Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Ο νεοφιλελευθερισμός και η σύγχρονη παγκόσμια τάξη (μαζί με μια ενδεικτική μελέτη περίπτωσης).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του Φρίντμαν αποτελεί κυρίαρχη οικονομική πραγματικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο φέρνοντας πάντα τα ίδια αποτελέσματα.
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του Φρίντμαν αποτελεί κυρίαρχη οικονομική πραγματικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο φέρνοντας πάντα τα ίδια αποτελέσματα. Ο Ρόμπερτ Ου. Μακτσέσνυ προλογίζοντας το βιβλίο του Νόαμ Τσόμσκι «Κέρδος και Πολίτης, νεοφιλελευθερισμός και παγκόσμια τάξη» σημειώνει: «Οι οικονομικές συνέπειες από αυτές τις πολιτικές, είναι σχεδόν παντού οι ίδιες, και ακριβώς αυτές που θα αναμένονταν. Δηλαδή η μεγάλη διεύρυνση της κοινωνικής και της οικονομικής ανισότητας, η έντονη αύξηση της στέρησης που υφίστανται οι φτωχότερες χώρες και οι φτωχότεροι άνθρωποι του κόσμου, η καταστροφή του περιβάλλοντος σε παγκόσμια κλίμακα, η ασταθής παγκόσμια οικονομία και πρωτοφανή κέρδη για τους πλουσίους». (σελ. 34).
Το βέβαιο είναι ότι οι υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού συνεχίζουν να επιμένουν τονίζοντας την αποτελεσματικότητά του τη στιγμή που η ίδια η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Ο Μακτσέσνυ δείχνει να απορεί: «Αντιμέτωποι με αυτή την πραγματικότητα, οι υπερασπιστές της νεοφιλελεύθερης τάξης υποστηρίζουν ότι τα τρόπαια της καλής ζωής θα επεκταθούν χωρίς καμία διάκριση στις ευρύτερες μάζες, εάν δεν παρεμποδιστούν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που έχουν επιτείνει τα προβλήματα!» (σελ. 34).
Για τον Μακτσέσνυ οι ολέθριες συνέπειες του νεοφιλελεύθερου δόγματος καταδεικνύουν τόσο ξεκάθαρα την αποτυχία του, ώστε είναι πλέον σαφές ότι δεν πρόκειται για ιδεολογικό μοντέλο που στηρίζεται στη βάση του ορθού λόγου, αλλά για πίστη που είναι αδύνατο να τεκμηριωθεί και αποκτά σχεδόν θρησκευτικές διαστάσεις: «Τελικά, οι νεοφιλελεύθεροι, δεν μπορούν και δεν προσφέρουν κάποια εμπειρική υπεράσπιση για τον κόσμο που δημιουργούν. Αντιθέτως, απαιτούν θρησκευτική πίστη στο αλάθητο των απελευθερωμένων αγορών, πίστη που παραπέμπει στις θεωρίες του δέκατου ένατου αιώνα που μικρή σχέση έχουν με το σημερινό πραγματικό κόσμο». (σελ. 34-35).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του Φρίντμαν αποτελεί κυρίαρχη οικονομική πραγματικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο φέρνοντας πάντα τα ίδια αποτελέσματα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του Φρίντμαν αποτελεί κυρίαρχη οικονομική πραγματικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο φέρνοντας πάντα τα ίδια αποτελέσματα.
Αλήθεια, ποια είναι τα ουσιαστικά επιχειρήματα των νεοφιλελεύθερων για την ευημερία που μπορεί να προσφέρει η αποχαλίνωση των αγορών στην πλειοψηφία του κόσμου; Ποιο είναι το ιστορικό προηγούμενο που τους δικαίωσε και που μπορούν να το επικαλεστούν; Ο Μακτσέσνυ είναι σαφής: «Ο μπαλαντέρ για τους υπερασπιστές του νεοφιλελευθερισμού, εν πάση περιπτώσει, είναι ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Οι κομμουνιστικές κοινωνίες, οι σοσιαλιστικές δημοκρατίες, ακόμη και τα κράτη με μέτρια κοινωνική πρόνοια όπως αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών, έχουν όλα αποτύχει, διατείνονται οι νεοφιλελεύθεροι, και οι πολίτες τους έχουν δεχτεί το νεοφιλελευθερισμό ως τη μόνη δυνατή πορεία. Μπορεί να είναι ατελές, αλλά και το μόνο δυνατό σύστημα». (σελ. 35).
Κι ακριβώς αυτή είναι η δύναμη κρούσης των νεοφιλελευθέρων, όπως το ξεκαθαρίζει κι ο Φρίντμαν από την πρώτη σελίδα του βιβλίου του «Καπιταλισμός και Ελευθερία», περνώντας το μήνυμα ότι όποιος διαφωνεί με αυτούς είναι ή κομμουνιστής ή φασίστας, σαν να μην υπάρχουν άλλες καπιταλιστικές εκδοχές ή σαν να μην υπήρχε καπιταλισμός στο δυτικό κόσμο πριν την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Αυτή η κατάφωρη στρέβλωση κατόρθωσε να γίνει επικρατούσα αντίληψη και να τίθεται σαν μονόδρομος εκτοπίζοντας οποιαδήποτε άλλη προοπτική. Το ζήτημα ήταν να πειστεί ο κόσμος γι’ αυτό και να το υιοθετήσει δίνοντας έρεισμα στις νεοφιλελεύθερες πρακτικές.
Πρόκειται για έναν ανελέητο αγώνα πολιτικής διαμόρφωσης του κόσμου σύμφωνα με τα νέα πρότυπα που πρέπει να επιβληθούν. Ο Μακτσέσνυ διευκρινίζει: «Ο νεοφιλελευθερισμός λειτουργεί καλύτερα όταν υπάρχει τυπική δημοκρατία με εκλογικό σύστημα, αλλά τούτο όταν οι πληθυσμοί έχουν αποκοπεί από την πληροφόρηση και τις προσβάσεις στα δημόσια φόρουμ που είναι σημαντικά για τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Όπως το θέτει ο Μίλτον Φρίντμαν, ο γκουρού των νεοφιλελευθέρων, στο βιβλίο του «Capitalism and Freedom», επειδή το κέρδος είναι η ουσία της δημοκρατίας, κάθε κυβέρνηση που επιδιώκει πολιτικές αντίθετες με αυτές της [ελεύθερης] αγοράς είναι αντιδημοκρατική, όση κι αν είναι η διαμορφωμένη υποστήριξη που ενδέχεται να απολαμβάνει από το λαό. Ως εκ τούτου, το έργο των κυβερνήσεων είναι καλύτερα να περιορίζεται στην προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας και στην επιβολή των όρων των συμβολαίων, καθώς και στον περιορισμό των πολιτικών διαβουλεύσεων μόνο σε δευτερεύοντα θέματα. (Τα πραγματικά ζητήματα, της εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων και της διανομής των προϊόντων τους, καθώς και η κοινωνική οργάνωση πρέπει να καθορίζονται από τις δυνάμεις της αγοράς)». (σελ. 35-36).
