Παντελής Σαββίδης
Ο Θεόδωρος Τσελίδης (Φιόντορ Νικολάγιεβιτς Τσελίντι),είναι Έλληνας αθλητής τζουντόκα (για όσους δεν καταλαβαίνουν, όπως και εγώ τζουντόκα είναι αυτός που αγωνίζεται στο τζούντο).
Γεννήθηκε στη Βόρειο Οσετία το 1996 από πατέρα Έλληνα, ήρθε στην Ελλάδα και το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν Έλληνας τον διευκόλυνε να πάρει την ελληνική ιθαγένεια.
Φαινοτυπικά, ο Τσελίδης έχει φυσιογνωμία εντελώς ελληνική. Και, μάλιστα, από τις ωραίες ελληνικές μορφές.
Ο Τσελίδης, λοιπόν, πήρε χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του Παρισιού και φίλος μου έστειλε ένα κείμενο στα ποντιακά το οποίο ανήρτησα. Οι άνθρωποι στην περιοχή που γεννήθηκε είναι Έλληνες Πόντιοι.
Η ανάρτηση είχε σημαντική απήχηση. Υπήρξαν, όμως, και κάποιοι ελάχιστοι οι οποίοι αφού τον συνεχάρησαν ζήτησαν να εξετασθεί η ελληνική του καταγωγή.
Ο Τσελίδης, λόγω του Έλληνα πατέρα του θα βρίσκεται σε ελαφρώς καλύτερη θέση από τον Ατεντοκούμπο που και αυτός ΈΛΛΗΝΑΣ που μεγαλουργεί στον χώρο του, πήρε την υπηκοότητα επειδή γεννήθηκε στην Ελλάδα. Και πολύ καλά έκανε η πολιτεία και στις δύο περιπτώσεις.
Το ποιος είναι Έλληνας απασχολεί τους Έλληνες από την αρχαία εποχή. Ένας λαός ο οποίος ήκμασε χάριν του ανήσυχου πνεύματος του, των εξερευνήσεών του και της κατάκτησης όλου του τότε γνωστού κόσμου αλλά και της πληθώρας των αποικιών που δημιούργησε δεν μπορεί να μην ήρθε σε επαφή και να αναμίχθηκε με άλλους λαούς τους οποίους ενσωμάτωσε στον δικό του πολιτισμό ο οποίος κυριαρχούσε τότε και αυτή η κυριαρχία του αναγνωρίζεται και σήμερα.
Είναι εντελώς αντιεπιστημονικό να αναζητά κάποιος ελληνικά γονίδια. Όσοι επικαλούνται τον καθηγητή Τριανταφυλλίδη ας τον παρακολουθήσουν προσεκτικότερα. Δεν λέει αυτό που αναπαράγεται στο διαδίκτυο.
Για λόγους κυρίως γεωγραφικούς οι Έλληνες έζησαν απομονωμένοι.
Ακόμη και οι πλέον αποδεκτοί από την επίσημη ιστοριογραφία ιστορικοί Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος και Σπυρίδων Ζαμπέλιος [που θεμελίωσαν την τριμερή συνέχεια του ελληνισμού], δεν εστιάζουν στο ελληνικό έθνος αλλά στην ελληνική γλώσσα ((Ρόντερικ Μπήτον, Οι Έλληνες σελίς 16, 17).
Η ελληνική λέξη έθνος είχε διαφορετικές σημασίες στις διάφορες εποχές από τότε που εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στην Ιλιάδα του Ομήρου (όπου αναφέρεται στις δυνάμεις των ανδρών από διάφορες ελληνικές πόλεις οι οποίες από κοινού συγκρότησαν τον στρατό που πολεμούσε την Τροία).
Απέκτησε την τωρινή «εθνοτική» σημασία της περίπου το 1790.
“Δεν αρνούμαστε-γράφει ο Μπήτον- ότι οι Ελληνόφωνοι παλαιότερων εποχών είχαν μια αίσθηση της κοινής ταυτότητάς τους ισοδύναμη με την «εθνική συνείδηση» όπως την αποκαλούμε σήμερα. Σίγουρα την είχαν. Όμως την εξέφραζαν με διαφορετικούς τρόπους”.
