Του Γεράσιμου Κακλαμάνη
Ὁ καπιταλισμὸς λοιπὸν δὲν ἔχει τέλη, διότι στὶς «φιλοσοφικὲς» ἀρχές του δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἐμπορικὴ διαδικασία. Μέσα σὲ αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ φύση του κατάφερε, ὅπως ἀναφέραμε πιὸ πρίν, κάτι τὸ ἄκρως πολύτιμο, τὸ ὁποῖον σήμερα ἀποτελεῖ τὸ μεῖζον πρόβλημα τῶν καιρῶν μας: ἀνεκάλυψε τὴν ἀξιοποίηση τῆς ἐννοίας τῆς μάζης. Ὁ Πλάτωνας στὴν Πολιτεία του ἀφήνει τοὺς χάλκινους καὶ τοὺς σιδερένιους ἀνθρώπους ἀτομικῶς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν βελτίωση τοῦ μετάλλου τους ὡς πρὸς τό… «ἀγαθὸ». Ὁ καπιταλισμὸς καθησύχασε τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι οὐδεμία τέτοια προσπάθεια εἶναι ἀναγκαία, καὶ ἐφεῦρε ἁπλῶς (αὐτὸ ὀνομάζεται «καταμερισμὸς ἐργασίας») χάλκινες δουλειές, σιδερένιες δουλειές, ἀσημένιες δουλειὲς κλπ. Αὐτὴ εἶναι ἡ βαθύτερη φιλοσοφία τοῦ «φιλελευθερισμοῦ» ὅπως θὰ ἰδοῦμε. Πρόκειται ὄντως περὶ μεγαλοφυοῦς ἐφευρέσεως, τὴν ὁποίαν ἀκριβῶς σήμερα εἶναι ἀνάγκη νὰ «ἀνακαλύψουν» ὅλες οἱ κοινωνίες. Αὐτὸ εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν πρόβλημα. Ἡ μικρὴ «ἀνωμαλία» μὲ τὴν καπιταλιστικὴ αὐτὴ ἀνακάλυψη εἶναι μόνο, ὄχι ὅτι ὁ χάλκινος ἄνθρωπος δὲν ἔχει καμμίαν ἐλπίδα νὰ γίνη… σιδερένιος, ἀλλὰ ὅτι ἡ διατήρηση τοῦ «καταμερισμοῦ», ποὺ εἶναι τὸ προέχον, κάνει πολλὲς φορὲς διὰ τῶν «ποσοστῶν» καὶ τοὺς σιδερένιους χάλκινους… Τὸ «βιοτικὸ ἐπίπεδο» εἶναι ἄσχετο μὲ τὶς ἐν λόγῳ κατανομές. Ἴσα-ἴσα σήμερα τὰ ὅρια μεταξὺ… χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἔχουν γίνει ἀμετακίνητα, ἀκριβῶς διὰ τῆς ἀνόδου τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου. Ἐδῶ βρίσκεται καὶ ἡ ἀντίφαση ὡς πρὸς τὴν ἰδεολογία. Ὁ «καταμερισμὸς ἐργασίας» δὲν μορφώνει. Ἔχει ἀντίθετα ἀνάγκη νὰ διατηρῆ τὰ ποσοστὰ τῆς κοινωνικῆς βλακείας ποὺ τὸν συντηροῦν. Ἡ ἔννοια τῆς μάζης δὲν αἴρεται σὲ ἐκείνην τοῦ «συνειδητοῦ πολίτη», ὅπως διακηρύσσει ἡ ἰδεολογία, ἀλλὰ ἁπλῶς σὲ ἐκείνην τοῦ διὰ τῆς ἀστυνομίας συμμορφουμένου ἀτόμου πρὸς ὡρισμένους κανόνες κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς. Ὁ καπιταλισμὸς δὲν ἔχει παιδεία (Bildung), δὲν ἐπιτρέπεται να ἔχῃ, ἀλλὰ μόνο ἐκπαίδευση (Erziehugn). Τὸ χειρότερο ποὺ μποροῦσε νὰ ὑπάρξη στὸν κόσμο τὸ ἔφκιασε ὁ καπιταλισμὸς καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ κεφάλι τοῦ μικροαστοῦ… Αὐτὴ ὅμως εἶναι καὶ ἡ βάση του! Σιδηροδέσμιος αὐτῆς τῆς βάσης, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ μεταβάλλη σὲ γενικὴ συνείδηση τὴν στοιχειώδη ἰδεολογία ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἀστοιχείωτη καὶ ἄξεστη φύση τοῦ μικροαστοῦ, αὐτὴ τῆς «δημοκρατίας» καὶ τῶν «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων», ἡ ὁποία ἀναγκαστικὰ ἔτσι ἀποτελεῖ καὶ τὸν ἀναποτελεσματικὸν φορέα τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς, μεταβαλλομένη κατ’ ἀνάγκην σὲ ἰδεολογικὸ ἰμπεριαλισμό. Ἐπειδὴ καλοπέραση (ποὺ χωρὶς παιδεία καλύπτεται πλήρως ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ αὐτοκινήτου καὶ τῆς τηλεόρασης) εἶναι γιὰ τὸν μικροαστὸ ταυτόσημη τῆς «δημοκρατίας», ἔτσι ἀκριβῶς (καὶ κατὰ προέκταση) ἡ ἀνάπτυξη τῆς Ταϊβὰν καὶ τῆς Ν. Κορέας ἔγιναν διὰ τῆς «δημοκρατίας» καὶ ὄχι τῶν πιο στυγνῶν δικτατοριῶν….
Ἡ φιλοσοφία τοῦ φιλελευθερισμοῦ προέκυψε χωρὶς φιλοσοφικὴ προπαίδεια καὶ γι’ αὐτὸ ὠνομάσθηκε ἐμπειρισμός. Ἀναπτύχθηκε κατὰ τὰ ἑξῆς τέσσαρα στάδια, ποὺ σημειώνομε μόνο νοηματικῶς.
