Του Αντώνη Καραμπάτσου
Είναι κάτι ώρες, τέτοιες μέρες, που σε παίρνει η παλίντονος αύρα των ήχων του Χρηστοβασίλη, Του Καρκαβίτσα, του Παπαδιαμάντη…………………και θυμάσαι
Αν δεν ελπίζεις το ανέλπιστο, δεν θα το βρεις.
Ηράκλειτος, 544-484 π.Χ.,
Ελπίδα είναι; «το ενύπνιο ενός ξύπνιου»,
Αριστοτέλης, 384-322 π.Χ.,
Αν θέλεις να μάθεις…
• Μια μικρή ωραία ιστορία
• Τι σημαίνει ελπίδα
• Την απέραντη αγάπη της μάνας
Τότε …άκουσε
Η ανίκητη ελπίδα
Η ιστορία της κυρά Μήτραινας, είναι η ιστορία μιας γυναίκας, που την τύχη της την ύφαναν οι μοίρες Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος, οι κόρες της Ανάγκης, Με αργαλειούς ασύγχρονους και γνέματα μπλεγμένα.
Είναι το ωραιότερο τραγούδι της μάνας.
Το πλήρες κείμενο της ιστορίας θα το διαβάσεις αφού ψάξεις και το βρεις στο διαδίκτυο. Εμείς θα τραγουδήσουμε το ρεφρέν.
Ευτυχία τη φώναζαν τη γιαγιά τη Μήτραινα στα μικρά της νιάτα κι όταν παντρεύτηκε κυρά -Μήτραινα κι αμέσως μετά χήρα-Μήτραινα.
Η γιαγιά, λοιπόν, η Μήτραινα ή γρια- Μήτραινα όπως την λέγανε, τριάντα χρόνια είχε να πάρει γράμμα από το ξενιτεμένο μοναχοπαίδι της, το Γιάννη. Όμως αυτή, κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων, ετοίμαζε το τραπέζι, σαν να περίμενε επισκέπτη, κι έβγαινε λίγο προτού τα μεσάνυχτα στ’ αγνάντια, έξω απ’ το χωριό, για να καλωσορίσει τον ερχομό του γιου της, που πίστευε ότι θα γυρίσει τέτοιες μέρες και μάλιστα παραμονή Χριστουγέννων.
Πίστευε ότι μόνο τα Χριστούγεννα φωτίζεται ο δρόμος της επιστροφής του ξενιτεμένου, μόνο τότε σπρώχνει η νοσταλγία για συντροφιά στο παραγώνι του σπιτιού. Στο πατρικό παραγώνι των παιδικών ( των ηδέων) αναμνήσεων.
Μέσα στο σκοτάδι και την παγωνιά της νύχτας, πού και πού, φώναζε το όνομα του γιού της γλυκά δυνατά , σαν ικεσία, σαν ευχή, σαν παράκληση:
- Γιάάάάάννηηηηη!
Όταν η ελπίδα της χανόταν, έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού με τις σκέψεις …της μάνας,… της αιώνιας μάνας, της ανίκητης μάνας:
«Θα έρθει του χρόνου, φαίνεται.»
Οι συγχωριανοί της κουνούσαν το κεφάλι με κατανόηση και φρόντιζαν όλοι όσο μπορούσαν τη γιαγιά τη Μήτραινα, τη χήρα Μήτραινα, τη μάνα του Γιάννη,.
Τούτα τα Χριστούγεννα, όπως και κάθε Χριστούγεννα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, είναι πάλι στη θέση της, με «στημένο» το αυτί στην απεραντοσύνη της παγωμένης νύχτας, στην απόλυτη σιγαλιά της και αφουγκράζεται την μακρινό απόηχο από τα παρακάλια της.
- Γιάάάάάννηηηηη!
Γύρισε μόνη πίσω η ηχώ της φωνής της σαν αδυνατισμένος αντίλαλος όπως τόσες φορές, όπως κάθε φορά,
Βάζει πάλι και πάλι το χέρι στο στόμα και φωνάζει:
-Γιάάάάάννηηηηη!
-Ορίίίίίστε ! Ακούστηκε μέσα στη νύχτα μια φωνή. Μου
Βιάσου, παιδάκι μου, γιατί σε έφαγε το κρύο!
Έτσι απλά μίλησε η μάνα , χωρίς έκπληξη, με τη σιγουριά της ανίκητης ελπίδας. Έτσι απλά μίλησε η μάνα , η αιώνια μάνα, σαν κάθε μάνα.
(Διασκευή της κεντρικής ιδέας Α.Β. Καραμπάτσος Αναγνωστικό. ΣΤ 1980 Χ. Χριστοβασίλη)
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.