Ο Ηρόδοτος, γράφοντας λίγο μετά το 450πΧ την προσδιορίζει για την εποχή του με την φράση «το ελληνικόν» που μοιάζει πολύ παρόμοια στη σημασία της με το σημερινό «Ελληνισμό» (λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με αυτή τη σημασία περίπου το 1850).
Δεν ξέρουμε πως αποκαλούσαν τον εαυτό τους οι Μυκηναίοι (ενδείξεις υπάρχουν από τους Χετταίους, τους Αιγύπτιους και τα Ομηρικά έπη).
Ο τριαντάρης Ισοκράτης ξεκίνησε τη σταδιοδρομία περίπου το έτος 400 π.χ . Όμως, σύντομα έκανε κάτι πολύ καλύτερο. Ήξερε ότι δεν είχε τη ζωτικότητα και την αντοχή να αγορεύει ενώπιον ακροατηρίου 6.000 στην Εκκλησία του Δήμου, των 500 μελών της βουλής της πόλης ή των ενόρκων στο δικαστήριο. Αντ αυτού ο Ισοκράτης στράφηκε στο γραπτό λόγο και απέκτησε μεγάλη φήμη ως ο πρώτος πολιτικός αρθρογράφος στον κόσμο. Το 380 π.χ ο Ισοκράτης δημοσίευσε τον Πανηγυρικό. Έξι χρόνια νωρίτερα είχε συναφθεί η ειρήνη του βασιλέως.
Υποτίθεται ότι ο Ισοκράτης απευθύνεται σε πλήθος που έχει συγκεντρωθεί από όλο τον ελληνικό κόσμο για να συμμετάσχει σε μία από τις σημαντικές «πανελλήνιες γιορτές» όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Υποστηρίζει πως ήρθε η ώρα να παραμερίσουν οι ελληνικές πόλεις κράτη τις διαφορές τους για να συγκροτήσουν στρατό «που θα συναθροιστεί για να απελευθερώσει τους συμμάχους μας που θα σταλεί από όλη την Ελλάδα για να εκστρατεύσει και να τιμωρήσει τους βαρβάρους».
Δηλαδή τους Πέρσες οι οποίοι έναν αιώνα νωρίτερα είχαν εισβάλει δύο φορές στην Ελλάδα.
Το 380 π.χ η ιδέα ότι οι Έλληνες μπορεί να ενώνονταν για αυτό το σκοπό δεν ήταν ρεαλιστική. Όμως ο Ισοκράτης χρησιμοποιεί αυτό το φανταστικό πλαίσιο για την ομιλία του για να επαναφέρει στη μνήμη το πνεύμα της συλλογικής ευφορίας που ήταν φρέσκο την εποχή του Αισχύλου και του Ηροδότου.
Παρακινεί τους Έλληνες να υπερβούν την ταύτιση με τη δική τους πόλη κράτος ή περιοχή και να ταυτιστούν με την Ελλάδα ως σύνολο.
Εκ πρώτης όψεως ο Ισοκράτης προωθούσε την ίδια ιδέα της ενότητας των Ελλήνων την οποία είχε προωθήσει άλλοτε ο Ηρόδοτος.
Όμως υπάρχει μια διαφορά. Ο ιστορικός από την Ιωνία της Μικράς Ασίας ήταν αμερόληπτος (κατά το μάλλον ή ήττον) παρουσιάζοντας τις θετικές και τις αρνητικές πλευρές κάθε πόλης κράτους.
Ο Ισοκράτης γράφει ως Αθηναίος. Η όλη επιχειρηματολογία του στοχεύει να δώσεις στην πόλη του ηγετικό ρόλο στην προτεινόμενη εκστρατεία. Δηλώνει πως η Αθήνα ηγείται του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου στην τέχνη της ομιλίας, στο είδος της φραστικής δεξιότητας την οποία επιδεικνύει στον Πανηγυρικό.
Η πόλη μας ξεπέρασε τόσο πολύ τους άλλους ανθρώπους ως προς την σκέψη και τον λόγο ώστε οι μαθητές της έγιναν δάσκαλοι των άλλων και έκανε το όνομα των Ελλήνων να χρησιμοποιείται όχι ως προσδιορισμός της καταγωγής αλλά του καλλιεργημένου πνεύματος και να ονομάζονται περισσότερο Έλληνες εκείνοι που έχουν τη δική μας παιδεία παρά εκείνοι που ανήκουν στην ίδια φυλή με μας.