1ον) Διὰ τῆς θεωρίας περὶ κράτους τοῦ Χόμπς. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Χόμπς οἱ ἄγγλοι λόρδοι ἐτρώγονταν διαρκῶς μεταξύ τους (τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα μπορεῖ νὰ τὰ ἀναζητήση κανεὶς σὲ εἰδικὰ βιβλία). Προέκυψε συνεπῶς τὸ κράτος ὡς ἕνας Λεβιάθαν τεραστίας δυνάμεως, προϊὸν ὁμαδικοῦ συμβολαίου καὶ κοινῆς συγκαταθέσεως, ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε ἀπὸ τὸ κάθε τι ἀνεμπόδιστος νὰ ἐπιβάλλη ἁπλῶς μιὰν τάξη αὐτοσυντηρήσης. Τὸ κράτος τοῦ Χόμπς προκύπτει ὡς συνισταμένη ἰσορροπίας ζούγκλας. Ἡ κοινωνικὴ του φιλοσοφία θὰ μποροῦσε νὰ συνοψισθῆ στὸ ἐξῆς: «Εἶσαι ὅ,τι βουτήξεις» (Λεβιάθαν, κεφ. 10).
2ον) Τὸ δεύτερο βῆμα θὰ τὸ κάνη ἕναν αἰῶνα περίπου ἀργότερα ὁ Τζὼν Λώκ. Στὴν ζούγκλα τὸ κάθε θηρίο ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸ θὰ ἀποτελέση καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς φιλοσοφίας τοῦ Λώκ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκ φύσεως προωρισμένος νὰ πραγματοποιῆ στὸ ἔπακρο τοὺς σκοποὺς τοῦ ἀτομικοῦ του ἡδονιστικοῦ συμφέροντος καὶ γιὰ νὰ τὸ πετύχη αὐτὸ τοῦ χρειάζεται ἡ ἰδιοκτησία. Ὁ ἄνθρωπος θέλει περισσότερα ἀπὸ τὰ ὅσα χρειάζεται, γιατὶ μὲ τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα δὲν ὑπάρχη ἡδονή, ἀκριβῶς ὅμως γι’ αὐτὸ καὶ ὁ καθένας θέλει πάντα περισσότερα ἀπὸ τὸν ἄλλον («Desire of having more than men needed», βλ. Second Treatise, V, 37). Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ Λὼκ δὲν εἶναι βέβαια ὁ βυζαντινὸς καλόγηρος οὔτε ὁ μωαμεθανὸς δερβίσης· εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ «φιλελευθερισμοῦ», ὁ ὁποῖος ὑποχρεοῦται νὰ συμπεριφερθῆ ἔτσι, διότι εἶναι ὁ μόνος τρόπος αὐτοπροστασίας καὶ ὑπάρξεως ποὺ ἔχει, γιὰ νὰ προφυλαχθῆ ἀπὸ τὴν ὅμοια συμπεριφορὰ τοῦ διπλανοῦ. Πολὺ περισσότερο ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ Τζὼν Λὼκ δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἑαυτοῦ γνῶναι τοῦ Σωκράτη· εἶναι ὁ πρακτικῶς ἐπιτηδευόμενος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ «δὸς ἡμῖν τώρα», ποὺ ὡς ἐπιχειρηματίας θὰ ἀναγράψη στὴν σημαία του τὰ συνθήματα ἑνὸς φυσικῶς ἀνυπάρκτου καὶ ἰδίας χρήσεως «σοσιαλδαρβινισμοῦ»… Τὶ εἶναι ὅμως ἰδιοκτησία καὶ πῶς μπορεῖς νὰ πάρης τὸ σπίτι ἀπὸ τὸν ἄλλον χωρὶς νὰ τὸν σκοτώσης, ἀφοῦ θέλεις νὰ ἔχης περισσότερα; Ἰδιοκτησία, θὰ πῆ ὁ Λώκ, δὲν εἶναι τὰ πράγματα. Σπίτια, κτήματα, ἀντικείμενα εἶναι πράγματα φθαρτά. Τὸ ἀπόλυτον μέτρον ἰδιοκτησίας εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν φθείρεται, καὶ αὐτὸ εἶναι μόνο τὸ χρῆμα. Ἄρα δικαίωμα ἰδιοκτησίας εἶναι δικαίωμα ἐξευρέσεως χρήματος, δηλαδὴ ἐντὸς τῶν κρατικῶν πλαισίων «δικαίωμα ἐργασίας». Μέσα σ’ αὐτὴν θὰ βρῆ ὁ ἄνθρωπος τὴν δυνατότητα νὰ ἐφαρμόσει τὶς φυσικὲς ροπὲς τῶν «ἱκανοτήτων» του, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἀνάγκη τοῦ δικαίου πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ φανεροῦ χάους. Τὸ κράτος τοῦ φιλελευθερισμοῦ (καὶ τοῦ καπιταλισμοῦ γενικώτερα) θὰ γίνη ταυτόσημο τῆς δικαιοσύνης, διότι, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἕνα μέτρο κοινῆς ἠθικῆς (αὐτῆς καταμερισμένης ἀπείρως στὴν «δεξιότητα» τῆς στιγμῆς -θὰ δοῦμε κάποιες «ἀνεπαίσθητες» κοινωνικὲς διαφοροποιήσεις στὶς ὁρολογίες τοῦ Μὰξ Βέμπερ ἐπ’ αὐτοῦ), μόνο οἱ νόμοι (ὁ πολλαπλασιασμὸς καὶ ἡ ἐπεξεργασία τους) μποροῦν νὰ ἐλέγξουν τὴν κατάσταση. Μὴ ὑπαρχούσης γενικῶς ἀποδεκτῆς ἠθικῆς (ταξικὸν φαινόμενον εἶναι ἡ ἠθική, θὰ πῆ ὁ Μάρξ κατὰ τὸν περασμένον αἰῶνα), τὸν ρόλο της τὸν ἀναλαμβάνει ἡ φιλοσοφία ὡς μιὰ διαρκὴς συζήτηση μεταξὺ αὐτοῦ ποὺ κανένας μπορεῖ καὶ αὐτοῦ ποὺ πρέπει νὰ μπορῆ. Αὐτὸ τὸ «πρέπει» ἐνέχει βέβαια μιὰν «ἱστορικότητα», δηλαδὴ δὲν εἶναι κάτι τό… μεταφυσικῶς δεδομένο.