Στην ουσία πρόκειται για την πιο κατάφωρη διαστρέβλωση της δημοκρατίας, αφού ο κόσμος τίθεται έξω από το πεδίο των αποφάσεων τόσο στην «κοινωνική οργάνωση» όσο και στα ζητήματα «εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων» υιοθετώντας τον παθητικό ρόλο της αποδοχής σε αποφάσεις που εν τέλει παίρνονται ερήμην. Έχοντας ήδη ξεκαθαριστεί ότι οι κυβερνήσεις οφείλουν να προσαρμόζονται στη βούληση της ελεύθερης αγοράς (αλλιώς είναι αντιδημοκρατικές) γίνεται σαφές ότι το μέλλον του κόσμου χαράσσεται από τις επιταγές της αγοράς, δηλαδή των συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων που τις καθορίζουν.
Η ανάδειξη αυτών των αντιλήψεων σε επικρατούσα πολιτική άποψη καταδεικνύει το έλλειμμα της δημοκρατίας που διαρκώς γίνεται βαθύτερο. Ο Μακτσέσνυ δε θα μπορούσε να γίνει σαφέστερος: «Εξοπλισμένοι με αυτή τη διεστραμμένη άποψη για τη δημοκρατία, οι νεοφιλελεύθεροι όπως ο Φρίντμαν, δεν ένιωσαν κανένα δυσάρεστο συναίσθημα για τη στρατιωτική ανατροπή της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης του Αλιέντε στη Χιλή το 1973, γιατί ο Αλιέντε παρενέβαινε στην κοινωνία της Χιλής με ελέγχους στις επιχειρήσεις. Έπειτα από δεκαπέντε χρόνια συχνά βάρβαρης και άγριας δικτατορίας – στο όνομα της δημοκρατικής ελεύθερης αγοράς –, η τυπική δημοκρατία αποκαταστάθηκε το 1989 με ένα σύνταγμα που έκανε για τους πολίτες πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αντιπαραταχθούν στην κυριαρχία που επέβαλαν στην κοινωνία της Χιλής οι στρατιωτικοί και οι επιχειρηματίες». (σελ. 36).
Το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: «Αυτή είναι με λίγα λόγια η νεοφιλελεύθερη δημοκρατία, ένα άδειο κέλυφος: Η τετριμμένη διαμάχη για ασήμαντα θέματα μεταξύ κομμάτων που στην πραγματικότητα ακολουθούν την ίδια πολιτική υπέρ των επιχειρήσεων άσχετα με τις τυπικές διαφορές και τις δημόσιες αντιπαραθέσεις. Η δημοκρατία επιτρέπεται όσο ο έλεγχος των επιχειρήσεων βρίσκεται πέρα από τα όρια της διαβούλευσης ή των αλλαγών που μπορεί να επιβάλει ο λαός· πράγμα που σημαίνει ότι επιτρέπεται όσο δεν είναι δημοκρατία». (σελ. 36).
Και βέβαια, οι πολίτες πρέπει να διαμορφωθούν αναλόγως: «Το νεοφιλελεύθερο σύστημα έχει ως εκ τούτου ένα σημαντικό και αναγκαίο υποπροϊόν, ένα σώμα πολιτών που έχει απο-πολιτικοποιηθεί και που χαρακτηρίζεται από απάθεια και κυνισμό. Εάν η δημοκρατία που λειτουργεί με εκλογικά συστήματα επηρεάζει λίγο την κοινωνική ζωή, είναι παράλογο να της δοθεί πολλή προσοχή· στις Ηνωμένες Πολιτείες, το φυτώριο της νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας, η προσέλευση των ψηφοφόρων στις εκλογές για το Κογκρέσο έφτασε στο χαμηλότερο ποσοστό και μόνο το ένα τρίτο των εκλογέων ψήφισε. Αν και περιστασιακά δημιουργείται κάποια ανησυχία μεταξύ των κατεστημένων κομμάτων, όπως το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ που ελκύει ψήφους των φτωχότερων, η μικρή προσέλευση στις κάλπες τείνει να γίνει αποδεκτή και ενθαρρύνεται από τις υπάρχουσες δυνάμεις σαν κάτι το πολύ καλό, γιατί αυτοί που δεν ψηφίζουν, και τούτο δεν προκαλεί έκπληξη, βρίσκονται σε μεγάλη αναλογία μεταξύ των φτωχών και της εργατικής τάξης». (σελ. 36-37).
Η απαξίωση της δημοκρατίας κλιμακώνει την αδιαφορία των πολιτών για την πολιτική ευνοώντας ακόμη περισσότερο τη νεοφιλελεύθερη επέλαση (όπως και κάθε στρεβλή επικρατούσα αντίληψη), καθώς η έλλειψη ενδιαφέροντος εξασφαλίζει την παθητικότητα. Στο βιβλίο του Vincent Price «Κοινή Γνώμη» υπάρχουν ενδιαφέροντα στοιχεία για τη συμπεριφορά των Αμερικανών το 1961 (όπου ο νεοφιλελευθερισμός δεν ήταν ακόμη επικρατούσα αντίληψη) και το1986 (όπου ο Ρήγκαν τον είχε φέρει δυναμικά στο προσκήνιο του δυτικού κόσμου): «Ο Key υπολόγισε το 1961 ότι το 10% του γενικού πληθυσμού είναι εντελώς αδιάφορο ακόμη και στις ιδιαίτερα δημοσιοποιημένες εκστρατείες για την εκλογή προέδρου, ενώ η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές βρίσκεται κοντά στο 50%. Η δε Neuman (1986) καταλήγει ότι περίπου το 66% του αμερικανικού πληθυσμού ενδιαφέρεται από ελάχιστα έως καθόλου για την πολιτική. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, το 33% της γνώμης που συλλέγεται από έρευνες του γενικού πληθυσμού μπορεί να είναι απερίσκεπτες απαντήσεις, οι οποίες διατυπώνονται χωρίς οποιοδήποτε ενδιαφέρον ή χωρίς θεμελίωση. Είναι λοιπόν δύσκολο να αποδεχτούμε ολόκληρο τον πληθυσμό ως σκεπτόμενη ομάδα που ασχολείται με την κρίση ή τη συζήτηση των δημοσίων ζητημάτων». (σελ. 73-74).
