Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 137
Είδα το καινούργιο Μπλέιντ Ράνερ 2049 σε γεμάτη αίθουσα την Τρίτη, τη μέρα που ψηφίστηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο για την αλλαγή φύλου. Ναι, τίποτα δεν είναι τυχαίο! Στες ΗΠΑ η επιστημονική φαντασία, το sci fi, όπως το λένε τα εδώ ελληνικά, γίνεται ταινία, στην Ελλάδα νόμος. Αυτό είναι που λένε… η φαντασία στην εξουσία!
Είμαστε, λοιπόν, στα 2049. Ζώα, δέντρα και φυτά δεν υπάρχουν πια στον πλανήτη. Ένα μόνο ζώον επιβιώνει, ο άνθρωπος, κι απ’ αυτούς λίγοι. Ζουν σε μια σκοτεινή ομιχλώδη πόλη, που περιτριγυρίζεται από ψηλό τείχος-φράγμα. Η εταιρεία, που έχει την απόλυτη κυριαρχία σε αυτή την ανθρώπινη μετα-αποικία ονόματι Λος Άντζελες –πόλη των Αγγέλων–, διευθύνεται από έναν τυφλό, στην όψη σαν Αμερικανό Τζίζους (Jesus), ο οποίος διατείνεται ότι κατασκευάζει αγγέλους. Μεταξύ αυτών στείρες γυναίκες, ιδανικές συνοδούς σεξ. Βλέπετε, ο κόσμος μπορεί να αναποδογυρίζει, όπως τα φύλα –θου, Κύριε!– αλλά στο Χόλιγουντ μένει η φαλλοκρατία, έκφραση της οποίας –αν θέλετε το πιστεύετε– είναι οι σύγχρονοι πανίσχυροι διαφυλικοί ευνούχοι, που, κουνώντας αυστηρά το δάχτυλο, φυλάνε με τον βούρδουλα της πολιτικής ορθότητας τα προοδευτικά χαρέμια των αφεντάδων της νέας εποχής. Υπάκουοι σαν Μπλέιντ Ράνερ. Είδατε που καμία σύμπτωση δεν είναι τυχαία;
Α, ναι. Σε αυτόν τον κόσμο, όπου όλα τα είδη έχουν εξαφανιστεί, επιβιώνει η Σόνι, παραγωγός της ταινίας, η Πεζό και, φυσικά, η Κόκα-κόλα, μαζί με το ουίσκι Μπλακ-Λέιμπελ και την παιχνιδομηχανή Ατάρι, που τις βλέπουμε και στην πρώτη ταινία. Θα προσέξετε επίσης, όσοι θα δείτε την ταινία, ότι στην παγκόσμια μετα-μεγάπολη, στρατόπεδο συγκέντρωσης, οι επιγραφές είναι σε όλα τα εξωτικά αλφάβητα, στο ρώσικο η αγροικία του κακού –πόσο κλισέ πια;–, στο εβραϊκό οι πινακίδες των αυτοκινήτων, στο κορεατικό οι ταμπέλες του εγκαταλειμμένου ξενοδοχείου, στο ιαπωνικό οι μαρκίζες των σεξ-σoπ, αγγλικά οι διαφημίσεις. Ελληνικά γράμματα δεν είδα. Ευτυχώς; Απουσιάζει επίσης η αραβική πινελιά, που υπάρχει στην πρώτη ταινία. Οι Κινέζοι, αντίθετα, και εκεί και εδώ είναι παντού.
Με όλες αυτές τις σκέψεις, που ανακατεύουν τα της ταινίας με όσα απίθανα γίνονται στην πικρή Ελλάδα του Μνημονίου, ίσως σκέφτεστε ότι δυσανασχετώ με την καινούργια ταινία του Ντενί Βιλνέβ. Κάθε άλλο: Πρόκειται για ενδιαφέρουσα και άξια λόγου ταινία, αν και δεν φτάνει στον σκοτεινό λυρισμό του πρώτου Blade Runner (1982) του Ρίντλεϊ Σκοτ. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι στον αμερικανικό κινηματογράφο, όπου η πολιτικολογία είναι σπάνια, το είδος της επιστημονικής φαντασίας πολιτικολογεί με παρα(προ)βολές του μέλλοντος. Ένα, στοιχείο, ας πούμε, και της παλιάς και της νέας ταινίας, είναι ότι κουμάντο στις πολιτείες του μέλλοντος –για φαντάσου!– κάνουν οι εταιρείες. Το κράτος δεν έχει άλλη παρουσία από τη βρώμικη δουλειά της αστυνομίας.