Φανερὸ πλέον εἶναι, ἀφοῦ ἡ κοινωνία γίνεται κοινωνία τῶν «ἱκανωτέρων» μὲ μέτρο τὶς «προσωπικὲς των ἀνάγκες» καὶ ὁ νόμος δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαντλήση καὶ τὶς «κρυφὲς πλευρὲς» τῆς «ἱκανότητος», νὰ δημιουργῆται καὶ μιὰ «ἠθικὴ τῶν ἱκανωτέρων». Οἱ «ἱκανοὶ» γίνονται πλέον ἡ κυρίαρχος τάξη μὲ δική της ἠθική. Οἱ «μὴ ἱκανοὶ» ἤ «λιγώτερο ἱκανοὶ» θὰ πρέπει νὰ μένουν ἱκανοποιημένοι στὴν ἁπλοϊκὴ ἠθικὴ τῶν δέκα ἐντολῶν, δηλαδὴ τὴν ἠθικὴ τῶν πολλῶν. Πρόκειται γιὰ τὴν «Gesinnungsethik» τοῦ Μάξ Βέμπερ. Οἱ ὀλίγοι καὶ «ἱκανοὶ» θὰ ἔχουν τὴν δική τους ἠθικὴ τῶν ὀλίγων ποὺ προβλέπει «ἡγετικοὺς σκοπούς». Πρόκειται γιὰ τὴν «ἠθικὴ εὐθύνης», τὴν «Verantwortungsethik». Σ’ αὐτὴν δὲν χρειάζεται νὰ κάνη κανένας ὅ,τι λέει. Μπορεῖ νὰ κλέβη καὶ νὰ ἱδρύη ταὐτόχρονα ὁλόκληρα σεμινάρια περὶ τοῦ «οὐ κλέψεις». Τὸ πιὸ ἀγαπημένο ἀνάγνωσμα στὴν πολιτικὴ φιλολογία τοῦ καπιταλισμοῦ θὰ γίνη ὁ Πρίγκιπας τοῦ Μακιαβέλλι. Ὄχι γιατὶ στὸ ἔργο τῆς πολιτικῆς δὲν ἐνέχονται ἀφ’ ἑαυτῶν ὁ δόλος καὶ ἡ σκοπιμότητα -τὸν παιδαγωγικὸ δόλο τὸν δέχεται καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πλάτωνας στὴν Πολιτεία του-, ἀλλὰ γιατὶ προέχει κυρίως νὰ διατηρηθῆ ἡ διάκριση τῶν δύο ἠθικῶν στὴν παραγωγή…
Ἡ ἠθικὴ τῶν «ἱκανῶν» θὰ πάψη νὰ ἐπενδύεται μὲ φιλοσοφικὰ νοήματα «ὑπεροχῆς» καὶ ἐλαφροὺς τόνους «ὑπερανθρώπου» (ἐλαφρούς, ὅμως, γιατὶ ὁ «ὑπεράνθρωπος» τοῦ Νῖτσε δὲν εἶναι οἰκονομικῆς ὑπάρξεως ὄν), διὰ τῶν ὁποίων αὐτὸ ποὺ κυρίως ἐπιδιώκεται εἶναι ἡ «σκλήρυνση» συνειδήσεως τοῦ ἀνωτέρου ὑπαλληλικοῦ προσωπικοῦ τῶν οἰκονομικῶν ὀργανισμῶν: γιὰ τὴν ἄνθηση τῆς οἰκονομίας μόνο ἠθικὲς συνειδησιακὲς κρίσεις δὲν χρειάζονται. Ἡ ἐπιτυχία στὸν οἰκονομικὸ τομέα ἀπαιτεῖ τύπους «νικητοῦ» καὶ νικητὴς εἶναι μόνο ὅποιος μπορεῖ νὰ καταστρέφη ἄλλους. Συνειδησιακὲς ἀναστολὲς σημαίνουν τὸν βέβαιον θάνατο τῆς «προόδου»… Αὐτὰ εἶναι περίπου τὰ ἰδεολογικὰ δόγματα τῆς «φιλελεύθερης οἰκονομίας» καὶ καλλιεργοῦνται μὲ ὅλους τοὺς δυνατοὺς τρόπους. Σὲ ὅλες τὶς μεγάλες οἰκονομικὲς ἐπιχειρήσεις λειτουργοῦν εἰδικὰ «ψυχοθεραπευτικὰ» τμήματα ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ εἶδος «ἀγωγῆς», στὸν δὲ γενικώτερον πολιτιστικὸ τομέα ἐπείγει νὰ καταστραφοῦν οἱ πολιτιστικὲς παραδόσεις, ὅπως π.χ. ἡ ταυρομαχία (πολιτιστικὸς θεσμὸς αἰώνων, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀράβων, καθὼς δείχνει ὁ Γκόγια στὸ Μουσεῖο τῆς Ρόντα, καὶ τοῦ ὁποίου τὴν πολιτιστικὴ σημασία στὸ συλλογικὸ ὑποσυνείδητο μπορεῖ κανεὶς νὰ καταλάβη ἀπὸ τὴν συνεχῆ ἄνθηση τῆς τέχνης στὴν Ἱσπανία -ἡ ταυρομαχία δὲν εἶναι «βαρβαρότητα» ἀλλὰ ἕνας βαθύτατα φυσικὸς συμβολισμός…) καὶ νὰ μείνουν τὰ παιχνίδια τῆς ταπεινῆς ἐπιθετικότητας τοῦ… μάνατζερ: τὸ ποδόσφαιρο, τὸ ράγκμπυ, τὸ τέννις, τὸ ἄϊσχόκεϋ καὶ οἱ «Ὀλυμπιάδες» τῶν τσάμπιον διὰ τῶν ντόπινγκ, ποὺ θὰ χρησιμεύσουν ἐν συνεχείᾳ γιὰ τὴν προβολὴ τῶν πιὸ «δυνατῶν»προϊόντων στὴν ἀγορά… Αὐτὰ ἀπαιτεῖ ἡ ἰδεολογία τῶν μάνατζερ καὶ εἶναι τὰ μόνα ποὺ πρέπει νὰ ἐπικρατήσουν -τῶν μάνατζερ: δηλαδὴ τῶν τύπων ἐκείνων ποὺ ξέρουν κάθε λεπτομέρεια γιὰ ὅλα τὰ πολύπλοκα «προγράμματα», ἀλλὰ στὸν ἔρωτα λ.χ., ὅπως σημειώνει ὁ E. Fromm, ἔχουν τὴν ἐμπειρία μικροῦ καθυστερημένου παιδιοῦ…