Και ο Price θα συνεχίσει: «Οι απόψεις που διατυπώνονται στις σφυγμομετρήσεις είναι συχνά ανοργάνωτες, ασύνδετες, προσωπικές απαντήσεις, που σχηματίζονται έξω από το πεδίο της δημόσιας αντιπαράθεσης. Με άλλα λόγια αποτελούν γνώμες της μάζας. Όπως διατυπώνεται από τον Crespi (1989), “αντιμετωπίζοντας την κοινή γνώμη ως το σύνολο των γνωμών των ατόμων που συγκροτούν το εκλογικό σώμα, παρά ως δύναμη που εμφανίζεται από την οργανωμένη κοινωνία, όσοι διενεργούν δημοσκοπήσεις, έμμεσα αν όχι άμεσα, ορίζουν ότι το καθήκον τους είναι η μέτρηση της κοινής γνώμης σε μια μαζική κοινωνία”». (σελ. 74).
Με άλλα λόγια, η κοινή γνώμη δεν είναι τίποτε άλλο από την αντίληψη της μάζας, που μπορεί να υιοθετήσει «απερίσκεπτες απαντήσεις, οι οποίες διατυπώνονται χωρίς οποιοδήποτε ενδιαφέρον ή χωρίς θεμελίωση». Αυτός είναι και ο λόγος που κατά τον Μακτσέσνυ «η μικρή προσέλευση στις κάλπες τείνει να γίνει αποδεκτή και ενθαρρύνεται από τις υπάρχουσες δυνάμεις σαν κάτι το πολύ καλό», αφού η αποχή από τις εκλογές είναι η επισφράγιση της αδιαφορίας που διαμορφώνει τις προϋποθέσεις και για την αντίστοιχη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Και βέβαια τα ΜΜΕ έχουν τον πρώτο λόγο. Ο Νίκος Δεμερτζής στο βιβλίο του «Πολιτική Επικοινωνία, διακινδύνευση, δημοσιότητα, διαδίκτυο» αναφέρει: «Έως σήμερα […] γνωρίζουμε ότι η μαζική ηλεκτρονική επικοινωνία και ιδιαίτερα η τηλεόραση έχει επιδράσει και στην πολιτική συμπεριφορά του κοινού, αλλά και στη λειτουργία των δυτικών πολιτικών και κομματικών συστημάτων. Οι επιδράσεις αυτές συντελούνται τόσο από την ίδια την τεχνολογία του Μέσου, όσο και λόγω των ειδικών σημειωτικών κωδίκων που χρησιμοποιεί, υπό τις συνθήκες και τους όρους της εμπορευματικής κοινωνίας και οικονομίας». (σελ. 207).
Και θα γίνει αναλυτικότερος: «Όπως αναφέρουν οι Funkhouser και Shaw σε ένα γνωστό τους κείμενο, “η μεσοποιημένη εμπειρία διαφέρει από την εμπειρία που θα αποκτούσαμε, αν αντιμετωπίζαμε απ’ ευθείας τα φαινόμενα […] αυτό οφείλεται στον τρόπο που λειτουργούν τα ηλεκτρονικά Μέσα (τα οποία) με τη χρήση ειδικών τεχνικών είναι σε θέση να μετατρέψουν τα γεγονότα που συμβαίνουν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο”. Οι τεχνικές αυτές αφορούν: α) την αλλαγή της κίνησης (αργή ή ταχεία), β) την άμεση οπτική επανάληψη ενός γεγονότος, γ) τη στιγμιαία μετακίνηση από τη μια σκηνή στην άλλη, δ) την απόσπαση και απομόνωση συγκεκριμένων πλευρών ή και ολόκληρων συμβάντων, ε) την παράθεση γεγονότων τα οποία στην πραγματικότητα απέχουν χρονικά και χωρικά, στ) την εναλλαγή της οπτικής γωνίας (“ζουμ”, κινητή κάμερα κλπ.), ζ) το συνδυασμό εικόνας και ήχου από την ίδια ή διαφορετικές πηγές, η) την πρόσμιξη οπτικών εικόνων με τεχνικά επεξεργασμένες φωτογραφίες και γραφικά, θ) την επινόηση γεγονότων μέσα από τεχνικές εμψύχωσης και γραφικών». (σελ. 211-211)
 Οι τεχνικές αυτές καθιστούν τα Μέσα ακαταμάχητα: «Δεδομένης της εξάρτησης του κοινού από τα ηλεκτρονικά μέσα προκειμένου να ελέγξει, να προσανατολιστεί και να ενταχθεί στο κοινωνικό περιβάλλον, οι τεχνικές αυτές οδηγούν στο σχηματισμό μιας “σύνθετης εμπειρίας”, που σταδιακά εκτοπίζει και υποκαθιστά την “πραγματική” άμεση και αισθητηριακή εμπειρία». (σελ. 212).
Το συμπέρασμα κρίνεται εύλογο: «Από την άποψη αυτή τα ΜΜΕ δεν αντανακλούν απλώς και δεν ορίζουν μόνον, αλλά αποτελούν μέρος της πραγματικότητας για την οποία πληροφορούν. Δηλαδή, συγκροτούν εν μέρει την κοινωνική πραγματικότητα, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της, έτσι ώστε να μην μπορούμε πλέον να ισχυριστούμε ότι υπάρχει μια πιο “πραγματική” πραγματικότητα, πέρα από εκείνη που μεσολαβούν, διηγούνται και εξεικονίζουν τα ΜΜΕ. Εδώ και μερικές δεκαετίες η μαζική πολιτική επικοινωνία προσδιορίσθηκε από την κυριαρχία της τηλεόρασης. Αυτό σημαίνει ότι, όπως και με τους άλλους τύπους επικοινωνίας, η πολιτική επικοινωνία καταλαμβάνεται από το Οπτικό και τη λογική του θεάματος. Έτσι, κατά ένα μεγάλο μέρος, η πολιτική συμπεριφορά των ατόμων και των ομάδων υφίσταται ως ανταπόκριση σε πολιτικές εικόνες, μια και η πολιτική διαδικασία ορίζεται και συγκροτείται ολοένα και περισσότερο από και με εικόνες». (σελ. 212-213).