Με μια μονοκονδυλιά ο Ισοκράτης επαναπροσδιόρισε τι σημαίνει να είναι κάποιος Έλληνας.
Η ταυτότητα δεν θεωρείται πια ζήτημα συγγένειας η βιολογικής κληρονομιάς δηλαδή γένους αλλά ένα σύνολο αξιών τις οποίες ο καθένας μπορεί να αποκτήσει αρκεί να έχει επαρκή καλή θέληση και να καταβάλει προσπάθεια. Κατά πάσα πιθανότητα πολύ πριν από αυτόν τον επαναπροσδιορισμό ξένοι είχαν προσελκυστεί από τις πρακτικές των Ελλήνων και είχαν υιοθετήσει ελληνικά έθιμα ή ακόμη και την ελληνική γλώσσα.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι κάτι παρόμοιο συνέβαινε ήδη από την εποχή των Μυκηναίων.
Όμως η διατύπωση αυτής της άποψης κατ΄ αυτόν τον τρόπο και ή υποστήριξη της σε γραπτό κείμενο ως αρχή η οποία ισχύει για όλους τους Έλληνες τώρα και στο μέλλον ήταν κάτι εντελώς καινούργιο.
Επιπλέον η διατύπωσή της παρά τις επικρατούσες πολιτικές τάσεις και τη στρατιωτική πραγματικότητα της εποχής της θα την καθιστούσε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Κανένας που ζούσε το 380 π.χ δεν θα μπορούσε να προβλέψει πως θα γινόταν αυτό. Όμως τόσο ο Ισοκράτης όσο και ο Πλάτων με την αριστοτεχνική χρήση του γραπτού λόγου υπό την αμφίεση προφορικής ομιλίας θα έπαιζαν το ρόλο τους τόσο στη διάρκεια της ζωής τους όσο και πέρα από αυτή.
Τότε δεν έμπαινε καν ζήτημα να γίνει η Αθήνα, η πόλη που είχε ταπεινωθεί στο Πελοποννησιακό πόλεμο και πάλευε ακόμη να επιδείξει τη δύναμή της στο πεδίο της μάχης η πρωτεύουσα της Ελλάδας αλλά είχε αρχίσει να γίνεται η πρώτη πολιτισμική πρωτεύουσα στον κόσμο”.
(τα σχετικά με τον Ισοκράτη απο το βιλίο του Μπήτον “οι Έλληνες”)
Για 1500 χρόνια στα οποία περιλαμβάνεται ολόκληρη η Βυζαντινή χιλιετία, οι Έλληνες αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους και αργότερα Ρωμιούς.
Στην ελληνιστική περίοδο, την περίοδο από τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου ως τον θάνατο της Κλεοπάτρας η τότε γνωστή οικουμένη μιλούσε ελληνικά και είχε αποδεχθεί τον ελληνικό πολιτισμό τον οποίο διέδωσαν στην οικουμένη οι Μακεδόνες βασιλείς.
Και επι Ρωμαιοκρατίας η μισή οικουμένη από την σημερινή Κροατία ως την Μέση Ανατολή μιλούσε ελληνικά και επεδίωκε να ζήσει με τον ελληνικό τρόπο.
Υπήρξαν δύο αριθμητικές διευρύνσεις του ελληνισμού (μπορεί να υπήρξαν και άλλες αλλά εγώ αυτές θυμάμαι). Η μια όταν δόθηκε μαζικά η ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη.
Οι ρωμαίοι πολίτες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν αυτοί που στη συνέχεια ονομάσθηκαν Έλληνες. Περιλαμβάνονταν και διαχρονικοί έλληνες αλλά δεν ήταν όλοι οι Ρωμαίοι πολίτες Ελληνες. Οι ρωμαίοι πολίτες που στη συνέχεια ονομάσθηκαν ρωμιοί αποτέλεσαν τον νεοελληνικό πυρήνα.
Η δεύτερη διεύρυνση ήταν μετά τον Μακεδονικό Αγώνα, και τους Βαλκανικούς Πολέμους όταν περιήλθαν στο ελληνικό κράτος ως πολίτες του όσοι μιλούσαν ελληνικά και ακολουθούσαν το Πατριαρχείο.