Ἡ φιλοσοφία τοῦ φιλελευθερισμοῦ εἶναι πρᾶγμα βαθύτατα ἐχθρικὸ πρὸς κάθε μορφὴ πολιτισμοῦ, διότι διὰ τοῦ πολιτισμοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ὁ ἡδονιστικὸς ἄνθρωπος στὴν φυσική του κατάσταση γιὰ νὰ ξεχυθεῖ στὴν ἀγορά. Ὁ πολιτισμὸς, ὅποιος πολιτισμός, θεωρεῖ τὴν ἀγορὰ μέσον, ἐνῷ γιὰ τὸν ἡδονιστικὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ τὸ σημερινὸ καταναλωτικὸ μηχάνημα, αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι αὐτοσκοπός. Οἱ ἀντιλήψεις τοῦ φιλελευθερισμοῦ, ὅπως θὰ ἰδοῦμε, ὁδηγοῦν μὲ μαθηματικὴν ἀκρίβεια στὴν πολιτιστικὴ ἐκπτώχευση ἐπὶ παγκοσμίου ἐπιπέδου.
Ἡ ἔννοια τοῦ χρήματος τὴν ἐποχὴ τοῦ Λώκ, ποὺ συμπίπτει μὲ ἐκείνην τοῦ δουλεμπορίου, δὲν ἦταν ἀκριβῶς ἡ καπιταλιστικὴ ἔννοια τοῦ χρήματος. Ἦταν τὸ χρῆμα τῆς ἐσωτερικῆς ἀγορᾶς ποὺ προέκυπτε ἀπὸ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν προϊόντων, τῶν ὁποίων τὸ εὐσέβαστον μέρος ἀποτελοῦν τὰ «ἀποικιακὰ εἴδη». Οἱ φυτεῖες λοιπὸν στὴν Ἀμερικὴ εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητες καὶ κάτι τὸ αὐτονόητον γιὰ τὴν φιλοσοφία τοῦ ἡδονισμοῦ. Καὶ ἐπειδὴ «φιλοσοφικῶς» καὶ οἱ μαῦροι σκλάβοι ἔχουν δικαίωμα ἐπὶ τῆς ἀτομικῆς ἡδονῆς, ὁ Λὼκ θέτει τὶς φυτεῖες ὑπὸ καθεστὼς… σοσιαλισμοῦ: οἱ φυτεῖες ἀνήκουν ἀπὸ κοινοῦ στοὺς κυρίους καὶ στοὺς σκλάβους, μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι στοὺς κυρίους ἀνήκουν τὰ εἰσοδήματα, ἐνῷ στοὺς σκλάβους τὸ «προνόμιο» νὰ δουλεύουν σ’ αὐτὲς τζάμπα!…
3ον) Ἡ μᾶζα τοῦ χρήματος ὅμως δὲν αὐξάνει διὰ τῆς ἐσωτερικῆς ἀγορᾶς, ἐνῷ διὰ τῆς αὐξήσεως τῆς παραγωγῆς τὸ δουλεμπόριο κατέστη ἀντι-οἰκονομικό. Τὸ ἑπόμενο λοιπὸν βῆμα στὴν «φιλοσοφία τοῦ φιλελευθερισμοῦ» θὰ τὸ κάνη ὁ Ἄνταμ Σμίθ: τὸ χρῆμα δὲν αὐξάνει εἰμὴ μόνον διὰ τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐμπορίου, ἄρα δὲν ἔχουν οἱ ἔμποροι παρὰ νὰ ξεχυθοῦν στὶς τέσσαρες ἄκρες τοῦ κόσμου καὶ νὰ ἀκολουθοῦν οἱ στρατοὶ νὰ τοὺς κατοχυρώνουν τὰ «ἀνθρώπινα δικαιώματα» καὶ νὰ τοὺς «ὑπερασπίζουν» ἀπ’ τὶς διαθέσεις τῶν ντόπιων πληθυσμῶν…
4ον) Τὸ ἑπόμενο βῆμα, ποὺ προϋποθέτει καὶ ἕνα προηγμένο στάδιο ἐξωτερικοῦ ἐμπορίου μεταξὺ κρατῶν, εἶναι τὸ κριτήριο τοῦ «συγκριτικοῦ πλεονεκτήματος» τοῦ Ρικάρντο: νὰ μὴν παράγουν ὅλοι ὅλα τὰ εἴδη, ἀλλὰ ὁ καθένας ὅ,τι τὸν συμφέρει περισσότερο. Τὸ κριτήριο αὐτὸ τοῦ Ρικάρντο εἶναι προφανῶς λογικὸ μέσα σὲ μιὰ ἑνιαία ὀργάνωση τῆς παραγωγῆς, σὲ καθεστὼς ὅμως ἀποικιοκρατικῶν σχέσεων -ποὺ ἰσχύει μέχρι σήμερα- ἡ σημασία του εἶναι προφανής: οἱ μονοκαλλιέργειες. Ἔτσι π.χ. ἡ Ἑλλάδα στὸν περασμένο αἰῶνα (καὶ ἀκόμη μέχρι σήμερα) δὲν μπόρεσε νὰ ἐξασφαλίση τὸ πρόβλημα τοῦ ψωμιοῦ, διότι εἶχε τὴν μονοκαλλιέργεια τῆς σταφίδος, ἐνῷ στὴν Βραζιλία, προκειμένου νὰ ἐξασφαλισθῆ ἡ μονοκαλλιέργεια τοῦ καφέ, θεμελιώθηκαν καλὰ οἱ φεουδαρχικὲς δομὲς καὶ ὁ κόσμος πεθαίνει σήμερα ἀπ’ τὴν χολέρα…