Το δεδομένο ότι «η πολιτική συμπεριφορά των ατόμων και των ομάδων υφίσταται ως ανταπόκριση σε πολιτικές εικόνες» αφήνει ελεύθερο το πεδίο σ’ αυτόν που θα καταφέρει να διαμορφώσει αυτές τις εικόνες, σ’ αυτόν δηλαδή που θα καταφέρει να επιβληθεί στα ΜΜΕ ελέγχοντας τη λειτουργία τους. Κι αυτό είναι θέμα χρηματοδότησης.
Οι Noam Chomsky, Ramsey Clark και Edward W. Said στο βιβλίο «Νέα Τάξη, μυστικά και ψέματα» καταφεύγουν στην άποψη του Λίπμαν: «Υποστήριξε» (ο Λίπμαν εννοείται) «ότι σε μια δημοκρατία που λειτουργεί σωστά υπάρχουν τάξεις πολιτών. Υπάρχει πρώτα απ’ όλα η τάξη των πολιτών που πρέπει να συμμετέχουν ενεργητικά στη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων. Αυτή είναι η ειδικευμένη τάξη. Είναι οι άνθρωποι που αναλύουν, εκτελούν, παίρνουν αποφάσεις και διαχειρίζονται τα πράγματα στα πολιτικά, οικονομικά και ιδεολογικά ζητήματα. Αυτό είναι μόνο ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού. Φυσικά, οποιοσδήποτε προτείνει αυτές τις ιδέες πάντα είναι μέλος αυτής της μικρής ομάδας, και μιλά για το τι θα έπρεπε να κάνουν για αυτούς τους άλλους. Αυτούς τους άλλους, αυτούς έξω από τη μικρή ομάδα, τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, το “κοπάδι που τα ‘χει χαμένα” όπως έλεγε ο Λίπμαν. Πρέπει να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας από “το ποδοπάτημα και το βρυχηθμό του ζαλισμένου κοπαδιού”». (σελ. 19).
Οι θεωρίες του Λίπμαν δεν απέχουν πολύ από τη σύγχρονη πραγματικότητα: «Τώρα υπάρχουν δύο “λειτουργίες” σε μια δημοκρατία: Η ειδικευμένη τάξη, οι υπεύθυνοι άνθρωποι διεξάγουν την εκτελεστική λειτουργία, που σημαίνει ότι αυτοί είναι που σκέφτονται, σχεδιάζουν και καταλαβαίνουν τα κοινά συμφέροντα. Μετά είναι και το ζαλισμένο κοπάδι, και αυτό έχει μια λειτουργία στη δημοκρατία. Η λειτουργία του σε μια δημοκρατία, είπε» (ο Λίπμαν εννοείται) «συνίσταται στο να αποτελεί τους “θεατές” και όχι τους συμμετέχοντες στη δράση. Αλλά έχει κάτι περισσότερο από αυτή τη λειτουργία, γιατί υπάρχει δημοκρατία. Περιστασιακά επιτρέπεται να ρίχνει το βάρος του στο ένα ή στο άλλο μέλος της ειδικευμένης τάξης. Με άλλα λόγια, επιτρέπεται στα μέλη του κοπαδιού να πουν “Σε θέλουμε για αρχηγό μας” ή “Θέλουμε εσένα για αρχηγό μας”. Και αυτό επειδή υπάρχει δημοκρατία και όχι απολυταρχία. Αυτό λέγεται εκλογές. Αλλά αφού έχουν εκλέξει το ένα ή το άλλο μέλος της ειδικευμένης τάξης υποτίθεται ότι βυθίζονται πάλι και γίνονται θεατές της δράσης και όχι συμμετέχοντες. Αυτή είναι η δημοκρατία που λειτουργεί σωστά». (σελ. 19-20).
Η παραμέριση των πολλών στο ρόλο του θεατή είναι η παθητικότητα που αποκτά ιδεολογία, καθώς κρίνονται ανάξιοι συμμετοχής: «Και υπάρχει λογική σ’ αυτό. Υπάρχει ακόμη ένα είδος αναγκαστικής ηθικής αρχής. Η αναγκαστική ηθική αρχή είναι ότι η μάζα του κοινού είναι πολύ ηλίθια για να μπορεί να κατανοεί τα πράγματα. Εάν επιχειρήσουν αυτοί οι άνθρωποι να συμμετέχουν στη διαχείριση των δικών τους υποθέσεων, το μόνο που θα προκαλέσουν είναι προβλήματα. Συνεπώς, θα ήταν ανήθικο και μη αρμόζον να τους επιτρέψουμε να το κάνουν. Πρέπει να δαμάσουμε το ζαλισμένο κοπάδι, να μην επιτρέψουμε στο ζαλισμένο κοπάδι να οργιστεί και να τσαλαπατήσει και να καταστρέψει πράγματα. Είναι ακριβώς η ίδια λογική που λέει ότι δεν είναι σωστό να αφήσεις ένα τρίχρονο παιδί να τρέχει μέσα στο δρόμο. Δεν παρέχεις σε ένα παιδί τριών χρονών αυτό το είδος της ελευθερίας, διότι δεν ξέρει πώς να χειριστεί αυτή την ελευθερία. Αντίστοιχα, δεν επιτρέπεις στο ζαλισμένο κοπάδι να συμμετέχει στη δράση. Θα προκαλέσει μπελάδες». (σελ. 20).
