 μεγάλες και στρατηγικής σπουδαιότητας για τη χώρα μας, νέες σχεδιαζόμενες επενδύσεις, οι περισσότερες απ’ αυτές, να εκκρεμούν ακόμα. Άλλες να έχουν αποσύρει το ενδιαφέρον τους, λόγω μεγάλης καθυστέρησης στην αξιολόγησή τους, από ραθυμία ή ακαμψία κι οτιδήποτε άλλο ευφάνταστο, μα οπωσδήποτε παρακωλλητικό αίτιο. Και μόνο δυο να έχουν τύχει της έγκρισης των αρμόδιων υπηρεσιών, για να προχωρήσουν.
Εξάλλου, η στατιστική πληροφορία που λαμβάνει κάθε σοβαρός υποψήφιος ξένος επενδυτής, ότι, απαιτείται μια δεκαετία ως ο μέσος χρόνος για την εκδίκαση δικαστικών διαφορών στη χώρα μας, τον εντυπωσιάζει σε βαθμό που τον οδηγεί -ταχέως- σε επιλογή εναλλακτικών επενδυτικών σεναρίων, για επενδύσεις σε κάποια άλλη χώρα, εκτός της δικής μας. Έτσι, το ελληνικό κράτος, αποδεικνύεται πως, εχθρεύεται τις επενδύσεις, εμποδίζει την ανάπτυξη και κατατάσσεται -για τους λόγους αυτούς και άλλους- στους ουραγούς του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού και των χωρών που θεωρούνται ελκυστικές στις ξένες επενδύσεις.
Με τα Μνημόνια, πάντως, τόσο η δημιουργία νέας παραγωγικής βάσης, καθώς κι η εξωστρέφειά μας, όσο και το αφήγημά τους, «για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, με εξαγωγικό προσανατολισμό», δίχως τις αναγκαίες «Άμεσες Ξένες Επενδύσεις», οδηγούν, μοιραία, σε αυτή, τη δραματική «Αποεπένδυση», που βιώνουμε δραματικά και εξακολουθητικά. Με την επελθούσα, πλέον, μεγάλης κλίμακας και μακράς διάρκειας, «αποεπένδυση», έχει καταρρεύσει ή εξαϋλωθεί -ακόμα κι ως μύθος- η παραγωγική μας ανασυγκρότηση και η αναπτυξιακή διαδικασία που απαιτείται για λόγους υπαρξιακής μας επιβίωσης. Όμως, αν η ελληνική οικονομία δεν επιτύχει να προσελκύσει, στο εξής, τις αναγκαίες κι ικανές, μα καθαρές παραγωγικές επενδύσεις, με επαύξηση των Επενδύσεων αυτών, τουλάχιστον κατά 20 δις ευρώ, ετησίως. Και δεν καταφέρει να διατηρήσει ένα τέτοιο αναβαθμισμένο επίπεδο επενδύσεων και στην επόμενη πενταετία (όπως έχουν καταδείξει σοβαρές μελέτες πολλών ειδικών οικονομολόγων -κι όχι απλώς, δήθεν πραγματοποίηση επενδύσεων με εξαγορές, επί των υπαρχόντων παγίων στοιχείων-), ώστε, οι επενδύσεις αυτές, να μπορέσουν να κινητοποιήσουν -μέσα από κατάλληλες δομές και πλαίσια λειτουργίας- τις παραγωγικές μας δυνάμεις, τότε, η μοιραία επιστροφή μας, σε μια νέα, δραματικότερη, οικονομική ύφεση και η περιδίνησή μας γύρω απ’ την παύση κάθε δυνατότητάς μας για εξυπηρέτηση του τεράστιου Δημόσιου Χρέους μας, θα καταστεί βέβαιος κι ολισθηρός μονόδρομος.
Άλλωστε, η επελθούσα αυτή, μακροχρόνια μείωση του αποθέματος επενδύσεων, δεν υπονομεύει απλώς τους ρυθμούς της μελλοντικής οικονομικής μας μεγέθυνσης, αλλά αποτελεί και τον προπομπό μιας μεγάλης -σε διάρκεια και βάθος- νέας φτώχειας. Ή και το σταδιακά αποκαλυπτόμενο αποτύπωμα, του προγραμματισμένου σχεδίου των δανειστών μας, για την πλήρη εξαθλίωση, αρχικά και τον φυσικό μας αφανισμό, στη συνέχεια…

 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.