Οἴκοθεν νοεῖται ὅτι ὅλη ἡ φιλοσοφικὴ πολυλογία τοῦ 19ου αἰῶνος, δηλαδὴ τοῦ αἰῶνος στὸν ὁποῖον «ἀποδίδουν» πλήρως οἱ ἀρχὲς τοῦ Λὼκ καὶ τοῦ Σμὶθ διὰ τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ, δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο παρὰ «διανοητικὲς ἐπεξεργασίες» μιᾶς δεδομένης τάξης πραγμάτων μὲ κορυφὴ τὴν συμπεριλαμβάνουσα ἔννοια τῆς «λογικῆς τοῦ σκοποῦ» τοῦ Μὰξ Βέμπερ (Zweckrationalität: σκοπὸς τῆς λογικῆς εἶναι ἡ «λογικὴ» τοῦ σκοποῦ, ἄρα πᾶσα ἀποκλίνουσα λογικὴ ὀφείλει ἀναγκαστικὰ νὰ καταδιώκεται…). Κατὰ τὸν ἱδρυτὴ μάλιστα τῆς χρησιμοθηρικῆς σχολῆς Ἰ. Μπένθαμ (καλὸ εἶναι τὸ χρήσιμο, χωρὶς φυσικὰ ὁρισμὸ τοῦ χρησίμου πρὸς τί…), ἡ «εὐτυχία» μπορεῖ νὰ μετρηθῆ καὶ μαθηματικά: ἀναλύεις τὰ «ὑπέρ» καὶ τὰ «κατὰ», βγαίνεις στὸν δρόμο καὶ ρωτᾶς τοὺς περαστικοὺς, ὁπότε ἔχεις τοὺς ἀδιαμφισβήτητους μέσους ὅρους περὶ τῆς ἐννοίας τοῦ… καλοῦ. Τὸν Μπένθαμ συνεπῶς μποροῦμε νὰ τὸν θεωρήσωμε ἀρχηγέτη τῶν συγχρόνων «δημοσκοπήσεων» καὶ πνευματικὸ ἱεράρχη τῆς ἐξαθλιωμένης ὕπαρξης τοῦ σημερινοῦ μικροαστοῦ, τοῦ ὁποίου ὅλες οἱ μεταφυσικὲς ἀπορίες λύνονται συλλήβδην μὲ ἕνα νέο ψυγεῖο…
Γιὰ τὸν μαθητὴ τοῦ Μπένθαμ, Τζὼν Στιούαρτ Μίλλ, τὸ καλὸ συνεχίζει νὰ εἶναι ἡ «μεγαλύτερη δυνατὴ εὐτυχία (ἡδονὴ) γιὰ ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερον ἀριθμὸ ἀνθρώπων» (ἐννοεῖται βέβαια μιᾶς καὶ τῆς ἴδιας κοινωνίας, διότι τότε δὲν ὑπῆρχε ἡ ἔννοια καμμιᾶς παγκοσμίου κοινωνίας), ἀλλά, ἐπειδὴ καταλαβαίνει ὅτι αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ μετρηθῆ ὅπως ὑπεδείκνυε ὁ Μπένθαμ (ἄλλωστε ἡ «κοινὴ γνώμη» δὲν ἦταν κάτι ποὺ ἐνθουσίαζε τὸν Μίλλ), διαχωρίζει τὴν εὐτυχία, προφανῶς χωρὶς Θεὸ -καὶ ὅταν λέμε «Θεὸ» σὲ τοῦτες τὶς γραμμὲς δὲν ἐννοοῦμε εἰμὴ μόνο τὶς λύσεις τῶν βασικῶν καὶ ἀναλλοιώτων φιλοσοφικῶν προβλημάτων ποὺ ἔδωσαν οἱ θρησκεῖες στοὺς χώρους τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου-, σὲ «ποιοτικὴ» καὶ «ποσοτικὴ». Σκοπὸς εἶναι βέβαια ἡ ποιοτική, ποιὸς ὅμως καθορίζει πρακτικὰ τὴν ποιότητα; Ἡ πεῖρα θὰ πῆ ὁ Μίλλ, παραπέμποντας ἔτσι ἔμμεσα σὲ κάποιο εἶδος «καπιταλιστικῶν δημογεροντιῶν»: ὁ γέρων καὶ ἔμπειρος καπιταλιστὴς, ὁ ἰδιοκτήτης φυτείας ἤ ἐργοστασίου, γνωρίζει βέβαια καλὰ νὰ καθορίση μεταξὺ τῆς ποιοτικῆς καὶ ποσοτικῆς σημασίας τοῦ χρησίμου…
Ἡ πεῖρα, ποὺ τὴν ἀποκτᾶ πάντα κανεὶς ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ κοινωνικοποιήσεώς του, παραπέμπει στὸ πρότυπον τῆς «φιλελεύθερης» κοινωνίας τοῦ ἡδονισμοῦ, ποὺ εἶναι ὁ «ἐπιτυχημένος ἐπιχειρηματίας». Ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας πραγματοποιήσεως τῆς «εὐτυχίας» (καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς φαίνεται ἡ ἔλλειψη φιλοσοφικῆς βάσης τῶν θεωρημάτων τοῦ φιλελευθερισμοῦ), ὁ Μίλλ δέχεται ἕναν συνδυασμὸ μεταξὺ τῆς «ἀοράτου χειρὸς» τοῦ Σμὶθ καὶ τῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας τοῦ Κάντ. Ὄχι φυσικὰ κατὰ τὴν φιλοσοφικὴ ἔννοια τοῦ Κάντ, ἀλλὰ σὰν πρακτικὸ ἐργαλεῖο ποὺ θεραπεύει ἀνάγκες. Ἡ ἀντίληψη τῆς «ἀοράτου χειρὸς» καὶ τοῦ κράτους τοῦ Χόμπς (ποὺ εἶναι κράτος «συμβολαίου») παραμένει ἐγγενῶς στὴν χρησιμοθηρικὴ φιλοσοφία. Δὲν ὑπάρχει κάποια ἔννοια «φυσικοῦ δικαίου» (ἐξαιρέσει βέβαια ἐκείνου τῆς ὑποκειμενικῆς «ἡδονῆς») ἀπὸ τὴν ὁποίαν θὰ μποροῦσε νὰ ἐξαχθῆ κάποια ἔννοια «δικαιοσύνης», ἀλλὰ μόνο ἡ χρηστικὴ ἀντίληψη περὶ ἑνὸς δεσμευτικῶς λειτουργοῦντος ὀργανωτικοῦ μηχανισμοῦ μέσα σὲ μιὰ μεταβλητὴ ἔννοια «θετικοῦ δικαίου». Ὁ Κάντ, ἀντίθετα, γιὰ τὸν ὁποῖον τὸ κράτος εἶναι ἐξ ἴσου κάτι τὸ ἐξωτερικῶς δεδομένο, προσπαθεῖ νὰ συνδυάσει τὶς ἔννοιες κράτους καὶ δικαιοσύνης. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ ἐπιχειρεῖ μὲ καθαρῶς φιλοσοφικὰ μέσα καὶ ὄχι μὲ ἄμεσες κοινωνικὲς σκοπιμότητες δεδομένων τελῶν, οὐδόλως παράξενο εἶναι ὅτι καταλήγει στὸ συμπέρασμα πὼς ἡ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης δὲν μπορεῖ νὰ ὁρισθῆ χωρὶς τὶς ἱστορικὲς λύσεις ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστιανισμὸς στὰ ἀρχαῖα φιλοσοφικὰ προβλήματα, δηλαδὴ ὅτι ἡ δικαιοσύνη μόνο ὑπερβατικὰ μπορεῖ νὰ ὁρισθῆ. Ἡ ἔννοια τοῦ ἀγαθοῦ στὴν Πολιτεία τοῦ Πλάτωνα ὡς φιλοσοφικὴ ἐνασχόληση δὲν μπορεῖ νὰ λύση τὸ πρόβλημα τῆς ἠθικῆς, δηλαδὴ τοῦ μὴ ἐξωτερικῶς ἐξαναγκάζοντος μέτρου, διότι παραμένει στὸ ἐπίπεδο τῆς ὑποκειμενικῆς ἀντίληψης, λόγῳ τῆς φιλοσοφικῆς προσέγγισης τοῦ «ἀγαθοῦ». Καὶ γιὰ τὴν λύση τῆς ἀντινομίας αὐτῆς, ἀφοῦ τὸ κράτος στὴν Πολιτεία εἶναι ἠθικὸς ὀργανισμὸς, ἀναγκάζεται ὁ Πλάτωνας νὰ κάνη τὸν βασιλέα-φιλόσοφό του «μυστικὸ», τοῦ ὁποίου ἡ κοινωνικὴ λειτουργία ἐκπληροῦται διὰ τῆς πίστεως μᾶλλον παρὰ διὰ τῆς φιλοσοφίας… Ἀπὸ ἐδῶ ὥς τὸν Χριστιανισμὸ ἡ ἀπόσταση εἶναι ἐλάχιστη: γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἡ λύση βρίσκεται στό… δόγμα, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δικαιοσύνη καὶ ἠθικὴ ταὐτίζονται. Ἡ δικαιοσύνη ἀποκτᾶ πλέον «ὁρισμὸ»… Ὁ τέτοιος ὅμως «ὁρισμὸς» τῆς δικαιοσύνης, ποὺ «μέτρο» της ὑποθέτει τὸ ἠθικὸ «ὀφείλειν» τοῦ δόγματος, δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιτρέπει εὔκολα τὴν λειτουργία κάποιου «θετικοῦ δικαίου», μεταβλητοῦ κατὰ περίπτωση καὶ συνθῆκες… καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἴδαμε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ντοστογιέφσκυ. Ἀλλὰ καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ θετικοῦ δικαίου στὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμπέρασμα καταλήγει: «ἡ μορφὴ τοῦ φυσικοῦ δικαίου δὲν εἶναι τὸ κράτος· οὔτε τὸ κράτος μὲ τὴν εὐρεῖα ἔννοια μιᾶς ἀναγκαστικῆς τάξεως οὔτε τὸ κράτος μὲ τὴν στενὴ ἔννοια τῆς ἐξαναγκαζούσης ὀργανώσεως κατὰ τὴν κατανομὴ τῆς ἐργασίας. Ἐὰν ὑπὸ τὸν ὅρον «ἀναρχία» νοήσωμε ὄχι ἁπλῶς τὴν ἔλλειψη κάθε τάξεως, ἀλλὰ τὴν ἰδέα μιᾶς μὴ κρατικῆς τάξεως, ἀπηλλαγμένης ἐξαναγκασμοῦ, τότε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ φυσικὸ δίκαιο εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ «ἀναρχικὴ» τάξη. Πράγματι, κάθε ἀναρχικὴ θεωρία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ διδασκαλία περὶ φυσικοῦ δικαίου. Οἱ προϋποθέσεις τοῦ ἀναρχισμοῦ εἶναι οἱ εἰδικὲς συνθῆκες τῆς ἰδέας περὶ φυσικοῦ δικαίου… Ὅλες οἱ προσπάθειες νὰ χωρισθῆ τὸ δίκαιο ἀπὸ τὸ κράτος, δίκαιο καὶ κράτος νὰ θεωρηθοῦν ὡς δύο διάφορες στὸ Εἶναι τους ὀντότητες (Wesenheiten), ὁλόκληρος ὁ κατὰ πολυπλοκώτατες παραλλαγὲς ἐμφανιζόμενος δυαδισμὸς περὶ δικαίου καὶ κράτους, εἶναι στὸ ἀπώτατο βάθος του καὶ στὸν ἔσχατον σκοπό του ὁ πυρῆνας μιᾶς περὶ φυσικοῦ δικαίου ἐκδοχῆς (naturrechtlichen Ursprungs)» –βλ. H. Kelsen, μν. ἔ. σελ. 81-82.