Σκίτσο του Αλτάν
Σκίτσο του Αλτάν
Ο μηχανισμός είναι ήδη έτοιμος και το ιδεολογικό υπόβαθρο που τον στηρίζει σαφές. Αυτό που μένει είναι να λειτουργήσει προς τη σωστή κατεύθυνση: «Έτσι χρειαζόμαστε κάτι για να δαμάσουμε το ζαλισμένο κοπάδι και αυτό το κάτι είναι η νέα επανάσταση στην τέχνη της δημοκρατίας: η κατασκευή συναίνεσης. Τα μέσα ενημέρωσης, τα σχολεία και η λαϊκή κουλτούρα πρέπει να καταμεριστούν. Για την πολιτική τάξη που λαμβάνουν τις αποφάσεις πρέπει να εξασφαλίσουμε μια ανεκτή αίσθηση της πραγματικότητας, αν και σ’ αυτούς πρέπει να ενσταλαχτούν οι κατάλληλες πεποιθήσεις». (σελ. 20-21).
Και για να φτάσει κάποιος να ενταχτεί στην τάξη των ειδικών υπάρχει μια σοβαρή προϋπόθεση: «Όμως θυμηθείτε, υπάρχει μια μη εκφρασμένη προϋπόθεση εδώ. Η μη εκφρασμένη προϋπόθεση –που ακόμη και οι υπεύθυνοι άνθρωποι πρέπει να την αποκρύπτουν από τους εαυτούς τους– σχετίζεται με το ερώτημα πώς θα τα καταφέρουν να κερδίσουν την εξουσία ώστε να παίρνουν τις αποφάσεις. Ο τρόπος για να το πετύχουν είναι, βεβαίως, με το να υπηρετούν τους ανθρώπους που έχουν αληθινή δύναμη. Οι άνθρωποι με αληθινή δύναμη είναι οι κατέχοντες την κοινωνία, μία πολύ μικρή ομάδα. Εάν η τάξη των ειδικών μπορεί να συναινέσει και να πει “Εγώ μπορώ να εξυπηρετήσω τα συμφέροντά σας”, τότε τα μέλη της θα γίνουν τμήμα της ομάδας των εκτελεστικών στελεχών. Αλλά θα πρέπει να κρατηθεί ήσυχη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τους έχουμε ενσταλάξει πεποιθήσεις και δόγματα ότι θα υπηρετούν τα συμφέροντα της ιδιωτικής εξουσίας. Εάν δεν μπορούν να αναπτύξουν αυτή την ικανότητα, δε θα ενταχθούν στην τάξη των ειδικών». (σελ. 21).
Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για ένα άτυπο σύστημα εκπαίδευσης: «Έτσι έχουμε ένα είδος εκπαιδευτικού συστήματος που απευθύνεται στους υπεύθυνους ανθρώπους, στην τάξη των ειδικών. Πρέπει να εμποτιστούν βαθιά με τις αξίες και τα συμφέροντα της ιδιωτικής εξουσίας και του κρατικοεταιρικού συμπλέγματος που τα αντιπροσωπεύει. Εάν μπορέσουν να το επιτύχουν, μπορούν να ενταχθούν στην τάξη των ειδικών. Οι υπόλοιποι του ζαλισμένου κοπαδιού θα πρέπει να αποπροσανατολιστούν. Να στρέψουμε την προσοχή τους σε κάτι άλλο. Να τους κρατήσουμε μακριά από μπελάδες. Να σιγουρέψουμε ότι θα παραμείνουν κυρίως θεατές της δράσης, που κατά περιόδους θα δανείζουν τη δύναμή τους στον ένα ή στον άλλο πραγματικό ηγέτη, που επιλέγεται ίσως από τις γραμμές τους. Αυτή η άποψη έχει αναπτυχθεί από πολλούς άλλους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ συμβατική». (σελ. 21-22).
Από τη στιγμή που τα πανίσχυρα οικονομικά συμφέροντα ελέγχουν τόσο τους ειδικούς που θα πάρουν τις αποφάσεις, όσο και τα ΜΜΕ που εν πολλοίς θα κατευθύνουν με το σωστό τρόπο τους πολλούς, οι μεγάλες πλειοψηφίες θα μπορέσουν να χειραγωγηθούν και τελικά να υιοθετήσουν οποιαδήποτε αντίληψη τεθεί ως επικρατούσα ή μοναδική ή ρεαλιστική ή σύμφωνη με τις μελλοντικές ανάγκες κλπ. Υπό αυτές τις συνθήκες κάθε επιχειρηματολογία κρίνεται περιττή. Η αδιαφορία που προωθείται ως στάση ζωής (είναι in το απολιτίκ), η κατασκευή των συνειδήσεων από τα ΜΜΕ και η μεροληπτική παρουσίαση συστημάτων που εν πολλοίς παραμένουν ακατανόητα για τους περισσότερους είναι σε θέση να μετατρέψουν ακόμη και το νεοφιλελεύθερο μοντέλο σε επικρατούσα αντίληψη. Αρκεί να υπάρχει χρηματοδότηση. Το ότι απέτυχε παντού όπου εφαρμόστηκε, ότι οδήγησε χιλιάδες ανθρώπων στην εξαθλίωση, ότι επέφερε ταξικές αποστάσεις χωρίς προηγούμενο, ότι εξέθρεψε το εγκληματικό περιβάλλον της ασύστολης κερδοσκοπίας και της χρηματιστηριακής αποχαλίνωσης, ότι συρρίκνωσε μισθούς κι εργασιακά δικαιώματα, ότι απογείωσε την ανεργία κλπ, δε χρήζουν ιδιαίτερης επεξήγησης. Σημασία έχει η άποψη των ειδικών και η τοποθέτηση των Μέσων.
Ο Μακτσέσνυ θα θέσει το ζήτημα απολύτως ρεαλιστικά: «… η κοινωνική ανισότητα που γεννήθηκε από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική υπονομεύει κάθε προσπάθεια να υπάρξει η νόμιμη ισότητα που είναι απαραίτητη για να γίνει η δημοκρατία αξιόπιστη. Οι μεγάλες εταιρείες έχουν δυνατότητες να επηρεάζουν τα μέσα ενημέρωσης και να αναστρέφουν τις πολιτικές διαδικασίες, πράγμα που το κάνουν. Στις εκλογικές πολιτικές των ΗΠΑ, για να δοθεί μόνο ένα παράδειγμα, μόνο το ένα τέταρτο από τους πλουσιότερους Αμερικανούς, που σχηματίζουν το 1% του συνολικού πληθυσμού, προσφέρει το 80% των ατομικών εισφορών που συγκεντρώνουν τα κόμματα και οι προσφορές των εταιρειών σε σχέση με αυτές των εργαζομένων είναι δεκαπλάσιες. Με το νεοφιλελευθερισμό όλα αυτά είναι λογικά, αφού έτσι οι εκλογές αντανακλούν αρχές της αγοράς και οι συνεισφορές εξισώνονται με επενδύσεις. Το αποτέλεσμα είναι αφ’ ενός να ενισχύεται η άποψη των περισσότερων ανθρώπων ότι η εκλογική πολιτική είναι άνευ σημασίας και αφ’ ετέρου να εξασφαλίζεται η διατήρηση της εξουσίας των εταιρειών». (σελ. 37-38).