Στον Ρήγα Φερραίο και στον Κοραή θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τις δύο σύγχρονες τάσεις. Μια οικουμενική αντίληψη για τον ελληνισμό –ο Ρήγας έλεγε πως Έλληνας είναι όποιος μιλά ελληνικά και υποστηρίζει την Ελλάδα–, και μια στενή εθνική αντίληψη που εκφράστηκε από τον Κοραή ο οποίος δεν θεωρούσε ελληνικό ούτε το Βυζάντιο. Αυτές οι τάσεις αντιπαλεύουν και σήμερα.
Για να γίνει αντιληπτή η μικροελλαδική σκοπιμότητα σχετικά με τον ορισμό του ποιος είναι Έλληνας να σας θυμίσω τις συζητήσεις που έγιναν για να ενσωματωθεί ο ορισμός του Έλληνα στο σύνταγμα του 1864: προτάθηκε έλληνας να θεωρείται όποιος ζει στις τότε ελληνικές περιοχές.
Πρωτεργάτες και εμπνευστές της Επανάστασης από την Πόλη και άλλες περιοχές δεν θα θεωρούνταν Έλληνες. Αυτοί, δηλαδή που ξεκίνησαν την Επανάσταση ή κράτησαν τον ελληνικό πολιτισμό ζωντανό για αιώνες. Διότι η Επανάσταση δεν ξεκίνηε απο την Πελοπόννησο. Επικράτησε στην Πελοπόννησο.
Γιατί ήθελαν αυτόν τον ορισμό στο Σύνταγμα; Διότι όσοι ζούσαν εντός ήθελαν να μοιράσουν τα ιμάτια του κράτους που δημιουργήθηκε με πολύ αίμα και κόπο. Το έκαναν και το κάνουν διαχρονικά μέχρι τις ημέρες μας.
Την ίδια συμπεριφορά επέδειξε η τάση αυτή και κατά το 1922 όταν δεν ήθελε τους Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και του Πόντου (αυτούς που ο Φίλιππος πρότεινε να συμπύξουν συμμαχία οι Έλληνες της εποχής του και να τους απελευθερώσουν από τον περσικό, τότε, ζυγό). Μέχρι να βρούν τα καράβια λιμάνι στον ελλαδικό χώρο να «πιάσουν» μεταφέροντας τους πρόσφυγες έβλεπαν και πάθαιναν.
Την ίδια συμπεριφορά είχαν και κατά την άφιξη των νεοπροσφύγων απο τις χώρες της ΕΣΣΔ μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού.
Πολλοί, λοιπόν, από αυτούς τους Έλληνες του ευρύτερου ελληνισμού έζησαν αναγκαστικά σε περιοχές και κράτη διαφορετικά από τον ελλαδικό χώρο μέχρι που κάποια στιγμή επέστρεψαν τον τόπο τους. Ο Τσελίδης είναι ένας απο αυτούς.
Αυτούς τους Έλληνες δεν θέλει ο μικροελλαδισμός. Η διαχρονική κατάρα του ελληνισμού.
Πριν κλείσω κάτι ακόμη: ας μην ψάχνουν και τόσο πολύ τα γενετικά οι μικροελλαδίτες. Μπορεί να εκπλαγούν. Δεν προχωρώ άλλο. Αντιθέτως, για λόγους προστασίας οι ελληνικοί θύλακες στην Μικρά Ασία, τον Πόντο και τον Καύκασο έμειναν πιο προφυλαγμένοι.
Ελλάδα και ελληνισμός δεν είναι αυτή η μικρή περιοχή περί την Αθήνα που από την αρχαία εποχή ως σήμερα εκμεταλλεύεται τους ‘Ελληνες και τον ελληνισμό υλικά και πνευματικά. Ούτε η φιλοσοφία ούτε η επιστήμη άρχισαν στην Αθήνα.
Ο οικουμενικός ελληνισμός έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση και με τον πολιτισμό και την διαχρονία του ελληνισμού από τον μικροελλαδισμό του νοτιοελλαδικού χώρου.
Απλώς του λείπει η οργάνωση να αναδείξει-ΤΗΡΟΥΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΙΩΝ- έναν νέο Φίλιππο που θα απελευθερώσει την Ελλάδα.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.