Περιττὸν βέβαια νὰ ποῦμε ὅτι τὸ ὑπόβαθρον τῆς λαϊκῆς ἰδεολογίας τοῦ λιμπεραλισμοῦ εἶναι ἡ… Βιολογία κατὰ «χρησίμους» τρόπους ἑρμηνευομένη. Ἡ συνείδηση εἶναι ἐπίκτητον βιολογικῶς φαινόμενο, δηλαδὴ μιὰ «κακὴ συνήθεια» τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πρέπει διὰ τῆς «ψυχοθεραπείας» νὰ ἀποβάλη ὡς «λογικὸ ὄν». Βασανίζει τὰ ζῶα, διαμελίζει τὰ ἔντομα, καταστρέφει ὅ,τι πιάση στὸ χέρι του (ἄρα ἡ ἐπιθετικότητα εἶναι στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου) καὶ αὐτὸ ποῦ λέμε «συνείδηση» εἶναι μιὰ ἐπίκτητη ἰδιότητα ἀγωγῆς ἀπὸ τὸ «μή-μή» τῶν γονέων. Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπο μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθῆ ἡ σεξουαλικὴ ἰδιότητα τῶν εἰδῶν, ἐπειδὴ δὲν τὴν ἐμφανίζουν στὰ πρῶτα στάδια, στὸν δὲ ἄνθρωπο εἰδικὰ νὰ θεωρηθῆ «ἐπίκτητος» ἁπλῶς καὶ μόνο ἐπειδή… ὑπάρχουν οἱ οἶκοι ἀνοχῆς! Ὅτι ὁ ἀλτρουϊσμὸς ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση διατηρήσεως τῶν εἰδῶν καὶ ὅτι ἡ φύση τὸν ἐγκαθίδρυσε βαθύτατα σὲ ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ ὀργανικὰ ὄντα διὰ τοῦ «μητρικοῦ ἐνστίκτου» ἤ ὅτι ἀκόμη καὶ στὴν ζούγκλα τὰ εἴδη δίνουν σήματα συναγερμοῦ ὅταν πλησιάζη κίνδυνος (καθαρὸ ἀλτρουϊστικὸ ἔνστικτο ἐπιβίωσης), ἤ μέχρι καὶ τὰ κατοικίδια ποὺ οὐρλιάζουν πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση μεγάλου σεισμοῦ καὶ εἰδοποιοῦν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὰ ὅλα δὲν χρησιμεύουν γιὰ τὴν ἰδεολογία τοῦ λιμπεραλισμοῦ. Ἡ Βιολογία «φιλελευθεροποιεῖται» κι’ αὐτὴ καταλλήλως, γιὰ νὰ στηρίξη τὶς πιὸ ἁπλοϊκὲς ἀπόψεις περὶ «σοσιαλδαρβινισμοῦ» ὡς τὸ «ἐπιστημονικὸ» ἐπέκεινα τῶν ἡδονιστικῶν ἀξιωμάτων. Τὸ μεγάλο ψάρι τρώει τὸ μικρό, ἄρα ὁ δυνατὸς τὸν ἀδύνατο, ὁ ψηλὸς τὸν κοντό, ὁ ἄσπρος τὸν μαῦρο, ὁ πλούσιος καὶ «ἱκανὸς» τὸν φτωχό κ.ο.κ. Πῶς τώρα γίνεται καὶ οἱ τόσο «ἐπιστημονικὰ» ἁπλὲς αὐτὲς ἀντιλήψεις δὲν παρετηρήθησαν στὰ πλαίσια ἄλλων πολιτισμῶν; Εἶναι δυνατὸν οἱ τόσο «αὐτονόητες» αὐτὲς ἀρχὲς νὰ ἔμειναν τόσες χιλιάδες χρόνια ἐπιστημονικῶς ἀπαρατήρητες καὶ νὰ παρουσιάσθηκαν τόσο ξαφνικὰ ὅλες μαζεμένες στὸν αἰῶνα τῆς ἀποικιοκρατίας; Καὶ μπορεῖ ὄντως ἡ σοφὴ οἰκονομία τῆς φύσης διατηρήσεως τῶν εἰδῶν νὰ ὀνομασθῆ «περὶ ὑπάρξεως ἀγῶνας»; Ἡ φύση ἔφκιαξε τὰ εἴδη γιὰ νὰ ὑπάρχουν καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἀγωνίζωνται νὰ ὑπάρχουν. Ὑπάρχει εἶδος ποὺ τρώει τὸ εἶδος του ὡς «κανόνας» ὑπάρξεως; Ὁ πόλεμος στὴν φύση εἶναι προαγωγὸν στοιχεῖο τῆς ζωῆς, δηλαδὴ συνθήκη διατηρήσεως τῶν εἰδῶν καὶ ὄχι στοιχεῖο καταστροφῆς των. Αὐτὴ εἶναι ἡ μικρὴ διαφορὰ τοῦ «σοσιαλδαρβινισμοῦ» ἀπὸ τοὺς μηχανισμοὺς τῆς φύσης: ὅτι ἡ φύση δημιουργεῖ, ἐνῷ ὁ λιμπεραλισμὸς μὲ τὴν φιλοσοφία του καταστρέφουν.