Οι κυβερνήσεις που χρηματοδοτούνται κι ως εκ τούτου υπηρετούν τα συμφέροντα των εταιρειών μετατρέπουν το κράτος από εγγυητή του δημόσιου συμφέροντος σε χειραγωγούμενο όργανο συγκεκριμένων συμφερόντων. Είναι ο νέος ρόλος του κράτους που υποτάσσεται στην ελευθερία των αγορών, όπως ακριβώς είχε ορίσει ο Φρίντμαν στο «Καπιταλισμός και Ελευθερία».
Ο Ευστράτιος Αλμπάνης στο βιβλίο του «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ» θα δώσει με σαφήνεια τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη οπτική για το ρόλο του κράτους: «Η οικονομική παγκοσμιοποίηση περιορίζει το κράτος στο ρόλο της διασφάλισης του θεσμικού πλαισίου, που είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας και σε άσκηση τοπικής διαχείρισης, δηλαδή, διεκπεραίωσης συγκεκριμένων λειτουργιών, που εξυπηρετούν μία τοπική κοινότητα, όχι όμως ένα λαό, πολύ περισσότερο δε, ένα έθνος. Περαιτέρω, η οικονομική παγκοσμιοποίηση και ο πολιτισμός της αγοράς μεταβάλλουν το κράτος σε μηχανισμό πραγμάτωσης ιδιωτικών, συνήθως υπερεθνικών, συμφερόντων και ενίοτε, σε όργανο πραγμάτωσης των γεωοικονομικών σχεδιασμών τους». (σελ. 144).
Η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα όχι μόνο ξεπερνά όλα αυτά τα εμπόδια, αλλά καταφέρνει να κυριαρχεί εκφράζοντας τις ιδέες της είτε ευθέως είτε πλαγίως, δηλαδή συγκαλυμμένα στο πλαίσιο της αντικειμενικότητας ή της μετριοπάθειας. Η ρητορική τέτοιου είδους μετριοπαθών ξεκινά από την απόλυτη καταδίκη της αριστεράς, αφού το κομμουνιστικό μοντέλο έχει αποτύχει (στα πρότυπα ακριβώς που θέτει ο Μακτσέσνυ), και συνεχίζει με τις προτάσεις της ελεύθερης οικονομίας και των επενδύσεων που πρέπει να υποστηριχθεί με τη χαμηλή φορολόγηση κλπ. Αγαπημένες τους λέξεις είναι οι καινοτομίες, ο αυτοματισμός, ο εκσυγχρονισμός γενικότερα. Οι προτάσεις αυτού του είδους πέρα από το γεγονός ότι έχουν ευρεία κατανάλωση και δημοσιεύονται στις μεγάλες εφημερίδες, γίνονται αρεστές ακόμη και σε περιπτώσεις που εντάσσονται στην εκπαιδευτική διαδικασία, ως αναμφισβήτητες αλήθειες της νέας εποχής.
Ένα μικρό παράδειγμα (μελέτη περίπτωσης) αφορά το θέμα της έκθεσης Β΄ Λυκείου για τη δεύτερη φάση του 2018 (συγκεκριμένα στις 2 Απριλίου) στη σειρά των διαγωνισμάτων της ΟΕΦΕ (πρόκειται για την Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος που στο πλαίσιο της καλύτερης προετοιμασίας των μαθητών διοργανώνει δύο φάσεις διαγωνισμάτων σε όλα τα μαθήματα προσανατολισμού με θέματα που είναι κοινά σε όλους τους συμμετέχοντες) μπήκε το κείμενο του Αρίστου Δοξιάδη με τίτλο «Η ανεργία του μέλλοντος», το οποίο είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 18/4/2017.
Σκίτσο του Αλτάν
Σκίτσο του Αλτάν
Ο Δοξιάδης είναι οικονομολόγος με μεγάλη εμπειρία, σπουδές στο Χάρβαρντ, δεκάδες συνεργασίες με εταιρείες, πολλά δημοσιεύματα (ειδικά στην Καθημερινή) και ανοιχτή συμπάθεια προς το κόμμα ΠΟΤΑΜΙ. (Στο κείμενο «Τρεις παρατηρήσεις για το Ποτάμι» που έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα Protagon στις 30 Ιουνίου του 2014 μπορεί κανείς να διαβάσει φράσεις όπως: «Η ομιλία του Σταύρου Θεοδωράκη στην έναρξη ήταν, νομίζω, η καλύτερη ομιλία Έλληνα πολιτικού αρχηγού εδώ και πολλά χρόνια», «Ο πήχυς είναι ψηλά για το Σταύρο και τη (μελλοντική) ηγετική ομάδα», «Ο Σταύρος εκτιμώ ότι έχει εντυπωσιακές ικανότητες», «Η σύνθεση αυτής της συνεδρίας» (του Ποταμιού εννοείται) «παρέπεμπε σαφώς σε ένα φιλελεύθερο, φιλοεπιχειρηματικό κόμμα, χωρίς όμως ακραίες καταγγελίες ούτε αιτήματα για επιδοτήσεις. Θα μπορούσαν να είναι και στη Δράση» (πρόκειται για το κόμμα του Στέφανου Μάνου) «ή στη Δημιουργία Ξανά» (πρόκειται για το κόμμα του Τζήμερου) «αλλά ήταν δύο κλικ πιο προσγειωμένοι και θετικοί».