Την εταιρεία Τάιρελ, που κατασκεύαζε τις πρώτες ρεπλίκες-ανδροειδή το 2019 –σύμφωνα με την παλιά ταινία–, την έχει αγοράσει τώρα, 30 χρόνια μετά, το 2049, ο ιδιοφυής βιοσχεδιαστής Γουάλας. Τα δικά του ανδρείκελα –βιοτεχνολογημένους τους ονομάζει η ταινία– είναι προγραμματισμένα ως σκλάβοι για να υπακούουν. Ο συναγερμός όμως χτυπά όταν από λείψανα μιας από τις κατασκευασμένες γυναίκες αποδεικνύεται ότι γέννησε δίδυμα. Η μη σχεδιασμένη αυτή ανατροπή, αφού τα μοντέλα είναι κατά τις προδιαγραφές στείρα, πυροδοτεί τις έρευνες του Μπλέιντ Ράνερ Κ. Γιατί, η γέννηση μπορεί αναπόδραστα να ελευθερώσει τις ρεπλίκες από τον πατενταρισμένο κατασκευαστή τους! Ρεπλίκα και ο ίδιος ο Κ. αναζητά ίσως δικό του πατέρα, και την αδερφή του πιθανόν. Έτσι ο Κ., που εν τω μεταξύ ερωτεύεται μιαν άλλη κατασκευασμένη ανθρωποσκιά, τη Ρέιτσελ (Ραχήλ), γίνεται από διώκτης διωκόμενος για να βρεθεί τελικά με τον κινηματογραφικό του πατέρα Μπλέιντ Ράνερ, τον Χάρισον Φορντ, τον ντέτεκτιβ Ντεκάρντ.
Ο Βιλνέβ μπορεί να μη διαθέτει τον «νουάρ ρομαντισμό» του Σκοτ, που δίνει ένα στυλ της δεκαετίας του ’40 στην ταινία του, αλλά χτίζει ένα δικό του φουτουριστικό νουάρ. Αντί για το ημίφως του Σκοτ προτιμά τις αντιθέσεις του κιαροσκούρο, με ιδιαίτερους φωτισμούς, που φτάνουν στο αποκορύφωμά τους στην αίθουσα των αντανακλάσεων του νερού, μια αίθουσα-παράδεισο γαλήνης των ανδροειδών και που είναι από τα πιο επιφανή επιτεύγματα της ταινίας. Γιατί ο Ράιαν Γκόσλινγκ, με το χωρίς αισθήματα πρόσωπό του –Ρεπλίκα γαρ– βαραίνει τον ούτως ή άλλως συμπαγή όγκο της ταινίας, που δεν τη διαπερνά εκείνο το χιούμορ ή, πολύ περισσότερο, ο λυρισμός της παλιάς ταινίας του Σκοτ. Η Κουβανή Άννα ντε Άρμας επίσης δεν μπορεί να ξεφύγει από το πρότυπο της λαμπερής –σχεδόν στραφταλίζει– συνοδού-πόρνης και η Ολλανδή Σίλβια Χοκς από το πρότυπο της νέας αστραφτερής μέγαιρας. Πολλά τα κλισέ, δεν συμφωνείτε; Ο Τζάρετ Λέτο δίνει μια πρωτότυπη πινελιά σε ένα ρόλο (Αντί-)Χριστού Γουάλας, που θα μπορούσε να είναι ένας, μακρινός έστω, απόγονος του Μεγάλου Ιεροεξεταστή. Ναι, είναι ενδιαφέρον αυτό το δεύτερο Blade Runner 2049, όχι μόνο γιατί «δεν σχολιάζει», αλλά πολύ περισσότερο γιατί επιτείνει «το γεγονός ότι ο ίδιος ο κινηματογράφος συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία απο-ανθρωπισμού, μετατρέποντας τους άλλους σε αντικείμενα της ηδονοβλεψίας μας» ή αντικείμενα υποταγής. Η υποβλητική ηλεκτρική μπαρόκ μουσική των Χανς Τσίμερ και Μπέντζαμιν Γουόλφις κάνει ακόμα πιο σκοτεινό το αντικείμενο του φόβου της ταινίας.
Ξεκομμένος απ’ την ίδια του τη φύση ο άνθρωπος του αιώνα μας, αφού ολοκληρώσει την καταστροφή της φύσης, γίνεται κι αυτός τέρας; Τα αισθήματα και οι αναμνήσεις τον διασώζουν από τον εντελή απ-ανθρωπισμό, μας λένε οι Blade Runner. Και η ίδια του η καταπατημένη σήμερα φύση του, ως «ζώον», αλλά «θεούμενον», όπως έλεγε ένας παλιός μας δάσκαλος, μπορεί να τον σώσει, προσθέτω.