Ἡ ἔννοια τῆς καταστροφῆς εἶναι ἐγγενὴς στὴν φιλοσοφία τοῦ λιμπεριαλισμοῦ, διότι συνδυάζει ἕναν κίνδυνο μὲ ἕνα κακό. Κινδυνῶδες πρᾶγμα εἶναι ἡ ἴδια ἡ τεχνολογία καθ’ ἑαυτὴν καὶ τὸ κακὸ εἶναι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει δρῶσα ὁ λιμπεριαλισμός. Ὁ λιμπεραλισμὸς ἔχει ἀνάγκη νὰ υἱοθετήσει τὴν χωρὶς μέτρο ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας, διότι αὐτὸ ἀνταποκρινόταν στὰ φιλοσοφικὰ του ἐπιτάγματα (ἄν μιὰ ἐφεύρεση δίνη κέρδος, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ μὴ χρησιμοποιηθῆ;). Ποιό θὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ «ἀνταλλαγῆ» κατὰ τὸ τρίτον ἐπίταγμα τοῦ Α. Σμίθ, ἄν ὄχι τεχνολογικὰ προϊόντα; Καὶ ἐξώδευσε μὲν ἀπείρως ἀνθρώπους, τοὺς «λιγώτερο ἱκανοὺς» κατὰ τὶς ἀπόψεις τοῦ Λὼκ (ἄν ὁ Μάρξ ἔγραφε τὸ Κεφάλαιο κάπου ἀλλοῦ καὶ ὄχι στὴν Ἀγγλία, τὸ ἀνθρωπιστικὸ νόημα τῶν θεωριῶν του δὲν θὰ ἐκαλύπτετο γιὰ τόσα χρόνια ἀπὸ τὸ οἰκονομικό), ὅπως καὶ κάθε δυνατότητα φυσικῆς πηγῆς, ἀλλὰ παρ’ ὅλες τὶς οἰκολογικὲς καταστροφὲς καὶ τὶς ἐπαναστάσεις τοῦ παρελθόντος, τὸ νόημα τῆς βασικῆς καταστροφῆς βρίσκεται στὸ μέλλον καὶ ὄχι στὸ παρελθὸν ἤ τὸ παρόν. Εἶναι κάτι ποὺ γίνεται ἀργὰ καὶ ἀνεπαίσθητα. Πρὶν ὅμως ἀπ’ αὐτό, πρέπει νὰ ποῦμε -καὶ τοῦτο πρὸς μείζονα διευκρίνηση τῆς ἐννοίας τῆς «δημοκρατίας»-, ὅτι οἱ ἐργαζόμενες μᾶζες τῆς Εὐρώπης βασικὰ δὲν ἐνδιαφέρονται καθόλου γιὰ τὴν πολιτική, βγάζουν ἁπλῶς τὴν παραγωγή, μὲ μὴ ἴσως καθαρὴ ἀλλὰ πλήρη ἐπίγνωση τοῦ ἀδιεξόδου καὶ πεπεισμένες περὶ τοῦ «πεπρωμένου» τῆς καταστροφῆς τοῦ κόσμου, φροντίζοντας ἁπλῶς γιὰ τὴν μὴ μείωση τοῦ μεροκάματου, ποὺ θὰ τοὺς ἐπιτρέψη τὴν «ἡδονιστικὴ πραγμάτωση» τῆς προσφερόμενης κατανάλωσης (καὶ τῆς προσφερόμενης βέβαια «Gesinnungsethik» τοῦ Ράμπο -τοῦ ἥρωα τῆς τηλεόρασης ποὺ πολεμάει γιὰ τὶς «ἀρχὲς τῆς φιλοπατρίας», τοῦ «ἡρωϊσμοῦ» καὶ τοῦ «καθήκοντος»). Ἡ ἰδεολογία τῆς «εὐμάρειας» ἔχει λόγους νὰ ἐξοβελίζει τὰ σημαινόμενα τῆς διαδικασίας της, ποὺ εἶναι ἀκριβῶς ἡ διαμόρφωση ἑνὸς κόσμου ἄνευ νοήματος.
Γεράσιμος Κακλαμάνης, Τὸ Ἀνατολικὸν Ζήτημα σήμερα, σ. 283, 284, 286-293, 294, 295-296, ἐκδόσεις Εἰκοστοῦ Πρώτου Αἰῶνα, Ἀθήνα, 1998
ΠΗΓΗ: https://ellinikosblog.wordpress.com
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.