Υπάρχουν κι άλλες θερμές φιλοφρονήσεις για το ΠΟΤΑΜΙ (και ιδιαίτερα για τον Θεοδωράκη προσωπικά), που δικαιολογούν πλήρως το γεγονός ότι εν τέλει εντάχθηκε στην επιτροπή διαλόγου του κόμματος. Υπάρχει και ένα σχετικό βίντεο στο YouTube που εξηγεί ότι υποστηρίζει την κεντροδεξιά πολιτική της ανάπτυξης που θέλει φοροελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις και κυρίως μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και ταυτόχρονα κεντροαριστερή πολιτική στο ζήτημα του κοινωνικού κράτους. (Η υπερκομματική τοποθέτηση κάνει το λόγο ελκυστικότερο). Επικεντρώνεται όμως περισσότερο στο ζήτημα των επιχειρήσεων και των εξαγωγών και λιγότερο (σχεδόν καθόλου) στο ζήτημα του κοινωνικού κράτους. Το ασύνδετο αυτών των δύο (ισχυρό κοινωνικό κράτος και χαμηλό επίπεδο ασφαλιστικών εισφορών) καταδεικνύει το θολό τοπίο του νεοφιλελεύθερου δόγματος που θέλει να παρουσιαστεί συγκαλυμμένα.
Σε ένα άλλο βίντεο, επίσης στο YouTube, δίνει συνέντευξη στις 2.10.11 στο Σταύρο Θεοδωράκη (ήταν ακόμη δημοσιογράφος) και υποστηρίζει ότι για να ανακάμψει η ελληνική οικονομία πρέπει 1.000.000 άνθρωποι να αλλάξουν δουλειά, εγκαταλείποντας τα εσωστρεφή επαγγέλματα και προσχωρώντας στα εξωστρεφή. Στο ίδιο βίντεο εξηγεί ότι η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα δεν είναι εύκολο να παταχθεί γιατί έχουμε πολύ μεγάλο ποσοστό (35%) αυτοαπασχολούμενων ελεύθερων επαγγελματιών (οι οποίοι πάντα φοροδιαφεύγουν και είναι σχεδόν αδύνατο να ελεγχθούν) σε αντίθεση με το εξωτερικό που το ποσοστό αυτό είναι πολύ χαμηλό (περίπου 5%), καθώς οι περισσότεροι εργάζονται σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Σε άλλο άρθρο του στην «Καθημερινή» («Μια σοβαρή νέα πρόταση για τους φόρους») φαίνεται να επικροτεί το σενάριο να δοθεί ετήσιο επίδομα 2.400 ευρώ σε όλους τους ενήλικους Έλληνες πολίτες και 1.200 ευρώ σε όλα τα παιδιά με ενιαίο φορολογικό συντελεστή 34% σε όλα τα εισοδήματα και ΦΠΑ όπως ισχύει. Κατά τον Δοξιάδη με το μέτρο αυτό «η ανισότητα θα μειωνόταν σημαντικά, ενώ το κίνητρο για (δηλωμένη) εργασία στη μεσαία τάξη θα ήταν πολύ πιο ισχυρό». Το πώς θα ήταν ισχυρό το κίνητρο της δηλωμένης εργασίας με 34% φορολόγηση σε όλα τα εισοδήματα δεν εξηγείται. Οι λόγοι που η ανισότητα θα μειωνόταν σημαντικά με την απόδοση ενός επιδόματος το οποίο μετά θα ζητούταν πίσω με την υψηλή φορολόγηση επίσης δεν εξηγούνται. Το σίγουρο είναι ότι η φορολογία δεν πρέπει να αφορά τις επιχειρήσεις, αφού αυτό θα λειτουργούσε αρνητικά στην ανάπτυξη.
Στο άρθρο που φιλοξένησε και η ΟΕΦΕ πραγματεύεται το ζήτημα της ανεργίας. Αναφέρεται στα αίτια της ανεργίας («μειώθηκε η ζήτηση […] επειδή κόπηκαν απότομα τα δάνεια προς την ελληνική οικονομία», «χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων», «η τρίτη μορφή ανεργίας πηγάζει από τη νέα τεχνολογία») κι εκθέτει ανησυχίες για την εργασία στο μέλλον («τα ρομπότ θα εκτοπίσουν τόσο πολλούς ανθρώπους σε τόσο πολλούς κλάδους που θα είναι πολύ δύσκολο να βρουν όλοι δουλειά σε νέες δραστηριότητες», «πολλές από τις νέες δουλειές θα είναι περιστασιακές και κακοπληρωμένες»).
Παρουσιάζει τα νέα δεδομένα ως μια πρόκληση στην οποία πρέπει να αντεπεξέλθουμε θετικά, αφού αλλιώς θα μείνουμε έξω από τα εργασιακά δεδομένα (και προφανώς η ευθύνη θα είναι δική μας, καθώς δεν μπορέσαμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της εποχής). Προτείνει μάλιστα και λύσεις: «Στις χώρες που θα αντιμετωπίσουν θετικά την πρόκληση, η λύση θα έχει τουλάχιστον τρία στοιχεία: Πρώτο, πολλές νέες επιχειρήσεις που θα αξιοποιούν δικές τους καινοτομίες για να προσφέρουν νέα προϊόντα – τα γνωστά startups (πρωτοεμφανιζόμενα). Οι ιδιοκτήτες και τα στελέχη θα έχουν καλά εισοδήματα, αλλά οι νέες θέσεις εργασίας δε θα είναι πολλές». Η παραδοχή ότι «οι νέες θέσεις εργασίας δε θα είναι πολλές» καταδεικνύει την ανεπάρκεια της πρότασης, η οποία εστιάζει στους λίγους ταλαντούχους που «αξιοποιούν δικές τους καινοτομίες» και που ως ιδιοκτήτες και στελέχη «θα έχουν καλά εισοδήματα». Το τελικό μήνυμα είναι ότι αν δεν ανήκεις σε αυτούς δε θα έχει ιδιαίτερα ευοίωνο μέλλον, αλλά η ευθύνη θα είναι δική σου, αφού το μέλλον ανήκει στους καινοτόμους.