Η άλλη όψη της ελπίδας
Μια αστεία, ή μάλλον δύο αστείες ιστορίες, που δεν κάνουν ακριβώς μία κωμωδία, αλλά μήπως η ζωή δεν είναι ιλαροδραματική; Ο Καλέντ είναι ένας λαθρεπιβάτης που βγαίνει θαμμένος μέσα στην καρβουνόσκονη στο λιμάνι. Έχει φύγει μαζί με την αδερφή του Μύριαμ από τη Συρία, όταν στα ερείπια του βομβαρδισμένου σπιτιού του θάφτηκε όλη η οικογένειά του. Καθ’ οδόν προς την Ευρώπη χάνει την αδελφή του και η αναζήτησή της θα τον φέρει άκοντα σε μια χώρα που δεν γνωρίζει. Η αίτησή του για πολιτικό άσυλο θα απορριφθεί, αλλά αυτός θα το σκάσει και θα μείνει στη Φινλανδία παράνομος. Ο Βίλκστρεμ, περιπλανώμενος έμπορος, είναι ένας εξηντάρης που χωρίζει από την αλκοολική γυναίκα του και ξεπουλάει το τελευταίο εμπόρευμα. Με τα κέρδη από ένα παιχνίδι πόκας αγοράζει ένα παρακμιακό εστιατόριο. Οι ζωές των δύο θα συναντηθούν απρόσμενα, κάπου στη μέση της ταινίας.
Τίποτα το εξαιρετικό, από αυτά που συμβαίνουν (μόνο) στον κινηματογράφο δεν γίνεται στην ταινία. Ο σεναριακός μινιμαλισμός του Καουρισμάκι έχει φτάσει στα άκρα. Κι όμως την ταινία, που οι δύο ιστορίες της έχουν αίσιο τέλος, κάθεσαι και τη βλέπεις χωρίς να χασμουρηθείς. Είναι τα πολλά τραγούδια από περιπλανώμενες μπάντες, που παίζουν σε ένα παλιομοδίτικο στυλ κάντρι; Είναι τα φωτεινά πρόσωπα των ηρώων ή μήπως τα πλάνα τους σε μπούστο, μέσα σε εκείνο το μαλακό φως, με το οποίο τα απαυγάζει ο Καουρισμάκι; Είναι η μαγεία της άδολης καθημερινότητας των καλών ανθρώπων; Σπάνια όλα στις μέρες μας, δεν συμφωνείτε; Παρ’ ό,τι οι δύο ήρωες μοιάζει να το έχουν βάλει στα πόδια, εντούτοις απολαμβάνουν τις απλές στιγμές που τους δίνει η ζωή και αντιδρούν στις προκλήσεις με χαμηλούς τόνους. Με μια άλλη ματιά αν τους δεις, είναι δύο παράνομοι: ο Καλέντ έτσι κι αλλιώς ως λαθραίος πρόσφυγας, ο Βίλκστρεμ πάλι, ξεγελά την αγορανομία και την αστυνομία, βγάζει πλαστή ταυτότητα στον Καλέντ και φέρνει την αδερφή του παράνομα στη χώρα μέσα σε ένα φορτηγό. Κι όμως είναι και οι δυο τους άκακοι σαν τη μικρή σκυλίτσα που υιοθετούν στο εστιατόριο. Ζουν μια ακύμαντη ζωή που τίποτα δεν την απειλεί. Ακόμα και οι επιθέσεις των Φινλανδών xρυσαυγιτών στον Καλίντ, ξέρεις ότι δεν θα έχουν σοβαρές συνέπειες. Κι όμως μέσα τους είναι θαμμένα πολλά ερείπια. Αγέλαστοι σε όλο το έργο, σαν να κοιτούν μέσα τους όσα αναγκάστηκαν να αφήσουν ή σαν σαστισμένοι από την καλοσύνη της ζωής; Ή σαν όλους τους Φινλανδούς, όπου «ακόμα και αστείο να λες, πρέπει να είσαι σοβαρός»(1); Και, θα γυρίσουν άραγε πίσω, ο Καλέντ στη Συρία και ο Βίλκστρεμ στη γυναίκα του; Ποιος ξέρει; Και τι σημασία έχει να το ξέρουμε;
Ο Σερβάν Χαγί δένει με τον Σακάρι Κοουσμάνεν στο σύμπαν του Καουρισμάκι. Εκείνο που λατρεύει κανείς είναι οι απαλοί απογευματινοί φωτισμοί στη φωτογραφία του Τίμο Σάλμινεν. Για τη μουσική δε, ούτε λόγος. Το ένα τραγούδι καλύτερο από το άλλο. Ο αγαπημένος των Καννών Καουρισμάκι κέρδισε εν τούτοις φέτος την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Με τις υγείες μας!
1. «Ο Άκι Καουρισμάκι είναι ξεμέθυστος και δίνει τη συνέντευξη της χρονιάς» στον Χρήστο Μήτση, «Αθηνόραμα», 12/10/2017.
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr/archives/205730
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.