Υπάρχει όμως και δεύτερη πρόταση: «Δεύτερο, εισαγωγή νέων τεχνικών σε παραδοσιακούς κλάδους (σε χωράφια, εργοστάσια και γραφεία) για να μειώσουν πολύ το κόστος και να βελτιώσουν το προϊόν. Αυτό θα προστατεύσει τις επιχειρήσεις από ξένους ανταγωνιστές και θα επιτρέψει να δίνουν καλές αμοιβές. Για την κοινωνία γύρω τους το μεγάλο όφελος θα είναι φθηνότερα και καλύτερα προϊόντα. Αλλά ο αριθμός των εργαζομένων θα μειωθεί». Παρακολουθούμε ένα άρθρο κοινωνικού προβληματισμού για την ανεργία που καταλήγει σε λύσεις όπου «ο αριθμός των εργαζομένων θα μειωθεί». Είναι φανερό ότι ο Δοξιάδης δεν επικεντρώνεται στις θέσεις εργασίας, αλλά στα κέρδη των ιδιοκτητών που θα «μειώσουν πολύ το κόστος» και θα «προστατευθούν «από ξένους ανταγωνιστές». Σε τελική ανάλυση, το θέμα του Δοξιάδη δεν είναι η εξασφάλιση της εργασίας, αλλά η ανταγωνιστικότητα, δηλαδή η κερδοφορία, των επιχειρήσεων.
Για να προσθέσει και τρίτη πρόταση: «Τρίτο, δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες καλής ποιότητας, για πολλούς, με υψηλή αυτοματοποίηση και χαμηλό κόστος. Το Δημόσιο αργεί περισσότερο από ό,τι οι επιχειρήσεις να υιοθετήσει καινοτομίες, αλλά όταν το κάνει, το κοινωνικό όφελος μπορεί να είναι πολύ μεγάλο, στην υγεία, την παιδεία, την ασφάλεια και τις υποδομές».
Η αναγνώριση της μεγάλης σημασίας του δημοσίου σε όλους αυτούς τους τομείς της κοινωνικής ζωής είναι ο ελιγμός του νεοφιλελεύθερου λόγου, που θέλει να συγκαλυφθεί πίσω τη δήθεν μετριοπάθεια. Κατόπιν αυτού οι νεοφιλελεύθερες απόψεις με την «υψηλή αυτοματοποίηση και [το] χαμηλό κόστος» γίνονται πιο ευκολοχώνευτες. Το ζήτημα είναι ο αποπροσανατολισμός από το ζήτημα των θέσεων της εργασίας. Κι ο Δοξιάδης το χειρίζεται καλά το θέμα. Επί της ουσίας, αυτό που προτείνει είναι η συρρίκνωση της απασχόλησης προς όφελος της οικονομίας. Το ενδεχόμενο της πρότασης να μειωθεί ο χρόνος εργασίας, ώστε να προσληφθούν περισσότεροι είναι απολύτως εξωπραγματικό, αφού θα μείωνε τα κέρδη των επιχειρήσεων. Η υπερεργασία, το καθεστώς των απλήρωτων υπερωριών, οι μειώσεις των μισθών δεν αναφέρονται πουθενά από το Δοξιάδη. Αυτό που αναφέρεται είναι η ικανότητα των μεγαλοστελεχών που (δικαίως) ανταμείβονται υψηλά.
Κι αφού πρότεινε τρόπους συρρίκνωσης των εργασιακών θέσεων παριστάνοντας ότι θέλει να καταπολεμήσει την ανεργία, θα ολοκληρώσει το άρθρο εξυμνώντας και πάλι τους πανάξιους καινοτόμους που θα δημιουργήσουν τις νέες επιχειρήσεις και θα εκσυγχρονίσουν τις παλιές αυξάνοντας τα εισοδήματά τους: «Είναι […] οι νεότεροι, μορφωμένοι, κοσμοπολίτες μεσοαστοί, που έχουν την περιέργεια να μαθαίνουν, την αυτοπεποίθηση να δοκιμάζουν, τη φιλοδοξία να ζήσουν καλά και δε φοβούνται τον ξένο ανταγωνιστή. Είναι μειονότητα στην κοινωνία μας, όπως σε πολλές άλλες, αλλά είναι η πιο σημαντική ομάδα για το μέλλον της χώρας. Αν θελήσουν και μπορέσουν να δημιουργήσουν εδώ, η Ελλάδα θα κερδίσει από την τεχνολογική επανάσταση. Αν φύγουν, διωγμένοι από τους παλαβούς φόρους, ή αν κρύβονται, διωγμένοι από τους αριστεριστές ακτιβιστές, η Ελλάδα θα ζαρώνει σαν τη Σίβυλλα στη γυάλα, που θα τη χαζεύουν οι τουρίστες του πρώτου κόσμου με απορία και συμπόνια».
Η χώρα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική με αυτούς τους ανθρώπους και κυρίως να μην τους δυσαρεστεί με «παλαβούς φόρους». Η επίθεση στους «αριστεριστές ακτιβιστές» δίνει στο κείμενο καθαρά κομματικές διαστάσεις καθιστώντας το απολύτως ακατάλληλο για εκπαιδευτική χρήση. Οι μαθητές καλούνταν να αναπαράξουν αυτές τις απόψεις κάνοντας περίληψη και αναμασώντας τες σε ερώτημα που αφορούσε τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Με δεδομένο ότι το κείμενο που δίνεται στους μαθητές αποτελεί αυθεντία είναι σαφές τι είδους αυθεντίες προάγονται σε μαθητές 16 χρονών που είναι δύσκολο να προβάλουν αντιστάσεις. Και είναι καλό να υιοθετούν ότι δεν πρέπει να υπάρχει καμία κοινωνική απαίτηση από τους εξαιρετικά ταλαντούχους ιδιοκτήτες και τα στελέχη τους. Για να μαθαίνουν από νωρίς τη νεοφιλελεύθερη παγκόσμια τάξη…
Νόαμ Τσόμσκι: «Κέρδος και Πολίτης, νεοφιλελευθερισμός και παγκόσμια τάξη», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, σειρά ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ, Αθήνα 2000.
Noam ChomskyRamsey ClarkEdward WSaid: «Νέα Τάξη, μυστικά και ψέματα» εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, σειρά Βιβλιοθήκη των Ιδεών, Αθήνα 2000.
Ευστράτιος Β. Αλμπάνης: «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις ΤΡΟΧΑΛΙΑ, Αθήνα.
Νίκος Δεμερτζής: «Πολιτική Επικοινωνία, διακινδύνευση, δημοσιότητα, διαδίκτυο», εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα 2002.
Vincent Price: «Κοινή Γνώμη», εκδόσεις Οδυσσέας, Α΄ έκδοση, Αθήνα 1996.

ΠΗΓΗ: http://eranistis.net
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.